Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ προσευχὴ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι κατάσταση ψυχοσωματική.
    Προσεύχομαι σημαίνει ὅτι ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μιλῶ μαζί Του.
    Πρόκειται γιὰ μία κατάσταση πίστεως καὶ ἐσωτερικῆς δυνάμεως, γιὰ μιὰ ἐνέργεια ὑπερφυσική, ποὺ κινεῖ τὸν προσευχόμενο πρὸς τὴν αἰώνια ζωή.
    Ἡ προσευχή μου εἶναι βασικὸς λόγος ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Θεό, πρόσωπο πρὸς πρόσωπο, δημιουργῶντας μία κοινωνία καὶ ἐπικοινωνία ποὺ εἶναι τρυφερὴ καὶ παράλληλα δυνατή, ποὺ σὲ ἐνθουσιάζει, ἐνῷ, ταυτόχρονα, σὲ εἰρηνεύει.
    Ἡ προσευχὴ σὲ προσωπικό, «ἐντὸς τοῦ ταμείου μας» ἢ σὲ συλλογικὸ ἐπίπεδο ἐντὸς τῆς Θ. λατρείας τῆς Ἐκκλησίας μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία δὲν πρέπει νὰ ἀναζητοῦμε μακριά μας. Εἶναι ὑπόθεση τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς νὰ βιώνει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ αἰσθάνεται τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ ὡς πράγματα ἐνεργούμενα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ πράγματα τοῦ ἀνθρώπου ὡς πράγματα τελειούμενα στὸ Θεό.
    Ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι ἀνακαλύπτω μέσα μου τὴ ζωὴ σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο καὶ ζῶ τὴν ἀνάσταση πρὶν τὴν κοινὴ ἀνάσταση.

  • !

    Ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι περισσότερο αἰσθάνομαι καὶ βιώνω ὑπερβατικὰ τὴν παρουσία Του, παρὰ τὴν βλέπω μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος.
    Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἰσέλθει στὴν κατάσταση τῆς προσευχῆς, διαπιστώνει ὅτι οἱ φοβερὲς δυνάμεις τοῦ σκότους τὸν παρεμποδίζουν, μὲ χίλιους τρόπους, στὸ νὰ ἔχει μιὰ σταθερότητα. Γιὰ αὐτὸ χρειάζεται ἀπὸ τὴν πλευρά του νὰ καταβληθοῦν τεράστιες ψυχοσωματικὲς δυνάμεις, κόπος καὶ ἔνταση, τοὐλάχιστον κατὰ τὰ ἀρχικὰ στάδια, μέχρι, δηλαδή, νὰ καταστεῖ ἡ προσευχὴ τρόπος ζωῆς. Ἀλλὰ ἡ ἐγρήγορση τοῦ προσευχομένου πρέπει νὰ εἶναι μόνιμη καὶ συνεχής, γιατί πολλὲς φορὲς στὸν πνευματικό μας ἀγῶνα ἡ προσευχὴ θὰ φανεῖ σὰν μιὰ ἄκαρπη ὑπόθεση ἢ σὰν χαμένος χρόνος. Μπορεῖ κάποιος νὰ προσεύχεται γιὰ μέρες ἢ ἑβδομάδες ἢ χρόνια ὁλόκληρα, ἀλλὰ νὰ μὴ βλέπει νὰ ἔρχεται στὴ ζωή του αὐτὸ ποὺ θὰ τὸν μεταμορφώσει. Δὲν αἰσθάνεται ὅτι κάπου ἐκεῖ ἔξω ὑπάρχει ὁ Θεὸς ποὺ θὰ τὸν ἀκούσει. Δὲν βλέπει κάποια ἀνταύγεια φωτός, οὔτε νιώθει ζεστασιὰ καὶ γλυκύτητα στὴν καρδιά του. Δὲν βρίσκει πόθο καὶ ἐλπίδα. Αἰσθάνεται σὰν νὰ τὸν ἔχει ἐγκαταλείψει ὁ Θεός, σὰν νὰ μὴ θέλει νὰ ἀσχοληθεῖ μαζί του. Ἡ ὕπαρξή του εἶναι ἕνα τίποτα, ἕνα μεγάλο κενό, τὸ ὁποῖο τὸν ἀποκαρδιώνει καὶ μᾶλλον τὸν ἀπωθεῖ ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς.

  • !

    Αὐτή, μάλιστα, ἡ ἐπιβάρυνση γίνεται σήμερα ἀκόμη πιὸ αἰσθητή, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κουραστεῖ θέλει νὰ ἔχει κίνητρο καὶ ἄμεση ἱκανοποίηση. Τίποτα δὲν γίνεται χωρὶς ἀνταμοιβή. Κανεὶς δὲν περιμένει μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία νὰ ἔρθουν οἱ καρποί. Ὅλοι βιάζονται. Κι ἂν σ’ αὐτὴ τὴν ἀποκαρδιωτικὴ κατάσταση προστεθεῖ καὶ ἡ ἐπιπλέον μεθοδία τοῦ διαβόλου, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο -ἀκόμη καὶ τὸν προσευχόμενο -σὲ σκέψεις ἀπιστίας καὶ ἀρνήσεως τοῦ Θεοῦ, λογισμοὺς ἀντιδραστικότητας καὶ βλασφημίας, τότε ἡ προσπάθεια γιὰ προσευχὴ χάνει κάθε ἐνδιαφέρον, δυναμικὴ καὶ ζωτικότητα. Ἀλλὰ στὴν πνευματικὴ ζωὴ ὑπάρχουν πάντα μεταπτώσεις, κι αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ γνωρίζουμε. Κάποτε θὰ αἰσθανόμαστε πὼς προοδεύουμε καὶ κάποτε θὰ διαπιστώνουμε ὅτι μένουμε στάσιμοι. Κάποτε πάλι θὰ χάνουμε τὸ κουράγιο μας καὶ θὰ φτάνουμε σὲ σημεῖο ἀπόγνωσης. Κάποιες φορὲς θὰ ἔχουμε ἔντονη τὴν εὐχετικὴ δύναμη, ἀλλὰ κάποιες ἄλλες θὰ αἰσθανόμαστε ὅτι μονολογοῦμε ἄσκοπα. Ὡστόσο, τα ἐναλλασσόμενα αὐτὰ βιώματα καὶ οἱ καταστάσεις ποὺ διέρχεται ὁ ἐκτενῶς καὶ ἀπὸ καρδιᾶς προσευχόμενος φέρνουν σὲ αὐτὸν τὴν πολύτιμη γνώση τοῦ μυστηρίου τῶν ὁδῶν τῆς σωτηρίας…

  • !

