«Κερδίσαμε, ἀγαπημένε Ἀτίλιε, τόν κόσμο μέ τίς λεγεῶνες μας, ἀλλά θά μπορέσωμε νά τόν κρατήσωμε μονάχα μέ τήν πολιτική τάξη πού θά τοῦ προσφέρωμε. Διώξαμε τόν πόλεμο στίς παρυφές τῆς γῆς. Ἀπό τόν Περσικό κόλπο ὡς τή Μαυριτανία, ἀπό τή γῆ τῶν Αἰθιόπων ὡς τήν Καληδονία ἀδιατάρακτη βασιλεύει ἡ ρωμαϊκή εἰρήνη. Δύσκολο φαίνεται νά ἐξηγήσει κανείς, πῶς μία πόλη ἔφτασε νά κυβερνᾶ τήν οἰκουμένη. Μέσα στούς λόγους ὅμως πού θά ἀναφέρονταν γιά μία τέτοια ἐξήγηση, θά ἔπρεπε νά ἦταν πρῶτος ἐτοῦτος· καταλάβαμε καθαρά καί ἔγκαιρα πώς ὑποτάσσοντας τούς λαούς, ἀναλαμβάνομε μίαν εὐθύνη γιά τήν εὐημερία τους.
Τούτη ἡ συνείδηση τῆς εὐθύνης διακρίνει τούς βαρβάρους κατακτητές ἀπό τούς κοσμοκράτορες. Μονάχα ὁ Ἀλέξανδρος πρίν ἀπό μᾶς εἶχε τή συνείδηση τούτης τῆς εὐθύνης. Εὐτυχῶς γιά τή δόξα τῆς Ρώμης πέθανε νέος, γιατί ἀλλιῶς θά ἤτανε οἱ ἕλληνες σήμερα οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου. Ἀλλοίμονο στούς λαούς ὅταν τίς προσπάθειές τους τίς ἐνσαρκώνουν μονάχα σέ μονωμένα ἄτομα πού περνοῦν καί ὄχι σέ ἀνθρώπινες κοινότητες, σέ θεσμούς, πού ἀντέχουν στή ροή τῶν πραγμάτων καί σηκώνουν ἄνετα τόν ὄγκο τῶν πολύχρονων ἔργων. Ἔχομε τή σοφία νά μή θέλωμε νά εἴμαστε δυσβάσταχτοι ἐκμεταλλευτές τῶν λαῶν πού ὑποτάχτηκαν στήν ἐξουσία μας.
Καταλάβαμε πώς μία τέτοια ἐκμετάλλευση καταντάει ζημιά καί ἀνησυχία δαπανηρή, ὅταν ξεπερνάει τό πρεπούμενο μέτρο. Καί μάλιστα ὅσο πιό πολύ ἐκτείνεται ἡ ἐξουσία, ὅσο πιό πολύ ἀραιώνουν οἱ φρουρές καί αὐξαίνει ἡ δυσαναλογία τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀρχόντων καί τῶν ἀρχομένων, τόσο ἡ ἐκμετάλλευση πρέπει νά γίνεται πιό ἀνεπαίσθητη, ἕνας ἐλαφρύς τόκος πού οἱ λαοί μᾶς πληρώνουν γιά τήν τάξη καί τήν εἰρήνη πού τούς ἐξασφαλίζουμε. Ἀλλά δέ φτάνει νά τούς χαρίζωμε εἰρήνη καί τάξη, γιατί αὐτά εἶναι ἀρνητικά στοιχεῖα, εἶναι ὅροι, δέν ἀποτελοῦν τήν οὐσία τῆς εὐδαιμονίας τῶν ἀνθρώπων. Πρέπει νά προάγωμε τήν ὑλική εὐημερία τῶν λαῶν μας. Πρέπει μέ τήν ὑπερέχουσα τεχνική μας νά τούς κατασκευάζωμε ὑδραγωγεῖα καί αἰωνόβιους δρόμους, λιμάνια, γιοφύρια καί ἄλλα ἔργα πού κάνουν τή ζωή τῶν ἀνθρώπων πιό ἄνετη καί πιό εὔκολη. Θά ἔπρεπε ἀκόμη καί τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ποίησης τά δῶρα νά σκορπούσαμε στίς χῶρες πού κυβερνοῦμε.
Τό μέγα ὅμως τοῦτο ἔργο εἴμαστε ἄξιοι νά τό κάνωμε μόνο στίς δυτικές ἐπαρχίες, γιατί ἐκεῖ πού βρίσκεσαι ἐσύ, οἱ ἕλληνες τό ἐπιτελοῦν ἀκόμη σήμερα καλλίτερα ἀπό μᾶς. Ἄς ἐπαναλάβωμε καί ἐμεῖς τή δυσάρεστην ὁμολογία τοῦ Ὁράτιου Φλάκκου: Graecia capta, ferum victorem cepit, et artes Intulit agresti Latio. …O ἕλληνας εἶναι πιό ἐγωιστής ἀπό μᾶς καί συνεπῶς καί ἀπό ὅλα τά ἔθνη τοῦ κόσμου. Τό ἄτομό του εἶναι «πάντων χρημάτων μέτρον» κατά τό ρητό τοῦ Πρωταγόρα. Ἀδέσμευτο, αὐθαίρετο, καί ἀτίθασο, ἀλλά καί ἀληθινά ἐλεύθερο ὀρθώνεται τό ἐγώ τῶν ἑλλήνων. Χάρις σέ αὐτό σκεφθήκανε πηγαία, πρῶτοι αὐτοί, ὅσα ἐμεῖς ἀναγκαζόμαστε σήμερα νά σκεφθοῦμε σύμφωνα μέ τή σκέψη τους. Χάρις σέ αὐτό βλέπουν μέ τά μάτια τους καί ὄχι μέ τά μάτια ἐκείνων πού εἶδαν πρίν ἀπ΄ αὐτούς. Χάρις σέ αὐτό ἡ σχέση τους μέ τό σύμπαν, μέ τά πράγματα καί τούς ἀνθρώπους δέν μπαγιατεύει, ἀλλά εἶναι πάντα νέα, δροσερή καί τό κάθε τι, χάρις σέ αὐτό τό ἐγώ, ἀντιχτυπάει σάν πρωτοφανέρωτο στήν ψυχή τους.
