Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Βρισκόμαστε στὸν Α΄παγκόσμιο Πόλεμο, στὸ Ἀνατολικὸ Μέτωπο καὶ οἱ στρατιῶτες εἶναι μῆνες μέσα στὰ χαρακώματα καὶ στὰ ἀμπρί, στὰ πρόχειρα κουβούκλια ποὺ ἔχουν κατασκευάσει καὶ ἐκεῖ μένουν.
    Ὁ Τζανὴς εἶναι ἕνας νεαρὸς στρατιώτης γιος παπᾶ καὶ θρησκευόμενος. Πλησιάζει Πάσχα στὰ χαρακώματα καὶ ὁ Τζανὴς λέει στοὺς ἄλλους:
    -Θὰ σᾶς πῶ κάτι ποὺ θὰ γελάσετε. Ἁγόρασα ἀπὸ τὴν καντίνα τοῦ Συντάγματος δέκα μικρὰ σπαρματσέτα, ν΄ανάψουμε γιὰ τὴν κεροδοσιά του Πάσχα.

  • !

    Λοιπὸν θὰ μᾶς ἔλεγε ὁ Τζανὴς ὅλη τὴν Ἀκολουθία τοῦ Πάσχα καὶ θὰ λέγαμε ὅλοι μαζί το Χριστὸς Ἀνέστη. Θα ἀνάβαμε καὶ τὰ σπαρματσέτα, νὰ κάνουμε τὴν κεροδοσιά, νὰ φεγγοβολήσει τὸ ἀμπρί.
    -Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός!!!
    Ὁ Τζανὴς συγκινήθηκε πολὺ μὲ τὸν ἐνθουσιασμό μας.
    Ζωντάνευε τὰ παλιὰ τροπάρια μὲ τὴ ζεστὴ φωνή του, ποὺ ἔτρεμε ἐλαφριὰ ἀπὸ τὸ μυστικὸ ρῖγος καὶ τὴ φλογερὴ πίστη. Και τότες ἀκούσαμε ἀπὸ πιὸ κοντά τις μακρινὲς καμπάνες τῆς Ἑλλάδας, καὶ ἡ μοσκοβολιὰ τῆς θρησκείας τῆς ἀγάπης ἁπλώθηκε ὡς μέσα στὸ λασπωμένο μας χαράκωμα.

  • !

    Συμφωνήσαμε ὅλοι νὰ ἀφήσουμε τὸν Τζανὴ νὰ κανονίσει τὸ πασχαλινό μας τραπέζι. Θα τρώγαμε στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Θα ἀνασταίναμε ὅλοι μαζί, θὰ ἀνάβαμε ὅλα τὰ κεριὰ καὶ θὰ τρώγαμε. Ἦταν ἡ κανονικιὰ ὥρα ποὺ τρώγαμε τὴ μαγειρίτσα καὶ στὰ καλὰ τὰ χρόνια τῆς εἰρήνης. Ἦταν κιόλας ἡ ὥρα ποὺ θὰ γύριζαν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία. Ὁ Τζανὴς κι ὁ Μπούμπας εἶχαν σειρὰ γιὰ περίπολο καὶ τὸ νούμερό τους τελείωνε ἴσα ἴσα στὴ μία.

  • !

    Ξάφνου ἕνας θόρυβος ἀπέξω.
    Κατεβαίνει μέσα ὁ Μπούμπας.
    Στέκεται ἐκεῖ μπροστά, ὁλόρθος καὶ πελώριος. Εῖναι λασπωμένος παντοῦ, εἶναι ματωμένος παντοῦ καὶ βαστᾷ σφιχτὰ στὴν ἀγκαλιά του σὰν κοιμισμένο παιδί τὸν Τζανή. Τά χέρια του κρέμονται πανιασμένα, τὰ πόδια του…

  • !

