
τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ
Κάτι ἀλλάζει στὴν Εὐρώπη; H Εὐρώπη παύει νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἦταν; Ἀλλάζει χαρακτήρα καὶ ταυτότητα; Ἂν ἡ ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα εἶναι θετική, πρόκειται γιὰ γεγονὸς κοσμογονικό, στὴν κυριολεξία. Πιθανολογοῦμε τὸ γεγονός, ἀλλὰ γιὰ τὶς κοσμογονικὲς μεταβολὲς στὴν Ἱστορία οἱ σύγχρονοι τῶν μεταβολῶν ἔχουν μόνο ἐνδείξεις, οἱ ἀποδείξεις γίνονται προφανεῖς πάντοτε ἐκ τῶν ὑστέρων.
Ἔνδειξη ἴσως καθοδηγητική: Ποιοὺς συγγραφεῖς διάβαζε ἡ Εὐρώπη ἀμέσως μετὰ τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ποιὰ ὀνόματα κυριαρχοῦσαν στὴ βιβλιαγορὰ καὶ στὶς συζητήσεις τῶν δεκαετιῶν τοῦ ’50 καὶ τοῦ ’60, καὶ τί διαβάζουν οἱ Εὐρωπαῖοι σήμερα; Τότε ἔμοιαζε νὰ συναντοῦν εὐρύτατο ἐνδιαφέρον τὰ φιλοσοφικὰ βιβλία – συζητιόταν ὁ Καμύ, ὁ Σάρτρ, ὁ Μερλὼ Ποντύ, ὁ Χάϊντεγγερ, ὁ Γιάσπερς, ὁ Χοῦσσερλ, ὁ Λεβινάς. Ἀπὸ κοντὰ ἔρχονταν οἱ ταινίες τοῦ Μπέργκμαν, τοῦ Φελίνι, τοῦ Ἀντονιόνι, μαζὶ καὶ τὸ «θέατρο τοῦ παραλόγου»: Μπέκετ, Ἰονέσκο, Ζὰν Ζενέ, Ἀραμπὰλ – ἡ Εὐρώπη ἀντιπάλευε ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα, ζήταγε νὰ ψηλαφήσει «νόημα» (αἰτία καὶ σκοπὸ) ἢ νὰ βυθομετρήσει ρεαλιστικὰ τὸ μὴ-νόημα, τὴν αἰνιγματικὴ ἀλογία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καὶ τῆς Ἱστορίας.
Ἔβγαινε τότε ἡ Εὐρώπη (καὶ μαζί της ὁ κόσμος) ἀπὸ μία κόλαση παραλογισμοῦ, ἀλληλοσφαγῆς, ἐφιαλτικῶν ὁλοκληρωτισμῶν. Τὴν ἐνδιέφερε καὶ ἡ χρεία: νὰ ἀνοικοδομηθοῦν τὰ ἐρείπια, νὰ ξαναλειτουργήσουν ἀγορὲς – σίγουρα. Ἀλλὰ πρῶτο ζητούμενο, γιὰ μεγάλο ποσοστὸ φορέων τῆς εὐρωπαϊκῆς καλλιέργειας καὶ ταυτότητας, ἦταν ἡ πάλη γιὰ «νόημα», ἡ «γιγαντομαχία περὶ τῆς οὐσίας» ποὺ ἔλεγε ὁ Πλάτων καὶ ξαναθύμισε ὁ Χάϊντεγγερ.
Φιλοσοφία, λογοτεχνία, θέατρο, κινηματογράφος τολμοῦσαν τὴ συναρπαστικὴ ἀνατομία τῆς ἐμπειρίας τοῦ παραλόγου, τὴν ἀναδρομὴ στὶς ρίζες τῆς ἀπώλειας τοῦ «νοήματος». Ὅλοι καὶ ὅλα ἐπιβεβαίωναν τὴν προφητικὴ ἐξαγγελία τοῦ Νίτσε, τὴν καταγγελία τῆς μεταφυσικῆς νοησιαρχίας: «O Θεὸς πέθανε καὶ τὸν σκοτώσαμε ἐμεῖς, ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε οἱ φονιάδες του». O Θεὸς τῆς θρησκειοποιημένης Χριστιανοσύνης, προϊόν τῆς συλλογιστικῆς ἀποδεικτικῆς, δὲν ἦταν παρὰ ἕνα «νοητὸ εἴδωλο» ἢ ὁ ἀναγκαῖος ὅρος – προϋπόθεση τοῦ χρησιμοθηρικοῦ ἠθικισμοῦ, ὅπως τὸν ἤθελε ὁ Κάντ. Θεὸς ἀπρόσιτος στὴν ἀνθρώπινη ἐμπειρία, στὸν ρεαλισμὸ τῆς προσωπικῆς σχέσης.
