Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Λίγο πρὶν τὸ 1900, ὁ ναΐσκος εἶχε ἀποκτήσει ὑψηλὴ συμβολικὴ ἀξία, καθότι στὶς ἀγρυπνίες ποὺ τελοῦνταν ἐκεῖ ἔδιναν τακτικὰ τὸ «παρόν» σημαίνουσες προσωπικότητες τοῦ πνεύματος καὶ τῆς διανόησης τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ ὁ ἐξάδερφός του Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, οἱ ὁποῖοι ἐκτελοῦσαν χρέη δεξιοῦ καὶ ἀριστεροῦ ψάλτη ἀντίστοιχα. Παράλληλα, στὶς ἀκολουθίες ἱερουργοῦσε ὁ ἐκ Νάξου πράος καὶ ταπεινός τῇ καρδίᾳ, ἅγιος παπα-Νικόλας ὁ Πλανᾶς, ἐνῶ εἶχε συμμετάσχει καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως.

  • !

    Τέλος, καθὼς ἡ Κυριακὴ ρίχνει τὴ ροδοπόρφυρη αὐλαία τοῦ δειλινοῦ της στὶς λοφοσειρὲς τῆς δυτικῆς Ἀθήνας, σὰν νὰ ἔρχονται στ’ αὐτιά μας ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Παπαδιαμάντη στίχοι ἐκ τοῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος στὸν Προφήτη Ἐλισσαῖο… «Προφῆτα Χριστοῦ, Ἐλισσαῖε Πανεύφημε, ἰάσεων πηγή, καὶ κρήνη ἀκένωτος, ἰκετικῶς βοῶμεν σοὶ πρόφθασον, καὶ ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ὁ μέγας φρουρὸς ἡμῶν καὶ πρόμαχος».

Ὁ Αγιος Ἐλισσαῖος

 

Ἡ κυριακάτικη ἀπογευματινὴ βόλτα ὁδήγησε τὴν παρέα τῶν ἀνωνύμων περιπατητῶν τοῦ Ἄστεως στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Προφήτη Ἐλισσαίου, στὸ Μοναστηράκι. «Ὁ Ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου κεῖται δεξιὰ τῷ ἀναβαίνοντι τὴν ὁδὸν Ἄρεως, ἐγγὺς τοῦ ἐνοριακοῦ Ναοῦ τῶν Ταξιαρχῶν, παρὰ τὴν ἀρχαίαν τῆς Πόλεως Ἀγοράν». Τὸ μικρὸ αὐτὸ παρεκκλήσι οἰκοδομήθηκε μεσούσης τῆς τουρκοκρατίας, ἦταν ἰδιοκτησία τῆς οἰκογένειας Λογοθέτη – Χωματιανοῦ καὶ ἀπὸ τεχνικῆς – ναοδομικῆς ἄποψης ἀνῆκε στὸ ρυθμὸ τῆς ἁπλῆς μονόκλιτης, ξυλόστεγης βασιλικῆς. Λίγο πρὶν τὸ 1900, ὁ ναΐσκος εἶχε ἀποκτήσει ὑψηλὴ συμβολικὴ ἀξία, καθότι στὶς ἀγρυπνίες ποὺ τελοῦνταν ἐκεῖ ἔδιναν τακτικὰ τὸ «παρόν» σημαίνουσες προσωπικότητες τοῦ πνεύματος καὶ τῆς διανόησης τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ ὁ ἐξάδερφός του Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, οἱ ὁποῖοι ἐκτελοῦσαν χρέη δεξιοῦ καὶ ἀριστεροῦ ψάλτη ἀντίστοιχα. Παράλληλα, στὶς ἀκολουθίες ἱερουργοῦσε ὁ ἐκ Νάξου πράος καὶ ταπεινός τῇ καρδίᾳ, ἅγιος παπα-Νικόλας ὁ Πλανᾶς, ἐνῶ εἶχε συμμετάσχει καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως.

Ἀρχικά, ἀντλοῦμε κάποιες «τεχνικές» πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸ ἐσωτερικό τοῦ ναίσκου ἀπὸ ἕνα ἄρθρο τοῦ Γεράσιμου Βώκου (1894): «ὄπισθεν τοῦ χθαμαλοῦ τέμπλου καὶ πρὸ τοῦ βωμοῦ ὁ ἱερεὺς ἐτέλει τὴν προσκομιδὴν […] Ἤσαν δὲ οἱ τοῖχοι τοῦ ἱεροῦ βήματος ἔμπλεοι τοιχογραφιῶν, νεωτέρας καὶ παλαιᾶς γραφῆς […] Ὑπὲρ τὸ στασίδιον τοῦ δεξιοῦ ψάλτου ἀνηρτάτο ἡ εἰκὼν τοῦ προφήτου Ἡλίου καὶ παρὰ ταύτην ἡ εἰκὼν τοῦ προφήτου Ἐλισσαίου, ἄνωθεν δὲ ἀπαίσιον εἰκόνισμα τῶν δεινῶν τῆς Κολάσεως μὲ τὰ τάρταρα φλογοβολοῦντα καὶ τοὺς δαίμονας καὶ τὸν ἀδηφάγον δράκον […] Καὶ ἔναντι δυὸ μανουάλια καὶ ὕπερθεν δυὸ πολυέλαιοι καὶ κανδῆλαι καὶ ὑπὲρ πάντα, ὡς θέμα ἐπαναπαύσεως τῶν αἰσθήσεων, γαλήνης, μυστηρίου καὶ ἐξάρσεως, ἡ κυανόχρους ἐκείνη κανδήλα, ἡ προχέουσα τὸ ἁπαλόν της φῶς …».

