Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Αὐτὸ τὸ ἐκλεκτὸ λουλούδι ἄνθισε στὴ ρουμανικὴ γῆ τὸ 1967. Ἀπὸ μικρὴ ἦταν πολὺ κοντὰ στὸν Θεό.
    Ὅταν ἦταν φοιτήτρια περιποιοῦνταν μία παράλυτη γριὰ, τὴν ὁποία εἶχαν ξεχάσει ὅλοι, τὴν κυρά-Ἰωάννα. Ἡ Ντανιέλα πήγαινε καθημερινά, τὸ πρωὶ πρὶν τὸ πανεπιστήμιο καὶ τὸ βράδυ.
    Ἦταν ἀρκετὰ μακριὰ καὶ ὁ κόπος μεγάλος. Τὴν ἔπλενε, τὴν περιποιοῦνταν, τῆς ἔκανε τὶς ἀγορές, τῆς τραγουδοῦσε καὶ τῆς διάβαζε καὶ ἔφερνε χαρὰ στὴν ψυχὴ τῆς γριᾶς.

  • !

    Μία φορᾶ, κάποιος τὴν χτύπησε πολὺ τὴν ὁσία Ντανιέλα, ἂν καὶ ἦταν ἀθώα. Ἀφοῦ ὑπέμεινε ἐν σιωπῇ τὸ ξύλο, γονάτισε καὶ φίλησε τὸ πόδι ποὺ μὲ ἀγριότητα τὴν εἶχε χτυπήσει. Ἦταν πολὺ πράος χαρακτήρας καὶ ἐλεοῦσε τοὺς ἄλλους. Ποτὲ δὲν κατηγοροῦσε κανέναν καὶ πάντα ἔριχνε τὸ φταίξιμο στὸν ἑαυτό της.

  • !

    Τὴ νύχτα προσευχόταν πολλὲς ὧρες. Ποτὲ δὲν ἔπεφτε γιὰ ὕπνο χωρὶς νὰ κάνει τὸν κανόνα της. Τ’ ἀδέλφια της τῆς φώναζαν «Τί σοῦ δίνει ὁ Θεός, τί μᾶς ζαλίζεις μὲ τοὺς παπάδες σου, τί σοῦ δίνει ἡ πίστη σου; Ἀφοῦ ὁ πατέρας σοῦ δίνει φαγητό. Γιατί πῆγες στὸ πανεπιστήμιο, γιὰ νὰ μπεῖς σὲ μοναστήρι;»

  • !

    «Πάτερ, εἶδα στὸ ὄνειρό μου τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Καὶ εἶδα τὴν εἰκόνα νὰ ζωντανεύει καὶ ἡ Παναγία μὲ κοίταζε προσεχτικὰ καὶ ἐγὼ τὴ ρωτοῦσα, τί νὰ κάνω. Καὶ εἶδα ὅτι μὲ κοίταζε μὲ πολὺ πόνο. Καὶ εἶδα δάκρυα στὸ μάγουλό της.
    Ξαφνικὰ ἅπλωσε τὰ χέρια της νὰ προσευχηθεῖ καὶ ἕνα δάκρυ ἔσταξε στὸ χέρι μου. Ὅταν μ’ ἀκούμπησε τὸ δάκρυ Της ξύπνησα καὶ ἀποφάσισα νὰ φύγω. Κι ἔφυγε. Στὸν δρόμο τοῦ Σταυροῦ, στὸν δρόμο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ».

  • !

    Ὅμως, ὁ πατέρας της τὴ βρῆκε καὶ αὐτὴν τὴν φορά. Ὅταν τὴν ἔφερε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, τὴ χτύπησε πάλι φριχτά. Τῆς ἔσχισε τὴν μοναχικὴ ἐνδυμασία μ’ ἕνα ψαλίδι καὶ τὴν πέταξε στὰ σκουπίδια. Τῆς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ λαιμὸ τὸν σταυρὸ καὶ τῆς φώναξε «Οἱ παπάδες σου καὶ ἡ ἐκκλησία.».

  • !

    Βλέποντας ὁ πατέρας της, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κάνει νὰ παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ζωή, σκέφτηκε κάτι διαβολικό. Βρῆκε κάποιους συναδέλφους του γιατροὺς καὶ τῆς ἔβγαλαν διάγνωση «παρανοϊκὴ σχιζοφρένεια συνοδευόμενη ἀπὸ μυστικιστικὸ ντελίριο».
    Μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς της, ἦταν ὑποχρεωμένη νὰ παίρνει φάρμακα «γιὰ νὰ ἡσυχάσει». Τὰ δυὸ τελευταῖα χρόνια της τὰ πέρασε στὸ νοσοκομεῖο μὲ σωληνάκια στὴ μύτη. Ἐξαιτίας τῶν φαρμάκων ἦταν σχεδὸν πάντα ἀναίσθητη.