Μὲ τὸν Ὑπαρξισμὸ καὶ τὴ Φαινομενολογία τὸ πρόβλημα τοῦ «νοήματος» ἔφευγε ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς ἰδεολογίας – τῆς ἀναμέτρησης «πεποιθήσεων» θεϊστῶν καὶ ἀθέων. Τὸ ζητούμενο τώρα ἦταν ὁ «τρόπος» νὰ συνεχίσει ὁ ἄνθρωπος νὰ δημιουργεῖ Ἱστορία ἀναλαμβάνοντας τὶς συνέπειες τοῦ παραλόγου τῆς ὕπαρξης, νὰ κατορθώσει αὐτοσεβασμὸ καὶ ἀξιοπρέπεια χωρὶς προσφυγὴ στοὺς ἀπριορισμοὺς τῆς θρησκείας. Ὁ μηδενισμὸς τοῦ Χάϊντεγγερ, τοῦ Σάρτρ, τοῦ Καμὺ (ἐμπειρικὴ ψηλάφηση τῆς ἀπουσίας κάθε «ὀντολογικοῦ θεμέλιου» τῶν φαινομένων) δὲν σήμαινε παραίτηση, βυθισμὸ στὴν ἰδιωτεία, στὴν ἀποκτήνωση τοῦ καταναλωτικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ. Σήμαινε, σαφέστατα, πεῖσμα, πάλη γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς ἀνθρώπινης γνησιότητας: τῆς «ἁγιότητας χωρὶς Θεὸ» (Καμύ). O ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει, ἡ ἱστορική του δράση εἶναι ὁ τρόπος του νὰ μηδενίζει τὸ μηδὲν στὸ εἶναι του – ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς ὁ τρόπος βεβαιώνεται κάθε στιγμὴ σὰν ἕνα «ἄχρηστο πάθος» (Σάρτρ).
Ἀπὸ μία τέτοια γλώσσα ὁ σημερινὸς Εὐρωπαῖος μοιάζει νὰ μὴν καταλαβαίνει τίποτα, τὴν προσπερνάει παντελῶς ἀδιάφορος. Ἀκόμα καὶ τὰ ὀνόματα ποὺ ἀντιπάλαιψαν τὸ ὑπαρκτικὸ πρόβλημα προκαλώντας μία πρωτοφανῆ βιβλιογραφικὴ ἔκρηξη, οἱ νεώτερες γενιὲς τῶν Εὐρωπαίων μᾶλλον τὰ ἀγνοοῦν. Ἡ ἁλυσιδωτὴ διαδοχὴ συνεχῶς καινούργιων φιλοσοφικῶν προκλήσεων, ποὺ γιὰ αἰῶνες ξεσήκωναν τὸ γενικὸ ἐνδιαφέρον στὴν Εὐρώπη, τελείωσε, ἐδῶ καὶ περίπου σαράντα χρόνια: Τελευταῖο ὄνομα κάπως εὐρύτερα γνωστὸ ἦταν τοῦ «κοινωνιολογοῦντος» Χάμπερμας: περίπτωση ἰδιοφυοῦς (σὲ ἐντυπωσιασμὸ) παράκαμψης κάθε κυρίως φιλοσοφικοῦ ἐρωτήματος.
Τί ἐνδιαφέρει κατὰ προτεραιότητα τὴν Εὐρώπη σήμερα, ποιὰ τὰ κυρίαρχα στὴ δημοσιότητα θέματα, τί συζητᾶνε ὅταν ἀνταμώνουν οἱ ἄνθρωποι, τί διαβάζουν, τί πρωτεύει στὴ ζωή τους, τί κατὰ κύριο λόγο τοὺς ἀπασχολεῖ; Μά, ὁλοφάνερα καὶ αὐτονόητα: ἡ λογικὴ καὶ οἱ πρακτικὲς μεγιστοποίησης τῆς καταναλωτικῆς εὐχέρειας. Ἡ ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῆς Οἰκονομίας, ἡ διαχειριστικὴ ἀποτελεσματικότητα τῆς Πολιτικῆς, ἴσως καὶ οἱ στοχεύσεις τῆς χρησιμοθηρικῆς τεχνολογίας. Τὰ χαμηλῆς κατὰ κεφαλὴν καλλιέργειας στρώματα ἔχουν περιορίσει τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς, τὴ χαρὰ τῆς ζωῆς, τὸ «νόημα» τῆς ὕπαρξης σὲ μόνο τὸν πρωτογονισμὸ τῆς ἐνστικτώδους ἀνάγκης νὰ κατέχουν, νὰ κυριαρχοῦν, νὰ ἰδιοποιοῦνται, νὰ ναρκισσεύονται, νὰ ἡδονίζονται. Τὰ ὑψηλῆς κατὰ κεφαλὴν καλλιέργειας ὑπηρετοῦν τὶς ἴδιες ἐνορμήσεις μὲ μεγαλύτερη εὐχέρεια ἐκλεκτικότητας καὶ φινέτσας.
