Κατὰ τὴ χριστιανικὴ ἀντίληψη ἡ ἀλήθεια εἶναι πρόσωπο, ὄχι «πρᾶγμα». Ὁ Πιλάτος δὲν ἔθεσε σ’ αὐτὴ τὴ βάση τὸ θέμα καὶ δὲν πῆρε ἀπάντηση στὸ ἐρώτημά του· ἴσως καὶ νὰ μὴν περίμενε καμμιὰ ἀπάντηση!
Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς σὲ ἄλλη περίπτωση εἶπε στοὺς μαθητές του πὼς μεταβαίνει στὸν Πατέρα καὶ θὰ ξανάρθει νὰ τοὺς παραλάβει, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει ἐκεῖ, καὶ νὰ εἶναι πλέον ὅλοι μαζί Του. «Γνωρίζετε ποῦ πηγαίνω», τοὺς εἶπε, «καὶ γνωρίζετε καὶ τὸ δρόμο» (Ιω. ιδ’ 3-4). Τότε τοῦ λέει ὁ Θωμᾶς; «Κύριε, δὲν ξέρουμε ποῦ πηγαίνεις καὶ πῶς μποροῦμε νὰ ξέρουμε τὸ δρόμο;»· λέει σ’ αὐτὸν ὁ Χριστός: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή, κανεὶς δὲν ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα παρὰ δι’ ἐμοῦ. Ἐὰν μὲ γνωρίζατε, θὰ γνωρίζατε καὶ τὸν Πατέρα μου. Ἀπὸ τώρα τὸν γνωρίζετε καὶ τὸν ἔχετε δεῖ» (Ιωαν. ιδ’ 4-8).
Τότε τοῦ λέει ὁ Φίλιππος: «Κύριε, δεῖξε μας τὸν Πατέρα καὶ μᾶς ἀρκεῖ». Τοῦ ἀπαντάει ὁ Χριστός: «Τόσο χρόνο εἶμαι μαζί σας καὶ δὲν μὲ γνώρισες, Φίλιππε; ὅποιος μὲ ἔχει δεῖ, εἶδε τὸν Πατέρα· καὶ πῶς λὲς ἐσύ, δεῖξε μας τὸν Πατέρα;» (Iω. iδ’ 8-9).
Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύει, πῶς πρέπει νὰ διατυπωθεῖ ἡ ὀρθὴ ἐρώτηση γιὰ τὴν ἀλήθεια: «Ποιός εἶναι ἡ ἀλήθεια;». Μὲ ἄλλα λόγια ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας δὲν ἀποτελεῖ ὑπόθεση τῆς διάνοιας τοῦ ἀνθρώπου καὶ νοησιαρχικὴ διαδικασία, ἀλλὰ κοινωνία μεταξὺ προσώπων.
Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὸ «δρόμο», γιὰ νὰ «γνωρίσει τὴν ἀλήθεια, δηλαδὴ νὰ ἔλθει σὲ κοινωνία μετὰ τοῦ Θεανθρώπου, ἡ ὁποία εἶναι ταυτόχρονα καὶ κοινωνία μὲ τὸν Πατέρα, ποὺ εἶναι αἰώνια ζωή:
Ἡ ἀλήθεια του «ποιός» εἶναι ὁ ἔνσαρκος Λόγος (Iω. α’ 14) ποὺ πρέπει νὰ «γνωρίσουμε», γιὰ νὰ ἔχουμε ζωὴ (Iω. στ’ 47, ι’ 27-28, Α’ Ιω. ε’ 13). Μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐράνιο Πατέρα, γιὰ νὰ τὸν κάνει μέτοχο τῆς ζωῆς (Λούκ. ι’ 22, Ἰω. α’ 12, ιδ’ 6)· ἡ χάρις καὶ ἡ Ἀλήθεια ἦλθαν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ιω. α’ 17).
Αὐτὴ ἡ τοποθέτηση τῆς ἁγίας Γραφῆς ἀποδεικνύει τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ χριστιανικὴ καὶ στὴ διανοητικὴ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθήσει νὰ γνωρίσει διανοητικὰ τὴν ἀλήθεια, στηριζόμενος μόνο στὴ δύναμη τοῦ νοῦ, ὁδηγεῖται στὸ ἴδιο λάθος τῆς ἐπιστήμης μὲ τὴν αἰτιοκρατία της καὶ τοῦ πανθεϊσμοῦ μὲ τὴν ταύτιση τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κόσμου· στὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας τοῦ «τί». Ἀντίθετα ὁ χριστιανὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἀλήθεια του «ποιός», ἡ ὁποία ὅμως γνωρίζεται μόνο μὲ τὴν «κοινωνία», ποὺ εἶναι δῶρο τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.