  • !

    Ἔτσι βασανισμένη πέθανε τὴν Τρίτη 6 Ἀπριλίου 2004, τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα.
    Στὸν τάφο της ἄρχισαν νὰ γίνονται θαύματα. Τὸ πρῶτο θαῦμα ἔγινε τὴν Τετάρτη 12 Μαΐου 2004, κάνοντας καλὰ ἕναν νέο ποὺ ἐπὶ 8 χρόνια ἔπασχε ἀπὸ τὴν ἴδια μ’ αὐτὴν ἀσθένεια.
    Τὸ 2004 ἔκανε καλὰ ἕναν φοιτητὴ, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ μία ἀσθένεια τῶν ἀγγείων, καὶ τὸ 2005 ἕναν νεαρὸ, ποὺ εἶχε κρίση σκωληκοειδίτιδος. Ὁ τάφος τῆς ὁσίας Ντανιέλας βρίσκεται στὸ κοιμητήριο Ἀντρονάκε στὴ συνοικία Κολεντίνα στὸ Βουκουρέστι.

Ἡ Ὁσιομάρτυς Ντανιέλα

(1967 – 6 Ἀπριλιου 2004)

Αὐτὸ τὸ ἐκλεκτὸ λουλούδι ἄνθισε στὴ ρουμανικὴ γῆ τὸ 1967. Ἀπὸ μικρὴ ἦταν πολὺ κοντὰ στὸν Θεό. Ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σχολεῖο περνοῦσε πάντοτε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία.

Γι’ αὐτὸ, ὁ πατέρας της τὴν μάλωνε πολὺ σκληρά. «Ποῦ ἤσουν; Ὅλη μέρα στὴν ἐκκλησία πᾶς μὲ τοὺς παπάδες σου; Τί σοῦ πρόσφερε ὁ Θεός;» Ενώ αὐτὴ δὲν ἔλεγε τίποτα, μόνο δάκρυα ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ μάτια της. Ἦταν εὐλαβὴς καὶ προσευχόταν πολλὲς ὧρες.

Στὸν σχολικὸ χορό, ὅταν τελείωσε τὸ λύκειο, δὲν ἤθελε νὰ πάει. Ἡ καθηγήτριά της τὴν παρακαλοῦσε νὰ πάει κι αὐτὴ μαζί τους, ἐνῶ ἐκείνη ἔλεγε «Δὲν μπορῶ. Ξέρετε ὅτι σᾶς ἀγαπῶ ὅλους πολύ, ἀλλὰ συγχωρῆστε με, δὲν μπορῶ νὰ ἔρθω στὸ τραπέζι».

Εἶχε χαρακτῆρα πράο καὶ ἦταν καλὴ μὲ ὅλους. Βοηθοῦσε τοὺς συμμαθητές της στὰ μαθήματα καὶ καθόταν τὴ νύχτα καὶ ἔγραφε γι’ αὐτούς.

Ἦταν πολὺ καλὴ μαθήτρια, τόσο στὸ σχολεῖο ὅσο καὶ στὸ πανεπιστήμιο. Ἦταν πολὺ ἐργατική. Ὅλα τὰ ροῦχα της τὰ ἔφτιαχνε μόνη της. Ἦταν πνευματικὸ τέκνο τοῦ μεγάλου πνευματικοῦ π. Σοφιανοῦ ἀπὸ τὴ μονὴ Ἀντίμ.

Ὅταν ἦταν φοιτήτρια περιποιοῦνταν μία παράλυτη γριὰ, τὴν ὁποία εἶχαν ξεχάσει ὅλοι, τὴν κυρά-Ἰωάννα. Ἡ Ντανιέλα πήγαινε καθημερινά, τὸ πρωὶ πρὶν τὸ πανεπιστήμιο καὶ τὸ βράδυ.

Ἦταν ἀρκετὰ μακριὰ καὶ ὁ κόπος μεγάλος. Τὴν ἔπλενε, τὴν περιποιοῦνταν, τῆς ἔκανε τὶς ἀγορές, τῆς τραγουδοῦσε καὶ τῆς διάβαζε καὶ ἔφερνε χαρὰ στὴν ψυχὴ τῆς γριᾶς.