    Ἀπό τὴ γωνιὰ τοῦ στόματος τρέχει μιὰ λεπτὴ γραμμὴ αἴμα. Τοῦ πιάνω τὰ χέρια, τὸ κούτελο, εἶναι κρύα. Εῖναι κρύα ὅσο ἡ κάνῃ τοῦ ντουφεκιοῦ , ὅσο ἡ κάσκα. Τοῦ βγάζω τὴν κάσκα, τοῦ ξεκουμπώνω τίς μπαλάσκες, ξεζώνω τὰ ροῦχα του. Τό στῆθος του εἶναι ἄσπρο σὰν κοριτσιού. Εῖναι ἕνα χρυσὸ σταυρουδάκι κρεμασμένο ἐκεῖ ἀπάνω, κατάσαρκά του. Ἡ παλάμη μου ἁπλώνεται μὲ λαχτάρα πάνω στὴν παιδιάτικη σάρκα, πάνω στὴν καρδιά, νὰ πιάσω τὴν ἐλπίδα. Μια μικρὴ ἐλπίδα. Τίποτα. Παντοῦ εἶναι ἡ παγωνιὰ τοῦ θανάτου.

  • !

    Γυρίζω, βλέπω τὸν Μπούμπα. Τραντάζεται ὀλόκληρος. Σε λίγο πηγαίνει στὴ σκοτεινὴ γωνιὰ ποὺ εἶναι κρεμασμένη ἡ γαλάζια θήκη τῆς μουτσούνας. Την ἀνοίγει καὶ βγάζει ἀπὸ μέσα ἕνα δέμα σὲ κόκκινο χαρτί. Εῖναι ἐκεῖ ἕνα μάτσο χρωματιστὰ σπαρματσέτα. Εἶναι τὰ δέκα σπαρματσέτα ποὺ πῆρε ὁ Τζανὴς γιὰ τὴν κεροδοσιά. Ὁ Φῦκος τὰ παίρνει ἕνα ἕνα, τὰ στεριώνει πάνω σὲ μποτίλιες ,ὅλα ἕνα γύρω ἀπὸ τὸν πεθαμένο, τὰ ἀνάβει.
    Ὅλα φεγγοβολούν.

Ἡ κεροδοσιά

 

Βρισκόμαστε στὸν Α΄παγκόσμιο Πόλεμο, στὸ Ἀνατολικὸ Μέτωπο καὶ οἱ στρατιῶτες εἶναι μῆνες μέσα στὰ χαρακώματα καὶ στὰ ἀμπρί, στὰ πρόχειρα κουβούκλια ποὺ ἔχουν κατασκευάσει καὶ ἐκεῖ μένουν.

Ὁ Τζανὴς εἶναι ἕνας νεαρὸς στρατιώτης γιος παπᾶ καὶ θρησκευόμενος. Πλησιάζει Πάσχα στὰ χαρακώματα καὶ ὁ Τζανὴς λέει στοὺς ἄλλους:

-Θὰ σᾶς πῶ κάτι ποὺ θὰ γελάσετε. Ἁγόρασα ἀπὸ τὴν καντίνα τοῦ Συντάγματος δέκα μικρὰ σπαρματσέτα, ν΄ανάψουμε γιὰ τὴν κεροδοσιά του Πάσχα. Τα ἔχω τυλιγμένα ἐκεῖ μέσα στὸ κουτὶ τῆς μουτσούνας ποὺ βάζουμε τὸ ἀλατοπίπερο. Κάναμε χαρὲς γι αὐτό. Ὁ Φῦκος ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀγιάσσο θυμήθηκε τὴ μεγάλη κεροδοσιὰ τῆς Λαμπρῆς, ποὺ γίνεται στὸ μεγάλο πρόκλιτο τῆς Παναγιᾶς τῆς Ἀγιασσοτούλας. Κατεβαίνουν ὅλες οἱ κοπέλες μὲ τὰ μεταξωτά τους τὰ σαλβάρια καὶ μὲ τὰ φλουριὰ καὶ μὲ τίς στολισμένες λαμπάδες τους. Κορδέλλες ἀσπρες καὶ κόκκινες καὶ γαλάζιες καὶ ἄσπρα λουλούδια. Και σὰ γίνει ἡ κεροδοσιά, ἀνάβουν ὅλες τους, χιλιάδες κοπέλλες, καὶ φέγγουν μόνο τὰ ὄμορφα πρόσωπά τους καὶ τὰ φλουριά τους μέσα στὴ νύχτα. Τὰ παλικάρια ἀδειάζουν τὰ ντουφέκια κι οἱ κοπέλλες ξεφωνίζουν τρομαγμένες. Τὰ φαρδιὰ σαλβάρια τοὺς τρίζουν μέσα στὴν ἐκκλησία, σὰν τὸ σούσουρο ποὺ κάνουν οἱ φυλλωσιὲς ἢ τὰ μικρὰ κύματα σὰν σέρνονται στὴν ἄμμο.

