Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ χάρη λοιπὸν ἔχει αὐτὴ τὴ λεπτότητα νὰ μὴν παραβιάζει πόρτες, ἀλλὰ νὰ πηγαίνει στὴν ψυχή, νὰ φανερώνει τὴν παρουσία της, νὰ γλυκαίνει τὴν ψυχή, νὰ περιμένει. Περιμένει νὰ ἀνοίξει ἀπὸ μέσα ἡ πόρτα. Καὶ τὸ κλειδὶ τὸ ἔχει ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἐκεῖ μέσα. Τὴ δυνατότητα νὰ ἀνοίξει ἀπὸ μέσα τὴν πόρτα τὴν ἔχει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀντιστέκεται καὶ περίζηλα κρατᾶ τὴν πόρτα αὐτὴ κλειστή.

  • !

    Ἐντάξει, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ βγάλει ἀπὸ τὴ μέση, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ τὸ δεῖ, νὰ τὸ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ πεῖ στὸν Θεό: «Ναί, Θεέ μου. Ἀνάλαβε τὸ πρόβλημά μου ἐσύ, γιατί ἐγώ…» καὶ νὰ τὸ ἀφήσει. Αὐτὸ εἶναι ἕνα ξεγλίστρημα, μιὰ ἀπαγκίστρωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀντίσταση· καὶ ἀφήνεται στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Θεὸς ξέρει πῶς θὰ τὰ οἰκονομήσει.

  • !

    Ὄχι μόνο ξεγλιτώνουν ἀλλά, καθὼς γνωρίζουν τί φοβερό, τί πικρὸ πρᾶγμα εἶναι αὐτὸς ὁ ἐγκλωβισμὸς μέσα σ’ αὐτὴ τὴν κόλαση, ἀκόμη πιὸ πολὺ διψοῦν τὸν Θεό, ἀκόμη πιὸ πολὺ ἀγαποῦν τὸν Θεό. Καὶ ὅταν λίγο γλυκαθοῦν ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν τοὺς γυρίζει κανεὶς πίσω μὲ κανέναν τρόπο.

  • !

    Ἄφησε τὸν ἑαυτό σου ἐλεύθερο στὸν Θεό. Ἀλλὰ αὐτό, τὸ «ἄφησε τὸν ἑαυτό σου», εἶναι θάνατος. Θάνατος τί θὰ πεῖ; Θὰ πεῖ ὅτι δὲν κρατᾶς τίποτε. Οὔτε ἀρετὴ ἔχεις οὔτε κανένα καλὸ ἔχεις οὔτε τίποτε. Ἕνα ἁμαρτωλὸ πλάσμα παραδίδεται στὸν Θεό. Μετά, δὲν ἔχεις κανένα ἀτοῦ. Εἶναι τὸ καλύτερο πρᾶγμα ποὺ ἔχει νὰ κάνει ὁ κάθε πεπτωκὼς ἄνθρωπος.

Ἡ ψυχή μας εἶναι ἕνα ἀπόρθητο ὀχυρό

 

Βαθιὰ μέσα ἡ ψυχὴ εἶναι σὰν ἕνα ὀχυρὸ ἀπόρθητο. Φθάνουν ὡς ἐκεῖ οἱ ὁποιεσδήποτε ἐπισκέψεις τῆς χάριτος, ἡ ὁποιαδήποτε βοήθεια, ἀλλὰ τὸ φρούριο μένει ἀπόρθητο, διότι ἀπὸ μέσα ἀνοίγει ἡ πόρτα. Καὶ ἅμα δὲν ἀνοίξει ἀπὸ μέσα, ἡ χάρη ἔχει αὐτὴ τὴ λεπτότητα νὰ μὴν παραβιάζει· διότι ἀλλιῶς δὲν θὰ εἶναι χάρη, κάτι ἄλλο θὰ εἶναι. Θὰ εἶναι δαιμονικὴ ἐνέργεια. Ἡ χάρη λοιπὸν ἔχει αὐτὴ τὴ λεπτότητα νὰ μὴν παραβιάζει πόρτες, ἀλλὰ νὰ πηγαίνει στὴν ψυχή, νὰ φανερώνει τὴν παρουσία της, νὰ γλυκαίνει τὴν ψυχή, νὰ περιμένει. Περιμένει νὰ ἀνοίξει ἀπὸ μέσα ἡ πόρτα. Καὶ τὸ κλειδὶ τὸ ἔχει ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἐκεῖ μέσα. Τὴ δυνατότητα νὰ ἀνοίξει ἀπὸ μέσα τὴν πόρτα τὴν ἔχει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀντιστέκεται καὶ περίζηλα κρατᾶ τὴν πόρτα αὐτὴ κλειστή. Φοβᾶται νὰ τὴν ἀνοίξει, καίτοι ξέρει ὅτι ἀπ’ ἔξω εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ περιμένει, εἶναι αὐτὴ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ οὐρανός, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ περιμένει, εἶναι ἡ σωτηρία.

