Διὰ τοῦτο ἔλεγε: “Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πράος εἰμί καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ”.
Ἑτέρως πάλιν τό τὰ βραβεῖα αὐτὰ καὶ τὰ ἔπαθλα εἰς μέσον ἀγαγεῖν, καὶ ὑπὸ ὀφθαλμοὺς δεικνύναι, ἄκουσον. Ὑπέσχετο σωμάτων ἀνάστασιν, ἀφθαρσίαν, τὴν εἰς ἀέρα ἀπάντησιν, τὴν ἐν νεφέλαις ἁρπαγὴν· ταῦτα διὰ τῶν πραγμάτων ἔδειξε.
Πῶς καὶ τίνι ;
Ἀποθανὼν ἀνέστη· δι’ ὃ καὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας αὐτοῖς συνήν, ἵνα αὐτοὺς πληροφορήση καὶ δείξη ἡλίκα ἡμῶν εἶναι μέλλει τὰ σώματα μετὰ τὴν ἀνάστασιν.
Πάλιν λέγων διὰ τοῦ Παύλου, ὅτι “Ἐν νεφέλαις ἁρπαγησόμεθα εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ εἰς ἀέρα”, καὶ τοῦτο ἔδειξεν ἔργοις. Μετὰ γὰρ τὴν ἀνάστασιν, ἡνίκα ἔμελλεν ἀνιέναι εἰς οὐρανούς, παρόντων αὐτῶν ἐπήρθη, φησί, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν· καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν, πορευομένου αὐτοῦ.
Οὕτως οὗν καὶ τὸ ἡμέτερον σῶμα ὁμοούσιον ἔσται τῷ σώματι, ἄτε ἐκ τοῦ φυράματος ὃν· ὦσπερ γὰρ ἡ κεφαλή, οὕτω καὶ τὸ σῶμα· ὦσπερ ἡ ἀρχή, οὕτω καὶ τὸ τέλος. Καὶ τοῦτο σαφέστερον ὁ Παῦλος δηλὼν ἔλεγεν: “Ὅς μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ”. Εἰ τοίνυν σύμμορφον γίνεται, καὶ τὴν αὐτὴν ὁδὸν βαδιεῖται, καὶ ὁμοίως ἐπὶ νεφελῶν ἀρθήσεται. Ταῦτα προσδοκᾶ καὶ αὐτὸς ἐν τῇ ἀναστάσει.
Ἐπειδὴ γὰρ ἄδηλον ἥν τοῖς ἀκούουσι τέως τὸ ρῆμα τῆς βασιλείας, διὰ τοῦτο ἀνελθὼν ἐν τῷ ὄρει μετεμορφώθη ἔμπροσθεν τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, παρανοίγων αὐτοῖς τῶν μελλόντων τὴν δόξαν, καὶ ὡς ἐν αἰνίγματι καὶ ἀμυδρῶς ἐπιδεικνὺς οἷον ἔσται τὸ σῶμα τὸ ἡμέτερον.
Ἀλλὰ τότε μὲν μετὰ ἱματίων ἐφάνη, ἐν δὲ τῇ ἀναστάσει οὐχ οὕτως. Οὐ γὰρ δεῖται τὸ σῶμα ἡμῶν ἱματίων, οὐδὲ στέγης, οὐδὲ ὀρόφου, οὐδὲ ἄλλου τῶν τοιούτων οὐδενός. Εἰ γὰρ ὁ Ἀδὰμ πρὸ τῆς παραβάσεως γυμνὸς ὤν οὐκ ἠσχύνετο, δόξη ἠμφιεσμένος, πολλῷ μᾶλλον τὰ σώματα τὰ ἡμέτερα, ὅσα ἐπὶ μείζονα καὶ ἀμείνω λῆξιν βαδιεῖται, οὐδενὸς τούτων δηθήσεται· διὰ δὴ τοῦτο καὶ αὐτὸς ἀνιστάμενος, τὰ ἱμάτια ἐπὶ τοῦ τάφου καὶ τῆς σοροῦ κεῖσθαι εἴασε, γυμνὸν ἀναστήσας τὸ σῶμα, δόξης ἀφάτου καὶ μακαριότητος ἐμπεπλησμένον.
Ταῦτα οὗν εἰδότες, ἀγαπητοί, καὶ διὰ λόγων παιδευθέντες, καὶ δι΄ ὀφθαλμῶν διδαχθέντες, τοιαύτην ἐπιδειξώμεθα πολιτείαν, ἵνα ἐν νεφέλαις ἁρπαγέντες ἀεὶ μετ’ αὐτοῦ διατρίβοντες ὧμεν, σωζόμενοι καὶ τῇ αὐτοῦ χάριτι, καὶ τῶν μελλόντων ἀπολαύοντες ἀγαθῶν· ὥν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, μεθ’ οὖ τῷ Πατρὶ ἅμα τῷ Πνεύματι, δόξα, κράτος, τιμή, προσκύνησις, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Μετάφραση
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἔλεγε: «Μάθετε ἀπὸ ἐμένα, ἐπειδὴ εἶμαι καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιὰ» (Μάτθ. 11, 29).
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλι, ἄκουσε τὸ ὅτι ἔφερε στὴ μέση τὰ βραβεῖα αὐτὰ καὶ τὰ ἔπαθλα, καὶ τὰ ἔδειξε ὁρατά. Ὑποσχόταν ἀνάσταση σωμάτων, ἀφθαρσία, τὴν συνάντηση στὸν ἀέρα, τὴν ἁρπαγὴ στὰ σύννεφα. Αὐτὰ τὰ ἔδειξε διὰ τῶν πραγμάτων.
