
Ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πνεύματα τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς λαμπρότερους ἀθλητὲς τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Γεννήθηκε τὸ 329 στὴν Ἀριανζό, κωμόπολη τῆς Καππαδοκίας, ἀπὸ τὸν Γρηγόριο, ἐπίσκοπο Ναζιανζοῦ (1 Ἰανουαρίου) καὶ τὴν Νόννα (5 Αὐγούστου).
Στὴ Ναζιανζὸ διδάσκεται τὴν στοιχειώδη ἐκπαίδευση, ἐνῷ τὴν μέση στὴν Καισάρεια, ὅπου γνωρίζεται μὲ τὸ συμμαθητή του Μ. Βασίλειο. Ἔπειτα, πηγαίνει κοντὰ σὲ περίφημους διδασκάλους τῆς ῥητορικῆς καί, τέλος, στὰ πανεπιστήμια τῆς Ἀθήνας, ὅπου βρίσκει, συμφοιτητὴ τώρα, τὸ Μ. Βασίλειο.
Ὅταν ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του, ὁ πατέρας του, ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, τὸν χειροτονεῖ πρεσβύτερο. Ἀλλ᾿ αὐτὸς προτιμᾶ τὴν ἡσυχία τοῦ ἀναχωρητηρίου στὸν Πόντο, κοντὰ στὸ φίλο του Βασίλειο, γιὰ περισσότερη ἄσκηση στὴν πνευματικὴ ζωή. Μετά, ὅμως, ἀπὸ θερμὲς παρακλήσεις τῶν δικῶν του, ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του καὶ μπαίνει στὴν ἐνεργὸ δράση τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅμως, τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου ἔρχεται νὰ πληγώσει τὴν ψυχή του, μὲ ἀλλεπάλληλους θανάτους συγγενικῶν του προσώπων. Πρῶτα του ἀδελφοῦ του Καισαρείου, ἔπειτα τῆς ἀδελφῆς του Γοργονίας, μετὰ τοῦ πατέρα του καί, τέλος, τῆς μητέρας του Νόννας.
Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς θλίψεις, ἡ θεία Πρόνοια τὸν φέρνει στὴν Κωνσταντινούπολη (378), ὅπου ὑπερασπίζεται μὲ καταπληκτικὸ τρόπο τὴν Ὀρθοδοξία καὶ χτυπᾷ καίρια τοὺς Ἀρειανούς, ποὺ εἶχαν πλημμυρίσει τὴν Κωνσταντινούπολη. Μετὰ τὸ σκληρὸ αὐτὸ ἀγῶνα, ὁ Μ. Θεοδόσιος τὸν ἀναδεικνύει Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (381).
Στὴ Β´ Οἰκουμ. Σύνοδο, μία μερίδα ἐπισκόπων τὸν ἀντιπολιτεύεται γιὰ εὐτελὴ λόγο. Τότε ὁ Γρηγόριος, ἀηδιασμένος, δηλώνει τὴν παραίτησή του, ἀναχωρεῖ στὴ γενέτειρά του Ἀριανζὸ καὶ τελειώνει μὲ εἰρήνη τὴν ζωή του, τὸ 390. Ἄφησε μεγάλο συγγραφικὸ ἔργο. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν τὰ φιλοσοφημένα ποιήματά του.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου, τάς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας· ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Θεολόγῳ γλώττῃ σου, τάς συμπλοκάς τῶν ῥητόρων, διαλύσας ἔνδοξε, ὀρθοδοξίας χιτῶνα, ἄνωθεν, ἐξυφανθέντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐστόλισας, ὅν καί φοροῦσα, σύν ἡμῖν κράζει, τοῖς σοῖς τέκνοις· Χαίροις Πάτερ, θεολογίας ὁ νοῦς ὁ ἀκρότατος.
Ἐκεῖ, δὲν ἄργησε νὰ σχηματισθεῖ γύρω τοῦ μικρὴ κοινωνία ἀδελφῶν ἐρημιτῶν, τῆς ὁποίας αὐτὸς ἦταν ὁ ὁδηγὸς καὶ ὁ διδάσκαλος. Τοὺς κατάρτιζε στὴν εὐσέβεια καὶ ἐγκράτεια, καὶ ἀνέδειξε ἀπ᾿ αὐτοὺς πνευματικοὺς ἄνδρες οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς χρησίμευσαν στὴν προστασία τῶν Χριστιανῶν καὶ στὴν ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔτσι καλὰ ἀγωνίστηκε ὁ ἀοίδιμος Πούπλιος, παρέδωσε τὴν μακάρια ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

Γεννήθηκε στὴν ἐπαρχία Βελλᾶς τῶν Ἰωαννίνων τὸ 1600, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Νεαρὸς ἀκόμα, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ δούλευε τὴν τέχνη τῶν γουναράδων στὸ χάνι, τὸ λεγόμενο Μαχμούτ-Πασᾶ. Ἀργότερα ὅμως, ἐπεθύμησε τέρψεις καὶ ἡδονές, ἐγκατέλειψε τὴν τέχνη του καὶ προσλήφθηκε στὰ βασιλικὰ καράβια, ὅπου ξεφάντωνε μὲ τοὺς Τούρκους φίλους του.
Αὐτοὶ οἱ φίλοι του ὅμως, τὸν συκοφάντησαν ὅτι ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ὁμολόγησε τὴ θρησκεία τους. Φοβισμένος ὁ Αὐξέντιος ἐγκατέλειψε τὰ καράβια καὶ ἀφοῦ ἀγόρασε μία βάρκα, ἔκανε τὸν βαρκάρη. Μετανιωμένος ὅμως γιὰ τὰ προηγούμενα σφάλματά του, θέλησε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Τυχαία τότε, συνάντησε τὸν Σύγκελλο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Γρηγόριο Ξηροποταμηνὸ καὶ ἐξομολογήθηκε τὸν πόθο του.
Ἀργότερα, τὸν συνάντησαν στὸν δρόμο ναυτικοί του στόλου, τὸν ἀναγνώρισαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Στὸ κριτήριο ὁ Αὐξέντιος, παρὰ τὰ σκληρὰ βασανιστήρια, ὁμολόγησε πὼς εἶναι χριστιανός. Ἔτσι τὸν φυλάκισαν στὸ Πασά – Καπισί. Στὴ φυλακὴ αὐτή, ὁ Σύγκελλος Γρηγόριος τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ τὸν ἐνθάῤῥυνε νὰ σταθεῖ ἀνδρεῖος μπροστὰ στοὺς ἀπίστους.
Ἀνακρινόμενος καὶ πάλι ὁ Αὐξέντιος ἐπέμενε λέγοντας: «Ἐγὼ χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ χριστιανὸς θέλω ν᾿ ἀποθάνω». Τότε τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο μὲ ἀποκεφαλισμό. Τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 25 Ἰανουαρίου 1720 στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου σῴζεται στὴ Μονὴ Ξηροποτάμου.

Ἴσως πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια μ᾿ αὐτὴ τῆς 1ης Σεπτεμβρίου.

Ὀ Ὄσιος Μωυσής, κατά κόσμο Μητροφάνης, ἔζησε τόν 14ο αἰώνα μ.×. καί γεννήθηκε στό Νοβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Ἀπό τήν παιδική τοῦ ἠλικία ἀγάπησε τόν μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἐγκατέλειψε κρυφά τήν πατρική τοῦ οἰκία καί εἰσῆλθε στή μονή Ὀτρόχ τῆς πόλεως Τβέρ, ὄπου ἔγινε μοναχός. Οἰ γονεῖς τοῦ τόν ἀναζητοῦσαν παντού. Ὄταν τόν βρῆκαν, τόν παρακάλεσαν νά ἔρθει κοντά τους καί νά μονάσει σέ κάποια μονή τοῦ Νόβγκοροντ. Ὀ Ἅγιος, μέ τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, ἐπραξε συμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τῶν γονέων του καί συνέχισε τόν ἀσκητικό τοῦ βίο στή μονή Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Νόβγκοροντ. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί ἀργότερα ἀπεστάλη ὦς Ἀρχιμανδρίτης στή μονή Γιοῦρεφ.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ Δαυίδ (τιμᾶται 21 Δεκεμβρίου), ὀ Ἅγιος Μωυσής ἐξελέγη, τό ἔτος 1325 μ.Χ., Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ. Μετά τέσσερα χρόνια ὑπέβαλε τήν παρακλήση νά ἀποσυρθεῖ καί νά ζήσει ἀσκητικά, μέσα στή σιωπή καί τήν ἡσυχία. Τό 1330 μ.×. ἐγκαταβίωσε στή μονή τοῦ Κολμώφ, ἀλλά δέν ἔμεινε για πολύ. Βρῆκε ἕνα ἔρημο τόπο στήν περιοχή Ντερεβγιανίτσα, ὄπου κατέφυγε καί ἀνήγειρε ναό ἀφιερωμένο στήν Ἀναστάση τοῦ Κυρίου.
Τό 1354 μ.Χ. ὀ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλοθεός (1354 – 1355 μ.Χ., 1364 -1376 μ.Χ.), ἀπό βαθύ σεβασμό πρός τό προσωπο τοῦ Ἁγίου Μωυσέως, τοῦ ἔδωσε τό προνόμιο νᾶ φορεῖ πολυσταύριο.
