Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Πρωτίστως ὁ Ἀβραὰμ πίστεψε στὸν Θεὸ ὡς τὸν ζῶντα Θεό, ὁ Ὁποῖος μὲ ἕνα μόνο νεῦμα φέρει τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μὴ ὄν στὸ εἶναι καὶ ζωοποιεῖ τοὺς νεκρούς. Ἐπιπλέον, στὴν ἐποχή του, ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ ἔβλεπε μόνο τὴν ἀπόλυτη ἀπελπισία, γεγονὸς ποὺ ὑπογραμμίζει τὴν αὐθεντικότητα τῆς ἐλπίδας τοῦ Ἀβραάμ.

  • !

    Ὅταν ὁ Θεὸς τὸν πρόσταξε: «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἀκολούθει μοι», ὁ Ἀβραὰμ δὲν ρώτησε ποῦ ἐπρόκειτο νὰ πάει. Ὁ Θεός τοῦ εἶπε: «Δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἥν ἂν σοι δείξω» (Γεν. 12,1), χωρὶς νὰ τοῦ ὑποδείξει τὴ χώρα. Ὁ Ἀβραὰμ ἔχοντας ἀγαπήσει τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά του, χωρὶς νὰ ὑποβάλει καμία ἐρώτηση ἀλλὰ μὲ ἀπόλυτη ὑπακοὴ καὶ τέλεια πίστη, Τὸν ἀκολούθησε μὲ ἐμπιστοσύνη σὲ κάθε Του λόγο.

  • !

    Ἔτσι τόσο πολὺ εὐαρέστησε στὸν Θεό, ὥστε θεωρήθηκε ἄξιος νὰ λάβει φοβερὲς ὑποσχέσεις ἀπὸ Αὐτόν, ὅπως ἡ εὐλογία ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς μέσῳ τοῦ σπέρματός του (Γεν. 17,4-8).

  • !

    Ὁ Ἀβραάμ, πλήρως ἀφοσιωμένος στὸν Θεό, ἀπολάμβανε ὅλη τὴν εὔνοιά Του. Ὅταν ὅμως ἀπέκτησε τὸν υἱό, κατὰ τὴν ὑπόσχεση ποὺ τοῦ δόθηκε, ἡ καρδιά του προσκολλήθηκε σὲ αὐτὸν καὶ ὡς ἐκ τούτου μοιράσθηκε. Γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὴν καρδιά του, ὁ Θεὸς τὸν ὑπέβαλε σὲ φοβερὴ δοκιμασία, ζητῶντας ἀπὸ αὐτὸν νὰ θυσιάσει τὸν ἀγαπημένο υἱό του. Ὁ Ἀβραὰμ ὑπάκουσε χωρὶς δισταγμό. Ὅταν ὁ Θεὸς εἶδε ὅτι ἡ καρδιά του εἶχε ἀποκατασταθεῖ στὴν πρώτη ἀγάπη της πρὸς Αὐτὸν μέσα ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἑτοιμότητά του νὰ προσφέρει θυσία τὸν υἱό του, ἀπέδωσε τὸν Ἰσαὰκ πίσω σὲ αὐτόν, ποὺ εἶχε ἀναθέσει ὅλη τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸν Θεό.

  • !

    Κάθε ἄνθρωπος ὡστόσο ποὺ ἔχει ἐγκαταλείψει τὸν ἑαυτό του στὸν Θεὸ μὲ πνεῦμα πίστεως θὰ δοκιμασθεῖ διαφορετικά, κάποτε μάλιστα σκληρά. Ὁρισμένοι ἐνδέχεται νὰ ἀπειληθοῦν ἀκόμη καὶ μὲ θάνατο. Ἀλλὰ ἂν τὴν στιγμὴ τῆς δοκιμασίας μείνουν ἀκλόνητοι ἀποδίδοντας δόξα καὶ εὐχαριστία στὸν Θεό, τότε ἡ πίστη τους, ὅπως αὐτὴ τοῦ Ἀβραάμ, ὑπερβαίνοντας ὄχι μόνο τὸν κόσμο ἀλλὰ τὸν ἴδιο τόν θάνατο, θὰ ἀναδειχθεῖ πιὸ ἰσχυρὴ ἀπὸ αὐτόν.

