Πολλοὶ ἐρωτοῦν. Ποῖος εἶναι ὁ λόγος τῶν θλίψεων; Ἀπαντῶ. Ἡ θλῖψις εἶναι πόνος καὶ ποινή. Ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος καὶ ἀγαθός. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι καλοὶ ἤ κακοί. Διὰ τῆς θλίψεως λοιπὸν ἡ ὁποία εἶναι ποινή, ὁ Θεὸς τιμωρεῖ ὡς δίκαιος τούς κακοὺς καὶ τάς παρεκτροπάς τῶν καλῶν ἀνθρώπων, ἵνα γίνωσι καλοί. Διὰ τῆς θλίψεως, ἡ ὁποία εἶναι πόνος, ὁ Θεὸς ὡς ἀγαθὸς δοκιμάζει, καταρτίζει τοὺς καλούς, ἵνα γίνωσι καλλίτεροι. Ἄς ἴδωμεν τάς δύο ταύτας ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
1) Ὁ Θεὸς τιμωρεῖ. Ἡ διὰ θλίψεων τιμωρία τῶν κακιῶν τῶν ἀνθρώπων ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἶναι δικαία διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος. Ὡς δίκαιος ὁ Θεὸς πρέπει νὰ τιμωρῆ. Ἐὰν δὲν ἐτιμώρει ὁ Θεὸς τοὺς κακοὺς καὶ τάς παρεκτροπάς τῶν ἐναρέτων ἀνθρώπων, θὰ ἦτο ἄδικος, διότι θὰ εἶχεν εἰς τὴν αὐτὴν θέσιν καλοὺς καὶ κακοὺς ἀνθρώπους. Πόσον ὅμως θὰ ἐπανεστάτει ἡ συνείδησίς μας, ὅταν ἐβλέπομεν τὸν Ἀπόστολον Παῦλον καὶ τὸν κτηνώδη Νέρωνα εἰς τὴν ἰδὶαν θέσιν! Πόσον θὰ ἠσθανόμεθα ἀγανάκτησιν, ἐὰν οἱ θυσιασθέντες χάριν τοῦ καλοῦ μάρτυρες τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀληθείας εὑρεθῶσιν εἰς τὴν αὐτὴν θέσιν μὲ ἄλλους κακοὺς καὶ δολοφόνους ἀνθρώπους! Ἐὰν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ σκανδαλίζῃ μερικοὺς ἐπιπολαίους λόγῳ τῶν βασάνων, διὰ τῶν ὁποίων τιμωρεῖ ὁ Θεὸς ἐδῶ καὶ εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν τοὺς κακούς, πόσον σκανδαλίζει τάς συνειδήσεις τῶν σοβαρῶν ἀνθρώπων, ὅταν ἀντικρύσωσι τὴν ἀδικίαν τοῦ Θεοῦ θέτοντος εἰς τὴν αὐτὴν θέσιν καλοὺς καὶ κακούς;
Ἡ διὰ θλίψεων τιμωρία τῶν ἀνθρώπων ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι μόνον δικαία ἀλλά καὶ μεγάλη. Πόσον μεγάλη εἶναι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ φαίνεται ὄχι τόσον, ὅταν τιμωρῆ ἐδῶ τούς κακούς, ὅσον ὅταν τιμωρῆ τάς παρεκτροπάς τῶν ἐναρέτων ἀνθρώπων ἐδῶ καὶ τάς κακίας τῶν κακῶν εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. Πόσον ἀμερόληπτος εἶναι ὁ Θεὸς εἰς τὴν δικαιοσύνην τοῦ τιμωρῶν παρεκτροπάς καλῶν ἀνθρώπων, φαίνεται ἀπὸ μερικὰ παραδείγματα. Ὁ Μωϋσῆς, ὁ ὁποῖος ἦτο στόμα Θεοῦ καὶ ὡδήγησε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, ἐπειδὴ ἐφάνη ὀλιγόπιστος εἰς ἕν σημεῖον τῆς ζωῆς του, ἐτιμωρήθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ πατήσῃ τὸ πόδι του εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, ἀλλά νὰ ἀναβῆ εἰς τὸ ὅρος Ναβαῦ νὰ ἴδῃ ἀπὸ ἐκεῖ τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, νὰ καῆ ἡ καρδιά του, νὰ μὴ πατήσῃ ὅμως εἰς αὐτήν. Ὁ Ζαχαρίας ὁ τόσον δίκαιος καὶ ἄμεμπτος ἐτιμωρήθη νὰ μείνῃ βωβὸς ἐπὶ 9 μῆνας, ἐπειδὴ ὠλιγοπίστησεν εἰς τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου Γαβριήλ. Ὁ Χριστὸς ἀναμάρτητος ὤν διὰ μίαν ἁμαρτίαν τοῦ Ἀδάμ, ἡ ὁποία ἁμαρτία ἦτο πρώτη καὶ ἐγένετο πρὸ χιλιάδων ἐτῶν, ἐτιμωρήθη τόσον σκληρὰ διὰ τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου. Πόσον δίκαιος, αὐστηρὸς εἰς τάς τιμωρίας εἶναι ὁ Θεός!
