
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Κυρίου, ὅταν εἶδε τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ νὰ σχίζεται στὰ δυό, τὴν γῆ νὰ σείεται, τὶς πέτρες νὰ ῥαγίζουν καὶ τὰ μνημεῖα νὰ ἀνοίγουν, φωτίσθηκε ἀκόμα περισσότερο. Δὲ χωροῦσε πλέον καμιὰ ἀμφιβολία μέσα του, καὶ μὲ ὅλην του τὴν δύναμη διακήρυξε κάτι, ποὺ ὅλοι ὅσοι ἔχουν καθαρὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους στὴν παντοδυναμία τοῦ Κυρίου διακηρύττουν: «Ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος υἱὸς ἦν Θεοῦ». Ἀλήθεια, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν υἱὸς Θεοῦ, ὁ Θεάνθρωπος Σωτὴρ τοῦ κόσμου.
Ἡ εἴδηση ὅτι ὁ Λογγίνος ἀσπάσθηκε καὶ κήρυττε τὴ χριστιανικὴ πίστη, ἐξήγειρε τὴν μανία τῶν Ἰουδαίων, καὶ μὲ ἐνέργειές τους στὴ ρωμαϊκὴ ἐξουσία, τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τὸν Ἥλιον τῆς δόξης Σταυρῶ προσηλωθέντα, καὶ τοὶς ἐν σκιᾷ τοῦ θανάτου ἐκλάμποντα ὡς εἶδες, ηὐνάσθης αὐτοῦ ταὶς ἀστραπαίς, καὶ ἤθλησας Λογγίνε εὐσεβῶς, διὰ τοῦτο νοσημάτων παντοδαπῶν, λυτρούσαι τοὺς ἐκβοώντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σου, πάσιν ἰάματα.
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύvως γέγηθεν ἡ Ἐκκλησία, ἐν τῇ μνὴμη σήμεροv, τοῦ ἀοιδίμου ἀθλητοῦ, Λογγίvου ἀνακραυγάζουσα. Σὺ μου τὸ κράτος, Χριστὲ καὶ στερέωμα.Ὁ Οἶκος
Τὸν οὐρανὸν σκότει πολλῷ, τὴν γῆν τε σειομένην, καὶ πέτρας ῥηγνυμένας, ναοῦ τε τὸ καταπέτασμα σχισθὲν εἰς δύο θεωρῶν ἐν τῷ θείῳ πάθει τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀθλητής, Θεοῦ Υἱὸν αὐτὸν ἐγνώρισε, πάσχοντα τῇ οἰκείᾳ εὐσπλαγχνίᾳ, ἀπαθῆ δὲ ὄντα τῇ θεότητι καὶ δόξῃ, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ Πνεύματι Ἁγίῳ συνέχοντα τὸ πᾶν καὶ διακρατοῦντα, ὡς Θεὸν ἀληθινὸν καὶ Βασιλέα· ὅθεν ἐν χαρᾷ Λογγῖνος ἀνακραυγάζει· Σύ μου τὸ κράτος Χριστὲ καὶ στερέωμα.
Ὁ Μαλὸς εἶχε μεγάλη πνευματικὴ διάκριση, ὥστε νὰ μὴ γίνεται βαρύς, ἐνοχλητικὸς καὶ ἄστοχος στὶς ἰδιαίτερες αὐτὲς νουθεσίες. Ἡ θεία χάρη τὸν εἶχε ὁπλίσει μὲ μεγάλη λεπτότητα καὶ ἀγάπη, ποὺ τοῦ ὑπαγόρευαν πάντοτε τί ἦταν συμφέρον νὰ εἰπωθεῖ καὶ τί ἔπρεπε νὰ παραλειφθεῖ.
Στὴ συνέχεια ἀκολούθησε τὴν ἐρημικὴ ζωή. Ἀλλ᾿ ὅσοι μάθαιναν ποὺ βρίσκεται, ἔρχονταν καὶ τὸν ζητοῦσαν στὸ ἐρημητήριό του. Καὶ αὐτὸς ὅμως, κατὰ διαστήματα, κατέβαινε στὶς πόλεις, ὄχι γιὰ νὰ κάνει ὁμιλίες, ἀλλὰ γιὰ νὰ σκορπίσει εὐεργεσίες.Διότι ὁ Κύριος τὸν εἶχε προικίσει καὶ μὲ τὴν δύναμη νὰ θεραπεύει θαυματουργικὰ διάφορες ἀῤῥώστιες. Πολλοὶ μάλιστα βρῆκαν τὴν γιατρειά τους μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ ὁσίου Μαλοῦ καὶ διὰ μόνου της ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν του.Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐξεδήμησε πρὸς τὸν Κύριο, τὸ λείψανό του ἀνάβλυζε μύρο καὶ ἔγινε πηγὴ ἰάσεως διαφόρων ἀσθενειῶν.
Λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ἐπίσης καὶ στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἔκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.