Στέκομαι στὸ κατώφλι τῆς σιωπῆς, ἐκεῖ ποὺ οἱ λέξεις δὲν ἔχουν σχῆμα καὶ ἡ καρδιὰ πάλλεται σὰν φυλακισμένο πουλί. Εἶναι μιὰ σιωπὴ βαριά, γεμάτη ἀπὸ τὴν ὑπόγεια βοὴ τῶν ἀβύσσων, μιὰ σιωπὴ ποὺ κυοφορεῖ τὴν κραυγὴ ἢ τὴν ἐξομολόγηση. Ἐδῶ, μέσα σὲ βαριὲς σκέψεις, ἡ θεολογία δὲν εἶναι σύστημα ἀλλὰ ἀνάσα, πηγὴ κρυμμένη κάτω ἀπὸ τοὺς βράχους τῆς καθημερινότητας, νερὸ ποὺ κυλᾶ ἀθόρυβα διαβρώνοντας τὴν πέτρα τῆς λογικῆς. Ἡ πίστη δὲν εἶναι βεβαιότητα ἀλλὰ τραῦμα ἀνοιχτό, ἡ ἀμφιβολία ὄχι ἄρνηση μὰ ἡ σκιὰ ποὺ ὁρίζει τὸ φῶς. Ἡ γλῶσσα ψάχνει τὸν δρόμο της ἀνάμεσα στὴν αὐστηρὴ γεωμετρία τῆς πέτρας καὶ τὴν ἀκαθόριστη ρευστότητα τοῦ ὀνείρου, προσπαθῶντας νὰ ψιθυρίσει τὸ ἄρρητο, νὰ ἀγγίξει τὸ μυστήριο ποὺ μᾶς περιβάλλει σὰν ἀόρατος μανδύας, ὑφασμένος ἀπὸ νήματα γνώσης καὶ ἄγνοιας. Ἡ πραγματικότητα σπάει σὰν παλιὸ ἀγγεῖο, ἀποκαλύπτοντας τὶς χρυσὲς ραφὲς, ὅπου ἡ θεία παρουσία συγκρατεῖ τὰ θραύσματα.
Στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς Δ΄ Νηστειῶν, στὴν κοιλάδα ποὺ σφύζει ἀπὸ τὸν πυρετὸ τῆς ἀνθρώπινης ὀδύνης, ἕνας πατέρας σέρνει τον γιό του. Ὄχι ἁπλῶς ἕναν γιό, ἀλλὰ ἕνα σῶμα σπαρασσόμενο, ἕναν καθρέφτη τῆς πτώσης μας, ὅπου «πνεῦμα ἄλαλον» (Μάρκ. 9,17) ἔχει στήσει τὸν θρόνο του. Ἡ περιγραφὴ εἶναι γυμνή, σχεδὸν κλινικὴ στὴν φρίκη της: «καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥἠσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται» (Μάρκ. 9,18). Εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητας δέσμιας δυνάμεων ποὺ δὲν κατανοεῖ, ριγμένη «καὶ εἰς πῦρ… καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολὲσῃ αὐτὸν» (Μάρκ. 9,22). Ὁ πόνος ἐδῶ δὲν εἶναι μεταφορά, εἶναι σάρκα ποὺ ἀφρίζει, δόντια ποὺ τρίζουν, ζωὴ ποὺ στερεύει. Καὶ οἱ μαθητές; Αὐτοὶ ποὺ κλήθηκαν, ποὺ εἶδαν, ποὺ ἄκουσαν; Στέκονται ἀμήχανοι, ἀνίκανοι. «Καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν» (Μάρκ. 9,18). Ἡ δύναμή τους, ἡ ἐξουσία ποὺ τοὺς δόθηκε, παραμένει ἀνενεργή. Ἡ πίστη τους, ἴσως, μιὰ σημαία τυλιγμένη στὸν ἱστό της, ἄχρηστη μέσα στὴν καταιγίδα. Πόσο μακριὰ φαντάζει τώρα τὸ ὅρος τῆς Μεταμόρφωσης, ἐκεῖ ὅπου τὸ φῶς ἦταν ἐκτυφλωτικὸ καὶ ἡ θεία δόξα ἁπτή. Ἡ ἀντίθεση εἶναι σπαρακτική: ἡ λάμψη τοῦ Θαβὼρ καὶ ἡ σκοτεινὴ κοιλάδα τοῦ δαίμονα. Δύο κόσμοι ταυτόχρονοι, ἀλληλοδιεισδυόμενοι, μὰ φαινομενικὰ ἀσύμβατοι. Ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία γίνεται κραυγαλέα μπροστὰ στὸ δαιμονικὸ κράτος, σὰν ἕνα πλοῖο ἀκυβέρνητο ποὺ συντρίβεται στὰ βράχια μιᾶς ἄγνωστης ἀκτῆς.