    «Γιὰ κάθε ἄνθρωπο ὑπάρχει μία μοναδικὴ ὁδὸς πρὸς τὸν Θεόν», τὴν ὁποία ἀπολαμβάνει, ὅταν αὐτή του ἀποκαλύπτεται μυστικῶς. Ἔτσι γνωρίζει τὸ Θεὸ μὲ ἕνα τρόπο πολὺ προσωπικό, ποὺ ἀγγίζει ὅλη του τὴν ὕπαρξη καὶ ἀλλοιώνει ὅλο του τὸ εἶναι. Ἂς μὴ διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας ὅτι ἡ δυσκολία τῆς προσευχῆς καὶ ὁ ἀποπροσανατολισμός μας ἀπὸ τὸν ζῶντα καὶ ἐνώπιόν μας ἱστάμενο Θεὸ ἀποτελεῖ καὶ μία ἐπιπλέον ἀπόδειξη ὅτι ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς εἶναι τεράστια, ἄσχετα ἂν ἐμεῖς βλέπουμε ἀποτελέσματα ἢ ὄχι.
    Μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες νῖκες τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ μᾶς πεῖ ὅτι ἡ κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ εἶναι οὐτοπικὴ ἡ ἀνέφικτη. Προσπαθεῖ νὰ μᾶς πείσει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι παρών. Δὲν εἶναι δίπλα μας, δὲν μᾶς βλέπει καὶ δὲν μᾶς ἀκούει. Τὸ ὅτι εἶμαι ἄχρηστος, τὸ ὅτι δὲν αἰσθάνομαι τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τὸ ὅτι βιώνω τὴν ἀπογοήτευση καὶ τὸ ὅτι κυριεύομαι ἀπὸ ἀκηδία, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ δυσωδία τοῦ διαβόλου καὶ ἡ φρίκη ποὺ νιώθει, ὅταν μᾶς βλέπει προσευχόμενους ἐνώπιον τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Ἀλλὰ κατὰ βάθος τὸ ξέρουμε πώς, παρὰ τὰ βιώματα ἀρνήσεως ἢ ἀπογοητεύσεως, ὁ Θεὸς δὲν παύει νὰ εἶναι παρὼν καὶ ζωντανός, διότι ἡ παρουσία Του καὶ ἡ παντοδυναμία Του δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ δικό μας ψυχικὸ κόσμο ἢ τὴν πνευματική μας κατάσταση. Ὁ Θεὸς δὲν σταματᾷ νὰ μᾶς ἀγαπᾷ. Μᾶς ἀγαπᾷ καὶ μᾶς βλέπει. Δὲν ἀνακαλεῖ τὶς ὑποσχέσεις Του. Δὲν ἀθετεῖ τὸν λόγο Του. Ἰσχύει πάντοτε ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου: «Αἰτεῖτε, καὶ δὸθήσεται ὑμῖν… ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε….. κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λὰμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται». Ὁ Θεὸς συγχωρεῖ τὰ λάθη μας. Εἶναι ἐλεήμων καὶ μακρόθυμος.

  • !

    Τὰ κατὰ καιροὺς ἐμπόδια καὶ οἱ δυσκολίες ποὺ παρουσιάζονται, ἀποτελοῦν μία δοκιμασία γιὰ τὴ βούληση καὶ τὴν ἐλευθερία μας. Μέσα ἀπὸ τὴν πάλη τῆς προσευχῆς, κρίνεται ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸ Θεό, ἀφοῦ στὸ σημεῖο αὐτὸ καλούμαστε νὰ κάνουμε τὴν ἐπιλογή μας. Ὅποιος ἀγαπᾷ τὸ Θεὸ στέκεται δυνατὸς καὶ ἀποφασιστικὸς στὴν ἀγάπη Του καὶ ἡ βούλησή του, ἐπιλέγει αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ὁτιδήποτε ἄλλο. Δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ ἀγαπᾷ, χωρὶς νὰ πάσχει. Κι ὅσο περισσότερο ἀγαπᾷ κάποιος, τόσο πιὸ μεγάλη ὀδύνη ἔχει. Πρέπει νὰ ἀγαποῦμε μέχρι τέλους. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἀπόδειξη ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό, μὲ τὸν ὁποῖο ἐπιθυμοῦμε νὰ ἑνωθοῦμε. Δὲν παύει, ὅμως, νὰ εἶναι ὀδυνηρή, γιατί θέλει μεγάλη τόλμη καὶ ὑπομονή. Νὰ σταθοῦμε, λοιπόν, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὑπάρχει παρὰ τὴ δική μας αἴσθηση. Νὰ σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ σοφία, μὲ διάκριση καὶ ταπείνωση, δίχως νὰ περιμένουμε κάτι γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Νὰ ζήσουμε τὴν ἐλευθερία τῆς προσευχῆς καὶ νὰ ἀπαλλάξουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ αἰτήματα καὶ θελήματα ποὺ μᾶς κρατοῦν ἐγκλωβισμένους στὴν κτιστότητα. Νὰ σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσευχηθοῦμε ὡς ἔσχατοι καὶ ἀχρεῖοι δοῦλοι καὶ ὡς πιστοὶ οἰκονόμοι. Ἡ προσευχή μας εἶναι ἀναγκαία, γιατί μᾶς ἑνώνει μὲ τὸ Θεό. Δὲν προσδοκοῦμε ἀπὸ τὴν προσευχὴ οὔτε νὰ ἠρεμήσουμε, οὔτε τὰ οἰκονομικά μας προβλήματα νὰ λυθοῦν, οὔτε τὰ ψυχολογικά μας νὰ θεραπευθοῦν, οὔτε οἱ λογισμοί μας νὰ φύγουν, οὔτε τοὺς πόνους ἀπὸ τοὺς χωρισμούς μας νὰ γιατρέψουμε. Ἕνα θέλουμε: νὰ σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ εἴμαστε σὲ κοινωνία μαζί Του. Αὐτὸν θέλουμε νὰ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ γνωρίσουμε.

  • !

    Μὲ αὐτὸ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα νομίζουμε ὅτι σήμερα θὰ πάρουμε ἕνα κομποσχοίνι στὰ χέρια μας, θὰ βροῦμε κι ἕνα πνευματικὸ καὶ αὔριο θὰ ἀρχίσουν νὰ φαίνονται τὰ σημεῖα τῆς πνευματικῆς καρποφορίας καί, «πλανώμεθα πλάνην οἰκτρά….».

  • !

    Ἐξάλλου, καὶ ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ πορεία μας εἶναι μία ἀπάντηση καὶ ἡ ἀρνητικὴ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀνταπόκριση.

  • !

    Τέλος, ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι σιωπῶ, παύω νὰ λέω πολλὰ καὶ νὰ κάνω τὸ πνευματικὸ ὁδηγὸ καὶ δάσκαλο στοὺς ἄλλους. Ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ περιέχει ὅλα τὰ ὀνόματα, εἰσέρχομαι στὸ χῶρο τῆς ἡσυχίας. Ἡ σιωπὴ δὲν εἶναι τόσο τὸ νὰ μὴ μιλῶ ἢ τὸ νὰ μὴ σκέφτομαι, ὅσο τὸ νὰ ἀπομακρύνομαι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου καὶ νὰ βυθίζομαι στὴν ἀνυπαρξία. Ὅσο κανεὶς ὡριμάζει πνευματικά, τόσο περισσότερο σιωπᾷ, ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ λὲς ἢ ποὺ κάνεις. Ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ἐσωτερικὸ βίωμα ποὺ ἔχεις, τὸ αἴσθημα τῆς πληρότητας ὅτι ἵστασαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

  • !

    Εἶναι δῶρο το νὰ μεταφέρεσαι πρὸς στιγμὴν στὴν ὥρα τῆς τελέσεως τῆς Θ. Λειτουργίας στὴν αἰωνιότητα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὴν πραγματικότητα τοῦ κόσμου εἶναι ἀναπόφευκτη, ὅπως τότε μὲ τὸν Κύριο καὶ τοὺς μαθητές Του ποὺ μετὰ τὴν ἐμπειρία τῆς Μεταμορφώσεως καὶ τοῦ «καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» ἐπέστρεψαν γιὰ τὸ καλὸ τῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας στὸ κόσμο καὶ στὰ τοῦ κόσμου, χωρὶς νὰ γίνουν πλέον ποτὲ ἀπὸ τότε, κόσμος. Αὐτή, ὅμως, ἡ ἐπιστροφὴ στὴν παχύτητα τοῦ κόσμου μᾶς κάνει, ὅπως ἔκανε καὶ ἐκείνους νὰ ποθοῦμε περισσότερο τὸ Ἀναστάντα Χριστὸ καὶ νὰ νοσταλγοῦμε τὴ Βασιλεία Του, τὴν πορεία μας μέσα στὴν Ἐκκλησία Του, μὲ μιὰ ὅμως ἤρεμη καὶ εἰρηνικὴ ἀγωνία.
    Ὁ Ἀναστὰς Κύριος, ποὺ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του «ζωὴ πολιτεύεται» ταπεινὰ καὶ ἀδελφικὰ εὔχομαι νὰ δίνει σὲ ὅλους μας τὴν ἐπίγνωση τοῦ νὰ «ΙΣΤΑΜΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΣ» ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναγκαιότητας νὰ «ἵσταμαι πάντα προσευχόμενος.»

Ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ

 

«Πατέρες καὶ Ἀδελφοί, Χριστὸς Ἀνέστη!

Προετοιμασία για προσευχή – Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού | Σημεία Καιρών

Ἡ προσευχὴ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι κατάσταση ψυχοσωματική. Δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ στροφὴ πρὸς τὸν ἑαυτό μας, μιὰ ἀπρόσωπη σχέση, ἀλλὰ γιὰ κοινωνία δύο προσώπων, ἀφ’ ἑνὸς ἐμοῦ, τοῦ προσευχομένου ἀνθρώπου, καί, ἀφ’ ἑτέρου, τοῦ ἀληθῶς παρόντος καὶ συνόντος Θεοῦ. Προσεύχομαι σημαίνει ὅτι ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μιλῶ μαζί Του. Μετέχω, δηλαδή, σ’ ἕνα ζωντανὸ διάλογο, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἐριστικός, δὲν ἔχει διαπληκτισμοὺς οὔτε καὶ ἐπιχειρηματολογία. Πρόκειται γιὰ μία κατάσταση πίστεως καὶ ἐσωτερικῆς δυνάμεως, γιὰ μιὰ ἐνέργεια ὑπερφυσική, ποὺ κινεῖ τὸν προσευχόμενο πρὸς τὴν αἰώνια ζωή. Ἐξάλλου, ὁ Χριστὸς ἐνηνθρώπησε, γιὰ νὰ νικήσει τὸ θάνατο καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν αἰωνιότητα. Ἀλλὰ ἡ αἰωνιότητα αὐτὴ δὲν ἀφορᾷ μιὰ μεταθανάτια χρονικὴ παράταση τῆς ὑπάρξεώς μας ἀλλὰ τὴν πληρότητα τῆς χάριτος, ποὺ νοηματοδοτεῖ καὶ ζωογονεῖ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι χρησιμοποιῶ τὸ λόγο τῆς σιωπῆς κι ἔτσι ἡ προσευχή μου δὲν καθίσταται μιὰ μεταφυσικὴ ἐνασχόληση ἢ ἕνας κανόνας τῆς καθημερινότητας, ποὺ βασίζεται σὲ μιὰ δεοντολογικὴ θρησκευτικὴ ὑποχρέωση, ἀλλὰ γίνεται ἐλευθερία καὶ ζωή. Ἡ προσευχή μου εἶναι βασικὸς λόγος ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Θεό, πρόσωπο πρὸς πρόσωπο, δημιουργῶντας μία κοινωνία καὶ ἐπικοινωνία ποὺ εἶναι τρυφερὴ καὶ παράλληλα δυνατή, ποὺ σὲ ἐνθουσιάζει, ἐνῷ, ταυτόχρονα, σὲ εἰρηνεύει.