  • !

    Γι’ αὐτὸ εἶναι μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἐγκαρτερεῖ σὲ καιρὸ δοκιμασίας καὶ παραμένει ἀκλόνητος ἀπὸ τὸν πειρασμό, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου..Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς «δύναται ἡμᾶς ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραὰμ» (Ματθ. 3,9), καὶ ὅτι «παρὰ τῷ Θεῷ πάντα δυνατὰ ἐστι» (Ματθ. 19,26)..Η χαρισματικὴ πίστη, ὅπως αὐτὴ τοῦ Ἀβραάμ, μᾶς διαβιβάζει ἀπὸ τὴν ὄχθη τῆς κτιστῆς πραγματικότητας στὴν ὄχθη τῆς ἄκτιστης, γεφυρώνοντας τὸ χάσμα μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιδείξει τέτοια πίστη, θὰ βρεῖ τὸν ἀσφαλῆ λιμένα τῆς ἀγάπης, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Ἡ πρόσκαιρη ζωή του θὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν ἀθάνατη καὶ αἰώνια θεία ζωή, γεγονὸς ποὺ συνιστᾷ τὸ μεγαλειωδέστερο θαῦμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης…

Ἡ χαρισματικὴ πίστη τοῦ Ἀβραάμ

 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ - Ενωμένη Ρωμηοσύνη

…Συναντοῦμε πολλὰ παραδείγματα αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς πίστεως στὶς Γραφές. Ἐντυπωσιακὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ τὸν ὁποῖο γράφεται ὅτι πίστεψε στὸν Θεὸ ποὺ ζωοποιεῖ τοὺς νεκροὺς καὶ καλεῖ τα μὴ ὄντα ὡς ὄντα (Ρωμ. 4,17) μὲ τέτοια πίστη, ποὺ τὸν κατέστησε στὴ συνέχεια ἱκανὸ νὰ πιστέψει «παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι» (Ρωμ. 4,18). Ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ μᾶς νὰ διεισδύσουμε στὴν πίστη του, ἀφοῦ εἶναι ὁ πατέρας ὅλων ἐκείνων ποὺ πίστεψαν μετὰ ἀπὸ αὐτόν. Πρωτίστως ὁ Ἀβραὰμ πίστεψε στὸν Θεὸ ὡς τὸν ζῶντα Θεό, ὁ Ὁποῖος μὲ ἕνα μόνο νεῦμα φέρει τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μὴ ὄν στὸ εἶναι καὶ ζωοποιεῖ τοὺς νεκρούς. Ἐπιπλέον, στὴν ἐποχή του, ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ ἔβλεπε μόνο τὴν ἀπόλυτη ἀπελπισία, γεγονὸς ποὺ ὑπογραμμίζει τὴν αὐθεντικότητα τῆς ἐλπίδας τοῦ Ἀβραάμ. Ἦταν θεμελιωμένη σὲ ὁλοκάρδια πίστη ποὺ δὲν ἦταν ἁπλῶς διανοητικὴ ἀποδοχὴ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας δυνάμεως. Γι’ αὐτό τοῦ ἐνέπνευσε τέτοια ἐσωτερικὴ πεποίθηση, ποὺ τὸν ἐνδυνάμωσε νὰ παραδώσει ὅλη τὴν ὕπαρξή του στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐγκαταλείψει ὅλη τὴ ζωή του στὸ θέλημά Του.

