Θυμᾶμαι τὴ Μυρτώ. Ἕνα μικρὸ χαριτωμένο κοριτσάκι. Προσβλήθηκε ἀπὸ ὀξεία λευχαιμία.
Μὲ ἀπαράμιλλη σιωπὴ καὶ ὑπομονή, μὲ ἕνα γλυκύτατο βλέμμα ποὺ ἐξέπεμπε συνεχῶς τὸ χλωμὸ προσωπάκι της, ἀντιμετώπιζε τὶς πιὸ ἐπιθετικὲς θεραπεῖες ποὺ τῆς ἔκαναν.
Κι ὅσο ἦταν αὐτὴ ἀνεκτική, τόσο κατέρρεαν οἱ γονεῖς της, ποὺ σταδιακὰ ἔχασαν μὰζὶ μὲ τὶς ἐλπίδες τους καὶ τὰ τελευταῖα ψήγματα τῆς πίστεώς τους.
Δὲν ἦταν ἄνθρωποι πιστοὶ οὕτως ἢ ἄλλως. Κάτι ὅμως ὑπῆρχε μέσα τους. Τὴν εἶχαν στείλει καὶ σὲ καλὸ σχολεῖο. Εἶχε μὶα δασκάλα ποὺ τὴν ὑπεραγαποῦσε.
Κάθε φορὰ πρὶν κοιμηθεῖ ἔκανε τὸν σταυρό της λέγοντας:
-“Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ, σῶσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει Σου”. Ἔτσι τῆς εἶχε πεῖ ἡ δασκάλα της, Παρασκευή.
-Γιατί κάνεις τὸν σταυρό σου; ρωτοῦσε ἡ μητέρα της.
-Γιὰ νὰ μοῦ δίνει δύναμη ὁ Χριστός, ἀπαντοῦσε. Ἔτσι μᾶς εἶπε ἡ κυρία Παρασκευὴ στὸ σχολεῖο.
-Δὲν τοῦ λὲς καλύτερα νὰ σὲ κάνει καλά;
-Δὲν χρειάζεται, ἀφοῦ μοῦ δίνει δύναμη καὶ χαρά.
Οἱ γονεῖς δὲν ἐπέμειναν. Δὲν καταλάβαιναν καὶ πολλά. Καθὼς ὅμως προχωροῦσε ἡ ἀσθένεια, τὰ ἔβαλαν μὲ τὸν Θεό.
Παρὰ ταῦτα δὲν μποροῦσαν νὰ τὰ βάλουν μὲ τὸ παιδί τους ποὺ συνέχισε νὰ κάνει τὸν σταυρό του καὶ νὰ λέει προσευχοῦλες.
Ἡ Μὺρτὼ πέθανε ὀκτὼ χρόνων ζητῶντας ἀπὸ τὴ μητέρα της νὰ τῆς πεῖ τὸ “Πάτερ ἡμῶν”, γιατὶ αὐτὴ δὲν μποροῦσε πλέον.
Ἄφησε τὴν κούκλα ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά της, σταύρωσε τὰ χεράκια της καὶ ζήτησε τὴν προσευχή. Ἡ μητέρα της δὲν μπόρεσε νὰ τῆς χαλάσει τὸ χατίρι. Τὸ ἔκανε μὲ λυγμούς.
Ἄφησε τὴ λογικὴ τῶν ἐπιχειρημάτων καὶ τῶν ἀποδείξεων, τοῦ στενοῦ μυαλοῦ καὶ τῆς σκέψης, καὶ λειτούργησε στὸν κόσμο τοῦ παιδιοῦ της.
Μαζὶ μὲ τὰ δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια της ἀνέβλυσε καὶ ἡ πίστη ἀπὸ τὴν καρδιά της.