Καὶ τότε, κατεβαίνει Ἐκεῖνος. Ἡ παρουσία Του δὲν ἀναγγέλλεται μὲ σάλπιγγες ἀλλὰ ἡ ἀτμόσφαιρα πυκνώνει, ὁ χρόνος μοιάζει νὰ διαστέλλεται. Ἡ κραυγή Του δὲν ἀπευθύνεται στὸ δαιμόνιο ἀλλὰ στὴν ἴδια τήν ἀνθρώπινη κατάσταση, στὴν ἔλλειψη βαθιᾶς ἐμπιστοσύνης: «ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Μάρκ. 9,19). Δὲν εἶναι ὀργή, ἀλλὰ θλίψη θεϊκή, ὁ στεναγμὸς τοῦ Δημιουργοῦ γιὰ τὴν πλάση ποὺ λησμονεῖ τὴν πηγή της. Καὶ μέσα σ’ αὐτὴ τὴν πυκνὴ πραγματικότητα, ἡ ἀπάντηση τοῦ πατέρα ἔρχεται σὰν ρωγμὴ στὸ ἀδιαπέραστο τεῖχος τῆς ἀπελπισίας: «πιστεύω, κύριε· βοήθει μοῦ τῇ ἀπιστὶᾳ» (Μάρκ. 9,24). Τί συγκλονιστικὴ ὁμολογία! Ἡ πίστη καὶ ἡ ἀπιστία ἀγκαλιασμένες, ὄχι ὡς ἀντίθετα ἀλλὰ ὡς οἱ δύο ὄψεις τῆς τραυματισμένης ἀνθρώπινης καρδιᾶς ποὺ ποθεῖ τὸν Θεό, ἀλλὰ σκοντάφτει διαρκῶς στην ίδια της τὴν ἀδυναμία. Εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ καθενός μας στὰ βάθη τῆς νύχτας, ὁ ψίθυρος ποὺ παλεύει μὲ τὴν βουὴ τοῦ κόσμου. Ἡ θεραπεία ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἀναπάντεχα ἁπλῆ. Μιὰ προσταγή: «τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγὼ σοὶ ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσὲλθῃς εἰς αὐτὸν» (Μάρκ. 9,25). Καὶ τὸ κακὸ φεύγει, «κρᾶξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν» (Μάρκ. 9,26), ἀφήνοντας πίσω του ἕνα σῶμα «ὡσεὶ νεκρὸς» (Μάρκ. 9,26). Ὁ θάνατος προηγεῖται τῆς ἀνάστασης, ἡ σιγὴ τῆς νέας ζωῆς. Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἐπισημαίνει τὴν εὐσέβεια ἀλλὰ καὶ τὸν φόβο τῶν μαθητῶν, ποὺ δὲν τολμοῦν νὰ ρωτήσουν δημοσίως, φοβούμενοι μήπως ἔχασαν τὴ χάρη καὶ κριθοῦν ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ πλησιάζουν τὸν Διδάσκαλο «κατ᾿ ἰδίαν» (Ὁρᾶ δὲ καὶ τὴν εὐλάβειαν αὐτῶν, πῶς κατ᾿ ἰδίαν αὐτῷ προσέρχονται ).[1]
Στὴν ἰδιωτικότητα τοῦ οἴκου, μακριὰ ἀπὸ τὸν ὄχλο, ἔρχεται ἡ ἐρώτηση τῶν μαθητῶν, φορτισμένη μὲ τὴν ἀπορία καὶ ἴσως τὴν ταπείνωση τῆς ἀποτυχίας τους: «ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;» (Μάρκ. 9,28). Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ ἀποκαλύπτει ἕναν ἄλλο νόμο, μιὰ ἄλλη πραγματικότητα, κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων: «τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστεὶᾳ» (Μάρκ. 9,29). Ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ μαγικὲς φόρμουλες ἢ τελετουργικὲς πράξεις. Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι ἁπλῆ ἐπίκληση ἀλλὰ ἡ διαρκής, καρδιακὴ στροφὴ τῆς ὕπαρξης πρὸς τὸν Θεό, ἡ νοερὰ ἐγρήγορση ποὺ φυλάττει τὶς πύλες τῆς καρδιᾶς. Εἶναι ἡ ἀναπνοὴ τῆς ψυχῆς ποὺ συντονίζεται μὲ τὸν παλμὸ τοῦ Πνεύματος, μιὰ συνεχὴς ἄσκηση παρουσίας μέσα στὴν ἀπουσία. Ἡ νηστεία, ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν μπορεῖ εἶναι ἁπλῆ ἀποχὴ ἀπὸ τροφές, ἀλλὰ ἡ συνειδητὴ ἄσκηση τῆς ἐγκράτειας, ἡ τιθάσευση ὄχι μόνο τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ τοῦ λογισμοῦ, τῶν παθῶν, τῆς ἴδιας τῆς ἐπιθυμίας γιὰ κυριαρχία καὶ αὐτονομία. Εἶναι ἡ ἑκούσια στέρηση ποὺ δημιουργεῖ χῶρο γιὰ τὸν Ἄλλον, γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον.
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἡ ἀνάλυση τοῦ θεολόγου Charles Lambert Coghlan ρίχνει φῶς στὴν βαθύτερη αἰτία τῆς ἀδυναμίας τῶν μαθητῶν. Στὸν σχολιασμό του, συγκεντρώνει ἐπιμελῶς διάφορες στιγμὲς, ὅπου ὁ Χριστὸς ἀπευθύνεται στὴν πνευματικὴ κατάσταση τῶν μαθητῶν Του, ἐπισημαίνοντας τὴν ἐπαναλαμβανόμενη μομφὴ γιὰ τὴν ἀνεπαρκῆ τους πίστη. Παρατηρεῖ, πῶς ὁ Ἰησοῦς τους ἀποκαλεῖ «ὀλιγόπιστους» (Ἄγγλ. O ye of little faith) κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τρικυμίας, πῶς ἐλέγχει τὸν Πέτρο γιὰ τὴν ἀμφιβολία του πάνω στὰ νερά, καὶ πῶς, στὴν προκειμένη περίπτωση τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου νέου, χρησιμοποιεῖ τὴν ἀκόμα πιὸ ἔντονη φράση: «Ὦ, γενεὰ ἄπιστε…» (Ἄγγλ. O faithless generation…). Ὁ Coghlan τονίζει, ὅτι αὐτὴ ἡ ἔλλειψη πίστης δὲν εἶναι μεμονωμένο περιστατικό ἀλλὰ ἕνα ἐπαναλαμβανόμενο μοτίβο, ὅπου ὁ Χριστὸς διαρκῶς προσπαθεῖ νὰ θεραπεύσει, προειδοποιῶντας τους μάλιστα, ὅπως ἀναφέρει ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ ποὺ παραθέτει, νὰ προσέχουν μήπως ὑπάρξει μέσα τους «μία κακὴ καρδιὰ ἀπιστίας, ὥστε νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸν ζῶντα Θεὸ» (Ἄγγλ. an evil heart of unbelief, in departing from the living God). [2] Αὐτὴ ἡ “ἀπιστία” ἢ “ὀλιγοπιστία” δὲν εἶναι ἁπλῶς διανοητικὴ ἀμφιβολία, ἀλλὰ μιὰ βαθύτερη κατάσταση τῆς καρδιᾶς, ἕνας ὕφαλος ἀόρατος κάτω ἀπὸ τὴν ἤρεμη ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας, πάνω στὸν ὁποῖο συντρίβεται τὸ πλοῖο τῆς θείας ἐνέργειας ποὺ ζητᾶ νὰ περάσει. Εἶναι ἕνας φόβος ποὺ παραλύει τὴν ψυχὴ καὶ ἐμποδίζει τὴν Θεία Χάρη νὰ ἐνεργήσει πλήρως μέσῳ αὐτῶν. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ἐσωτερικὸ ἐμπόδιο, αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἀνωριμότητα, ποὺ καθιστᾶ τοὺς μαθητὲς ἀνίκανους νὰ ἀντιμετωπίσουν “τοῦτο τὸ γένος”. Θὰ λέγαμε, ὅτι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία δὲν εἶναι ἁπλῶς ἐργαλεῖα, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ὁδὸς γιὰ τὴν καλλιέργεια αὐτῆς τῆς ἀπούσας, βαθιᾶς πίστης, ἡ ἐπίμονη ἀξίνα ποὺ σκάβει τὸ σκληρὸ χῶμα τῆς ψυχῆς, ἀνοίγοντας αὐλάκια γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴν βροχὴ τῆς Χάριτος. Εἶναι ἡ ἄσκηση ποὺ δυναμώνει τὴν καρδιά, τὴν καθαρίζει ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὴν ἀπιστία, καὶ τὴν καθιστᾶ δεκτικὴ στὴν πληρότητα τῆς θείας δύναμης. Καὶ τότε, ἴσως, ἡ ψυχὴ νὰ θυμίζει σκαμμένο χωράφι μετὰ τὴ βροχή. Σκοτεινὴ καὶ ὑγρή, ἀλλὰ ἕτοιμη, ἐνδεχομένως, νὰ δεχτεῖ τὸν σπόρο τῆς ἀνανέωσης, πρόσφορη γιὰ καρποφορία…
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποκάλυψη αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἀρχῆς, ὁ Χριστὸς ὁδηγεῖ τοὺς μαθητὲς Του σὲ μιὰ ἄλλη, ἀκόμη πιὸ σκοτεινὴ ἀποκάλυψη. Φεύγοντας ἀπὸ ἐκεῖ, «παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τίς γνῷ» (Μάρκ. 9,30). Ἡ σιωπὴ καὶ ἡ ἀπόκρυψη συνοδεύουν τώρα τὴν διδασκαλία γιὰ τὸ Πάθος, «ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς, ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρὶτῃ ἡμὲρᾳ ἀναστήσεται» (Μάρκ. 9,31). Ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου νέου, μιὰ πράξη θεϊκῆς ἐξουσίας καὶ ἐλέους, πλαισιώνεται τώρα ἀπὸ τὴν προαναγγελία τῆς ὑπέρτατης ἀδυναμίας, τῆς παράδοσης, τοῦ θανάτου. Ἡ δύναμη ποὺ ἐκβάλλει δαιμόνια εἶναι ἡ ἴδια ποὺ θὰ παραδοθεῖ ἀμαχητί. Εἶναι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ποὺ κρύβεται στὴν «μωρία» τοῦ Σταυροῦ. Οἱ μαθητές, ὅμως, «ἠγνόουν τὸ ῥῆμα, καὶ ἐφοβοῦντο αὐτὸν ἐπερωτῆσαι» (Μάρκ. 9,32). Ἡ λογική τους, γαλουχημένη μὲ προσδοκίες ἐπίγειας δόξας, ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει τὸ μυστήριο τοῦ πάσχοντος Μεσσία. Ὁ φόβος τοὺς ἐμποδίζει νὰ ρωτήσουν, νὰ πλησιάσουν τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς θείας συγκατάβασης. Ἐδῶ διαφαίνεται τὸ βάρος τῆς κοινότητας, τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ποὺ καλεῖται νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστὸ σὲ αὐτὴ τὴν ὁδὸ τοῦ Πάθους, κουβαλῶντας ὁ καθένας τὸν δικό του σταυρό, μὰ ὅλοι μαζὶ κοινωνοὶ τοῦ ἴδιου Μυστηρίου. Ἡ Ἐκκλησία ὡς τὸ ζωντανό, πάσχον σῶμα, ὅπου ἡ Λειτουργικὴ ἐμπειρία γίνεται βίωση τοῦ Πάθους καὶ τῆς Ἀνάστασης, σκηνὴ ἱερῆς ἀνταλλαγῆς μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Ὁ δρόμος πρὸς τὴ Θέωση περνᾶ ἀναπόφευκτα μέσα ἀπὸ τὴ νέκρωση, ὅπως ὁ σπόρος πρέπει νὰ θαφτεῖ στὴν γῆ γιὰ νὰ φέρει καρπό, μιὰ ἀργὴ ἀνάδυση ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ χῶμα πρὸς ἕναν ἥλιο ποὺ ἀκόμη δὲν φαίνεται.
