
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ προσκυνεῖται ἡ τίμια ἁλυσίδα, ποὺ ὁ ἀπόστολος Πέτρος δέχτηκε γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ μὲ προσταγὴ τοῦ τετράρχη Ἡρῴδη, καθὼς ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἱστορεῖ στὸ 12ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων.
Ὀ Ἡρώδης ἔβαλε τούς Ἰουδαιους καί συνέλαβαν τόν Ἀποστολο Πετρο κατά τίς ἡμερες τῆς ἐορτης τῶν ἀζύμων. Καί ὀταν τόν ἐπιασε, τόν ἔβαλε στήν φυλακη. Τήν νυκτα, πρίν τήν ἡμερα κατά τήν ὁποία ὀ Ἡρώδης ἔμελλε νά τόν παρουσιασει στόν λαό, ὀ Ἀπόστολος Πέτρος κοιμόταν μεταξὺ δύο στρατιωτῶν καί φρουροὶ φύλαγαν μπροστα στό κελί του. Ξαφνικὰ ἦλθε Ἄγγελος Κυρίου καί ἔλαμψε φῶς στό κελί. Ἀφοῦ κτύπησε τήν πλευρα τοῦ Πέτρου, τόν ξύπνησε καί τοῦ εἶπε: «Σηκω γρήγορα». Καί ἔπεσε ἡ ἁλυσίδα ἀπὸ τά χέρια του.
Ἡ ἁλυσίδα αὐτὴ λοιπόν, ποὺ ἔπεσε μὲ τὴν ἐμφάνιση θείου ἀγγέλου, πῆρε ἁγιαστικὴ καὶ θαυματουργικὴ χάρη, ὥστε νὰ θεραπεύει αὐτοὺς ποὺ τὴν προσκυνοῦσαν μὲ πίστη, ἀπὸ τὰ δεσμὰ κάθε κακῆς ἀσθενείας.
Κατόπιν οἱ χριστιανοὶ ποὺ τὴν πῆραν, τὴν παρέδιδε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο διαδοχικὰ γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ. Ὕστερα ἀπὸ χρόνια οἱ εὐσεβεῖς βασιλεῖς τὴν ἔφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ τὴν τοποθέτησαν στὸ ναὸ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Τήν Ῥώμην μή λιπών, πρός ἡμᾶς ἐπεδήμησας, δι᾽ ὧν ἐφόρεσας τιμίων Ἁλύσεων, τῶν Ἀποστόλων Πρωτόθρονε· ἃς ἐν πίστει προσκυνοῦντες δεόμεθα· ταῖς πρός Θεόν πρεσβείαις σου, δώρησαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ἡ πέτρα Χριστός, τήν πέτραν τῆς πίστεως, δοξάζει φαιδρῶς, τῶν μαθητῶν τόν πρωτόθρονον· συγκαλεῖ γάρ ἅπαντας, ἑορτάσαι Πέτρου τά θαύματα, τῆς τιμίας Ἁλύσεως· καί νέμει πταισμάτων τήν συγχώρησιν.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν Κορυφαῖον καὶ πρῶτον τῶν Ἀποστόλων, τῆς ἀληθείας τὸν ἔνθεον ὑποφήτην, Πέτρον τὸν μέγιστον εὐφημήσωμεν, καὶ τὴν αὐτοῦ ἐν πίστει, ἀσπασώμεθα, Ἅλυσιν, πταισμάτων τὴν λύσιν κομιζόμενοι.
Ἡ γιαγιὰ καὶ ὁ παππούς, ὅταν συνυπάρχουν ἁρμονικὰ μέσα στὴν οἰκογένεια τῶν παιδιῶν τους, μποροῦν νὰ ἐπηρεάσουν πολλὰ μέλη της πρὸς τὸ θεάρεστο δρόμο. Οἱ Πεύσιππος, Ἐλάσιππος καὶ Μέσιππος ἦταν ἀδέλφια τρίδυμα, ἀπὸ τὴν Καππαδοκία. Εἶχαν εἰδικότητα νὰ ἡμερώνουν καὶ νὰ ἱππεύουν ἄγρια ἄλογα, πατροπαράδοτη δὲ θρησκεία εἶχαν τὴν εἰδωλολατρική. Ἡ γιαγιά τους ὅμως Νεονίλλη πίστευε στὸ Χριστό. Μὲ τὴν ἐπιῤῥοὴ ποὺ εἶχε πάνω στὰ ἐγγόνια της, κατάφερε νὰ τὰ φέρει στὴν ἀληθινὴ θρησκεία. Ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ τῆς πίστης τῶν τριῶν ἀδελφῶν δὲν ἀργεῖ νὰ γίνει γνωστή. Πιέζονται νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ οἱ τρεῖς μὲ θάῤῥος ἐπανειλημμένα Τὸν ὁμολογοῦν. Τότε, ἀνάβουν φωτιὰ καὶ τοὺς φέρνουν μπροστὰ στὶς φλόγες, ποὺ ὑψώνονταν τεράστιες, φοβερὲς καὶ παμφάγες. Ὅμως, τὰ τρία παλικάρια δὲ λυγίζουν καὶ ξανὰ ὁμολογοῦν Χριστὸν Ἐσταυρωμένον, ὁπότε ἀλύπητα, ἕναν-ἕναν τοὺς ῥίχνουν στὴ φωτιὰ καὶ οἱ φλόγες κατέφαγαν καὶ τοὺς τρεῖς. Ἀλλ᾿ οἱ ψυχές τους πῆγαν ἐκεῖ, ὅπου ἡ προαπόλαυση τῶν ἀνέκφραστων ἀμοιβῶν εἶναι λαμπρότερη ἀπὸ τὴν φωτιὰ ποὺ ἀποτέφρωσε τὰ σώματά τους. Ἡ γιαγιά τους, ὅταν ἔμαθε τὸ μαρτύριο τῶν ἐγγονῶν της, δάκρυσε μέν, ἀλλὰ καὶ καμάρωσε. Εὐχήθηκε, μόνο, νὰ τελειώσει καὶ τὴν δική της ζωὴ ἔτσι θεάρεστα.