Καβάλα πάει ὁ Χάροντας
τὸ Διγενῆ στον Ἅδη,
κι ἄλλους µαζί… Κλαίει, δέρνεται
τ᾿ ἀνθρώπινο κοπάδι.
Καὶ τοὺς κρατεῖ στοῦ ἀλόγου του
δεµένους τὰ καπούλια
τῆς λεβεντιᾶς τὸν ἄνεµο,
τῆς ὀµορφιᾶς τὴν πούλια.
Καὶ σὰ νὰ µὴν τὸν πάτησε
τοῦ Χάρου τὸ ποδάρι,
Ὁ Ἀκρίτας µόνο ἀτάραχα
κοιτάει τὸν καβαλάρη.
«Ὁ Ἀκρίτας εἶμαι, Χάροντα,
δὲν περνῶ µὲ τὰ χρόνια,
µ᾿ ἄγγιξες καὶ δὲ µ᾿ ἔνιωσες
στὰ µαρµαρένια ἁλώνια;
Εἶµ᾿ ἐγὼ ἡ ἀκατάλυτη
ψυχὴ τῶν Σαλαµίνων·
στὴν Ἑφτάλοφην ἔφερα
τὸ σπαθὶ τῶν Ἑλλήνων.
Δὲ χάνοµαι στὰ Τάρταρα,
µονάχα ξαποσταίνω·
στὴ ζωὴ ξαναφαίνοµαι
καὶ λαοὺς ἀνασταίνω!»