Καὶ μένουμε πάλι μὲ τὴν ἠχὼ τῆς κραυγῆς τοῦ πατέρα: «πιστεύω, κύριε· βοήθει μοῦ τῇ ἀπιστίᾳ». Ἡ ἀγωνία αὐτὴ δὲν τελειώνει μὲ τὸ θαῦμα. Συνεχίζεται μέσα μας, στὴν καθημερινὴ ἄσκηση τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας, στὴν προσπάθεια νὰ κρατήσουμε τὴν καρδιὰ ἀνοιχτὴ πρὸς τὸν Ἐρχόμενο. Ἡ ἀμφιβολία δὲν ἐξαλείφεται, ἀλλὰ μεταμορφώνεται σὲ δέος μπροστὰ στὸ Μυστήριο. Ἡ πίστη δὲν γίνεται ἀκλόνητη βεβαιότητα, ἀλλὰ διαρκὴς κίνηση ἐμπιστοσύνης πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ κατέβηκε στὴν κοιλάδα μας, ποὺ ἄγγιξε τὴ νέκρωσή μας καὶ μᾶς σήκωσε. Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἡ γέφυρα μεταξὺ ἄκτιστου καὶ κτιστοῦ, παραμένει τὸ κέντρο, ὅπου συγκλίνουν οἱ ἀντιθέσεις, ὅπου ἡ δύναμη ἐκφράζεται στὴν ἀδυναμία καὶ ἡ ζωὴ πηγάζει ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἡ πνοὴ τοῦ Πνεύματος ζωογονεῖ τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ σκοτεινὲς γωνιὲς τῆς ψυχῆς, καλῶντας μας σὲ μιὰ μεταμόρφωση ποὺ ξεκινᾶ ἐδῶ καὶ τώρα, ἀλλὰ ὁλοκληρώνεται πέρα ἀπὸ τὰ τείχη τοῦ χρόνου. Στὸν μακρινὸ ἐσχατολογικὸ ὁρίζοντα, ἀχνοφέγγει ἡ θέωση, ὄχι ὡς κατάκτηση, ἀλλὰ ὡς ἡ καυτὴ ἕλξη πρὸς τὴν ἕνωση, ἡ πληγὴ τῆς θείας ἀγάπης στὴν καρδιὰ τῆς κτίσης, σὰν ἕνα μακρινὸ ἀστέρι ποὺ καθοδηγεῖ τὸν ταξιδιώτη μέσα στὴν ἀπέραντη νύχτα. Ἡ σιωπὴ ἐπιστρέφει, ὄχι πιὰ βαριὰ καὶ ἀπειλητική ἀλλὰ γόνιμη, γεμάτη ἀπὸ τὴν ὑπόσχεση τῆς παρουσίας Του, μιὰ σιωπὴ ὅπου ὁ λόγος γίνεται καρδιακὸς παλμός.
[1] Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, Ta heuriskomena panta [Τὰ εὑρισκόμενα πάντα], Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca, ἐπιμ. Jacques-Paul Migne, τ. 123 (Paris: J.-P. Migne, 1864), 587.
[2] Charles Lambert Coghlan, A scriptural commentary on the Book of Genesis and the Gospel according to st. Matthew, the text, with marginal references in the words of Scripture, τόμ. 2 (London: James Duncan, 1832), 114.