Εἶναι ὅμως καί τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ πηγή τοῦτο τό χάρισμα. Τό ἴδιο «ἐγώ» πού οἰκοδομεῖ τά ἰδανικά πολιτικά συστήματα, αὐτό διαλύει καί τίς πραγματικές πολιτεῖες τῶν Ἀνθρώπων. Καί ἤρθανε οἱ καιροί ὅπου ὁ ἑλληνικός ἐγωισμός ξέχασε τήν τέχνη πού οἰκοδομεῖ τούς ἰδανικούς κόσμους, ἀλλά δέν ξέχασε τήν τέχνη πού γκρεμίζει τίς πραγματικές πολιτεῖες.
Καί ἐμεῖς τούς συναντήσαμε, καλέ Ἀτίλιε, σέ τέτοιους καιρούς καί γι΄ αὐτό ἡ κρίση μας γι΄ αὐτούς συμβαίνει νά εἶναι τόσο αὐστηρή, πού κάποτε καταντάει ἄδικη. Ἀλλά καί πῶς νά μήν εἶναι; Ἡ μοίρα μᾶς ἔταξε νομοθέτες τοῦ κόσμου καί τό ἑλληνικό ἄτομο περιφρονεῖ τό νόμο. Δέν παραδέχεται ἄλλη κρίση δικαίου παρά τήν ἀτομική του, πού δυστυχῶς στηρίζεται σέ ἀτομικά κριτήρια. Ἀπορεῖς πῶς ἡ πατρίδα τῶν πιό μεγάλων νομοθετῶν ἔχει τόση λίγη πίστη στό νόμο. Καί ὅμως ἀπό τέτοιες ἀντιθέσεις πλέκεται ἡ ψυχή τῶν ἀνθρώπων καί ἡ πορεία τῆς ζωῆς των. Σπάνια οἱ ἕλληνες πείθονται «τοῖς κείνων ρήμασι». Πείθονται μόνο στά ρήματα τά δικά τους καί ἤ ἀλλάζουν τούς νόμους κάθε λίγο, ἀνάλογα μέ τά κέφια τῆς στιγμῆς ἤ ὅταν δέν μποροῦν νά τούς ἀλλάξουν, τούς ἀντιμετωπίζουν σάν ἐχθρικές δυνάμεις καί τότε μεταχειρίζονται ἐναντίον τους ἤ τή βία ἤ τό δόλο. Ἀ! τόσο τή χαίρεται ὁ ἕλληνας τήν εὔστροφη καταδολίευσή τους, τούς σοφιστικούς διαλογισμούς πού μεταβάλλουν τούς νόμους σέ ράκη!
Ὁ ἕλληνας ἔχει πιό ἀδύνατη μνήμη ἀπό μᾶς ἔχει λιγότερη συνέχεια στόν πολιτικό του βίο. Εἶναι ἀνυπόμονος καί κάθε λίγο, μόλις δυσκολέψουν κάπως τά πράγματα, ἀποφασίζει ριζικές μεταρρυθμίσεις. Θές νά σαγηνέψεις τήν ἐκκλησία τοῦ δήμου σέ μία πόλη ἑλληνική; Πές τους: «Σᾶς ὑπόσχομαι ἀλλαγή». Πές τους: «Θά θεσπίσω νέους νόμους». Αὐτό ἀρκεῖ. μέ αὐτό χορταίνει ἡ ἀνυπομονησία του, τό ἁψίκορο πάθος του. Τί φαεινές συλλήψεις θά βρεῖς μέσα σέ αὐτά τά ἑλληνικά δημιουργήματα τῆς ἰδιοτροπίας τῆς στιγμῆς!
Ἐμεῖς δειλά-δειλά καί μόνο μέ τό χέρι τοῦ πραίτορα τολμήσαμε, διολισθαίνοντας μέσα στούς αἰῶνες, νά ξεφύγουμε ἀπό τούς ἄκαμπτους κλοιούς τῆς Δωδεκαδέλτου μας, καί πάλι διατηρώντας ὅλους τοὺς τύπους, ὅλα τά ἐξωτερικά περιβλήματα. Τούτη ἡ ὑποκρισία τῶν μορφῶν, ὅταν ἡ οὐσία ἀλλάζει, δείχνει πόση εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη μας μπρός σέ κάθε τι πού εἶναι θεσμός καί ἔθος καί παράδοση, πόσο τό παρελθόν καί ἡ συνέχειά του βαραίνουν στήν πορεία μας καί πόσο δίκαια ἀντέχομε αἰῶνες ἐκεῖ πού οἱ ἕλληνες ἐκάμθησαν σέ δεκαετηρίδες.
Οἱ ἕλληνες λίγα πράγματα σέβονται καί σπάνια ὅλοι τους τά ἴδια. Καί πρός καλοῦ καί πρός κακοῦ στέκουν ἀπάνω ἀπό τά πράγματα. Γιά νά κρίνουν ἄν ἕνας νόμος εἶναι δίκαιος, θά τόν μετρήσουν μέ τό μέτρο τῆς προσωπικῆς των περίπτωσης, ἀκόμα καί ὅταν ὑπεύθυνα τόν κρίνουν στήν ἐκκλησία ἤ στό δικαστήριο. O ἕλληνας ζητεῖ ἀπό τό νόμο δικαιοσύνη γιά τή δική του προσωπική περίπτωση. Ἄν τύχη καί ὁ νόμος, δίκαιος στήν ὁλότητά του, καί δέν ταιριάζει σέ λίγες περιπτώσεις, ὅπως ἡ δική του, δέν μπορεῖ αὐτό νά τό παραδεχτῆ. Καί ἐν τούτοις τετρακόσια χρόνια τώρα τό διακήρυξε ὁ μεγάλος τους Πλάτων, πώς τέτοια εἶναι ἡ μοίρα καί ἡ φύση τῶν νόμων. Πὼς ἄλλο νόμος καί ἄλλο δικαιοσύνη. Τό διακήρυξε καί ὁ Σταγειρίτης, χωρίζοντας τό δίκαιο ἀπό τό ἐπιεικές. Ἀλλά δέν τ΄ ἀκούει αὐτά ὁ ἕλληνας! Δέ δέχεται νά θυσιάσει τή δική του περίπτωση, τό δικό του ἐγώ σ΄ ἕνα νόμο σκόπιμο, καί δίκαιο στή γενικότητά του.