Πῶς καὶ μὲ ποιόν τρόπο;
Ἐνῶ πέθανε, ἀναστήθηκε• γι’ αὐτὸ καὶ σαράντα ἡμέρες συναναστρεφόταν μὲ αὐτούς, γιὰ νὰ τοὺς πληροφόρηση καὶ νὰ τοὺς δείξει, πῶς πρόκειται νὰ εἶναι τὰ σώματά μας μετὰ τὴν ἀνάσταση.
Πάλιν λέγοντας διὰ τοῦ Παύλου ὅτι: «Θὰ ἁρπαχθοῦμε στὰ σύννεφα σὲ συνάντησή Του στὸν ἀέρα» (Α’ Θέσσ. 4, 17), καὶ αὐτὸ τὸ ἔδειξε ἐμπράκτως. Ἐπειδὴ μετὰ τὴν ἀνάστασιν, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀνεβεῖ στοὺς οὐρανούς, ἐνῶ ἦταν παρόντες αὐτοὶ, ἀνέβηκε, λέει, “καὶ σύννεφο τὸν πῆρε ἀπὸ τὰ μάτια τους” (Πράξ. 1, 9) καὶ ἔμειναν νὰ τὸν κοιτάζουν ἐνῶ αὐτὸς πορευόταν.
Ἔτσι, λοιπὸν, καὶ τὸ δικό μας σῶμα θὰ εἶναι ὁμοούσιο μὲ τὸ σῶμα ἐκεῖνο, ἀφοῦ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἴδιο φύραμα• Ἐπειδὴ ὅπως εἶναι ἡ κεφαλὴ ἔτσι καὶ τὸ σῶμα· ὅπως ἡ ἀρχὴ ἔτσι καὶ τὸ τέλος. Καὶ αὐτὸ δηλώνοντάς το σαφέστερα ὁ Παῦλος ἔλεγε: “Ὁ Ὁποῖος θὰ μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεώς μας, ἔτσι ὥστε αὐτὸ νὰ γίνει σύμμορφο μὲ τὸ σῶμα τῆς δόξας Του” (Φιλιπ. 3, 21). Ἐὰν λοιπὸν γίνει σύμμορφο, καὶ τὴν ἴδια ὁδὸ θὰ βαδίσει, καὶ μὲ ὅμοιο τρόπο πάνω σὲ σύννεφα θὰ σηκωθεῖ. Αὐτὰ νὰ ἀναμένεις κι ἐσὺ στὴν ἀνάσταση.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἦταν ἄγνωστος ὁ λόγος περὶ τῆς βασιλείας στοὺς ἀκροατὲς τότε, γι’ αὐτὸ ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ ὅρος, μεταμορφώθηκε μπροστὰ στοὺς μαθητὲς Του, ἀποκαλύπτοντάς τους τὴν δόξα τῶν μελλόντων, καὶ σὰν σὲ αἴνιγμα καὶ ἀμυδρὰ ἐπιδεικνύοντας, ποιό θὰ εἶναι τὸ σῶμα μας.
Τότε ὅμως φάνηκε μὲν μὲ ροῦχα, ἀλλὰ στὴν ἀνάσταση δὲν θὰ εἶναι ἔτσι. Ἐπειδὴ δὲν χρειάζεται τὸ σῶμα μας ροῦχα, οὔτε στέγη, οὔτε πάτωμα, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτά. Ἐπειδὴ ἐὰν ὁ Ἀδὰμ πρὶν ἀπὸ τὴν παράβαση, ἐνῶ ἦταν γυμνὸς δὲν ντρεπόταν, γιατί ἦταν ντυμένος μὲ δόξα, πολὺ περισσότερο τὰ δικά μας σώματα, ὅσα θὰ βαδίσουν σὲ μεγαλύτερο καὶ καλύτερο προορισμό, δὲν ἔχουν ἀνάγκη κανενὸς ἀπ’ αὐτά. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν καὶ Αὐτός, ὅταν ἀναστήθηκε ἄφησε τὰ ἐνδύματα νὰ κείτονται πάνω στὸν τάφο καὶ στὸ σορό, ἀνασταίνοντας γυμνὸ τὸ σῶμα, πλῆρες ἀπὸ δόξα ἀνέκφραστη καὶ μακαριότητα.
Ἔχοντας γνωρίσει λοιπὸν αὐτὰ, ἀγαπητοί, καὶ ἔχοντας ἐκπαιδευθεῖ μὲ λόγια, καὶ ἔχοντας διδαχθεῖ ἀπὸ τὰ μάτια μας, ἂς ἐπιδείξουμε τέτοια συμπεριφορά, ἔτσι ὥστε νὰ ἁρπαχθοῦμε σὲ σύννεφα, καὶ νὰ καταγινώμαστε ζῶντας πάντα μαζὶ μὲ Αὐτόν, σωζόμενοι καὶ ἀπολαμβάνοντας καὶ τὴ Χάρη Του καὶ τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ· τὰ ὁποῖα μακάρι ὅλοι μας νὰ ἐπιτύχουμε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τὸν Κύριό μας, μαζὶ μὲ τὸν Ὁποῖο καὶ στὸν Πατέρα συγχρόνως μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, (ἀνήκει) δόξα, κράτος, τιμή, προσκύνηση, τώρα καὶ πάντα, καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!