Ἡ αὐστηρότης ὅμως τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς τιμωρίας φαίνεται, ὅταν ἐπιβάλῃ τὴν αἰώνιαν τιμωρίαν τῆς κολάσεως εἰς τὴν ἄλλην ζωήν.
Ἡ αἰώνιος ὅμως κόλασις δὲν κατανοεῖται ὑπὸ μερικῶν, διότι δὲν δύνανται νὰ ἐννοήσωσι, πῶς ὁ δίκαιος Θεὸς τιμωρεῖ διὰ αἰωνίου τιμωρίας πρόσκαιρον ἁμαρτίαν. Ἀπαντῶ: Ὑπάρχουν πτώσεις σωματικαὶ καὶ ψυχικαὶ ἐν τῇ παρούσῃ ζωῆ, αἱ ὁποῖαι ἔχουσιν ἀναλογίαν τινα πρὸς τὴν αἰωνίαν τιμωρίαν ἐν τῇ κολάσει. Ἀπροσεκτήσας τις λ. χ. καὶ πεσών ἔκ τινος ὕψους σπάζει τὸ πόδι του. Ἡ ἀπροσεξία του ἦτο ἑνὸς λεπτοῦ. Ἡ τιμωρία του ὅμως τὸ σπάσιμο δηλ. τοῦ ποδιοῦ του δυνατὸν νὰ διαρκέσῃ ἐπὶ μῆνας, ἔτη καὶ κάθ’ ὅλην τὴν ζωήν του. Ἑπομένως ὁ χρόνος τῆς ἁμαρτίας τῆς ἀπροσεξίας δὲν εἶναι ἀνάλογος πρὸς τὸν χρόνον τῆς τιμωρίας. Ἡμεῖς δὲ δὲν ἀγανακτοῦμεν κατὰ τῆς δυσαναλογίας ταύτης ἀλλά κατὰ τῆς ἀπροσεξίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνας ἄλλος ἀπροσεκτήσας καὶ παρανόμως συνδεθείς μετὰ διεφθαρμένης γυναικὸς λαμβάνει κατόπιν ἁμαρτίας πάθος καθ\’ ὅλην του τὴν ζωήν.