Ἔτσι εἶναι οἱ πολλοί στίς πόλεις πού πρόκειται τώρα νά διοικήσεις, ἔτσι διαφορετικοί, ἄν ὄχι ἀπό μᾶς, ὅμως ἀπό τούς πατέρες μας, πού θεμελίωσαν τό μεγαλεῖο τήν παλιᾶς, τῆς ἀληθινῆς μας δημοκρατίας. Ὅσο περνοῦν οἱ αἰῶνες τόσο κι ἐμεῖς καί οἱ λαοί πού κυβερνοῦμε γινόμαστε περισσότερο ἀτομιστές, ὡς πού μία μέρα νά μαραθοῦμε ὅλοι μαζί μέσα στή μόνωση τῶν μικρῶν ἑαυτῶν μας. Νομίζω πώς οἱ ἕλληνες ἀπάνω στούς ὁποίους ἐσύ τώρα ἄρχεις εἶναι πρωτοπόροι σέ αὐτόν τό θανάσιμο κατήφορο. Δέ σοῦ ἔκανε κιόλας ἐντύπωση, καλέ μου Νάβιε, ἡ ἀδιαφορία τοῦ ἕλληνα γιά τό συμπολίτη του; Ὄχι πώς δέ θά τοῦ δανείσει μία χύτρα νά μαγειρέψει, ὄχι πώς ἄν τύχη μία ἀρρώστια δέ θά τόν γιατροπορέψη, ὄχι πώς δέν τοῦ ἀρέσει νά ἀνακατεύεται στίς δουλειές τοῦ γείτονα, γιά νά τοῦ δείξει μάλιστα τήν ἀξιοσύνη του καί τήν ὑπεροχή του. Σέ τέτοιες περιπτώσεις βοηθάει ὁ ἕλληνας περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον. Βοηθάει πρόθυμα καί τόν ξένο, μέ τήν ἰδέα μάλιστα, πού χάρις στούς μεγάλους στωϊκούς, πάντα τόν κατέχει, μιᾶς πανανθρώπινης κοινωνίας. Τοῦ ἀρέσει νά δίνη στόν ἀσθενέστερο, στό ἀβοήθητο. Εἶναι καί αὐτό ἕνας τρόπος ὑπεροχῆς.
Λέγοντας πώς ὁ ἕλληνας ἀδιαφορεῖ γιά τόν πλησίον του, κάτι ἄλλο θέλω νά πῶ. Ἀλλά μοῦ πέφτει δύσκολο νά στό ἐξηγήσω. Θά ἀρχίσω μέ παραδείγματα, πού, ἄν προσέξεις, ἀνάλογα θά δεῖς καί ἐσύ ὁ ἴδιος πολλά μέ τά μάτια σου. Ἀκόμη ὑπάρχουνε ποιητές πολλοί καί τεχνίτες στίς μεγάλες πόλεις τῆς Ἑλλάδας. Πλησίασέ τους, καθώς εἶναι χρέος σου, καί πές μου ἄν ἄκουσες κανέναν ἀπ΄ αὐτούς ποτέ νά ἐπαινῆ τόν ὁμότεχνό του. Δέ χάνει τόν καιρό του σέ ἐπαίνους τῶν ἄλλων ὁ ἕλληνας. Δέ χαίρεται τόν ἔπαινο. Χαίρεται ὅμως τόν ψόγο καί γι΄ αὐτόν βρίσκει πάντα καιρό.
Γιά τήν κατανόηση, τήν ἀληθινή, αὐτήν πού βγαίνει ἀπό τή συμπάθεια γι΄ αὐτό πού κατανοεῖς, δέ θέλει τίποτα νά θυσιάσει. Τό κίνητρο τῆς δικαιοσύνης δέ τόν κινεῖ γιά νά ἐπαινέση ὅ,τι ἀξίζει τόν ἔπαινο. Ὄχι πού δέν θά ἤθελε νά εἶναι δίκαιος, ἀλλά δέν ἀντιλαμβάνεται κἄν τήν ἀδικία πού κάνει στόν ἄλλο. Ἀλλοῦ κοιτάζει. Θαυμάζει ὅ,τι εἶναι ὁ δικός του κόσμος. Κάθε ἄλλον τόν ὑποτιμᾶ. Ὅταν ἕνας πολίτης ἄξιος δέν ἀναγνωρίζεται κατά τήν ἀξία του, λέει ὁ ἕλληνας: “ἀφοῦ δέν ἀναγνωρίζομαι ἐγώ ὁ ἀξιώτερός του, τί πειράζει ἄν αὐτός δέν ἀναγνωρίζεται;” Ὁ ἐγωκεντρισμός ἀφαιρεῖ ἀπό τόν ἕλληνα τή δυνατότητα νά εἶναι δίκαιος. Καί αὐτό ἐννοοῦσα λέγοντας πώς ὁ ἕλληνας ἀδιαφορεῖ γιά τόν πλησίον του. Τό πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ τόν ἐμποδίζει νά ἀσχολεῖται μέ τόν ἄλλο, νά συνεργάζεται μαζί του. Καί φυσικά ἀπό τήν ἔλλειψη τούτη τῆς ἀλληλεγγύης ματαιώνονται στίς ἑλληνικές κοινωνίες οἱ κοινές προσπάθειες. Ἡ δράση τοῦ ἕλληνα κατακερματίζεται σέ ἀτομικές ἐνέργειες, πού συχνά ἀλληλοεξουδετερώνονται καί συγκρούονται.
Κάποτε καί τούς νεκρούς ἀκόμα, ὅπου θάλεγε κανείς πώς φθόνος δέ χωρεῖ, τούς ἀφήνουν ἀτίμητους οἱ ἕλληνες, γιατί δέ βρίσκουν μέσα τους τή διάθεση νά θυσιάσουν κάτι ἀπό τό νοῦ καί τήν καρδιά τους γιά ἕνα τέτοιο ἔργο δικαιοσύνης. Μόνο ὁ ἡδονισμός τοῦ μίσους μπορεῖ νά τούς κάνει τυμβωρύχους. Τό ἐγώ -τό τρομερό αὐτό ἐγώ- τό πάντα γυρισμένο πρός τόν ἑαυτό του, γιά νά ὑψωθῆ, ταπεινώνει καί τούς νεκρούς καί ἐκδικεῖται ἀκόμη καί γιά τήν περασμένη του δόξα.
Μόνο ὅταν δημιουργηθοῦν συμφέροντα πού συμβαίνει νά εἶναι κοινά σέ πολλά ἄτομα μαζί, βλέπεις τή συναδέλφωση καί τήν ἀλληλεγγύη. Πολύ σπάνια γιά τήν προάσπιση κοινῶν ἰδανικῶν. Κοινά ἰδανικά σχεδόν δέν ὑπάρχουν. Στόν κάθε ἕλληνα τά ἰδανικά εἶναι ἀτομικά. Γι΄ αὐτό οἱ πολιτικές των φατρίες εἶναι φατρίες συμφερόντων. Καί τό ἰδανικό του κάθε ἡγέτη εἶναι ὁ ἑαυτός του.