Ὑπάρχει ὁ λόγος μὲ τὸν ὁποῖο ἐπικοινωνεῖς, χωρὶς νὰ κοινωνεῖς. Ὁ κοσμικὸς διάλογος βασίζεται σ’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο, τὸν ὁποῖο χρησιμοποιεῖ σὰν ἐργαλεῖο, γιὰ νὰ ἐπιτύχει ἕνα συγκεκριμένο σκοπό. Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ ὁ λόγος ποὺ κοινωνεῖς χωρὶς ἐπικοινωνιακὰ μέσα καὶ ὑπάρχει κι αὐτὸς ποὺ ἁπλῶς πληροφορεῖ. Ὑπάρχει ὁ λόγος ποὺ ἐμπνέει καὶ μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ὁ ψυχικὸς λόγος, ἀκόμη καὶ ὁ θρησκευτικός. Ἀλλὰ ἡ προσευχὴ εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν πνευματικὸς λόγος ποὺ ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς Πεντηκοστῆς, διότι εἶναι δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸς ὁ λόγος μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ θεολογικός, ἀλλὰ κάθε θεολογικὸς λόγος δὲν εἶναι ἀπαραίτητα πνευματικός. «Ὁ θεολογικὸς» λόγος μὲ τὴ βαθιὰ σημασία τῆς λέξεως δὲν γεννιέται ἀπὸ τὰ βιβλία, τὰ πανεπιστήμια, τὶς θεολογικὲς σχολὲς ἢ τὴ θεωρητικὴ γνώση, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή, ἀπὸ τὴν κένωση καὶ τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ὅπως βιώνεται μέσα στὴν κατ’ ἐξοχὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν Θ. Εὐχαριστία.

Ἵσταμαι, λοιπόν, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι ξεκινῶ ἕνα οὐσιαστικὸ διάλογο, μὲ λόγο πνευματικὸ ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ ὑπερῶο τῆς Πεντηκοστῆς δηλ. ἀπὸ τὴν Ἁγ. Τράπεζα τοῦ Ναοῦ καὶ τῆς Ἐνορίας ὅπου ἀνήκω, κινοῦμαι καὶ δρῶ ἐκκλησιαστικὰ καὶ πνευματικὰ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς ἐνορῖτες μου, ὄχι γιὰ νὰ πείσω ἢ νὰ κερδίσω, ἀλλὰ γιὰ νὰ κοινωνήσω ἀληθινὰ μὲ τὸ Θεό, ποὺ Τὸν ἀγαπῶ. Ἂν δὲν ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, καλύτερα νὰ μὴν τολμοῦμε νὰ προσευχόμαστε. Ὁ λόγος τῆς προσευχῆς δὲν εἶναι λόγος ἐπικοινωνιακός, δὲν ὑφίσταται γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσει προσωπικὲς καὶ μόνο ἀνάγκες καὶ σκοπιμότητες ἢ γιὰ νὰ καλύψει τὰ ὑπαρξιακά μου κενά. Πολὺ ὀρθὰ σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής: «οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐροῦσιν· ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ· ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν».

Ἡ προσευχὴ σὲ προσωπικό, «ἐντὸς τοῦ ταμείου μας» ἢ σὲ συλλογικὸ ἐπίπεδο ἐντὸς τῆς Θ. λατρείας τῆς Ἐκκλησίας μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία δὲν πρέπει νὰ ἀναζητοῦμε μακριά μας. Εἶναι ὑπόθεση τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς νὰ βιώνει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ αἰσθάνεται τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ ὡς πράγματα ἐνεργούμενα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ πράγματα τοῦ ἀνθρώπου ὡς πράγματα τελειούμενα στὸ Θεό.

Ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι ἀνακαλύπτω μέσα μου τὴ ζωὴ σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο καὶ ζῶ τὴν ἀνάσταση πρὶν τὴν κοινὴ ἀνάσταση. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ δὲν δύναται νὰ κατανοηθεῖ κοσμικὰ καὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική. Ἄλλωστε, ὅλες οἱ ἀνθρωπομορφικὲς εἰκόνες ποὺ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ περιγράψουμε τὸ Θεὸ δὲν ἀνταποκρίνονται καὶ δὲν ἀπευθύνονται στὸ εἶναι Του, ἀλλὰ ἐξυπηρετοῦν μιὰ λειτουργικὴ ἀναγκαιότητα: τὴ δική μας ἀδυναμία νὰ Τὸν κατανοήσουμε δίχως εἰκόνες καὶ σύμβολα. Γι’ αὐτό, μιλῶντας γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, δὲν ἀναφερόμαστε σὲ μιὰ ὁρατὴ «φιγούρα» ποὺ στέκεται ἐνώπιόν μας, ἀλλὰ περισσότερο σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ βιώνεται ὑπαρξιακά. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ συνιστᾷ μιὰ θεία φανέρωση, ποὺ φωτίζει καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Ὁ Χριστός, ἄλλωστε, ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει καὶ νὰ μᾶς κάνει κατὰ χάριν θεούς. Ἦλθε, γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὴ δυνατότητα νὰ δοῦμε καὶ νὰ βιώσουμε τὴ θέα «τοῦ ἀπροσίτου, ἀνέσπερου, ἀναστάσιμου φωτός». Ἦλθε, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ Τὸν γνωρίσουμε θεοπρεπῶς, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε καὶ νὰ βιώσουμε τὴν παρουσία Του ὡς φῶς καὶ εἰρήνη. Ἦλθε, γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει «τὸ ἀρχαῖον κάλλος» καὶ τὴν υἱοθεσία. Δὲν ἦλθε, γιὰ νὰ διδάξει ἀλήθειες θεωρητικὲς καὶ νομικὲς ἢ νὰ προσφέρει μία ἐγκόσμια δικαίωση σὲ αὐτοὺς ποὺ βασίζονται στὶς δυνάμεις τους καὶ τὰ κατορθώματά τους. Ἦλθε καὶ μίλησε «ὡς ἐξουσίαν ἀγάπης ἔχων, οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς. Οὐκ ἐρίσει οὐδὲ κραυγάσει»……διότι ἐρίζουν καὶ κραυγάζουν οἱ ἀδύνατοι καὶ αὐτοὶ ποὺ φοβοῦνται νὰ μὴν κλονιστεῖ ἡ παντοκρατορία τοῦ ἐγώ τους.

Ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι περισσότερο αἰσθάνομαι καὶ βιώνω ὑπερβατικὰ τὴν παρουσία Του, παρὰ τὴν βλέπω μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἰσέλθει στὴν κατάσταση τῆς προσευχῆς, διαπιστώνει ὅτι οἱ φοβερὲς δυνάμεις τοῦ σκότους τὸν παρεμποδίζουν, μὲ χίλιους τρόπους, στὸ νὰ ἔχει μιὰ σταθερότητα. Γιὰ αὐτὸ χρειάζεται ἀπὸ τὴν πλευρά του νὰ καταβληθοῦν τεράστιες ψυχοσωματικὲς δυνάμεις, κόπος καὶ ἔνταση, τοὐλάχιστον κατὰ τὰ ἀρχικὰ στάδια, μέχρι, δηλαδή, νὰ καταστεῖ ἡ προσευχὴ τρόπος ζωῆς. Ἀλλὰ ἡ ἐγρήγορση τοῦ προσευχομένου πρέπει νὰ εἶναι μόνιμη καὶ συνεχής, γιατί πολλὲς φορὲς στὸν πνευματικό μας ἀγῶνα ἡ προσευχὴ θὰ φανεῖ σὰν μιὰ ἄκαρπη ὑπόθεση ἢ σὰν χαμένος χρόνος. Μπορεῖ κάποιος νὰ προσεύχεται γιὰ μέρες ἢ ἑβδομάδες ἢ χρόνια ὁλόκληρα, ἀλλὰ νὰ μὴ βλέπει νὰ ἔρχεται στὴ ζωή του αὐτὸ ποὺ θὰ τὸν μεταμορφώσει. Δὲν αἰσθάνεται ὅτι κάπου ἐκεῖ ἔξω ὑπάρχει ὁ Θεὸς ποὺ θὰ τὸν ἀκούσει. Δὲν βλέπει κάποια ἀνταύγεια φωτός, οὔτε νιώθει ζεστασιὰ καὶ γλυκύτητα στὴν καρδιά του. Δὲν βρίσκει πόθο καὶ ἐλπίδα. Αἰσθάνεται σὰν νὰ τὸν ἔχει ἐγκαταλείψει ὁ Θεός, σὰν νὰ μὴ θέλει νὰ ἀσχοληθεῖ μαζί του. Ἡ ὕπαρξή του εἶναι ἕνα τίποτα, ἕνα μεγάλο κενό, τὸ ὁποῖο τὸν ἀποκαρδιώνει καὶ μᾶλλον τὸν ἀπωθεῖ ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς.

Αὐτή, μάλιστα, ἡ ἐπιβάρυνση γίνεται σήμερα ἀκόμη πιὸ αἰσθητή, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κουραστεῖ θέλει νὰ ἔχει κίνητρο καὶ ἄμεση ἱκανοποίηση. Τίποτα δὲν γίνεται χωρὶς ἀνταμοιβή. Κανεὶς δὲν περιμένει μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία νὰ ἔρθουν οἱ καρποί. Ὅλοι βιάζονται. Κι ἂν σ’ αὐτὴ τὴν ἀποκαρδιωτικὴ κατάσταση προστεθεῖ καὶ ἡ ἐπιπλέον μεθοδία τοῦ διαβόλου, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο -ἀκόμη καὶ τὸν προσευχόμενο -σὲ σκέψεις ἀπιστίας καὶ ἀρνήσεως τοῦ Θεοῦ, λογισμοὺς ἀντιδραστικότητας καὶ βλασφημίας, τότε ἡ προσπάθεια γιὰ προσευχὴ χάνει κάθε ἐνδιαφέρον, δυναμικὴ καὶ ζωτικότητα. Ἀλλὰ στὴν πνευματικὴ ζωὴ ὑπάρχουν πάντα μεταπτώσεις, κι αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ γνωρίζουμε. Κάποτε θὰ αἰσθανόμαστε πὼς προοδεύουμε καὶ κάποτε θὰ διαπιστώνουμε ὅτι μένουμε στάσιμοι. Κάποτε πάλι θὰ χάνουμε τὸ κουράγιο μας καὶ θὰ φτάνουμε σὲ σημεῖο ἀπόγνωσης. Κάποιες φορὲς θὰ ἔχουμε ἔντονη τὴν εὐχετικὴ δύναμη, ἀλλὰ κάποιες ἄλλες θὰ αἰσθανόμαστε ὅτι μονολογοῦμε ἄσκοπα. Ὡστόσο, τα ἐναλλασσόμενα αὐτὰ βιώματα καὶ οἱ καταστάσεις ποὺ διέρχεται ὁ ἐκτενῶς καὶ ἀπὸ καρδιᾶς προσευχόμενος φέρνουν σὲ αὐτὸν τὴν πολύτιμη γνώση τοῦ μυστηρίου τῶν ὁδῶν τῆς σωτηρίας…

«Γιὰ κάθε ἄνθρωπο ὑπάρχει μία μοναδικὴ ὁδὸς πρὸς τὸν Θεόν», τὴν ὁποία ἀπολαμβάνει, ὅταν αὐτή του ἀποκαλύπτεται μυστικῶς. Ἔτσι γνωρίζει τὸ Θεὸ μὲ ἕνα τρόπο πολὺ προσωπικό, ποὺ ἀγγίζει ὅλη του τὴν ὕπαρξη καὶ ἀλλοιώνει ὅλο του τὸ εἶναι. Ἂς μὴ διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας ὅτι ἡ δυσκολία τῆς προσευχῆς καὶ ὁ ἀποπροσανατολισμός μας ἀπὸ τὸν ζῶντα καὶ ἐνώπιόν μας ἱστάμενο Θεὸ ἀποτελεῖ καὶ μία ἐπιπλέον ἀπόδειξη ὅτι ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς εἶναι τεράστια, ἄσχετα ἂν ἐμεῖς βλέπουμε ἀποτελέσματα ἢ ὄχι.

Μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες νῖκες τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ μᾶς πεῖ ὅτι ἡ κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ εἶναι οὐτοπικὴ ἡ ἀνέφικτη. Προσπαθεῖ νὰ μᾶς πείσει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι παρών. Δὲν εἶναι δίπλα μας, δὲν μᾶς βλέπει καὶ δὲν μᾶς ἀκούει. Εἶναι αὐτὸ τὸ ἴδιο ψεῦδος ποὺ ἐνέσπειρε στὴν ψυχὴ τῶν πρωτοπλάστων, ὅταν τοὺς παγίδευσε στὸν πειρασμὸ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τοὺς ἔβλεπε καὶ ὅτι δὲν βρισκόταν ἀνάμεσά τους. Πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ συναισθήματα: τὸ ὅτι εἶμαι ἄχρηστος, τὸ ὅτι δὲν αἰσθάνομαι τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τὸ ὅτι βιώνω τὴν ἀπογοήτευση καὶ τὸ ὅτι κυριεύομαι ἀπὸ ἀκηδία, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ δυσωδία τοῦ διαβόλου καὶ ἡ φρίκη ποὺ νιώθει, ὅταν μᾶς βλέπει προσευχόμενους ἐνώπιον τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Ἀλλὰ κατὰ βάθος τὸ ξέρουμε πώς, παρὰ τὰ βιώματα ἀρνήσεως ἢ ἀπογοητεύσεως, ὁ Θεὸς δὲν παύει νὰ εἶναι παρὼν καὶ ζωντανός, διότι ἡ παρουσία Του καὶ ἡ παντοδυναμία Του δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ δικό μας ψυχικὸ κόσμο ἢ τὴν πνευματική μας κατάσταση. Ὁ Θεὸς δὲν σταματᾷ νὰ μᾶς ἀγαπᾷ. Μᾶς ἀγαπᾷ καὶ μᾶς βλέπει. Δὲν ἀνακαλεῖ τὶς ὑποσχέσεις Του. Δὲν ἀθετεῖ τὸν λόγο Του. Ἰσχύει πάντοτε ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου: «Αἰτεῖτε, καὶ δὸθήσεται ὑμῖν… ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε….. κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λὰμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται». Ὁ Θεὸς συγχωρεῖ τὰ λάθη μας. Εἶναι ἐλεήμων καὶ μακρόθυμος. «Εἶναι τόσο μεγάλος, τόσο ἐγγύς, τόσο πιστός, τόσο δυνατός, τόσο ἐλεήμων, ὥστε δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πλάση πιὸ χρήσιμο πρόσωπο, γιὰ νὰ κουβεντιάσει μαζί του» κατὰ τὸν πατερικὸ λόγο. Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι προνόμιο τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ δημιούργημα, ἔχει μὲν τὴν τάση νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ἀναζητᾷ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἡ πρακτικὴ αὐτὴ προϋποθέτει τὴν καλὴ διάθεση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐλεύθερη βούλησή του. Γι’ αὐτό, ἐξάλλου, ἔχουμε τὴν ἐντολὴ καὶ τὸ ὑπόδειγμα τῆς προσευχῆς ἀπὸ τὸν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὁ ὁποῖος δὲν μᾶς ὑπέδειξε τὰ φυσικὰ καὶ αὐτονόητα, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ προβιβάζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ εὐοδώνουν τὸ σκοπὸ τῆς θεώσεώς του. Τὰ κατὰ καιροὺς ἐμπόδια καὶ οἱ δυσκολίες ποὺ παρουσιάζονται, ἀποτελοῦν μία δοκιμασία γιὰ τὴ βούληση καὶ τὴν ἐλευθερία μας. Μέσα ἀπὸ τὴν πάλη τῆς προσευχῆς, κρίνεται ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸ Θεό, ἀφοῦ στὸ σημεῖο αὐτὸ καλούμαστε νὰ κάνουμε τὴν ἐπιλογή μας. Ὅποιος ἀγαπᾷ τὸ Θεὸ στέκεται δυνατὸς καὶ ἀποφασιστικὸς στὴν ἀγάπη Του καὶ ἡ βούλησή του, ἐπιλέγει αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ὁτιδήποτε ἄλλο. Δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ ἀγαπᾷ, χωρὶς νὰ πάσχει. Κι ὅσο περισσότερο ἀγαπᾷ κάποιος, τόσο πιὸ μεγάλη ὀδύνη ἔχει. Πρέπει νὰ ἀγαποῦμε μέχρι τέλους. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἀπόδειξη ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό, μὲ τὸν ὁποῖο ἐπιθυμοῦμε νὰ ἑνωθοῦμε. Δὲν παύει, ὅμως, νὰ εἶναι ὀδυνηρή, γιατί θέλει μεγάλη τόλμη καὶ ὑπομονή. Νὰ σταθοῦμε, λοιπόν, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὑπάρχει παρὰ τὴ δική μας αἴσθηση. Νὰ σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ σοφία, μὲ διάκριση καὶ ταπείνωση, δίχως νὰ περιμένουμε κάτι γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Νὰ ζήσουμε τὴν ἐλευθερία τῆς προσευχῆς καὶ νὰ ἀπαλλάξουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ αἰτήματα καὶ θελήματα ποὺ μᾶς κρατοῦν ἐγκλωβισμένους στὴν κτιστότητα. Νὰ σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσευχηθοῦμε ὡς ἔσχατοι καὶ ἀχρεῖοι δοῦλοι καὶ ὡς πιστοὶ οἰκονόμοι. Ἡ προσευχή μας εἶναι ἀναγκαία, γιατί μᾶς ἑνώνει μὲ τὸ Θεό. Δὲν προσδοκοῦμε ἀπὸ τὴν προσευχὴ οὔτε νὰ ἠρεμήσουμε, οὔτε τὰ οἰκονομικά μας προβλήματα νὰ λυθοῦν, οὔτε τὰ ψυχολογικά μας νὰ θεραπευθοῦν, οὔτε οἱ λογισμοί μας νὰ φύγουν, οὔτε τοὺς πόνους ἀπὸ τοὺς χωρισμούς μας νὰ γιατρέψουμε. Ἕνα θέλουμε: νὰ σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ εἴμαστε σὲ κοινωνία μαζί Του. Αὐτὸν θέλουμε νὰ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ γνωρίσουμε. Πολλὲς φορὲς μεταφέρουμε τὸ φρόνημα τοῦ κόσμου στὴν πνευματική μας ζωὴ καὶ προσπαθοῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε μὲ κοσμικὴ νοοτροπία αὐτὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἀνήκουν σ’αυτόν τὸν κόσμο. Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι ἕνας τρόπος πνευματικῆς καταξίωσης, ποὺ βασίζεται στὶς δικές μας ἀνθρώπινες δυνάμεις, γιατί στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει ὁ καταξιωμένος καὶ ὁ αὐτοδημιούργητος ἀλλὰ ὁ χαριτωμένος ἄνθρωπος, δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ τὸν ἔχει ἐπισκιάσει ἡ χάρις τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος θὰ δεῖ τὴν προσευχὴ σὰν μία ἐπιπλέον εὐκαιρία ἱκανοποίησης μιᾶς βαθύτερης ἀνάγκης γιὰ ὑπερβατικὴ ἐμπειρία, ἀφοῦ διὰ μέσου αὐτῆς θὰ δρέψει καρποὺς πρὸς ἴδιον ὄφελος. Ἡ θρησκεία φαντάζει στὰ μάτια του σὰν ἕνα μέσο, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν τέλεια πνευματικὴ ἄνεση· γι’αυτό χρησιμοποιεῖ τὸν Χριστὸ καὶ τὴ Θεολογία, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικότητα σὰν μιὰ εὐδαιμονιστικὴ πανάκεια. Μὲ αὐτὸ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα νομίζουμε ὅτι σήμερα θὰ πάρουμε ἕνα κομποσχοίνι στὰ χέρια μας, θὰ βροῦμε κι ἕνα πνευματικὸ καὶ αὔριο θὰ ἀρχίσουν νὰ φαίνονται τὰ σημεῖα τῆς πνευματικῆς καρποφορίας καί, «πλανώμεθα πλάνην οἰκτρά….». Ἡ προσευχὴ τῆς Λατρείας τῆς Ἐκκλησίας ξεπερνᾷ τὰ ὅρια αὐτῆς τῆς λογικῆς. Ἡ προσευχὴ εἶναι προσπάθεια νὰ μεταβοῦμε, «ψυχή τε καὶ σώματι», σὲ μιὰ ἄλλη κατάσταση.