Εἰς τὴν ψυχικὴν αὐτὴν πτῶσιν δὲν εἶναι ἀνάλογος ὁ χρόνος τῆς ἁμαρτίας μὲ τὸν χρόνον τῆς τιμωρίας. Ἡμάρτησεν εἰς ὀλίγον χρονικὸν διάστημα καὶ τιμωρεῖται διὰ βίου. Ἡμεῖς δὲν ἀγανακτοῦμεν ἐναντίον τῆς δυσαναλογίας ταύτης ἀλλά κατὰ τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦτο δὲν γίνεται μονάχα εἰς τοὺς νόμους τῆς φύσεως ἀλλά καὶ εἰς τοὺς νόμους τῆς θελήσεως. Λ. χ. ἕνας διέπραξεν ἕνα φόνον. Ἡ διάπραξις τοῦ φόνου ἐγένετο εἰς ὀλίγον χρονικὸν διάστημα. Ἡ τιμωρία ὅμως τοῦ φονέως θὰ εἶναι φυλάκισις ἐτῶν ἤ καθ\’ ὅλην του τὴν ζωήν. Ποῖος δικηγόρος ἐτόλμησεν ὑπερασπίζων τὸν πελάτην του, ὁ ὁποῖος λόγῳ φόνου κατεδικάσθη εἰς φυλάκισιν ἐτῶν νὰ ἰσχυρισθῆ, ὅτι ἡ τιμωρία εἶναι ἄδικος, διότι εἶναι δυσανάλογος πρὸς τὸν χρόνον τῆς διαπράξεως τοῦ φόνου; Οὐδείς. Οἱ νόμοι ὅμως τῆς φύσεως καὶ οἱ νόμοι τῆς θελήσεως τῶν ἀνθρώπων, οἱ δικαστικοὶ δηλ. νόμοι, οἱ ὁποῖοι δὲν τιμωροῦν τὴν ἁμαρτίαν ἀναλόγως τῆς διαρκείας τοῦ χρόνου καθ\’ ὅν διεπράχθη, εἶναι σοφοί. Διατὶ λοιπὸν παροπονούμεθα κατὰ τῆς αἰωνίου κολάσεως, διότι τιμωρεῖται ἡ πρόσκαιρος ἁμαρτία αἰωνίως ἀφοῦ καὶ ἐδῶ πολλάκις συμβαίνει τὸ ἴδιο εἰς τοὺς φυσικοὺς καὶ ἠθικοὺς νόμους καὶ οὐδέποτε διεμαρτυρήθημεν;
Ἑπομένως τὸ κράτος τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν θλίψεων καὶ τιμωριῶν ἐδῶ καὶ εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν στηρίζεται ἐπὶ βάσεων σταθερῶν. Ἡ δικαιοσύνη του εἶναι δικαιοτάτη καὶ μεγίστη. Πόσον φόβον, πόσον καταρτισμὸν δίδει εἰς τάς ψυχάς μας ἡ διπλῆ αὕτη ἰδιότης τοῦ τιμωροῦντος Θεοῦ! Ὁ Θεὸς ὅμως διὰ τῆς θλίψεως ὄχι μόνον τιμωρεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀλλά καὶ δοκιμάζει τοὺς δικαίους.
2) Ὁ Θεὸς δοκιμάζει: Ἡ δοκιμασία αὕτη τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν θλίψεων συνίσταται εἰς τὸν καταρτισμὸν τῶν δικαίων ἐδῶ καὶ εἰς τὴν άμοιβήν αὐτῶν εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. Καὶ εἰς τάς δύο αὐτάς ὄψεις φαίνεται ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ἐν τῇ παρούσῃ ζωῆ εἶναι ὁλοφάνερος ὁ καταρτισμὸς τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῶν θλίψεων. Εἶναι ἀδύνατον νὰ καταρτισθῆ ὁ ἄνθρωπος ἄνευ θλίψεως. Ἡ θλῖψις εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία ταπεινώνει τὸν ἄνθρωπον, ἀποσπᾶ αὐτὸν ἐκ τῶν ἐγκοσμίων, δεικνύει τὸν χαρακτῆρα του, (καθαρίζει τάς ἰδέας του, δίδει τὸ μεγαλεῖον εἰς τὸν ὑπομένοντα. Ὅταν δηλαδὴ ὁ δίκαιος ἀσθενήσῃ, πετάει εὐκολώτερα εἰς τὸν οὐρανόν, ὅταν συκοφαντηθῆ εὐκολώτερα ἀποσπᾶται ἀπό τούς ἀνθρώπους καὶ ζητεῖ τὸν λυτρωτὴν του Χριστόν, ὅταν ἔλθῃ εἰς οἰκονομικὴν ἀνάγκην γίνεται ταπεινώτερος καὶ προσεύχεται θερμότερον εἰς τὸν Θεόν. Ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει πρὸς ἄμορφον μάρμαρον, τὸ ὁποῖον διὰ νὰ γίνῃ ἄγαλμα, ἔχει ἀνάγκην τοῦ γλύπτου, τοῦ Θεοῦ δηλαδή, καὶ τῆς σμίλης τοῦ γλύπτου ἤτοι τῶν θλίψεων, διὰ τῶν ὁποίων ὁ μεγάλος γλύπτης, ὁ Θεὸς κατασκευάζει διὰ τῆς σμίλης τῶν θλίψεων τὸ ἄμορφον μάρμαρον εἰς εὔμορφον ἄγαλμα, τὸν ἀκατάρτιστον ἄνθρωπον κατηρτισμένον!