Ἡ ἐξαιρετικὴ αὐτὴ πίστη δικαίωσε τὸν Ἀβραὰμ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν κατέστησε πατέρα ὅλων τῶν πιστῶν. Ὅταν ὁ Θεὸς τὸν πρόσταξε: «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἀκολούθει μοι», ὁ Ἀβραὰμ δὲν ρώτησε ποῦ ἐπρόκειτο νὰ πάει. Ὁ Θεός τοῦ εἶπε: «Δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἥν ἂν σοι δείξω» (Γεν. 12,1), χωρὶς νὰ τοῦ ὑποδείξει τὴ χώρα. Ὁ Ἀβραὰμ ἔχοντας ἀγαπήσει τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά του, χωρὶς νὰ ὑποβάλει καμία ἐρώτηση ἀλλὰ μὲ ἀπόλυτη ὑπακοὴ καὶ τέλεια πίστη, Τὸν ἀκολούθησε μὲ ἐμπιστοσύνη σὲ κάθε Του λόγο. Τότε Ἐκεῖνος τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ἀποκτήσει ἀπογόνους, παρὰ τὸ προχωρημένο τοῦ γήρατός του. Πάλι, ἀψηφῶντας τὴν ἡλικία του, πίστεψε ἀκλόνητα ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι καὶ ὁ Δοτὴρ τῆς ζωῆς ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς περιστάσεις. Ἔτσι τόσο πολὺ εὐαρέστησε στὸν Θεό, ὥστε θεωρήθηκε ἄξιος νὰ λάβει φοβερὲς ὑποσχέσεις ἀπὸ Αὐτόν, ὅπως ἡ εὐλογία ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς μέσῳ τοῦ σπέρματός του (Γεν. 17,4-8). Ἀρχὴ τῆς ἐκπληρώσεως τῆς διαθήκης αὐτῆς ἀποτέλεσε καὶ ἡ σύλληψη τοῦ υἱοῦ του Ἰσαάκ. Ἡ Γραφὴ λέει στὴ συνέχεια πὼς ὁ Ἀβραὰμ ἀγάπησε τὸν Ἰσαὰκ (Γεν. 22,2), ὥστε νὰ μᾶς προετοιμάσει γιὰ τὴν παράδοξη παρέμβαση τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀκολουθεῖ παρακάτω, ὅταν ὁ Θεὸς τὸν προστάζει: «Λάβε τὸν Ἰσαάκ, πορεύθητι ἐφ’ ἕν τῶν ὀρέων καὶ ἀνένεγκον αὐτὸν ἐκεῖ εἰς ὁλοκάρπωσιν». Δηλαδή: «Θυσίασε τὸν υἱό σου ποὺ εἶναι ἡ θαυμαστὴ ὑπόσχεσή μου σὲ ἐσένα, τὸν υἱὸ τοῦ θαύματος, μὲ τὸν ὁποῖο ἡ Σάρρα λύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς στειρότητάς της!» Ἐδῶ κρύβεται μεγάλο μυστήριο. Ὁ Ἀβραάμ, πλήρως ἀφοσιωμένος στὸν Θεό, ἀπολάμβανε ὅλη τὴν εὔνοιά Του. Ὅταν ὅμως ἀπέκτησε τὸν υἱό, κατὰ τὴν ὑπόσχεση ποὺ τοῦ δόθηκε, ἡ καρδιά του προσκολλήθηκε σὲ αὐτὸν καὶ ὡς ἐκ τούτου μοιράσθηκε. Γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὴν καρδιά του, ὁ Θεὸς τὸν ὑπέβαλε σὲ φοβερὴ δοκιμασία, ζητῶντας ἀπὸ αὐτὸν νὰ θυσιάσει τὸν ἀγαπημένο υἱό του. Ὁ Ἀβραὰμ ὑπάκουσε χωρὶς δισταγμό. Ὅταν ὁ Θεὸς εἶδε ὅτι ἡ καρδιά του εἶχε ἀποκατασταθεῖ στὴν πρώτη ἀγάπη της πρὸς Αὐτὸν μέσα ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἑτοιμότητά του νὰ προσφέρει θυσία τὸν υἱό του, ἀπέδωσε τὸν Ἰσαὰκ πίσω σὲ αὐτόν, ποὺ εἶχε ἀναθέσει ὅλη τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸν Θεό.