Μία φορᾶ, κάποιος τὴν χτύπησε πολὺ τὴν ὁσία Ντανιέλα, ἂν καὶ ἦταν ἀθώα. Ἀφοῦ ὑπέμεινε ἐν σιωπῇ τὸ ξύλο, γονάτισε καὶ φίλησε τὸ πόδι ποὺ μὲ ἀγριότητα τὴν εἶχε χτυπήσει. Ἦταν πολὺ πράος χαρακτήρας καὶ ἐλεοῦσε τοὺς ἄλλους. Ποτὲ δὲν κατηγοροῦσε κανέναν καὶ πάντα ἔριχνε τὸ φταίξιμο στὸν ἑαυτό της.

Κάποια πρόσωπα ἀπὸ τὴν οἰκογένειά της προσπαθοῦσαν νὰ τὴν πείσουν νὰ παντρευτεῖ. «Ὄχι, ὄχι, ἐγὼ θέλω νὰ μείνω μὲ τὸ Θεό» ἔλεγε. «Μπορεῖς νὰ εἶσαι μὲ τὸν Θεὸ καὶ παντρεμένη» τῆς ἔλεγαν. Κι αὐτὴ ἀπαντοῦσε «Ναί, ἀλλὰ ἂν θὰ παντρευτῶ σημαίνει, ὅτι θὰ βάλω λίγο τὸν Θεὸ στὴν ἄκρη καὶ ἐγὼ δὲν τὸ θέλω αὐτό. Θέλω νὰ δώσω τὸ πᾶν στὸν Θεό».

Τὴ νύχτα προσευχόταν πολλὲς ὧρες. Ποτὲ δὲν ἔπεφτε γιὰ ὕπνο χωρὶς νὰ κάνει τὸν κανόνα της. Τ’ ἀδέλφια της τῆς φώναζαν «Τί σοῦ δίνει ὁ Θεός, τί μᾶς ζαλίζεις μὲ τοὺς παπάδες σου, τί σοῦ δίνει ἡ πίστη σου; Ἀφοῦ ὁ πατέρας σοῦ δίνει φαγητό. Γιατί πῆγες στὸ πανεπιστήμιο, γιὰ νὰ μπεῖς σὲ μοναστήρι;»

Ὅταν τελείωσε τὸ πανεπιστήμιο πῆγε στὸ μοναστήρι. Ὁ πατέρας της τὴν ἔψαχνε γιὰ πολὺ καιρὸ καὶ ἀφοῦ τὴν ἔφερε σπίτι τὴν χτύπησε φριχτά.

Μία φορᾶ, τὴν τελευταία βραδιὰ πρὶν τὴν τελευταία ἀναχώρησή της γιὰ τὸ μοναστήρι, ἔκλαψε καὶ προσευχήθηκε ἀσταμάτητα. Ἔκανε χίλιες μετάνοιες ζητώντας φωτισμὸ ἀπὸ τὴν Παναγία. Ξημερώματα ἀποκοιμήθηκε. Ὅταν ξύπνησε πῆρε τὴν εἰκονίτσα τῆς Παναγίας, ποὺ τῆς εἶχε χαρίσει ὁ π. Σοφιανός.

Ἔκανε τὸν σταυρό της, φίλησε τὴν εἰκονίτσα καὶ ἀποφασισμένη μάζεψε τὰ πράγματά της κι ἔφυγε. Ἔπειτα ἔδωσε ἕνα γράμμα σὲ μία φίλη της, γιὰ νὰ τὸ δώσει στὸν π. Σοφιανό.

Νὰ τὸ περιεχόμενό του: «Πάτερ, εἶδα στὸ ὄνειρό μου τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Καὶ εἶδα τὴν εἰκόνα νὰ ζωντανεύει καὶ ἡ Παναγία μὲ κοίταζε προσεχτικὰ καὶ ἐγὼ τὴ ρωτοῦσα, τί νὰ κάνω. Καὶ εἶδα ὅτι μὲ κοίταζε μὲ πολὺ πόνο. Καὶ εἶδα δάκρυα στὸ μάγουλό της.

Ξαφνικὰ ἅπλωσε τὰ χέρια της νὰ προσευχηθεῖ καὶ ἕνα δάκρυ ἔσταξε στὸ χέρι μου. Ὅταν μ’ ἀκούμπησε τὸ δάκρυ Της ξύπνησα καὶ ἀποφάσισα νὰ φύγω. Κι ἔφυγε. Στὸν δρόμο τοῦ Σταυροῦ, στὸν δρόμο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ».