Ὀ Ἅγιος Μωυσής ἑξακολούθησε τό θεάρεστο ἔργο του. Ἀνήγειρε πολλές ἐκκλησίες καί μοναστήρια. Σέ ἕνα ἀπό αὐτά, στό μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ στό Σκοβορόντσκ, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1362 μ.Χ. Τό ἱερό λείψανό του διατηρήθηκε, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄφθαρτο

Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ, κατά κόσμο Γεράσιμος, γεννήθηκε στίς 15 Νοεμβρίου 1825 μ.Χ. στό χωριό Βάκχβι τῆς Γεωργίας. Σπούδασε στό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τῆς Τυφλίδος καί στήν ἐκκλησιαστική ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Συνέχισε τίς σπουδές του στήν Ψυχολογία, τή Θεολογία καί τή Φιλοσοφία. Ἐξελέγη Ἐπισκοπος στήν Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1896 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος γεννήθηκε τήν 1η Ἰανουαρίου 1848 μ.Χ. στό χωριό Μάλιε Μορόσκι τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ταμπώφ τῆς Ρωσίας. Τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ. Ἔμαθε τά πρώτα γράμματα στό ἐκκλησιαστικό σχολεῖο καί ἐπειτα σπούδασε στή θεολογική σχολή τοῦ Κιέβου. Ὄταν τό 1874 μ.Χ. ἀποπεράτωσε τίς σπουδές του, διορίσθηκε ὦς καθηγητῆς στήν ἐκκλησιαστική σχολή τοῦ Ταμπώφ, ὄπου καί νυμφεύθηκε.
Ἀπό μικρό παιδί εἶχε κλήση πρός τήν ἱεροσύνη. Ἔτσι, τό ἔτος 1882 μ.Χ., χειροτονεῖται πρεσβύτερος καί τοποθετεῖται στό ναό τοῦ Κοζλώφ. Ἡ πρώτη δοκιμασία δέν ἄργησε νά ἔλθει. Στήν ἀρχή τῆς ἱερατικῆς τοῦ διακονίας, μαζί μέ τόν σταυρό τῆς ἱεροσύνης, σηκώνει καί τόν σταυρό τῆς χηρείας. Τό 1886 μ.Χ. ἀπεβίωσε ἡ πρεσβυτέρα σύζυγός του καί λίγο ἀργότερα τό μονάκριβο παιδί του.
Ἡ ὑπομονή τοῦ Ἁγίου ἦταν ὅμοια μέ αὐτῆ τοῦ πολυπαθου Ἰώβ. Φεύγει πλέον ἀπό τόν κόσμο καί ἀκολουθεῖ τή μοναχική ὀδό. Ἐγκαταβιώνει σέ μονή τοῦ Κοζλώφ καί στίς 6 Φεβρουαρίου 1886 μ.Χ. κείρεται μοναχός μέ τό ὄνομα Βλαδίμηρος. Τό ἔτος 1888 μ.Χ. ἐκλέγεται Ἐπισκοπος τῆς πόλεως Σταρορούσκϊυ καί καλεῖται νά διακονήσει τό λαό τοῦ Θεοῦ. Ἀφιερώνεται ὁλοψυχα στό πολυπαθο καί ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. Ὅλοι ἀναγνώριζαν στό προσωπό τοῦ τόν ἀληθινό ποιμένα καί πατέρα καί τοῦ φιλανθρώπου Χριστοῦ τόν γνησιότατο μιμητή.
Στίς 19 Ἰανουαρίου 1891 μ.Χ. ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Σαμάρα, τό 1892 μ.Χ. Ἀρχιεπίσκοπος Καρτάλιν καί Καχεζίας καί στίς 21 Φεβρουαρίου 1898 μ.Χ. Μητροπολίτης Μόσχας. Τό ποιμαντικό, φιλανθρωπικό καί κοινωνικό του ἔργο εἶναι τεράστιο. Διακόπτεται, ὄμως καί πάλι, ὄταν ἐκλέγεται, στίς 23 Νοεμβρίου 1912 μ.Χχ., Μητροπολίτης τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Τό 1915 μ.Χ. ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀναθέτει τά καθήκοντα τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου.
Τά γεγονότα τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως (1917 μ.Χ.) ἀποτέλεσαν, για τούς κατοίκους τοῦ Κιέβου, τήν ἀφορμή για νά ἐπιχειρήσουν τήν ἀνεξαρτησία τους. Τό Οὐκρανικό συμβούλιο πίεσε τόν Ἅγιο νά προβεῖ σέ ἐκκλησιαστική αὐτονομία. Ἐκεῖνος δέν τό ἐπραξε καί τόν ἐκθρόνισαν. Ἔτσι κατέφυγε στή μονή τῶν Σπηλαίων. Δέν θέλησε νά ὑποχωρήσει παρά τίς ἀπειλές.
Τά γεγονότα τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Μπολσεβίκων δέν ἄφησαν ἀνεπηρέαστο τό Κίεβο, τό ὁποῖο καταλήφθηκε ἀπό τόν ἐπαναστατικό στρατό. Στίς 23 Ἰανουαρίου 1918 μ.Χ. οἰ ἐπαναστάτες ἔφθασαν στή μονή τῶν Σπηλαίων. Τόν συνέλαβαν καί τόν ἐκτέλεσαν. Τό μόνο πού ζήτησε, πρίν τόν ἐκτελέσουν, ἦταν νά τοῦ χαρίσουν λίγη ὤρα, για νᾶ προσευχηθεῖ.