Διὰ τῆς θλίψεως ὄχι μόνον φαίνεται ὁ ἄνθρωπος ἀλλά καὶ ὁ Θεός. Καὶ ἰδοὺ πῶς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀσθενήσῃ καὶ καταφύγῃ εἰς τὸν Θεόν, θὰ λάβῃ ἀπὸ Ἐκεῖνον ὑγείαν ἤ ὑπομονήν. Ὅταν συκοφαντηθῆ καὶ καταφύγῃ εἰς τὸν Θεόν, θὰ εὕρῃ ἀποκατάστασιν τοῦ δικαίου του ἤ ἀνεξικακίαν πρὸς τὸν ἀδικήσαντα αὐτόν. Ὅταν ἔλθῃ εἰς οἰκονομικὴν ἀνάγκην καὶ καταφύγῃ εἰς τὸν Θεόν, θὰ εὕρῃ ἀπὸ αὐτὸν βοήθειαν ὑλικήν ἤ ἀνακούφισιν ψυχικήν. Ὁ Θεὸς δὲν φαίνεται τόσον εἰς τὸν ὑγιῆ, εἰς τὸν πλούσιον, εἰς τὸν χαίροντα ὑπολήψεως ἐκ τοῦ κόσμου, διότι οὗτοι ἔχουν τάς παρηγορίας των ἐκ τῶν ἀνθρώπων, ὅσον φαίνεται εἰς τὸν δοκιμαζόμενον διὰ θλίψεων, διότι οὗτος παρηγορεῖται ἤ βοηθεῖται ὑπό τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς εἶπε εἰς τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, ὁ ὁποῖος ἐζήτησε νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὸν σκώλωπα, «ὅτι ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου. Ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Ἡ δύναμις δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ φαίνεται, ὅτι εἶναι τελεία εἰς τάς ἀσθενείας τῶν ἀνθρώπων. Ὥστε ἡ θλῖψις ὡς δοκιμασία καὶ καταρτισμὸς ἐν τῇ παρούσῃ ζωῆ ἀναδεικνύει τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν Θεόν. Ὑπάρχει καλλίτερος καταρτισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τοῦ νὰ εὕρῃ τὰ δύο πολυτιμότερα ἀγαθά, τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἑαυτόν του; Ἀσφαλῶς ὄχι!
Τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν Θεὸν ἀναδεικνύει ἡ θλῖψις ὄχι μόνον ὡς καταρτισμὸς ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ ἀλλά καὶ ὡς ἀμοιβὴ ἐν τῇ ἄλλῃ ζωῇ. Μάλιστα! Ὁ Θεὸς διὰ τῆς ἀμοιβῆς τῆς θλίψεως εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν φανερώνει τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν ἀγαθότητα του ὡς ἑξῆς. Γνωρίζομεν ὅτι αἰτία τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ σταυρική του θλῖψις τὸ αἷμα τοῦ σταυροῦ. Ἀφορμὴ ὅμως τῆς σωτηρίας μας, ἵνα ἱκανοποιηθῆ ἡ δικαιοσύνη του ἡ ὁποία ἄλλους ἐκ τῶν ἀνθρώπων θὰ κολάσῃ καὶ ἄλλους θὰ σώσῃ, εἶναι ἡ ὑπομονὴ τῶν διαφόρων θλίψεών μας. Διὰ τοῦτο λέγει ρητῶς: ὅτι «ἀποδώσῃ ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ». Μὲ τὴν ἀμοιβήν τῶν θλίψεών μας δὲν θὰ φανῆ μόνον ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἀλλά καὶ ἡ μεγάλη του ἀγαθότης, διότι ἡ ἀμοιβὴ θὰ εἶναι πολὺ μεγάλη ἔναντι τῶν βασάνων μας. Μᾶς τὸ λέγει ρητῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος «οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν», Ρωμ. 8, 18. Καὶ ἐν Β\’. Κορινθ. 4, 17, ὁ ἴδιος λέγει: «τὸ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως ἡμῶν καθ\’ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν». Διὰ τῆς ἀμοιβῆς τῶν θλίψεών μας εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν δὲν θὰ φανῆ μόνον ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ μας ἀλλά καὶ ὁ ἄνθρωπος, διότι ἡ ἀμοιβὴ δὲν θὰ εἶναι μία καὶ ἡ αὐτὴ διὰ ὅλους ἀλλά ἀνάλογος πρὸς τὸ μέγεθος τῆς ὑπομονῆς τῶν θλίψεων ἐν τῇ παρούσῃ ζωῆ. «Ἀποδώσῃ ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ» δηλοῖ ὁ Κύριος ρητῶς.