Ἕνα ἐνδιαφέρον «στατιστικό» στοιχεῖο -τὸ ὁποῖο ἐπισημαίνει τόσο ὁ Καμπούρογλου ὅσο καὶ ὁ Μωραιτίδης- σχετικὰ μὲ τὴ σύνθεση τοῦ ἐκκλησιάσματος εἶναι, ὅτι «ὁ Προφήτης Ἐλισσαῖος ἦτο δημοφιλέστατος, εἰδικὰ εἰς τὰς γυναικείας ὁμάδας…». Ὁ Βῶκος συντασσόμενος μὲ αὐτὴ τὴν προσέγγιση περιγράφει: «Ἤσαν δὲ γραῖαι πολλαὶ καὶ γυναῖκες ὡρίμου ἡλικίας καὶ νεανίδες τρυφερώταται καὶ μητέρες μετὰ τῶν θηλαζομένων νηπίων εἰς τὰς ἀγκάλας, τινὲς ἐξημμέναι ἐν τῇ ἀσφυκτικῇ θερμοκρασίᾳ τοῦ στενοῦ ἐκείνου χώρου, ἄλλαι νησταλέαι καὶ κατάκοποι, αἱ πλεῖσται πληκτικώτατα ἐστοιβαγμέναι…». Ἐν συνέχειᾳ, σχολιάζεται ἡ ἀνεπάρκεια τοῦ τότε «τεχνητοῦ φωτισμοῦ», ποὺ προσέδιδε μία ὑπερκόσμια χροιὰ πάνω στὸ πλῆθος τῶν γυναικῶν: «Σκιαὶ ἐπλανῶντο ἐπὶ τὰ γυναικεία ταῦτα πλήθη, σκιαὶ ἐπιτείνουσαι τὴν μυστηριώδη γοητείαν τοῦ ταπεινοῦ τούτου οἴκου τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ φῶς τοῦ πρώτου πολυελαίου δὲν ἔφθανεν ἕως ἐκεῖ καὶ μόνον τῆς κυανοχρόου μεγάλης κανδήλας, ἀπὸ τοῦ μέσου ἀνηρτημένης, ἡ μελιχρὰ ἀνταύγεια καὶ τῶν ἄλλων κανδηλίων τὸ ὠχρὸν φῶς διασκέδαζον ἐπ’ ὀλίγον τὰ πυκνὰ σκότη…». Παράλληλα, στὸ ἴδιο κείμενο ὁ γράφων –ἀναπολώντας ἴσως τὴν ἡρωικὴ ἰδιαίτερη πατρίδα τῶν προγόνων του- ἑστιάζει στὴ συμπαθῆ καὶ σεβάσμια φιγούρα ἑνὸς νησιώτη πλοιάρχου πολυταξιδεμένου, ὁ ὁποῖος ἀνέβαινε ἀπὸ τὸν Πειραιὰ στὴν Ἀθήνα καὶ συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὶς ἀκολουθίες: «Ὑδραῖος πλοίαρχος, ὁ μπάρμπα Μάνθος, ὑπέργηρος, ἀδύνατος, μὲ λεπτὸ – λεπτὸ ὁλόλευκο μουστακάκι κλῖνον πρὸς τὰ κάτω, γνησία μορφὴ ἀσκητοῦ, σεβαστὸς ἀνήρ, κόσμον διαπλεύσας μὲ τὰ δυό του καράβια εἰς τὴν καλὴν ἐποχήν, ἤδη δὲ ἀνερχόμενος ἐπίτηδες ἐκ Πειραιῶς διὰ νὰ λέγῃ τὸ «Πιστεύω» εἰς τὸν ἅγιον Ἐλισσαῖον, ὁσάκις γίνονται ἀγρυπνίαι…».

