Ὁ Πατριάρχης Σερβίας Παῦλος ἔλεγε τὸ ἑξῆς: «Ὅλα τακτοποιοῦνται μὲ τὸν κατάλληλο τρόπο, ἐὰν ἀποδεχθεῖτε αὐτὸ ποὺ συμβαίνει καὶ ἔχετε ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό».
Βέβαια, ἂν αὐτὸ ποὺ λέγεται εἶναι ἀπόρροια ἐμπειρίας, τότε κατανοεῖται ἀπ’ ὅσους ἔχουν παρόμοια ἐμπειρία. Δὲν χρειάζεται νὰ προσπαθήσεις νὰ πείσεις. Ὅσοι, ὅμως, κινοῦνται στὸ ἐπίπεδο τῆς λογικῆς καὶ τῆς θεωρητικῆς γνώσης τῆς ζωῆς, προβάλλουν ἐπιχειρήματα ποὺ εὐσταθοῦν μὲ βάση τὴ λογική τους.
Εἶναι λογικὸ νὰ θέλεις νὰ χρησιμοποιήσεις τὶς σκέψεις σου, γιὰ νὰ ρυθμίσεις τὶς ὑποθέσεις σου. Εἶναι ἀνθρώπινο νὰ προσπαθεῖς, μὲ βάση τὶς γνώσεις σου καὶ τὰ χαρίσματά σου, νὰ βρεῖς λύσεις στὰ ἀδιέξοδά σου. Εἶναι φυσιολογικὸ νὰ αἰσθάνεσαι πὼς μπορεῖς μὲ τὶς δυνάμεις σου νὰ κατευθύνεις τὰ γεγονότα πρὸς τὸν σκοπὸ ποὺ θέλεις.
Ὅλα αὐτὰ ἐκφράζουν τὸ «κατ’ εἰκόνα», τὶς δυνατότητες ποὺ ὁ Θεὸς ἔδωσε σὲ κάθε ἄνθρωπο. Καί, βέβαια, θὰ πρέπει νὰ τὶς χρησιμοποιοῦμε καὶ νὰ μὴν γινόμαστε ἀμελεῖς ἢ ράθυμοι, προβάλλοντας μιὰ ψεύτικη πίστη στὸν Θεὸ γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦμε.
Ξέρουμε, ὅμως, πὼς στὴ ζωὴ δὲν ἔρχονται ὅλα ὅπως περιμένουμε καὶ ὑπολογίζουμε. Ἀπὸ τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη ἀνατρέπονται τὰ δεδομένα μας καὶ μένουμε μετέωροι. Κατανοοῦμε τὴν ἀδυναμία μας νὰ κάνουμε κάτι, νὰ σταματήσουμε τὴ σκληρὴ πραγματικότητα. Εἶναι ἡ ὥρα ποὺ δοκιμάζεται ἡ πίστη – ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό.
Ἀπὸ τὴ μιὰ θὰ θέλαμε, μὲ μιὰ ἀνώριμη πίστη, ὁ Θεὸς ν’ ἀκολουθεῖ ἐμᾶς, κάνοντας αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς θεωροῦμε ὀρθό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὲ μιὰ σοβαρότητα καὶ ὡριμότητα, ν’ ἀποδεχτοῦμε αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦμε ν’ ἀλλάξουμε καὶ ν’ ἀναμένουμε, ἀργὰ ἢ σύντομα, νὰ γνωρίσουμε τὸν λόγο τῆς δοκιμασίας. Αὐτό, ἀσφαλῶς, προϋποθέτει τὴν πίστη – ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔχει ρίζες, ποὺ ἔχει φυτρώσει καὶ ἀναπτυχθεῖ στὴν προσευχή, στὴ λειτουργικὴ ζωή, στὴν καθημερινὴ προσπάθεια νὰ ζήσουμε τὴ ζωή Του, στὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν Του μὲ χαρά, στὴν προσωπικὴ σχέση μὲ τὸ Χριστό.
Τότε, δὲν θὰ ἀνατραποῦν τὰ γεγονότα, ἐνδεχομένως, ἀλλὰ θὰ τὰ βιώσουμε μὲ μιὰ ἐσωτερικὴ εἰρήνη, τὴ δική Του εἰρήνη ποὺ ἔδινε στοὺς μαθητές Του βαδίζοντας πρὸς τὸ πάθος τὴν τελευταία νύχτα τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του.
Τὸ νὰ λέει ὁ ἄνθρωπος ὅτι «ἔχω πίστη, δὲν φοβοῦμαι ὅ,τι καὶ νὰ μοῦ συμβεῖ», δείχνει τὴν ἄγνοια τῆς ἀδυναμίας του. Οἱ Ἀπόστολοι ζητοῦσαν καὶ ἔλεγαν στὸν Κύριο: «Πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λούκ. 17, 5). Ποιός μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ γιὰ τὴ δύναμη, τὴν πίστη, τὴ σταθερότητά του κατὰ τὴ δοκιμασία ποὺ θὰ τοῦ συμβεῖ;
Μακάρι νὰ ἑτοιμαζόμαστε καθημερινά, μέσα ἀπὸ τὰ ἁπλᾶ καὶ λιγότερο ἐπώδυνα, γιὰ τὶς «μεγάλες ὧρες», στηριζόμενοι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας, ποὺ γνωρίζει καλύτερα γιὰ τὸν καθένα τὸ τί καὶ πῶς μπορεῖ νὰ σηκώσει καὶ συμπαρίσταται στὶς δοκιμασίες ποὺ ἡ μεταπτωτικὴ κατάσταση μᾶς κληρονόμησε, μεταποιῶντας τὲς σὲ εὐλογίες.