Κάποτε ἡ Εὐρώπη ἦταν συνώνυμη μὲ τὴ γενικευμένη καλλιέργεια, τὸ πάθος γιὰ τὴν ἔρευνα, γιὰ τὴ γνώση ὡς αὐταξία. Εὐρώπη ἦταν τὰ πανεπιστήμιά της – Ὀξφόρδη, Καίμπριτζ, Σορβόννη, Χαϊδελβέργη, Λουβαίν, Οὐψάλα. Αὐτὰ τὰ μυθικὰ πανεπιστήμια σήμερα πιθηκίζουν τὸ ἀμερικανικὸ μοντέλο ὠμῆς ἐμπορευματοποίησης τῆς σπουδῆς καὶ τῆς ἔρευνας. Καταργοῦν αὐτονόητα μία ἕδρα, λ.χ. σανσκριτικῶν, γιὰ νὰ μεταφέρουν τὴν ἐπένδυση σὲ «παραγωγικὸ» γνωστικὸ ἀντικείμενο. Ὅμως, Εὐρώπη ἦταν αὐτό: ἡ δυνατότητα σπουδῆς τῶν σανσκριτικῶν, τῆς γνώσης γιὰ τὴ γνώση, ὄχι τῆς γνώσης ποὺ θὰ ἀποφέρει δολάρια.
Ἔχει μπεῖ σὲ καινούργια ἱστορικὴ περίοδο ἡ Εὐρώπη, ἡ διαφοροποίησή της, ἴσως ἀναπόφευκτη, σηματοδοτεῖ ἀλλαγὴ τοῦ «παραδείγματος», ἀνατρέπει τὴν κάποτε καύχηση γιὰ τὴ διεθνῆ πρωτοπορία στὸν πολιτισμὸ τῆς Νεωτερικότητας. Σήμερα μιμεῖται ἡ Εὐρώπη τὸν ἀνθρωπολογικὸ πρωτογονισμὸ μιᾶς νεόφυτης κοινωνίας δίχως κληροδότημα Ἱστορίας, κοινωνίας μεταναστῶν, ποὺ διαμόρφωσε τὸ ἦθος της (τὶς ἀρχὲς συμβίωσης) στὴν ἀδυσώπητη μάχη ἐπιβίωσης τοῦ ἰσχυροτέρου, μὲ τοὺς νόμους τοῦ ἀνελέητου ἀνταγωνισμοῦ, μὲ αὐτονόητη τὴν «ἀρχή»: ὁ θάνατός σου ζωή μου.
Κύριο γνώρισμα στὴν ὀργάνωση τῆς καινούργιας Εὐρώπης ἡ χρηματολαγνεία τοῦ τυχοδιώκτη (ἢ τῆς ἀπελπισμένης φτωχολογιᾶς) ποὺ κυνηγοῦσε στὴν ἀμερικανικὴ ἤπειρο τὴν «εὐκαιρία». Ἴδια λαγνεία μὲ αὐτὴ τῶν βαρβαρικῶν εἰσβολέων στὴν εὐρωπαϊκὴ Δύση στὶς ἀρχὲς τοῦ Μεσαίωνα: Ὅλα νὰ εἶναι «ἰδιωτικά», νὰ ὑπακοῦνε στὴ λογική τῆς διαφορᾶς ἀφέντη – δούλου, τελείως ἀδιανόητη ἡ ἔννοια τοῦ «δημόσιου συμφέροντος», τοῦ κοινωνικοῦ κράτους. Ὅλα νὰ πουλιοῦνται καὶ νὰ ἀγοράζονται: ἡ γνώση καὶ ἡ καλλιέργεια, τὸ νερὸ ποὺ μᾶς ξεδιψάει καὶ τὸ φῶς ποὺ μᾶς φωτίζει, ἡ ἐγχείρηση καὶ τὸ φάρμακο, ἡ περίθαλψη καὶ ἡ νοσηλεία, τὸ σχολικὸ βιβλίο καὶ ὁ παιδικὸς σταθμός, τὸ μέσο μεταφορᾶς. Νὰ ἀξιολογεῖται ἡ Τέχνη ἀπὸ τὸν ἐντυπωσιασμὸ ποὺ κατορθώνει, ἡ πληροφόρηση νὰ ἀγοράζεται ἀπὸ ἐπαγγελματίες τῆς παραπλάνησης, τὴν ψυχαγωγία νὰ τὴν ἐμπορεύεται ὁ ὑπόκοσμος τῆς διαστροφῆς καὶ τῆς χυδαιότητας.
Αὐτὰ ὅλα εἶναι ὁ μηδενισμὸς ποὺ τὸν ἐξόρκιζε ἡ μεταπολεμικὴ διανόησή της (τότε) Εὐρώπης. Σήμερα ἔνσαρκος.