Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο εἶναι ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ: «Ὄυκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστέ καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» (Α’ Κορ. 3:16). Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀναγεννηθήκαμε πνευματικῶς μὲ τὴν ἱεροπραξία τοῦ Βαπτίσματος, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἦρθε μέσα στὴν καρδιά μας καὶ μὲ τὸν πνευματικό μας ἀγῶνα κατοικεῖ μέσα μας. Ἡ Χάρη αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διὰ τοῦ ἱεροῦ Βαπτίσματος κάνει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ναὸ τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ ὅμως ἡ Χάρη, ὅταν δὲν προσέξει ὁ ἄνθρωπος καὶ ἁμαρτάνει, καταπλακώνεται, καταχώνεται βαθιὰ στὴν καρδιά, θάπτεται καὶ ἡ λαμπρότητά της δὲν λάμπει στὸν νοῦ του, ὥστε ἡ λάμψη καὶ ὁ φωτισμός της νὰ δώσει τὴν δυνατότητα νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ μέσα του. Διότι, ὅταν ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι καθαρός, ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἐπισκέπτεται, δὲν μένει μέσα ἐκεῖ, ἀλλὰ φεύγει καὶ τὸν ἀφήνει ἔρημο· καὶ τότε γίνεται ἕνας τόπος βρώμικος καὶ ἄχρηστος. Ἔρχονται ὅλα τὰ δαιμόνια καὶ κατοικοῦν μέσα του· μένει ἀνοχύρωτος, ἀπροστάτευτος, ἀφύλακτος καὶ ἐρημώνεται ἀπὸ τὸν διάβολο.
Αὐτὸ προσπαθεῖ συνεχῶς νὰ ἐπιτύχει ὁ διάβολος τῆς κακῆς ἐπιθυμίας. Ἔρχεται καὶ στέκει ἀπέναντί μας, καὶ κρατῶντας στὸ χέρι ἀναμμένη τὴν δᾶδα ζητεῖ εὐκαιρία, ζητεῖ τὴν κατάλληλη στιγμή, κατὰ τοὺς Πατέρες, τῆς ἀμελείας καὶ τῆς ραθυμίας, νὰ τὴν πετάξει ἐπάνω μας, νὰ μᾶς δώσει “μπουρλότο”, νὰ μᾶς πυρπολήσει, νὰ ἀνάψει τὴν κακὴ ἐπιθυμία μέσα μας, νὰ μᾶς ἀποξενώσει τελείως ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ ἐμπρήσει τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποτεφρώσει τελείως κάθε ὑπόσταση θείου ναοῦ καὶ καθαρότητος τῆς ψυχῆς.
Ὅταν ὅμως ὁ πνευματικὸς ζῆλος περιβάλλει, περιπολεῖ καὶ περιτριγυρίζει αὐτὸν τὸν ναὸ καὶ ὑλακτεῖ σὰν τὸ σκυλί, τότε ὁ ἐχθρός, ὁ ἀπέναντί μας, δὲν βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ μᾶς κάψει, νὰ μᾶς ἀχρηστεύσει, νὰ μᾶς ἐνοχοποιήσει μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ! Καὶ ἔτσι διατηρούμεθα καθαροὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ καθαρότητα ἡ ψυχοσωματικὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καθαρότητα τοῦ ναοῦ εἶναι ἡ εὐωδία καὶ ἡ εὐπρέπεια τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ. «Ἁγίασον, Κύριε, τοὺς ἀγαπῶντας τὴν εὐπρέπειαν τοῦ Οἴκου σου».
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι καθαρός, ἁγιάζεται στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα καὶ ἔρχεται ὅλος ὁ Θεὸς μέσα του. Τότε ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνακύπτει, ἔρχεται στὴν ἐπιφάνεια καὶ ἀποβάλλει ὅλη τὴν “σαβούρα” τῆς ἁμαρτίας, ποὺ εἶχε πρὶν ἐπάνω του ὁ ἄνθρωπος. Τότε οἱ λαμπηδόνες τῆς Χάριτος καὶ οἱ ἀκτῖνες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καταυγάζουν τὸν νοῦ του καὶ τὸν κάνουν θεοειδῆ.
Κι ὅταν ὁ νοῦς καὶ ἡ ψυχὴ προσεύχεται, πετάει στὸν Θεό, πλησιάζει τὸν Θεὸ μὲ τὴν θεωρία καὶ μὲ τὴν θεία μελέτη, ὁ ναὸς θυμιάζεται μὲ τὸ ἄρωμα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἄρωμα εἶναι οἱ πράξεις καὶ ὁ καρπὸς τῆς προσευχῆς ἡ εὐωδία τοῦ θυμιάματος. Κι ὅταν ἕνας ναὸς εἶναι εὐπρεπισμένος καὶ καλλωπισμένος, θυμιάζεται καὶ εὐωδιάζεται, ὁ Θεὸς εὐχαρίστως ἔρχεται καὶ τὸν κάνει κατοικητήριό Του, καὶ θυσιάζεται ἐπάνω στὸ θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς. Καὶ ἡ καρδιὰ ἀναπέμπει δοξολογίες καὶ εὐχαριστίες στὸν Θεό, ποὺ κάνει αὐτὸ τὸ Μυστήριο καὶ δέχεται αὐτὴν τὴν ἐξιλαστήριο θυσία.
Ἐμεῖς σὰν μοναχοί, ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο γνωρίζουμε καθαρότερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διδασκόμαστε συνέχεια ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρες, πῶς πρέπει νὰ ἀγωνισθοῦμε. Ἡ ζωή τους, τὸ παράδειγμά τους, οἱ νουθεσίες τους, δὲν εἶναι γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ γιὰ νὰ μᾶς ἀνάψουν τὸν ζῆλο, νὰ τοὺς μιμηθοῦμε στὴν ἀρετή τους καὶ στὴν χάρη ποὺ ἀπέκτησαν ἀπὸ τὸν ἀγῶνα τους.
Καὶ αὐτοὶ ἦταν ἄνθρωποι, εἶχαν πάθη καὶ ἀδυναμίες, ἀλλὰ πρόσεξαν πολὺ τὸν πνευματικό τους ζῆλο. Δὲν τὸν ἄφησαν νὰ νυστάξει, νὰ νεκρωθεῖ· τὸν διατήρησαν ἄγρυπνο καὶ νηφάλιο κι ἔτσι σιγά-σιγά ὁ ναὸς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός τους ἔγινε ἅγιος, ὁ Θεὸς κατοίκησε μέσα τους καὶ ἔγιναν αὐτοὶ οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τώρα ἀκολουθοῦμε ἐμεῖς. Ἤρθαμε ἐμεῖς στὴ θέση τους, στὸν στίβο τῆς πάλης, ἤρθαμε στὴ ζωὴ ποὺ ἔζησαν αὐτοί. Πρέπει νὰ τοὺς μιμηθοῦμε, καὶ πρῶτος ἐγώ, στὸν τρόπο ποὺ ἐζήλωσαν αὐτοὶ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Νὰ ἔχουμε μεγάλη προσοχή, νὰ νήφουμε καὶ νὰ θερμαίνουμε συνεχῶς τὸν ζῆλο καὶ τὸν πόθο, πῶς θὰ ἁγνίζουμε καθημερινῶς ψυχοσωματικὰ τὸν ἑαυτό μας.