Ἄρεσε γενικῶς στὴν Ἀλεξάνδρεια,
τὲς δέκα μέρες ποὺ διέμεινεν αὐτοῦ,
ὁ ἡγεμὼν ἐκ Δυτικῆς Λιβύης
Ἀριστομένης, υἱὸς τοῦ Μενελάου.
Ὡς τ’ ὄνομά του κι ἡ περιβολή, κοσμίως ἑλληνική.
Δέχονταν εὐχαρίστως τὲς τιμές, ἀλλὰ
δὲν τὲς ἐπιζητοῦσεν· ἦταν μετριόφρων.
Ἀγόραζε βιβλία ἑλληνικά,
ἰδίως ἱστορικὰ καὶ φιλοσοφικά.
Προπάντων δὲ ἄνθρωπος λιγομίλητος.
Θὰ ‘ταν βαθὺς στὲς σκέψεις, διεδίδετο,
κι οἱ τέτοιοι τὸ ‘χουν φυσικὸ νὰ μὴ μιλοῦν πολλά.
Μήτε βαθὺς στὲς σκέψεις ἦταν, μήτε τίποτε.
Ἕνας τυχαῖος, ἀστεῖος ἄνθρωπος.
Πῆρε ὄνομα ἑλληνικό, ντύθηκε σὰν τοὺς Ἕλληνας,
ἒμαθ’ ἐπάνω κάτω σὰν τοὺς Ἕλληνας νὰ φέρεται·
κι ἔτρεμεν ἡ ψυχὴ του μὴ τυχὸν
χαλάσει τὴν καλούτσικην ἐντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τὰ ἑλληνικά,
κι οἱ Ἀλεξανδρινοὶ τὸν πάρουν στὸ ψιλό,
ὡς εἶναι τὸ συνήθειό τους, οἱ ἀπαίσιοι.
Γι’ αὐτὸ καὶ περιορίζονταν σὲ λίγες λέξεις,
προσέχοντας μὲ δέος τὲς κλίσεις καὶ τὴν προφορά·
κι ἔπληττεν οὐκ ὀλίγον ἔχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.