Ἐδῶ καί δύο βδομάδες σοῦ ἔγραφα γιά τό φυγόκεντρον ἐγωισμό τῶν ἑλλήνων. Δέ θυμᾶμαι ὅμως ἄν σοῦ ἔγραψα τό χειρότερο. Κινημένος ἀπό τήν ἴδια αὐτήν ἐγωπάθεια, τή ρίζα αὐτήν κάθε ἑλληνικοῦ κακοῦ, -ἄς βοηθήσουν οἱ θεοί νά μή γίνη καί τῶν δικῶν μας δεινῶν ἡ μολυσμένη πηγή- ὁ ἕλληνας δέ συχωρνάει στό συμπολίτη του καμμιά προκοπή. Ὅποιον τόν ξεπεράση, ὁ ἕλληνας τόν φθονεῖ μέ πάθος. Καί ἄν εἶναι στό χέρι του νά τόν γκρεμίση ἀπό ἐκεῖ πού ἀνέβηκε, θά τό κάνη. Μά τό πιό σπουδαῖο, γιά νά καταλάβης τόν ἕλληνα, εἶναι νά σπουδάσης τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐκδηλώνει τό φθόνο του, τόν τρόπο πού ἐφεῦρε γιά νά γκρεμίζη καλλίτερα. Εἶναι ἕνας τρόπος πιό κομψός ἀπό τό δικό μας, γέννημα σοφιστικῆς εὐστροφίας καί διανοητικῆς δεξιοτεχνίας. Δέν τοῦ ἀρέσει ἡ χονροκομμένη δολοφονία στούς διαδρόμους τοῦ Παλατιοῦ, ἀλλά ἡ λεπτοκαμωμένη συκοφαντία, ἕνα εἶδος ἀναίμακτου ἠθικοῦ φόνου, ἑνός φόνου διακριτικότερου καί ἐντελέστερου, πού ἀφήνει τοῦ δολοφονημένου τή σάρκα σχεδόν ἀνέπαφη, νά περιφέρη τήν ἀτίμωση καί τή γύμνια της στούς δρόμους καί στίς πλατεῖες.
Διότι καί τή συκοφαντία, ἀγαπητέ μου, τήν ἔχουν ἀναγάγει σέ τέχνη οἱ θαυμάσιοι, οἱ φιλότεχνοι ἕλληνες, οἱ πρῶτοι δημιουργοί τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ λόγου. Τό νά ἐπινοήσης ἕνα ψέμα γιά κάποιον καί νά τό διαλαλήσης, αὐτό εἶναι κοινότυπο καί ἄτεχνο. Σέ πιάνει ὁ ἄλλος ἀπό τό αὐτί καί σέ ἀποδείχνει εὔκολα συκοφάντη καί σέ ἐξευτελίζει. Ἡ τέχνη εἶναι νά συκοφαντῆς, χωρίς νά ἐνσωματώνεις πουθενά ὁλόκληρη τή συκοφαντία, μόνο νά τήν ἀφήνεις νά τή συνάγουν οἱ ἄλλοι ἀπό τά συμφραζόμενα καί ἔτσι ἀσυνείδητα νά ὑποβάλλεται σέ ὅποιον τήν ἀκούει. Ἡ τέχνη, εἶναι νά βρίσκης τό διφορούμενο λόγο, πού ἅμα σέ ρωτήσουν γιατί τόν εἶπες, νά μπορῆς νά πῆς πώς τόν εἶπες μέ τήν καλή σημασία, καί πάλι ἐκεῖνος πού τόν ἀκούει νά αἰσθάνεται πώς πρέπει νά τόν ἐννοήση μέ τήν κακή του σημασία. Αὐτό εἶναι τό ἀγχέμαχο ὅπλο μέ τό ὁποῖο πολεμάει ὁ ἕλληνας τόν ἕλληνα, ὁ ἡγέτης τόν ἡγέτη, ὁ φιλόσοφος τό φιλόσοφο, ὁ ποιητής τόν ποιητή, ἀλλά καί ὁ ἀνάξιος τόν ἄξιο, ὁ οὐσιαστικά ἀδύνατος τόν οὐσιαστικά δυνατό. Ἄν καί ξένος, θά δοκιμάσης τήν αἰχμή τούτου τοῦ ὅπλου καί ἐσύ ὅπως τή δοκίμασα καί ἐγώ. Θά ἀπορήσης σέ τί κοινωνική περιωπή βάζουν οἱ ἕλληνες τούς δεξιοτέχνες τῆς συκοφαντίας, πῶς τούς φοβοῦνται οἱ πολλοί καί ἀγαθοί, πῶς τούς ὑπολήπτονται οἱ χρησιμοθῆρες καί πῶς γλυκομίλητα τοὺς χαιρετοῦν ὅταν τούς συναντοῦν στίς στοές καί στήν ἀγορά.
Τό ἀνυπόταχτο σέ κάθε πειθαρχία, ἡ περιφρόνηση τῶν ἄλλων καί ὁ φθόνος, ἡ ἀρρωστημένη διόγκωση τῆς ἀτομικότητας, σπρώχνουν σχεδόν τόν κάθε ἕλληνα νά θεωρῆ τόν ἑαυτό του πρῶτο μέσα στούς ἄλλους. Ἀδιαφορώντας γιά ὅλους καί γιά ὅλα, παραβλέποντας ὅ,τι γίνηκε πρίν καί ὅ,τι γίνεται γύρω του, ἀρχίζει κάθε φορὰ ἀπό τήν ἀρχή καί δέν ἀμφιβάλλει πώς πορεύεται πρῶτος στό δρόμο τό σωστό. Ταλαιπωρεῖ ἀπό αἰῶνες τήν ἑλληνική ζωή ἡ ὑπέρμετρη ἐμπιστοσύνη τοῦ ἕλληνα στήν προσωπική του γνώμη καί στίς προσωπικές του δυνατότητες.