Ἑπομένως ἐν τῇ ἀμοιβῇ τῶν θλίψεών μας εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν θὰ φανῆ ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ Θεός. Ὁποία ἡ ἐκεῖ ἀμοιβὴ ὡς συμπλήρωσις τοῦ ἐδῶ καταρτισμοῦ μας!
Ἡ θλῖψις λοιπὸν ἡ τόσον σκανδαλίζουσα τὸν νοῦν μας εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία ὡς τιμωρία καὶ δοκιμασία σχετίζεται μὲ τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν Θεόν, μὲ τοὺς κακοὺς καὶ τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴν κόλασιν καὶ τὸν παράδεισον, μὲ τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν παροῦσαν καὶ τὴν μέλλουσαν ζωήν, μὲ τὴν κακίαν καὶ τὴν καλωσύνην, μὲ τὴν φανέρωσιν τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, γενικῶς δὲ μὲ τὸ σύμπαν. Μεγάλην ἀξίαν ἔχει λοιπὸν ἡ θλῖψις. Τοῦτο φανερώνει καὶ τὸ ἑξῆς ἀνέκδοτον. Εἴς τι πλοῖον ταξιδεύουν πλὴν τῶν ἄλλων καὶ εἷς ἀξιωματικὸς μὲ τὴν κυρίαν του. Ἡ θάλασσα φουρτουνιάζει καὶ τὸ πλοῖον πρόκειται νὰ πνιγῆ. Ἡ κυρία πλησιάζει τὸν ἄνδρα της τὸν ἀξιωματικόν, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀτάραχος καὶ τὸν ἐρωτᾶ. Δὲν φοβᾶσαι; Θὰ πνιγοῦμε. Ὁ ἀξιωματικὸς βγάζει τὸ σπαθί του, τὸ πλησιάζει στὸ λαιμό της καὶ λέγει πρὸς αὐτήν. Σὺ τώρα φοβᾶσαι; Ὄχι ἀπαντᾶ ἡ γυναῖκα του. Διατὶ δὲν φοβᾶσαι; ἐρωτᾶ ὁ ἄνδρας της. Διότι γνωρίζω πόσον μὲ ἀγαπᾶς. Ἂν λοιπὸν δὲν φοβᾶσαι, διότι σὲ ἀγαπῶ ἤ δὲν θέλω τὸ κακόν σου, πολὺ περισσότερον μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Οὐράνιος πατέρας μας καὶ δὲν θὰ μᾶς ἀφίσῃ νὰ πάθωμεν κακόν. Καὶ ἂν ἀκόμη ἐπιτρέψῃ νὰ πνιγοῦμεν, θὰ τὸ κάμῃ διὰ τὸ καλόν τῆς ψυχῆς μας.
Ἂς ὑπομένωμεν τὴν θλῖψιν, ὥστε ἐὰν εἴμεθα κακοὶ νὰ γίνωμεν καλλοί, ἐὰν δὲ εἴμεθα καλοὶ καὶ δοκιμαζώμεθα, νὰ γίνωμεν καλλίτεροι. Ἀμήν!
(+) Ἀρχιμ. Ἰωήλ Γιαννακόπουλος