Τέτοιο πεῖσμα ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Δὲν θέλει νὰ ἀνοίξει. Ταλαίπωρες αὐτὲς οἱ ψυχές. Καὶ εἶναι πολλὲς ποὺ κάνουν ἔτσι. Μᾶς βοηθάει νὰ καταλάβουμε αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέμε κάτι ποὺ ἀναφέρει ὁ μακαρίτης ὁ Ἀσπιώτης γιὰ τὸν μελαγχολικὸ τύπο. Βέβαια, ὁμιλεῖ γιὰ ἕναν ποὺ ἔχει βαριᾶς μορφῆς μελαγχολία. Λέει ὅτι ὁ μελαγχολικὸς αἰσθάνεται πὼς ζεῖ μέσα σὲ κόλαση, καὶ ἐνῷ καταλαβαίνει ὅτι, ἂν θελήσει νὰ βγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ, θὰ βρεθεῖ σὲ μιὰ ἄλλη κατάσταση, θὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴν κόλαση καὶ θὰ βγεῖ σὲ μιὰ λύτρωση, δὲν τὸ κάνει. Ἐνῷ τὸ ξέρει, δὲν τὸ κάνει.

Οἱ ψυχοπαθολογικὲς καταστάσεις ἔχουν δύναμη, καὶ γι’ αὐτὸ παιδεύονται οἱ ἄνθρωποι. Οἱ ἀρρωστημένοι τύποι παιδεύονται. Κατὰ τὴν γνώμη μου δὲν εἶναι ἀγιάτρευτο τὸ κακό, αὐτὴ ἡ ἀντίσταση ποὺ εἴπαμε. Ἐνῷ φαίνεται ἔτσι, δὲν εἶναι. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὴ συνειδητοποιήσει καλά-καλὰ καὶ νὰ πεῖ: «Ἄ! Ἔτσι εἶναι λοιπόν; Ἔτσι εἶναι τὰ πράγματα;» καὶ νὰ μὴν τῆς δώσει σημασία. Ὅπως ἔκαναν οἱ Γερμανοί. Δὲν πῆγαν ἀπὸ τὴ γραμμὴ Μαζινὸ (*) στὴ Γαλλία. Γιατί νὰ πᾶνε ἀπὸ τὴ γραμμὴ αὐτὴ καὶ νὰ σκοτωθοῦν πολλοί; Κυρίευσαν τὸ Βέλγιο καὶ ἀπὸ τὸ Βέλγιο μπῆκαν στὴ Γαλλία. Καὶ ἡ γραμμὴ Μαζινὸ ἀποδείχτηκε ἄχρηστη.

Μερικὲς φορὲς λοιπὸν χρειάζεται νὰ μὴν πάει κανεὶς κόντρα σ’ αὐτὴ τὴν ἀντίσταση. (Γιὰ τοὺς ἀρρωστημένους τύπους μιλῶ τώρα ἀλλὰ καὶ γενικότερα.) Μπορεῖ κανεὶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς λογικὸς ἄνθρωπος νὰ δεῖ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὸν Θεό. Νὰ τὸ δεῖ καὶ νὰ τὸ ἀναγνωρίσει. Ἐντάξει, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ βγάλει ἀπὸ τὴ μέση, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ τὸ δεῖ, νὰ τὸ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ πεῖ στὸν Θεό: «Ναί, Θεέ μου. Ἀνάλαβε τὸ πρόβλημά μου ἐσύ, γιατί ἐγώ…» καὶ νὰ τὸ ἀφήσει. Αὐτὸ εἶναι ἕνα ξεγλίστρημα, μιὰ ἀπαγκίστρωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀντίσταση· καὶ ἀφήνεται στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Θεὸς ξέρει πῶς θὰ τὰ οἰκονομήσει.