Ὁ δεύτερος αὐτὸς βαθμὸς πίστεως συνέχει τὴ συνειδητὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ζωοποιήθηκε ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο στάδιο. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει παραδώσει τώρα τὸν ἑαυτό του στὰ χέρια τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Δὲν ὁδηγεῖται πιὰ πρὸς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ἀλλά, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ἀρχίζει νὰ δορυφορεῖται γύρω ἀπὸ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, ἐναποθέτοντας ὅλη τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸν Θεὸ ποὺ ἐγείρει τοὺς νεκρούς. Τέτοια πίστη ἐπιτρέπει στὸν ἄνθρωπο νὰ παραμένει στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔχει ἐπιστηρίξει τὴν ἐλπίδα του στὴν παντοκρατορικὴ ἰσχὺ καὶ στὸν λόγο Του.

Κάθε ἄνθρωπος ὡστόσο ποὺ ἔχει ἐγκαταλείψει τὸν ἑαυτό του στὸν Θεὸ μὲ πνεῦμα πίστεως θὰ δοκιμασθεῖ διαφορετικά, κάποτε μάλιστα σκληρά. Ὁρισμένοι ἐνδέχεται νὰ ἀπειληθοῦν ἀκόμη καὶ μὲ θάνατο. Ἀλλὰ ἂν τὴν στιγμὴ τῆς δοκιμασίας μείνουν ἀκλόνητοι ἀποδίδοντας δόξα καὶ εὐχαριστία στὸν Θεό, τότε ἡ πίστη τους, ὅπως αὐτὴ τοῦ Ἀβραάμ, ὑπερβαίνοντας ὄχι μόνο τὸν κόσμο ἀλλὰ τὸν ἴδιο τόν θάνατο, θὰ ἀναδειχθεῖ πιὸ ἰσχυρὴ ἀπὸ αὐτόν. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο εἶναι τόσο σημαντικὴ ἡ κατανόηση τῆς πίστεως ὡς «παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι», ὥστε ἂν ἀξιωθοῦν μιᾶς τέτοιας εὐκαιρίας, μὲ σωστὴ ἀντιμετώπιση νὰ κερδίσουν τὸν Χριστὸ καὶ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Πράγματι, ὁποιοσδήποτε παραδοθεῖ ὁλόψυχα στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, θὰ ὁδηγηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴ στενὴ ὁδό. Θὰ ἀπεκδυθεῖ τὸν παλαιό του ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ εἰσέλθει καθαρὸς στὴ Βασιλεία Του: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8)..

Αὐτὸς ἐποπτεύει σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἰδιαίτερα στρέφει τὴν προσοχὴ Του σὲ ὅσους ἐπιδεικνύουν προθυμία καὶ ἑτοιμότητα νὰ παραδώσουν τὸν ἑαυτό τους στὰ χέρια Του. Ἐπιποθεῖ νὰ περιποιεῖται τὸν καθένα μας ξεχωριστά, ὅπως ἔκανε μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ ὅλους τοὺς ἐκλεκτούς Του. Πράγματι, ὁλόκληρη ἡ Γραφή, ποὺ εἶναι ἡ ἱστορία τῶν σχέσεων τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ὀφείλει νὰ ἀνακεφαλαιωθεῖ στὴ ζωὴ κάθε προσώπου χωριστά..

Γι’ αὐτὸ εἶναι μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἐγκαρτερεῖ σὲ καιρὸ δοκιμασίας καὶ παραμένει ἀκλόνητος ἀπὸ τὸν πειρασμό, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου..Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς «δύναται ἡμᾶς ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραὰμ» (Ματθ. 3,9), καὶ ὅτι «παρὰ τῷ Θεῷ πάντα δυνατὰ ἐστι» (Ματθ. 19,26)..Η χαρισματικὴ πίστη, ὅπως αὐτὴ τοῦ Ἀβραάμ, μᾶς διαβιβάζει ἀπὸ τὴν ὄχθη τῆς κτιστῆς πραγματικότητας στὴν ὄχθη τῆς ἄκτιστης, γεφυρώνοντας τὸ χάσμα μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιδείξει τέτοια πίστη, θὰ βρεῖ τὸν ἀσφαλῆ λιμένα τῆς ἀγάπης, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Ἡ πρόσκαιρη ζωή του θὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν ἀθάνατη καὶ αἰώνια θεία ζωή, γεγονὸς ποὺ συνιστᾷ τὸ μεγαλειωδέστερο θαῦμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης…