
Γιῶργος Μπέλλος
Στή σημερινή ἐποχή ἀρκετά σπίτια χτίζονται μέ ψηλούς φράχτες, κλειστούς καί μεγάλες σιδερένιες πόρτες ὥστε νά εἶναι ἀσφαλῆ. Ἀσφαλῆ ἀπό τούς τυχόν διαρρῆκτες καί ἀπό τό ἀνεπιθύμητο μάτι τοῦ γείτονα καί περαστικοῦ, πού θά κοιτάξει στήν αὐλή.
Προτιμοῦμε σήμερα νά κρυβόμαστε ὥστε οἱ ἄλλοι νά μήν ἀσχολοῦνται μαζί μας. Νά μήν δίνουμε \”δικαιώματα\” γιά σχολιασμό. Νά κάνουμε ὅτι θέλουμε στό σπίτι μας χωρίς νά δίνομε λογαριασμό στούς ἄλλους. Νά περνοῦμε ἀπαρατήρητοι καί ὡς φυσική συνέπεια καί οἱ ἄλλοι νά περνοῦν ἀπαρατήρητοι γιά μᾶς. Τό μόνο πού μᾶς νοιάζει εἶναι νά μήν ἐνοχλούμαστε ἐμεῖς. Τί καί ἄν ὁ γείτονας ἀπατάει κάθε βράδυ τήν γυναίκα του. Ἐμεῖς ἐνοχλούμαστε; Ὄχι! Τί καί ἄν τό διπλανό σπίτι ἔχει συνέχεια τσακωμούς. Τό δικό μας σπίτι δέν βλάπτεται. Τί καί ἄν ἡ γιαγιά στό διπλανό σπίτι πίνει μόνη της τό καφέ κάθε ἀπόγευμα ἐπειδή ὁ γέρος της ἔχει πεθάνει. Αὐτό, φυσικά καί δέν μοῦ εἶναι πρόβλημα, ἐγώ ἔχω τούς φίλους μου καί πάω ὅποτε θέλω γιά καφέ.
Καί πῶς νά μιλήσω στούς γείτονες πιό πολύ; Οὔτε αὐτοί μοῦ μιλᾶνε. Ἀρκοῦμε σέ μιὰ τυπική καλημέρα καί ἕνα \”καλά εὐχαριστῶ\”. Σέ περίπτωση πού βαριέμαι ἀνοίγω τόν ὑπολογιστή, μπαίνω στό διαδίκτυο, λίγο facebook καί περνάει ἡ ὥρα. Μετά θά βγῶ τό βράδυ μέ τά παιδιά. Ὅλα μία χαρά.
Πολύ φοβᾶμαι ὅμως ὅτι αὐτή ἡ κατάσταση δέν θυμίζει πλέον Ἑλλάδα ἀλλά πιό πολύ μοῦ θυμίζει νεκροταφεῖο. Οἱ γιαγιάδες στό χωριό ἄμα σέ βλέπανε μέ τά μαλλιά βαμμένα πράσινα θά σοῦ λέγανε, χωρίς νά σέ ξέρουνε \”Τί ἔπαθες παιδάκι μου; Γιατί σέ κάναν ἔτσι; Ζουρλάθηκες;\”
Ἀμέσως θά ἀσχολοῦνταν μαζί σου. Μπορεῖ τό σχόλιο πού θά ἔκαναν νά εἶχε ὕφος κοροϊδευτικό, μπορεῖ νά εἶχε ὕφος εἰρωνικό ἤ νά ἦταν ἁπλό ἐνδιαφέρον. Πάντως, ἔστω καί ἔτσι, θά ἀσχολοῦνταν ἐπί προσωπικοῦ, μαζί σου. Θά σχολίαζαν καί τήν διαφορετικότητά σου καί τή παραξενιά. Ἴσως καί λίγο τραβηγμένα. Ἀλλά αὐτή ἡ κατάσταση εἶναι ἀσυγκρίτως πιό ἀνθρώπινη ἀπό τόν πλουραλισμό καί τήν ἀνεκτικότητα τῆς σημερινῆς ἐποχῆς.
Ἐδῶ βλέπουμε ἀνθρώπους μέ τά μαλλιά τους βαμμένα πράσινα (καί αὐτό εἶναι τό λιγότερο, ὑπάρχουν καί πολύ σοβαρότερα περιστατικά ὅπως ναρκομανής κτλ) καί δέν νοιαζόμαστε. Ὁ ἄλλος περνάει ἁπλά ἀπαρατήρητος! Καί γιά νά μήν κρυβόμαστε δέν περνάει ἀκριβῶς ἀπαρατήρητος, μιὰ χαρά τόν παρατηροῦμε, ἀλλά δέν \”ξεβολεβόμαστε\” γιά νά ἀσχοληθοῦμε μαζί του. Ἔστω καί ἕναν λόγο νά ποῦμε, σάν αὐτό τῶν γιαγιάδων. Ποὺ ὁ λόγος αὐτός περιεῖχε μέσα του ἀνθρωπιά. Ἐμεῖς, ζώντας σέ αὐτό τό ἀστικό περιβάλλον γίναμε μᾶλλον ἀπάνθρωποι, νομίζοντας τόν διπλανό σάν ξένο. Σάν ἄνθρωπο πού δέν μέ νοιάζει ἡ δικιά του πρόοδος, ἡ δικιά του ἀνάσταση, παρά μόνο ἡ δικιά μου. Καί ἰδού ἡ τραγικότητα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Νομίζει ὅτι μπορεῖ νά γίνει εὐτυχισμένος μόνος του, ἐνῶ ξέχασε ὅτι ἡ εὐτυχία του περνάει μέσα ἀπό τήν καρδιά τοῦ διπλανοῦ του.
Μοῦ ἔλεγε ἡ μάνα μου ὅτι στή γειτονιά της τό \’70, μεγάλωσαν ὅλα τά παιδιά τῆς γειτονιᾶς μαζί, στούς δρόμους. Πολλές φορές δέν χτυποῦσαν κουδούνια ὁ κόσμος ἀλλά ἔμπαιναν στό \”ξένο\” σπίτι ἔτσι. \”Καλησπέρα\” ἔλεγε ὁ γείτονας. \”Κάτσε\” τοῦ ἔλεγε ὁ ἄλλος. Ἔτσι, χωρίς 100 τηλέφωνα (ξέρεις θά ἔρθω σέ 10\’, θά ἔρθω σέ 5\’). Τά σπίτια δέν ἦταν καί τόσο \”ξένα\” τότε οὔτε καί οἱ ἄνθρωποι ἦταν τόσο ξένοι.
Θά δικαιολογοῦσε βέβαια κανείς, ὅτι ζώντας σέ ἕνα τόσο μεγάλο ἀστικό περιβάλλον δέν εἶναι δυνατόν νά ἀσχολεῖσαι μέ τούς πάντες ἤ νά μιλᾶς στούς πάντες. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ἔφυγε αὐτή ἡ διάθεση τῆς ἐπι-κοινωνίας ἀπό τούς ἀνθρώπους. Τά ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἀλλοτρίωσης νομίζω δέν χρειάζεται νά ἀναφερθοῦν. Θά πῶ μόνο μερικές λέξεις. Μοναξιά-Κατάθλιψη-Δυστυχία. \’Ὅπως εἶπε καί ὁ πνευματικός μου, \”ἐμεῖς δέν φοβόμαστε, ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο!\”
(Πηγή: dialogoi.enet.gr)