Παρά νά ὑποβάλη τή σκέψη του στή βάσανο μιᾶς ὁμαδικῆς συζήτησης, προτιμάει νά ριψοκινδυνεύση μέ μόνες τίς προσωπικές του δυνάμεις. Πρόσεξε τίς συσκέψεις τῶν ἡγετῶν τῶν πολιτικῶν τους μερίδων μέ τούς δῆθεν φίλους των καί θά δῆς ὅτι οἱ περισσότερες εἶναι προσχήματα. Ὁ ἡγέτης λέει τή γνώμη του, βελτιώνει τή διατύπωσή της μέ τίς πολλές ἐπαναλήψεις χωρίς οὔτε νά περιμένη, οὔτε νά θέλη καμμίαν ἀντιγνωμία. Καί οἱ φίλοι του τό ξέρουν αὐτό καλά καί συχνάζουν σέ αὐτές τίς συσκέψεις ἤ γιά νά μάθουν τά νέα τῆς ἡμέρας ἤ γιά νά βροῦν εὐκαιρία νά κολακεύσουν τόν ἡγέτη.
Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ὁ ἕλληνας πολιτικός ἀνακυκλώνεται μόνος του μέσα στίς δικές του σκέψεις, γιατί πιστεύει πώς αὐτές ἀρκοῦν γιά τό ἔργο του ἤ, τό χειρότερο, γιατί ἡ χρησιμοποίηση καί τῶν ἄλλων στήν ἐκτέλεσή του, θά περιώριζε τήν κυριότητά του ἀπάνω στό ἔργο. Θά τό ἔκανε, περισότερο τέλειο, ἀλλά λιγότερο δικό του. Καί ἐκεῖνο πού προέχει γιά τόν ἕλληνα δέν εἶναι τό πρῶτο, ἀλλά τό δεύτερο. Ἔτσι σέ πρώτη μοίρα ἔρχεται ἡ τιμή τοῦ ἐγώ καί σέ δεύτερη ἡ ἀξία τοῦ ἔργου. Αὐτή εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ πολιτικοῦ ἤθους πού θά παρατηρήσης στούς ἕλληνες δημόσιους ἄνδρες, πού κατά τά ἄλλα καί πιό ὑψηλόφρονες εἶναι καί πιό ἀδέκαστοι καί σχεδόν ὅλοι πιό φτωχοί ἀπό τούς σύγχρονους δικούς μας.
Οἱ παλιοί ὅμως ρωμαῖοι, αὐτοί κατεῖχαν τήν ἀρετή τῆς μετριοφροσύνης πού ἀπουσιάζει καί ἀπουσίασε πάντα ἀπό τήν ἑλληνική πολιτική ζωή καί γι΄ αὐτό τότε κατορθώσανε, ἄν καί σέ τόσα καθυστερημένοι, νά πάρουν τήν κοσμοκρατορία ἀπό τά χέρια τῶν ἑλλήνων. Γιατί, βλέπεις, τούτη ἡ μοιραία γιά τήν τύχη τῶν ἑλλήνων ἐγωπάθεια φέρνει καί ἕνα ἄλλο χειρότερο δεινό: ὅπου βασιλεύει, τά ἔργα σχεδιάζονται πάντα μέσα στά στενά ὅρια τῆς ἀτομικότητας, σύντομα καί βιαστικά, γιά νά συντελεσθοῦν ὅλα, πρίν τό πρόσωπο ἐκλείψη.
Ἡ πολιτική ὅμως πού θεμελιώνει τίς μεγάλες πολιτεῖες δέ σηκώνει οὔτε βιασύνη οὔτε συντομία. Σχεδιάζεται σέ ἔκταση αἰώνων. Δέν προσδένεται σέ ἄτομα, ἀλλά σέ ὁμάδες προσώπων, σέ διαδοχικές γενεές. Στήν ἐκτύλιξή της ἐξαφανίζεται τό ἐφήμερο ἄτομο καί παίρνουν τήν πρώτη θέση, διαρκέστερες ὑποστάσεις, λαοί, οἰκογένειες, πολιτικές μερίδες ἤ κοινωνικές τάξεις. Τά ἑδραῖα πολιτικά ἔργα μέσα στήν ἱστορία εἶναι ὑπερπροσωπικά. Καί δυστυχῶς οἱ ἕλληνες μόνο σέ προσωπικά ἔργα ἐπιδίδονται μέ ζῆλο. Γι΄ αὐτό ἤ δέ φτάνουν ὡς τήν τελείωση ἑνός ἄξιου πολιτικοῦ ἔργου ἤ ὅταν φτάσουν, φέρνει μέσα του τό ἔργο τους τό ἴδιο, τό σπέρμα τῆς φθορᾶς. Καί αὐτό εἶναι δίκαιο. Γιατί σκοπός τῶν ἑλλήνων εἶναι ἡ πρόσκαιρη λάμψη τοῦ πρόσκαιρου ἀτόμου, ὄχι ἡ μόνιμη ἀπρόσωπη εὐόδωση τοῦ ἔργου τοῦ ἴδιου.
Ἔπρεπε ἐξαιρετικά εὐνοϊκές περιστάσεις νά συντρέξουν μέ τή μεγαλοφυΐα τοῦ Ἀλέξανδρου τοῦ Μακεδόνα γιά νά ἀποκτήσουν γιά λίγα χρόνια οἱ ἕλληνες μία κυρίαρχη πολιτική θέση στήν οἰκουμένη. Ἀλλά καί ἐκεῖ τό ἔργο, στηριγμένο σ΄ ἕνα πρόσωπο, ὄχι σέ μίαν κοινότητα ἀνθρώπων, οὔτε σέ μία πολύχρονη παράδοση, μόλις ἐξαφανίστηκε ὁ δημιουργός, διαλύθηκε μέσα στά χέρια τῶν ἴδιων ἐκείνων ἀνθρώπων, πού, ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ζοῦσε, στάθηκαν οἱ ἀπαραίτητοι συντελεστές του. Ἀλλά τό ἔργο, βλέπεις, δέν ἦταν δικό τους. Δέν τούς εἶχε κάνει ὁ αὐταρχικός ἡγέτης κοινωνούς στήν τιμή τοῦ ἔργου, ἀλλά θῆτες τοῦ γιγάντιου ἐγωισμοῦ του.