Ἐπανερχόμενοι στὸ λογοκρατούμενο σήμερα, πρέπει νὰ τονιστεῖ, ὅτι τὸ ἐν λόγῳ ναΐδριον βρίσκεται καγκελόφρακτο καὶ «ἐνσφηνωθέν» ἀνάμεσα σὲ τριπλοκλειδωμένες σιδεριές, ἀγκαθωτὰ συρματοπλέγματα καὶ κιγκλιδώματα. Σίγουρα εἶναι ἀξιέπαινες οἱ προσπάθειες τῶν ἁρμοδίων Ὑπηρεσιῶν τοῦ ΥΠΠΟ καὶ τῆς Ἑταιρείας Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν, ποὺ ἐδῶ καὶ δεκαπέντε χρόνια ἔχουν φροντίσει γιὰ τὴν περάτωση τοῦ ἔργου τῆς ἀναστήλωσης (καὶ διάσωσης!) τῆς ἐκκλησίας. Δυστυχῶς ὅμως, ὁ (περιβάλλων) χῶρος δὲν εἶναι προσβάσιμος στὸ φιλακόλουθο κοινό τῆς Ἀθήνας (καὶ ὄχι μόνο). Ἕως τώρα, ἐλάχιστες φορὲς ὁ «ξένιος» Ἐλισσαῖος, ὁ «νέος», ἔχει ἀνοίξει τὴν ἀγκαλιά του σὲ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ σταθοῦν βιωματικὰ στὸ ἴδιο σημεῖο, ποὺ κάποτε προσεύχονταν «συναγρυποῦντες» οἱ Σκιαθίτες «κοσμοκαλόγεροι» τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων μαζὶ μὲ τὸν Γιάννη Βλαχογιάννη, τὸν Παῦλο Νιρβάνα καὶ τὸν Ζαχαρία Παπαντωνίου…

Ὁ ἅγιος Ἐλισσαῖος, ὅπως εἶναι σήμερα στὴν ὁδὸ Ἄρεως 14, στὸ Μοναστηράκι. Ὑπενθυμίζεται, ὅτι τὸ 1943, μὲ περιπετειώδη τρόπο καὶ κατόπιν ἐνεργειῶν τῆς Ἐφορείας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων, τὸ ἰδιόκτητο παρεκκλήσι (ποὺ βρισκόταν ὑπὸ κατάρρευση – κατεδάφιση!) κηρύχθηκε διατηρητέο. Ἔτσι, ξεκίνησε ἡ σύνταξη προτάσεων – εἰσηγήσεων γιὰ τὴν ἄμεση ἀναστήλωσή του, ἡ ὁποία ὁλοκληρώθηκε… τὸ 2005!

Ἔτσι, ἡ ὁμήγυρις τῶν πικραμένων ἀναχωρητῶν τῆς παλιᾶς Πόλης –ἔχοντας στὴ μία μεριὰ τὰ ὄνειρα, «στὴν ἄλλη τὶς ἐλπίδες»- ἀπέρχεται πρὸς Ἀρχαία Ἀγορὰ καὶ ΗΣΑΠ Θησεῖο. Ἀπὸ τὸ στόμιο τῆς σήραγγας τοῦ Ἠλεκτρικοῦ Σιδηροδρόμου, ἀνάμεσα σὲ σαλεπιτζῆδες καὶ ἀλλοκαιρινὰ ταβερνομπακάλικα, ἴσως μᾶς κοιτᾶ κάποιος ξεπεσμένος Δερβίσης σιγοψιθυρίζοντας τὴν προσφιλῆ του παροιμία: «Μποὺ ντουνιὰ τσὲρκ φελέκ» («Αὐτὸς ὁ κόσμος, ρόδα εἶναι καὶ γυρίζει…»).

Τέλος, καθὼς ἡ Κυριακὴ ρίχνει τὴ ροδοπόρφυρη αὐλαία τοῦ δειλινοῦ της στὶς λοφοσειρὲς τῆς δυτικῆς Ἀθήνας, σὰν νὰ ἔρχονται στ’ αὐτιά μας ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Παπαδιαμάντη στίχοι ἐκ τοῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος στὸν Προφήτη Ἐλισσαῖο… «Προφῆτα Χριστοῦ, Ἐλισσαῖε Πανεύφημε, ἰάσεων πηγή, καὶ κρήνη ἀκένωτος, ἰκετικῶς βοῶμεν σοὶ πρόφθασον, καὶ ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ὁ μέγας φρουρὸς ἡμῶν καὶ πρόμαχος».

ΠΗΓΕΣ

«Αἱ Παλαιαὶ Ἀθῆναι», Δημήτρης Καμπούρογλου, Ἀθήνα, 1922

«Ὁ Ἅγιος Ἐλισαῖος», Φ. Δημητρακόπουλος, ἐκδόσεις ERGO, 2004

«Ἀγρυπνία εἰς τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον», Γεράσιμος Βῶκος, Ἀκρόπολις, 8/3/1894

«Ἀλέξανδρος (Ἀνδρόνικος) Μωραϊτίδης», Δημήτριος Θ. Κανελλόπουλος, Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, φ. 4/2018