Λοιπὸν θὰ μᾶς ἔλεγε ὁ Τζανὴς ὅλη τὴν Ἀκολουθία τοῦ Πάσχα καὶ θὰ λέγαμε ὅλοι μαζί το Χριστὸς Ἀνέστη. Θα ἀνάβαμε καὶ τὰ σπαρματσέτα, νὰ κάνουμε τὴν κεροδοσιά, νὰ φεγγοβολήσει τὸ ἀμπρί.

-Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός!!!

Ὁ Τζανὴς συγκινήθηκε πολὺ μὲ τὸν ἐνθουσιασμό μας.

Ζωντάνευε τὰ παλιὰ τροπάρια μὲ τὴ ζεστὴ φωνή του, ποὺ ἔτρεμε ἐλαφριὰ ἀπὸ τὸ μυστικὸ ρῖγος καὶ τὴ φλογερὴ πίστη. Και τότες ἀκούσαμε ἀπὸ πιὸ κοντά τις μακρινὲς καμπάνες τῆς Ἑλλάδας, καὶ ἡ μοσκοβολιὰ τῆς θρησκείας τῆς ἀγάπης ἁπλώθηκε ὡς μέσα στὸ λασπωμένο μας χαράκωμα. Τα χελιδόνια τοῦ νησιοῦ, τὰ χελιδόνια τῆς θάλασσας, κελαϊδούσανε πιὸ σιμά, πιὸ σιμά.

Ἄχ ἦταν ἔξοχος ὁ γιος του παπά. Τα μάτια του ἔλαμπαν ἀπὸ ἕναν περίεργο ἐνθουσιασμό, σχεδὸν διονυσιακό. Ἕλαμπαν τόσο ποὺ ἔνιωθα τὸ γαλάζιο φῶς τους νὰ φέγγει μέσα σὲ ὅλο τὸ σκοτεινὸ ἀμπρί, πού, ὅσο βράδιαζε, ὁλοένα καὶ σκοτείνιαζε περισσότερο.

Σὰ νύχτωσε καλά μᾶς φέρανε τὸ λαμπριάτικο συσσίτιο μὲ μεγάλη προφύλαξη. Εἴχανε τίς μερίδες χωρισμένες γιὰ νὰ μποροῦνε νὰ τίς δίνουνε σωστὰ μέσα στὸ σκοτάδι. Σὲ κάθε ἀμπρὶ τὰ δίνανε ὅλα μαζί, νὰ φᾶνε συντροφικά. Εἴχανε κι ἀπὸ ἕνα κουτὶ τσιγάρα πολυτελείας γιὰ τὸν καθένα.

Συμφωνήσαμε ὅλοι νὰ ἀφήσουμε τὸν Τζανὴ νὰ κανονίσει τὸ πασχαλινό μας τραπέζι. Θα τρώγαμε στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Θα ἀνασταίναμε ὅλοι μαζί, θὰ ἀνάβαμε ὅλα τὰ κεριὰ καὶ θὰ τρώγαμε. Ἦταν ἡ κανονικιὰ ὥρα ποὺ τρώγαμε τὴ μαγειρίτσα καὶ στὰ καλὰ τὰ χρόνια τῆς εἰρήνης. Ἦταν κιόλας ἡ ὥρα ποὺ θὰ γύριζαν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία. Ὁ Τζανὴς κι ὁ Μπούμπας εἶχαν σειρὰ γιὰ περίπολο καὶ τὸ νούμερό τους τελείωνε ἴσα ἴσα στὴ μία. Ζωστήκανε, κουμπώσανε τὴν κάσκα κάτω ἀπὸ τὸ σαγόνι, πήρανε τὸ ντουφέκι καὶ τίς χειροβομβίδες τους καὶ βγῆκανε σερνάμενοι μέσα στὸ χαράκωμα. Την τελευταία στιγμὴ ὁ Τζανὴς ἔκοψε καὶ ἔχωσε στὸ στόμα του μιὰ γωνιδίτσα κουραμάνα, ἔβαλε τὴν ὑπόλοιπη στὸ σακίδιό του.

Ἀπ’ ἔξω ἀκούστηκαν γιὰ λίγο οἱ νευρικὲς διαταγὲς ποὺ ἔδινε μὲ πνιχτὴ φωνὴ ὁ λοχίας περιπολάρχης γιὰ νὰ συμμαζέψει τοὺς ἄντρες, ὁ θόρυβος ποὺ ἔκαναν τὰ φηκάρια πάνω στὰ κουτιὰ τῆς μάσκας, κάτι κινητὰ οὐραῖα ποὺ ξεκουμπώνανε μὲ ξερὸν κρότο καὶ βλαστημοῦσε ὁ ὑπαξιωματικός.

Κατόπιν ὅλοι αὐτοὶ οἱ μπερδεμένοι θόρυβοι ξεμακραίνανε μαζὶ μὲ τίς πατημασιὲς ποὺ ἔκαναν τὰ ἄρβυλα τσαλαβουτῶντας μέσα στὴ λάσπη. Ξεμακραίνανε, ὥσπου ἔσβησαν μέσα στὸ πηχτὸ σκοτάδι.

Σὰν δὲν ἀκουγότανε πιὰ τίποτα, ἡ πηχτὴ νύχτα πλάκωσε πάλι τὸ χαράκωμα μὲ τὴ φοβερὴ σιωπὴ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸν ὕπουλο κάμπο. Αὑτή ἡ σιωπὴ σκέπαζε μέρες καὶ νύχτες τώρα τελευταία τὸν κάμπο τῶν χαρακωμάτων. Ἤτανε μιὰ σιωπὴ παχιὰ καὶ βαριά, σὰν ἕνα ἀκόμα στρῶμα λάσπης πάνω στὴ λάσπη. Και τούτη ἡ σιωπὴ μεγάλωνε καὶ γινόταν πιὸ φοβερὴ τὸ βράδυ, ὕστερα ἀπὸ κάθε περαστικὸ θόρυβο. Κάθε φορὰ ποὺ ἔβλεπα νὰ καταπίνει ἡ βουβὴ νύχτα τοὺς συντρόφους μου ποὺ βγαίνανε γιὰ ὑπηρεσία , ἕνας κόμπος ἔδενε στὴν καρδιά μου.

-Θά μας τοὺς ξαναδώσεις τάχα πίσω;

Ξάφνου ἕνας θόρυβος ἀπέξω. Φωνές ψιθυριστές, σιδερικά, πατημασιὲς μαζεμένες. Πλησιάζουν γρήγορα. Για μιὰ στιγμὴ μέσα κοιταζόμαστε ἀποσβολωμένοι. Ἡ καρδιά…. κατόπι πεταγόμαστε μεμιᾶς, τινάζουμε τίς κουβέρτες καὶ τρέχουμε. Ἡ φασαρία σταμάτησε ἔξω, σὲ μᾶς.

Τραβοῦμε τὸ ἀντίσκηνο ποὺ κλείνει τὴν ἔμπαση. Κατεβαίνει μέσα ὁ Μπούμπας. Ἁργά καὶ προσεκτικά. Κατεβαίνουν πρῶτα τὰ μεγάλα λασπωμένα του πόδια. Τα βλέπω ποὺ πασπατεύουν νὰ πατήσουν στέρεα, ἕνα ἕνα τὰ τρία σανιδένια σκαλοπάτια. Στέκεται ἐκεῖ μπροστά, ὁλόρθος καὶ πελώριος. Εῖναι λασπωμένος παντοῦ, εἶναι ματωμένος παντοῦ καὶ βαστᾷ σφιχτὰ στὴν ἀγκαλιά του σὰν κοιμισμένο παιδί τὸν Τζανή. Τά χέρια του κρέμονται πανιασμένα, τὰ πόδια του…

Ὁ Μπούμπας τὸ ἀποθέτει μὲ προσοχή, λαφριὰ λαφριὰ πάντα, σὰν νὰ βάζει στὸ κρεβάτι ἕνα παιδὶ ποὺ ἀποκοιμήθηκε. Ὁ Τζανὴς εἶναι αὐτὸ τὸ παιδί. Κείτεται χάμω μὲ τὸ ἀμούστακο πρόσωπο πρὸς τὸ ταβάνι, τὸ στόμα μισάνοιχτο, τὰ μάτια μισάνοιχτα, τὸ δεξί του μάγουλο εἶναι λασπωμένο ὡς τὸ φρύδι. Ὁ Φῦκος βρέχει στὸ παγούρι ἕνα λερὸ μαντήλι καὶ καθαρίζει τίς λάσπες. Ἀπό τὴ γωνιὰ τοῦ στόματος τρέχει μιὰ λεπτὴ γραμμὴ αἴμα. Τοῦ πιάνω τὰ χέρια, τὸ κούτελο, εἶναι κρύα. Εῖναι κρύα ὅσο ἡ κάνῃ τοῦ ντουφεκιοῦ , ὅσο ἡ κάσκα. Τοῦ βγάζω τὴν κάσκα, τοῦ ξεκουμπώνω τίς μπαλάσκες, ξεζώνω τὰ ροῦχα του. Τό στῆθος του εἶναι ἄσπρο σὰν κοριτσιού. Εῖναι ἕνα χρυσὸ σταυρουδάκι κρεμασμένο ἐκεῖ ἀπάνω, κατάσαρκά του. Ἡ παλάμη μου ἁπλώνεται μὲ λαχτάρα πάνω στὴν παιδιάτικη σάρκα, πάνω στὴν καρδιά, νὰ πιάσω τὴν ἐλπίδα. Μια μικρὴ ἐλπίδα. Τίποτα. Παντοῦ εἶναι ἡ παγωνιὰ τοῦ θανάτου.

Γυρίζω, βλέπω τὸν Μπούμπα. Τραντάζεται ὀλόκληρος. Σε λίγο πηγαίνει στὴ σκοτεινὴ γωνιὰ ποὺ εἶναι κρεμασμένη ἡ γαλάζια θήκη τῆς μουτσούνας. Την ἀνοίγει καὶ βγάζει ἀπὸ μέσα ἕνα δέμα σὲ κόκκινο χαρτί. Εῖναι ἐκεῖ ἕνα μάτσο χρωματιστὰ σπαρματσέτα. Εἶναι τὰ δέκα σπαρματσέτα ποὺ πῆρε ὁ Τζανὴς γιὰ τὴν κεροδοσιά. Ὁ Φῦκος τὰ παίρνει ἕνα ἕνα, τὰ στεριώνει πάνω σὲ μποτίλιες,  ὅλα ἕνα γύρω ἀπὸ τὸν πεθαμένο, τὰ ἀνάβει.

Ὅλα φεγγοβολούν.