Ποτέ, μά ποτέ δέ θέλησα νά σοῦ πῶ, ὅτι λείπει ἡ πολιτική σκέψη στήν Ἑλλάδα. Ἀπεναντίας πιστεύω πώς ἀφθονεῖ, περισσότερο μάλιστα ἀπό ὅ,τι φαντάζεται ὅποιος βλέπει τά πράγματα ἀπ΄ ἔξω. Μόνο πού δέν μᾶς εἶναι αἰσθητή ἡ παρουσία της, γιατί οἱ ἄνδρες πού τή κατέχουν φθείρονται ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο σέ μίαν ἀδιάκοπη, πεισματική καί τό πιό συχνά μάταιη σύγκρουση. Ἄν λείπει κάτι τῶν ἑλλήνων πολιτικῶν δέν εἶναι οὔτε ἡ δύναμη τῆς σκέψης, οὔτε ἡ ἀγωνιστική διάθεση. Στό χαρακτήρα, στό ἦθος φωλιάζει ἡ ἀρρώστια. Φωλιάζει στήν ἄρνησή τους νά δεχθοῦν νά ἐξαφανίσουν τό ἄτομό τους γιά τήν εὐόδωση ἑνός ὁμαδικοῦ ἔργου.
Δέν κρίνουν ποτέ μέ δικαιοσύνη τό συναγωνιστή τους καί γι΄ αὐτό δέν ὑποτάσσονται ποτέ στήν ὑπεροχή του. Δέν ἔχουν τήν ὑπομονή, μέσα στόν κύκλο τῶν ἰσότιμων, νά περιμένουν μέ τήν τάξη τοῦ κλήρου ἤ τῆς ἡλικίας τὴν σειρά τους. Ἔτσι διασπαθίζοντας τή δύναμή του καί τίς ἀρετές του σέ περιττούς ἀγῶνες κατάντησε ὁ λαός μέ τήν ὑψηλότερη καί τήν πλουσιώτερη στή θεωρία πολιτική σκέψη, νά μείνη τόσο πίσω ἀπό μᾶς στίς πρακτικές πολιτικές του ἐπιδόσεις.
Τά δεινά, ὅσα ὑποφέρανε ὡς τά σήμερα οἱ ἕλληνες, μά θαρρῶ καί ὅσα θά ὑποφέρουν στό μέλλον μίαν ἔχουν κύρια καί πρώτη πηγή, τήν φιλοπρωτία, τή νόμιμη θυγατέρα τοῦ τρομεροῦ των ἐγωισμοῦ. Μοῦ γράφεις πώς αὐτό συμβαίνει καί ἀλλοῦ καί πρό παντός σ΄ ἐμᾶς. Ἡ διαφορά, καλέ μου φίλε, ἔγκειται στό μέτρο καί στήν ἔνταση τῆς φιλοπρωτίας. Βέβαια καί ἐμεῖς σήμερα δέν ὑστεροῦμε. Ἀλλά τήν ἐποχή πού θεμελιώνονταν τό μεγαλεῖο της Ρώμης δέν εἶχαν ὑπερβῆ οἱ δικοί μας τό πρεπούμενο μέτρο. Ὑποτάσσονταν στό κοινό νόμο καί στούς γενικούς σκοπούς τῆς πολιτείας, ἐνῶ οἱ ἕλληνες τό ξεπέρασαν πρίν προφτάσουν νά στεριώσουν τή δύναμή τους στήν οἰκουμένη. Ὅσο ὅμως αὐστηρότερος καί ἄν θέλω νά εἶμαι, καθώς εἶναι χρέος μου, γιά μᾶς τούς ρωμαίους, δέν ξέρω ἄν μεταξύ τῶν ρωμαίων, καί σήμερα ἀκόμα, ὑπάρχουν τόσοι φανατικοί καί ἀδίστακτοι στό κυνήγημα τῶν τιμῶν, ὅσοι ὑπήρξανε μεταξύ τῶν ἑλλήνων στούς ἐνδοξώτερούς των αἰῶνες.
Μήπως ὅμως ὑπερβάλλω, καλέ μου φίλε; Μήπως βλέπω τό θαυμαστό γένος τῶν ἑλλήνων μέ τά μάτια τῆς γεροντικῆς κακίας; Μά εἶναι χρόνια τώρα πού μέ τό λυχνάρι καί μέ τοῦ ἥλιου τό φῶς διαβάζω Ἀριστοφάνη, Δημοσθένη, Εὐριπίδη, Θεόφραστο, Ἐπίκουρο, Ζήνωνα, Χρύσιππο καί ὅλο καί βεβαιώνομαι περισσότερο πώς δέν εἶμαι μόνος στόν τρόπο πού τούς κρίνω. Ὄχι, φίλε μου, δέ βλέπω πώς εἶμαι ἄδικος ὅταν λέγω πώς πρόθεσή τους συνήθως δέν εἶναι νά ξεπεράσουν σέ ἀξιότητα ἤ καί σέ καλή φήμη τόν ἀντίπαλό τους, ἀλλά νά τόν κατεβάσουν στά μάτια τοῦ κόσμου κάτω ἀπό τή δική τους θέση, ὅποια καί ἄν εἶναι. Τήν ἀρχαίαν «ὕβριν» των (Σημ. ἡ λέξη στό πρωτότυπο εἶναι γραμμένη μέ ἑλληνικά στοιχεῖα) τήν κατεβάσανε στό χαμηλότερο ἐπίπεδο!
Κάποτε μέ τούτην τήν ἰσοπέδωση πρός τά κάτω νομίζουν πώς ἐπαναφέρουν τό πολίτευμά τους στήν ὀρθή του βάση. Μάταια ξεχώρισε ὁ μεγάλος Σταγειρίτης τή «δημοκρατία» (Σημ. τήν παρεκβατική δημοκρατία, δηλ. τήν ὀχλοκρατία) ἀπό τήν «πολιτεία» (Σημ. τήν ὀρθή δημοκρατία). Ἡ θέλησή τους γιά ἰσότητα, ἅμα τήν ἀναλύσης, θά δῆς ὅτι δέν ἀπορρέει ἀπό τήν ἀγάπη τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά ἀπό τό φθόνο τῆς ὑπέρτερης ἀξίας. “Μιὰ πού ἐγώ”, λέει ὁ ἕλληνας, “δέν εἶμαι ἄξιος νά ἀνεβῶ ψηλότερα ἀπό σένα, τότε τουλάχιστον καί ἐσύ νά μή ἀνεβῆς ἀπό μένα ψηλότερα. Συμβιβάζομαι μέ τήν ἰσότητα”. Συμβιβάζεται μέ τήν ἰσότητα ὁ ἕλληνας, γιατί τί τό ἄλλο εἶναι παρά συμβιβασμός νά πιστεύης ἀνομολόγητα πώς ἀξίζεις τήν πρώτη θέση καί νά δέχεσαι μίαν ἴση μέ τῶν ἄλλων. Μέσα του λοιπόν δέν ἀδικεῖ τόσο ὁ ἕλληνας, ὅσο πλανᾶται. Γεννήθηκε μέ τήν ψευδαίσθηση τῆς ὑπεροχῆς.
