Ὁ Ἰωάννης ἦταν υἱός του Ζεβεδαίου, ὁ ὁποῖος ἦταν ψαρᾶς, καὶ τῆς Σαλώμης, τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Μνήστορος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὅταν τὸν κάλεσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς, παρευθὺς ὁ Ἰωάννης ἄφησε τὸν πατέρα του καὶ τὰ δίχτυα τοῦ ψαρᾶ καὶ ἀκολούθησε, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἰάκωβο, τὸν Χριστό. Ἀπὸ τότε δὲν χωρίστηκε πλέον ἀπὸ τὸν Κύριό του, μέχρι τέλους. Ἦταν παρὼν μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο στὴν ἀνάσταση τῆς κόρης του Ἰαείρου, ὅπως καὶ στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο ὁ Ἰωάννης ἀνέπεσε στὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ.
Ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο, ὁ Ἰωάννης καὶ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος παρέμειναν κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό. Κατόπιν, ὑπακούοντας στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, παρέλαβε σὰν υἱὸς τὴν Θεοτόκο Μαρία στὸ σπίτι του καὶ τὴν ὑπηρετοῦσε ἐπιμελῶς μέχρι τὴν Κοίμησή της.
Μετὰ ἀπὸ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ὁ Ἰωάννης πῆγε μὲ τὸν μαθητή του Πρόχορο στὴ Μικρὰ Ἀσία γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο. Στὴν Ἔφεσο κυρίως, ὁποὺ ἔζησε, μόχθησε πολὺ καὶ μεγαλούργησε. Μὲ τὸ θεόπνευστο κήρυγμα καὶ τὰ θαύματά του πολλοὺς μετέστρεψε στὴ χριστιανικὴ Πίστη καὶ κλόνισε συθέμελα τὴν εἰδωλολατρία. Οἱ ὀργισμένοι εἰδωλολάτρες τὸν ἔστειλαν δέσμιο στὴ Ρώμη γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν αὐτοκράτορα Δομιτιανό. Αὐτὸς τὸν βασάνισε ποικιλοτρόπως, ἀλλὰ οὔτε τὸ πικρὸ δηλητήριο ποὺ τοῦ ἔδωσαν νὰ πιεῖ, οὔτε τὸ βραστὸ λάδι, μέσα στὸ ὁποῖο τὸν ἔριξαν, κατάφεραν νὰ τὸν κλονίσουν ἢ νὰ τὸν βλάψουν.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ κατατρόμαξε τὸν αὐτοκράτορα ὁ ὁποῖος, θεωρῶντας τὸν Ἰωάννη ἀθάνατο, τὸν ἐξόρισε στὸ νησί της Πάτμου. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Ἰωάννης μετέστρεψε πολλοὺς στὴν πίστη διὰ τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων του καὶ ἑδραίωσε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Στὴν Πάτμο ἐπίσης ἔγραψε τὸ Ἔυαγγέλιό του καὶ τὴν Ἀποκάλυψη. Ἐπὶ βασιλείας τοῦ Νέρωνος, ὁ ὁποῖος ἔδωσε χάρη σὲ ὅλους τοὺς φυλακισμένους, ὁ Ἰωάννης ἐπέστρεψε στὴν Ἔφεσο, ὅπου ἔζησε γιὰ κάποιο χρονικὸ διὰστημα ἑδραιώνοντας τὸ ἔργο ποὺ εἶχε ἀρχίσει νωρίτερα.
Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ δὲν ὁμιλοῦσαν ἁπλῶς, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα τους ἐπικύρωναν τὰ λόγια τους. Ὁ ἅγιος Κλήμης Ἀλεξανδρείας διηγεῖται τὰ ἑξῆς: ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἔυαγγελιστής εἶχε βαπτίσει κάπου στὴ Μικρὰ Ἀσία ἕναν νεαρό, πρώην εἰδωλολάτρη, στὸν ὁποῖον ἐμπιστεύτηκε τὴ φροντίδα τῆς τοπικῆς ἐπισκοπῆς, ἐνῷ ἐκεῖνος ἔφυγε γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅμως, κατὰ τὴν ἀπουσία τοῦ Ἰωάννη, ὁ νέος αὐτὸς διεφθάρη καὶ ἄρχισε νὰ πίνει καὶ νὰ κλέβει· ἔγινε μέλος μιᾶς συμμορίας ληστῶν, οἱ ὁποῖοι δροῦσαν στὰ δάση, ἐπιτιθέμενοι σὲ ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους κατέκλεβαν. Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἐπέστρεψε ὁ Ἰωάννης ἄκουσε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο τί εἶχε συμβεῖ μὲ τὸ νεαρό. Ἀμέσως ὁ Ἀπόστολος, χωρὶς νὰ χάσει χρόνο, βρῆκε ἕνα ἄλογο καὶ ὁδηγὸ κι ἔσπευσε στὸ δάσος ὅπου θὰ συναντοῦσε τοὺς ληστές.
Ὁ ἅγιος, ἀναζητῶντας, τοὺς βρῆκε καὶ ἦρθε ἀντιμέτωπος μὲ τὸν ἀρχηγὸ τῆς συμμορίας. Μόλις ὁ νεαρὸς ἀναγνώρισε τὸν Ἰωάννη, ἔτρεξε ἀμέσως νὰ κρυφτεῖ. Παρὰ τὴν προχωρημένη ἡλικία του ὁ Ἰωάννης τὸν κυνήγησε. Μολονότι γέρων, τὸν πρόφθασε καὶ τὸν ἔπιασε. Ὁ νεαρὸς ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἀποστόλου ντροπιασμένος, ἀδυνατῶντας νὰ τὸν κοιτάξει κατάματα. Ὁ Ἰωάννης τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν φίλησε, ὅπως ὁ ποιμένας ποὺ βρίσκει τὸ χαμένο του πρόβατο. Ὁ ἅγιος τὸν ἔφερε πίσω στὴν πόλη καὶ τὸν βεβαίωσε ἐκ νέου στὴν πίστη, στερεώνοντάς τον στὴν ἐνάρετη ζωή. Ἀφοῦ εὐαρέστησε τὸν Θεὸ μὲ τὴ ζωή του, ὁ ἄνδρας αὐτὸς εἰσῆλθε ἐν καιρῷ στὴν ἀνάπαυση τοῦ Κυρίου.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἦταν πάνω ἀπὸ ἑκατὸ ἐτῶν, ὅταν πῆγε στὸν Κύριο. Τότε οἱ μαθητές του ἄνοιξαν τὸν τάφο καὶ δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα του. Στὶς 8 Μαΐου κάθε ἔτους ἀναδυόταν μέσα ἀπὸ τὸν τάφο του μιὰ λεπτόκοκκη, εὐώδης καὶ ἰαματικὴ σκόνη.
Μετὰ ἀπὸ μιὰ πολύμοχθη καὶ καρποφόρο ζωὴ ἐπὶ τῆς γῆς, ὁ ἐπιστήθιος, ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀληθινὸς αὐτὸς στῦλος τῆς Ἐκκλησίας, ἔλαβε τὴν κατοικία του στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου του.
Ὕμνος στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὁ Εὐαγγελιστής,
υἱὸς Ζεβεδαίου τοῦ ἁλιέως,
νεαρὸς βλαστὸς ἦταν, ὅταν συνάντησε
τὴ θερμουργὸ ἀγάπη τὸν Ἰησοῦ.
Ὁ πιὸ πιστὸς φίλος τοῦ Χριστοῦ
ἁγνή, παρθένος ψυχή,
ψυχὴ ἁγνὴ καὶ ἀγαπῶσα
διορατική, ἡρωική.
Ἀποκάλυψε ἄρρητες ὁράσεις,
αἴροντας τὴ σφραγῖδα ποὺ σφράγιζε τὴν αἰωνιότητα.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης εἶδε τὸ πεπρωμένο τοῦ κόσμου,
ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος!
Κήρυξε τὴν Ἀγάπη
καὶ μὲ Ἀγάπη πορεύθηκε μέσα στὸν κόσμο.
Ὡς τὸν θρόνο τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ
ἀνυψώθηκε ἀπὸ τὴν Ἀγάπη.
Σὰν ὅρος χιονοστεφὲς αὐτός, ὁ υἱὸς τῆς Βροντῆς,
ὁ φοβερὸς προφήτης,
ἀλλὰ καὶ πρᾶος καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία.
Ω Ἰωάννη, οὐρανοφᾶντορ καὶ μυστολέκτα τῶν ἀρρήτων,
βροντόλαλε ἅγιε Θεολόγε,
δέξου τὶς μικρὲς ἱκεσίες μας
πρὸς τὸν μεγάλο Φίλο σου καὶ Σωτῆρα ἡμῶν!
Ἔγγισὲ μᾶς σ’ Αὐτόν,
τὸν παντοδύναμο Θεό, τὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ.
Καί, παρ’ ὅτι ἀνάξιοι γιὰ νὰ γείρουμε στὸ στῆθος Του,
τοὐλάχιστον, ἐπιστήθιε φίλε Αὐτοῦ,
φέρε μας ἐγγύτερα στὰ πόδια Του!