Ὅμως, ὁ πατέρας της τὴ βρῆκε καὶ αὐτὴν τὴν φορά. Ὅταν τὴν ἔφερε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, τὴ χτύπησε πάλι φριχτά. Τῆς ἔσχισε τὴν μοναχικὴ ἐνδυμασία μ’ ἕνα ψαλίδι καὶ τὴν πέταξε στὰ σκουπίδια. Τῆς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ λαιμὸ τὸν σταυρὸ καὶ τῆς φώναξε «Οἱ παπάδες σου καὶ ἡ ἐκκλησία.».

Τότε ἐκείνη λιποθύμησε. Ὅταν ξύπνησε εἶπε στὸν πατέρα της «Σὲ παρακαλῶ ἄφησέ μου τὶς εἰκόνες, δὲν μπορῶ νὰ ζήσω χωρὶς αὐτές».

Τότε ὁ πατέρας της ἔβαλε τὶς εἰκόνες κάτω, τὶς πάτησε καὶ τὶς πῆρε ὅλες. Τότε αὐτὴ τοῦ εἶπε «Καλά, μοῦ τὰ πῆρες ὅλα ἀλλὰ τὴν ψυχὴ δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ τὴν πάρεις». Και ἀπὸ τότε προσευχόνταν μόνο ἔτσι «Παναγία, βοήθησέ με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ, μὴ μὲ ἀφήνεις».

Βλέποντας ὁ πατέρας της, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κάνει νὰ παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ζωή, σκέφτηκε κάτι διαβολικό. Βρῆκε κάποιους συναδέλφους του γιατροὺς καὶ τῆς ἔβγαλαν διάγνωση «παρανοϊκὴ σχιζοφρένεια συνοδευόμενη ἀπὸ μυστικιστικὸ ντελίριο».

Μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς της, ἦταν ὑποχρεωμένη νὰ παίρνει φάρμακα «γιὰ νὰ ἡσυχάσει». Τὰ δυὸ τελευταῖα χρόνια της τὰ πέρασε στὸ νοσοκομεῖο μὲ σωληνάκια στὴ μύτη. Ἐξαιτίας τῶν φαρμάκων ἦταν σχεδὸν πάντα ἀναίσθητη.

Ὁ πατέρας της τὴ φύλαγε ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ, μὴν τυχὸν καὶ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ εὐσεβῆ καὶ πιστὰ πρόσωπα. Ἡ ἀκινησία της στὸ κρεβάτι καὶ τὰ φάρμακα ποὺ τῆς ἔδινε ὁ ψυχίατρος τῆς προκάλεσαν παράλυση καὶ ἀπόφραξη τοῦ αὐλοῦ τοῦ ἐντέρου.

Ἔτσι βασανισμένη πέθανε τὴν Τρίτη 6 Ἀπριλίου 2004, τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Αὐτὸ ἔγινε περίπου στὶς 22.00.

Ἐπειδὴ ὁ πατέρας της δὲν θὰ δεχόταν νὰ ἔρθει ἱερέας, κατὰ θαυμαστὸ τρόπο ἔμαθε γιὰ τὸν θάνατό της ὁ π. Κωνσταντῖνος καὶ κατὰ τὶς 23.00 ἐτέλεσε τὴν ἀκολουθία εἰς κεκοιμημένους. Ὁ πατέρας της γιὰ πρώτη φορᾶ ἔλειπε, ἂν καὶ προηγουμένως τὸν εἶχαν δεῖ στὸ νοσοκομεῖο.

Στὸν τάφο της ἄρχισαν νὰ γίνονται θαύματα. Τὸ πρῶτο θαῦμα ἔγινε τὴν Τετάρτη 12 Μαΐου 2004, κάνοντας καλὰ ἕναν νέο ποὺ ἐπὶ 8 χρόνια ἔπασχε ἀπὸ τὴν ἴδια μ’ αὐτὴν ἀσθένεια.

Τὸ 2004 ἔκανε καλὰ ἕναν φοιτητὴ, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ μία ἀσθένεια τῶν ἀγγείων, καὶ τὸ 2005 ἕναν νεαρὸ, ποὺ εἶχε κρίση σκωληκοειδίτιδος. Ὁ τάφος τῆς ὁσίας Ντανιέλας βρίσκεται στὸ κοιμητήριο Ἀντρονάκε στὴ συνοικία Κολεντίνα στὸ Βουκουρέστι.