Δὲν πειραματιζόμαστε καὶ δὲν χρησιμοποιοῦμε τὴν προσευχὴ καὶ τὴν παρουσία μας στὴ Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ προβληθοῦμε Φαρισαϊκὰ καὶ νὰ ἀναδειχθοῦμε σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο ἢ γιὰ νὰ βεβαιώσουμε ἔμπρακτα ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει, μόνο ὅταν ἀπαντᾶ στὰ ἀπαιτητικὰ αἰτήματά μας. Ἐξάλλου, καὶ ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ πορεία μας εἶναι μία ἀπάντηση καὶ ἡ ἀρνητικὴ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀνταπόκριση. Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι μία εὐκαιρία τοῦ σήμερα ἢ ἕνα γεγονὸς τῆς στιγμῆς, ἀλλὰ εἶναι ὁλόκληρη ἡ ζωή μας, ἡ ὕπαρξή μας, ὁ κόσμος μας ὁ ἐσωτερικός, ποὺ συνειδητοποιεῖ ὅτι τελικὰ τίποτα δὲν ὑπάρχει στὴ ζωὴ πιὸ ὄμορφο καὶ πιὸ εἰρηνικὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσεύχομαι καὶ συμπροσεὐχομαι, ὄχι γιατί θέλω κάτι, ἀλλὰ περισσότερο γιατί χαίρομαι αὐτὴ τὴν κοινωνία μαζί Του καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς μου. Διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ πραγματοποιεῖται μυστικῶς καὶ βαθμηδὸν ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. «Γίνεται δηλαδὴ περιχώρηση τῆς Θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς μὲ μιὰ διπλῆ κίνηση. Ὁ ἄνθρωπος ἀνατείνει τὶς ψυχικές του δυνάμεις πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς συγκαταβαίνει πρὸς αὐτόν». Ὁ προσευχόμενος ἀρχίζει σιγά-σιγά νὰ εἰσέρχεται στὴν πορεία τῆς τελειώσεως, λαμβάνοντας δύναμη ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ ἀγωνιστεῖ, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὸν προορισμό του. Ὅσο περισσότερο προσεύχεται, τόσο περισσότερο ἀντιστέκεται στὴ δύναμη ποὺ παρεμποδίζει τὸν προορισμὸ τῆς θεώσεως καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ. Μὲ τὴν προσευχὴ ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ ἰσορροπία στὶς ἀμφισβητήσεις του καὶ γίνεται πιὸ ἀνδρεῖος καὶ πιὸ δυνατός. Δυναμώνεται μέσα του ἡ αἴσθηση ὅτι στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Διὰ τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, τῆς συμμετοχῆς στὴν Θ. Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαιτέρως διὰ τῆς συνειδητῆς συμμετοχῆς στὴν κυρία καὶ οὐσιαστικὴ προσευχή Της ποὺ εἶναι ἡ συμμετοχὴ μας δηλ. στὴν Θ. Εὐχαριστία, ἀρχίζει σιγά-σιγά νὰ μεταβαίνει ὁ πιστὸς προσευχόμενος ἄνθρωπος στὸν κόσμο τοῦ Ἀναστασίμου Θείου Φωτός. Τὸ σῶμα, ἂν καὶ ὑλικό, παύει νὰ εἶναι αἰσθητό. Ἡ ψυχὴ μπορεῖ νὰ ἔχει πάθη καὶ νὰ εἶναι προσκολλημένη στὰ κοσμικά, ἀλλὰ ἡ προσευχή της δημιουργεῖ ἄλλη αἴσθηση. Ἐντὸς τῆς Θ. Λατρείας καὶ διὰ τῆς προσευχῆς ξεκινᾷ ἡ στροφὴ πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Ὅταν ὁ Ἀπ. Παῦλος ἔλεγε: «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θὲὸς οἶδεν·ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» μᾶς ἔδινε τὰ κυριότερα χαρακτηριστικὰ τῆς δικῆς του ἐμπειρίας, ποὺ ἦταν ἡ ἀπουσία τῆς αἰσθήσεως τοῦ σώματος καί, κατ’ ἐπέκταση, ἡ ἀπουσία αἰσθήσεως τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καὶ ἡ μεταφορὰ τῆς ὑποστάσεώς του (ἁρπαγὴ) στὴν εὐρυχωρία τοῦ Οὐρανοῦ καὶ στὴν αἴσθηση τῶν ἐσχάτων. Ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει μία συνάντηση καὶ μία ἐμπειρία κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ζεῖ καταστάσεις ποὺ δὲν ἐκφράζονται μὲ λόγια. Ὁ ἱστάμενος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παύει νὰ ἀμφιβάλει καὶ νὰ φοβᾶται. Δὲν μένει στὴν ἀγωνία τῆς ἀπαντήσεως τῶν ἐρωτημάτων του ἀπὸ τὸ Θεό. Αἰσθάνεται ὅτι ἔλαβε τὸ μεγαλύτερο δῶρο, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ εἴσοδός του στὴν αἰωνιότητα καί, ἑπομένως, δὲν ἀγωνιᾷ γιὰ τὰ μικρὰ καὶ ταπεινὰ πράγματα. Εἶναι δύσκολο νὰ βιώσεις τὴν αἰωνιότητα, ἔχοντας φθαρτὸ σῶμα καὶ ζῶντας σ ἕνα κόσμο ποὺ συνεχῶς καταστρέφεται. Ἀλλὰ ὁ προσευχόμενος λαμβάνει τὴν κατάλληλη στιγμὴ αὐτὸ τὸ δῶρο τῆς πρόγευσης τῆς αἰωνιότητας. Καὶ τότε παύει νὰ σκέπτεται, νὰ θυμᾶται, νὰ ἀγωνιᾷ, νὰ μεριμνᾷ. Βιώνει μιὰ ἄλλη κατάσταση ὑψώσεως καὶ καλῆς ἀλλοιώσεως. Τὸ σῶμα περιέρχεται σὲ ζωντανὴ νέκρωση καὶ ὁ νοῦς αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ κατάσταση εἶναι πρόγευση αἰωνιότητας. Ὁ π. Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ ἔλεγε ὅτι ἡ προσευχὴ διαπερνᾷ τοὺς ἀχανεῖς χώρους τοῦ κοσμικοῦ εἶναι καὶ διασχίζει σὰν ἀστραπὴ ἀκαριαία τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο στὸ ἄλλο. Ὁρμώμενος μάλιστα, ἀπὸ τὸ στίχο τοῦ ἐθνικοῦ μας ὕμνου «ποὺ μὲ βια μετρᾷ τὴ γῆ», ὑπεστήριζε ὅτι ἡ προσευχὴ διατρέχει ἀχρόνως ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ ὁ νοῦς τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ μὲ μιᾶς νὰ μετρήσει ὁλόκληρη τὴ γῆ. Τέλος, ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι σιωπῶ, παύω νὰ λέω πολλὰ καὶ νὰ κάνω τὸ πνευματικὸ ὁδηγὸ καὶ δάσκαλο στοὺς ἄλλους. Ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ περιέχει ὅλα τὰ ὀνόματα, εἰσέρχομαι στὸ χῶρο τῆς ἡσυχίας. Ἡ σιωπὴ δὲν εἶναι τόσο τὸ νὰ μὴ μιλῶ ἢ τὸ νὰ μὴ σκέφτομαι, ὅσο τὸ νὰ ἀπομακρύνομαι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου καὶ νὰ βυθίζομαι στὴν ἀνυπαρξία. Ὅσο κανεὶς ὡριμάζει πνευματικά, τόσο περισσότερο σιωπᾷ, ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ λὲς ἢ ποὺ κάνεις. Ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ἐσωτερικὸ βίωμα ποὺ ἔχεις, τὸ αἴσθημα τῆς πληρότητας ὅτι ἵστασαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά, ποὺ δὲν εἶναι οὐτοπικὰ οὔτε ἀκατόρθωτα καὶ ποὺ γιὰ νὰ τὰ ζήσεις δὲν χρειάζεται νὰ εἶσαι ἀποκλειστικὰ ἐπίσκοπος, κληρικός, λαϊκὸς ἡ μοναχός, εἶναι εὔκολα καὶ προσβάσιμα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαποῦν τὸ Χριστὸ καὶ θέλουν νὰ ἔχουν κοινωνία μαζί Του. Ἡ Χάρις τοῦ Παρακλήτου θὰ ἔρθει μὲ λίγη ὑπομονὴ καὶ τότε πολλά, ποὺ δὲν τὰ κατανοοῦμε τώρα, γιατί ὁ νοῦς μας δὲν ἔχει ἀκόμη ἀποκτήσει σφαιρικὴ κατανόηση τῶν πάντων, θὰ τὰ κατανοήσουμε ἐμπειρικὰ καὶ βιωματικά. Βεβαίως, τὰ δῶρα εἶναι πολύτιμα καὶ κάνουν τὴ διαφορὰ γιατί πάντοτε συνοδεύονται ἀπὸ ἐκπλήξεις. Εἶναι δῶρο το νὰ μεταφέρεσαι πρὸς στιγμὴν στὴν ὥρα τῆς τελέσεως τῆς Θ. Λειτουργίας στὴν αἰωνιότητα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὴν πραγματικότητα τοῦ κόσμου εἶναι ἀναπόφευκτη, ὅπως τότε μὲ τὸν Κύριο καὶ τοὺς μαθητές Του ποὺ μετὰ τὴν ἐμπειρία τῆς Μεταμορφώσεως καὶ τοῦ «καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» ἐπέστρεψαν γιὰ τὸ καλὸ τῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας στὸ κόσμο καὶ στὰ τοῦ κόσμου, χωρὶς νὰ γίνουν πλέον ποτὲ ἀπὸ τότε, κόσμος. Αὐτή, ὅμως, ἡ ἐπιστροφὴ στὴν παχύτητα τοῦ κόσμου μᾶς κάνει, ὅπως ἔκανε καὶ ἐκείνους νὰ ποθοῦμε περισσότερο τὸ Ἀναστάντα Χριστὸ καὶ νὰ νοσταλγοῦμε τὴ Βασιλεία Του, τὴν πορεία μας μέσα στὴν Ἐκκλησία Του, μὲ μιὰ ὅμως ἤρεμη καὶ εἰρηνικὴ ἀγωνία. Ἡ προσευχὴ εἶναι σύμπτωμα τῆς πνευματικοποίησης τῶν αἰσθήσεων καὶ ὑπογραμμίζει τὴν ἀρραγῆ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ δείχνει πὼς τὸ σῶμα λυτρώνεται καὶ ἁγιάζεται μαζὶ μὲ τὴν ψυχή. Ὁ Ἀναστὰς Κύριος, ποὺ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του «ζωὴ πολιτεύεται» ταπεινὰ καὶ ἀδελφικὰ εὔχομαι νὰ δίνει σὲ ὅλους μας τὴν ἐπίγνωση τοῦ νὰ «ΙΣΤΑΜΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΣ» ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναγκαιότητας νὰ «ἵσταμαι πάντα προσευχόμενος.»

Πηγὴ: Ἐνοριακὸ Φυλλάδιο 26 Μαϊ καὶ 02 Ἴουν 2019