Καί ὕστερα θά συναντήσης καί μεταξύ τῶν ἑλλήνων τήν ἄλλη τήν ψευδαίσθηση πού τούς κάνει νά ὑπερτιμοῦνε τή μίαν ἀρετή πού ἔχουν καί νά ὑποτιμοῦνε τίς ἄλλες πού τούς λείπουν. Εἶδα δειλούς πού φαντάζονταν πώς μποροῦν νά ξεπεράσουν ὅλους μονάχα μέ τήν ἐξυπνάδα τους καί ἀνδρείους πού πίστευαν πώς φτάνει γιά νά ξεπεράσουν ὅλους ἡ ἀνδρεία τους. Εἶδα ἔξυπνους πού φαντάζονταν πώς δέ χρειάζεται γιά νά γίνουν πρῶτοι οὔτε ἐπιστήμη, οὔτε ἀρετή. Εἶδα κάτι σοφούς πού θέλαν νά σταθοῦν ἀπάνω καί ἀπό τούς ἔξυπνους καί ἀπό τούς ἀνδρείους μέ μόνη τήν ἐπιστήμη καί τή σοφία. Πόσο ἀλήθεια ἄμαθοι τῆς ζωῆς μπορεῖ νά εἶναι αὐτοί οἱ ἀφεντάδες τῆς γνώσης! Τί κακό μᾶς ἔκανε αὐτός ὁ Πλάτωνας! Πόσους δασκάλους πῆρε στό λαιμό του πού νομίσανε πώς εἶναι «ἄνδρες βασιλικοί»! (Σημ. μέ ἑλληνικά στοιχεῖα στό πρωτότυπο).
Μά εἶδα τέλος, ἀγαπητέ μου Νάβιε, καί κάτι ἐνάρετους, πού δέν τό χώνευαν νά μήν εἶναι πρῶτοι στήν πολιτεία, ἀφοῦ εἶταν πρῶτοι στήν ἀρετή. Καί βέβαια δέ στασίαζαν ὅπως οἱ βάναυσοι καί οἱ κακοί, ἀλλά ἤ ἀποσύρονταν σιωπηλοί καί ἀπογοητευμένοι στούς ἀγρούς των, ἀφήνοντας τό δῆμο στά χέρια τῶν δημαγωγῶν καί τῶν συκοφαντῶν, ἤ δηλητηριάζανε τήν ἴδια τους τήν ἀρετή καί τούς ὡραίους της λόγους μέ τήν πίκρα τῆς ἀποτυχίας των. Ὡσάν οἱ ἡγεσίες τῶν πολιτειῶν νά μήν ἦταν μοιραία ὑποταγμένες στίς ἰδιοτροπίες τῆς τύχης καί τοῦ χρόνου καί σέ λογῆς ἄλλους συνδυασμούς δυνάμεων πού συνεχῶς τίς ἀπομακρύνουν ἀπ΄ τήν ἰδεατή τους μορφή καί τίς παραδίνουν στά χέρια τῶν ἀναξίων ἤ τῶν μετρίων. Τέτοια εἶναι τά πάθη καί οἱ ἀδυναμίες πού φθείρουν τούς ἡγέτες τῶν ἑλληνικῶν πόλεων.
Ὅσο γιά τούς ὀπαδούς τῶν ἡγετῶν αὐτῶν, ἔχουν καί αὐτοί τήν ἰδιοτυπία τους στόν μακάριον ἐκεῖνον τόπο. Εἶναι ὀπαδοί, πραγματικοί ὀπαδοί, μόνο ὅσοι χάσαν ὁριστικά τήν ἐλπίδα νά γίνουν καί αὐτοί ἡγέτες. Ἔτσι θά παρατηρήσης πώς πιστοί ὀπαδοί εἶναι μόνο οἱ γεροντώτεροι ἀπό τόν ἡγέτη τους. Ἐλάχιστοι εἶναι ὀπαδοί ἀπό πίστη ἰδεολογική ἤ ἀπό πίστη στόν ἡγέτη. Οἱ πολλοί εἶναι πειθαναγκασμένοι ἀπό τά πράγματα γιατί ἀτύχησαν, γιατί βαρέθηκαν ἤ λιποψύχησαν. Γι΄ αὐτό εἶναι καί ὅλοι προσωρινοί, ἄπιστοι, ἐνεδρεύοντες ὀπαδοί, ὡς πού νά περάσει ἡ κακή ὥρα.
Μά καί αὐτοί πού μένουν καί ὅσο μένουν ὀπαδοί, προσπαθοῦν συνεχῶς νά ἀναποδογυρίσουν τήν τάξη τῆς ἡγεσίας καί νά διευθύνουν αὐτοί ἀπό τό παρασκήνιο τόν ἡγέτη. Γι΄ αὐτό καί βλέπεις τόσο συχνά νά εἶναι περιζήτητοι οἱ μέτριοι ἡγέτες, πού προσφέρονται εὐκολώτερα στήν παρασκηνιακήν ἡγεσία τῶν ὀπαδῶν των. Σέ πολλές περιπτώσεις δέν ἔχει σημασία νά ξέρης ποιός εἶναι ὁ ὀνομαστικός ἡγέτης μιᾶς πολιτικῆς μερίδας, ἀλλά ποιοί ἐκ τοῦ ἀφανοῦς τόν διευθύνουν. Βλέπεις, εἶναι μερικοί ἄνθρωποι πού δέν εἶναι προικισμένοι μέ τά χαρίσματα μέ τά ὁποῖα ἀποκτᾶς τά φαινόμενα τῆς ἡγεσίας, ἀλλά μόνο μέ ἐκεῖνα πού χρειάζονται γιά τήν οὐσία της, γιά τήν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας. Εἶναι ἀναγκασμένοι λοιπόν οἱ τέτοιοι νά περιορισθοῦν στό ρόλο τοῦ ὑποβολέα καί νά ἀφήνουν τούς ἄλλους, πού κατέχουν τά φαινόμενα, νά χαριεντίζωνται ἀπάνω στή σκηνή.