Γι’ αὐτὸ πιστεύω ὅτι, ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους αὐτοὺς μποροῦν νὰ κάνουν ἔτσι, ἔχουν διάθεση νὰ κάνουν ἔτσι, βοηθούμενοι βέβαια καὶ στηριζόμενοι κάπου, ξεγλιτώνουν. Νὰ πῶ καὶ κάτι ἄλλο; Ὄχι μόνο ξεγλιτώνουν ἀλλά, καθὼς γνωρίζουν τί φοβερό, τί πικρὸ πρᾶγμα εἶναι αὐτὸς ὁ ἐγκλωβισμὸς μέσα σ’ αὐτὴ τὴν κόλαση, ἀκόμη πιὸ πολὺ διψοῦν τὸν Θεό, ἀκόμη πιὸ πολὺ ἀγαποῦν τὸν Θεό. Καὶ ὅταν λίγο γλυκαθοῦν ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν τοὺς γυρίζει κανεὶς πίσω μὲ κανέναν τρόπο.

Αὐτὸ ποὺ λέμε τώρα μᾶς βοηθάει νὰ δοῦμε καλύτερα τὰ πράγματα γενικότερα. Διότι οἱ ἀρρωστημένες καταστάσεις, ποὺ εἶναι ἕνα ἄκρο, ποὺ εἶναι μιὰ ἔντονη κατάσταση, μιὰ ἔντονη πραγματικότητα, μᾶς βοηθοῦν νὰ δοῦμε καὶ τὴ γενικότερη πραγματικότητα. Ἕνα τέτοιο πρᾶγμα λίγο πολὺ ὁ κάθε ἄνθρωπος πεισματικὰ θὰ ἔχει ἐκεῖ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του. Καὶ ὅταν κλαψουρίζει κανεὶς καὶ ὅταν παραπονιέται καὶ ὅταν νομίζει ὅτι δὲν τὸν προσέχουν καὶ ὅταν νομίζει ὅτι ἀδικεῖται, κάνει ὅπως τὸ πεισματάρικο παιδί, ποὺ κάθεται ἐκεῖ σὲ μιὰ γωνιὰ πεισματικὰ καὶ κλαψουρίζει. Ναί, αὐτὸ κάνει.

Τί κλαψουρίζεις; Τί παραπονιέσαι; Ἄφησε τὸν ἑαυτό σου ἐλεύθερο στὸν Θεό. Ἀλλὰ αὐτό, τὸ «ἄφησε τὸν ἑαυτό σου», εἶναι θάνατος. Θάνατος τί θὰ πεῖ; Θὰ πεῖ ὅτι δὲν κρατᾶς τίποτε. Οὔτε ἀρετὴ ἔχεις οὔτε κανένα καλὸ ἔχεις οὔτε τίποτε. Ἕνα ἁμαρτωλὸ πλάσμα παραδίδεται στὸν Θεό. Μετά, δὲν ἔχεις κανένα ἀτοῦ. Εἶναι τὸ καλύτερο πρᾶγμα ποὺ ἔχει νὰ κάνει ὁ κάθε πεπτωκὼς ἄνθρωπος. Καὶ ὑπάρχει κανεὶς ποὺ δὲν εἶναι πεπτωκώς; Καθένας ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ εἶναι πεπτωκὼς καὶ ἑπομένως αὐτὸ πρέπει νὰ κάνει.

 

Σύστημα ὀχυρωματικῶν ἔργων στὰ σύνορα τῆς Γαλλίας μὲ τὴ Γερμανία.