Δέ σοῦ κρύβω πώς μέ πείραξε ὁ λόγος σου, πώς δείχνομαι τάχα κακός καί ἄδικος μέ τούς ἕλληνες. Ἄς ἀρχίσω λοιπόν σήμερα τό γράμμα μου μέ ἕναν ἔπαινο γι΄ αὐτούς, γιά νά ξεπλύνω ἔτσι κάπως τή μομφή σου. Ὁ ἐγωισμός δέν κάνει τούς ἕλληνες μόνο κακούς πολίτες στήν ἀγορά, τούς κάνει καί καλούς στρατιῶτες στόν πόλεμο. Ἔχουν αἰώνων τρόπαια πού μέσα στή μνήμη τους γίνονται σὰ νόμοι ἄγραφοι καί ἐπιβάλλουν τήν περιφρόνηση τῆς κακουχίας καί τοῦ κινδύνου. Μή συγχέης τή διάλυση τῆς στρατιωτικῆς δύναμης, πού ἔχει ἀφορμή τίς ἐμφύλιες ἔριδες, μέ τήν ἀτομική γενναιότητα καθώς καί τήν πολεμική δεξιοτεχνία τῶν ἑλλήνων.
Μά καί δέν εἶναι μόνο στόν πόλεμο ὁ ἕλληνας γενναῖος καί ἄξιος μαχητής, ἀλλά καί στήν εἰρήνη. Ἀκριβῶς γιατί ἡ γενναιότητά του δέν εἶναι συλλογική, σάν τῶν περισσότερων λαῶν, ἀλλά ἀτομική, γι΄ αὐτό δέ φοβᾶται, καί ἐκεῖ πού βρίσκεται μόνος του, νά ριψοκινδυνεύη, στήν ξενητιά, στό παράτολμο ταξίδι, στήν ἐξερεύνηση τοῦ ἀγνώστου. Γι΄ αὐτό καί τόλμησε τέτοια πού ἐμεῖς δέ θά τολμούσαμε ποτέ καί θεμελίωσε γιά αἰῶνες ἀποικίες ἔξω ἀπό τίς στῆλες τοῦ Ἠρακλέους καί πέρα, μέσα στά χιόνια τῆς Σκυθίας. καί στόν καιρό μας ἀκόμη ἕλληνες δέν εἶναι ἐκεῖνοι πού τόλμησαν νά διασχίσουν ἄγνωστες θάλασσες γιά νά φτάσουν στή χώρα τῶν Ἰνδῶν καί στίς ἔμπυρες χῶρες πιό κάτω ἀπό τή γῆ τῶν Αἰθιόπων;
Ἀναρωτιέσαι κάποτε γιατί τά τολμάει αὐτά τά παράτολμα ὁ ἕλληνας; Ἐπειδή εἶναι γενναῖος ὁ ἕλληνας, εἶναι καί παίκτης. Παίζει τήν περιουσία του, τή ζωή του καί κάποτε καί τήν τιμή του. Γεννήθηκε γιά νά σκέπτεται μόνος, γιά νά δρᾶ μόνος, γιά νά μάχεται μόνος καί γι΄ αὐτό δέ φοβᾶται τή μοναξιά. Ἐμεῖς ἀντίθετα εἴμαστε ἀπό τά χρόνια τά παλιά μιὰ ὑπέροχα ὀργανωμένη ἀγέλη. Σκεπτόμαστε μαζί, δροῦμε μαζί, μαχόμαστε μαζί καί μοιραζόμαστε μαζί τήν τιμή, τά λάφυρα καί τή δόξα. Οἱ ἕλληνες δέ δέχονται, ὅσο ἀφήνεται ἡ φύση τους ἐλεύθερη, νά μοιρασθοῦν τίποτα μέ κανέναν. Τό ἐθνικό τους τραγούδι, ἀρχίζει μέ ἕναν καυγά, γιατί θελήσανε νά κάνουν μοιρασιά ἀνάμεσα σέ ἄντρες πού μοιρασιά δέ δέχονται.
Καί μιὰ πού πῆρα τό δρόμο τῶν ἐπαίνων, ἄκουσε καί τοῦτο, πού δέν εἶναι καί ὁ μικρότερος. Οἱ αὐστηρές κρίσεις ποὺ τώρα βδομάδες σοῦ γράφω, θαρρεῖς πὼς εἶναι μόνο δικές μου; Τίς πιό πολλές τίς διδάκτηκα ἀπό ἕνα ἕλληνα, ἀπό τόν Ἐπίκτητο. Νέος τόν ἄκουσα νά ἐξηγῆ τό μέγα δράμα τοῦ γένους του. Ἥσυχα καθαρά, μέ τήν ἀκριβολογία καί τή χάρη πού σφράγιζε τό λόγο του, μᾶς ἑτοίμαζε γιά ἕναν κόσμο πού εἶχε πιά περάσει, γιά μίαν Ἀτλαντίδα πού εἶχε κατακαλύψει ὁ Ὠκεανός. Κάποτε κάνοντας τήν ἀπολογία τῆς πατρίδας του, μᾶς ἔλεγε: «Δέν εἶναι τόσο δίκαια τά ἀνθρώπινα, ὥστε μόνο ἁμαρτήματα νά εἶναι οἱ αἰτίες τῶν τιμωριῶν. Ἡ Τύχη, ἡ τυφλή θεά, ἡ τελευταία στήν ὁποία θά πάψω νά πιστεύω, πρόδωσε συχνά τοὺς ἕλληνες στό δρόμο τους. Ἀλλά καί αὐτοί, πρόσθετε, τή συντρέξανε μέ τό δικό τους τρόπο». Μή νομίσης ὅμως πώς μόνο ἕνας Ἐπίκτητος κατέχει τήν ἀρετή τοῦ «γνῶθι σαὐτόν» (Σημ. Στό πρωτότυπο γραμμένο ἑλληνικά). Σέ κάθε κόγχη ἀπάγκια τῆς ἀγορᾶς κάθε πόλης, σέ κάθε πλάτανο ἀπό κάτω τῆς εὐλογημένης ἑλληνικῆς γῆς, θά βρῆς καί ἕναν ἕλληνα, ἀδυσώπητο κριτή τοῦ ἑαυτοῦ του. Καί εὔκολα θά σοῦ ξανοιχθῆ καί ἄς εἶσαι ξένος. Ἀρκεῖ ἐσύ νά μήν ἀρχίσης νά κακολογῆς τίποτα τό ἑλληνικό, γιατί τότε μέσα του ξυπνάει μία ἄλλη ἀρετή, ἡ περηφάνια.
Ναί, ναί, σέ βλέπω νά γελᾶς, Ἀτίλιε Νάβιε, αὐτούς τοὺς ταπεινούς κόλακες πού σέρνονται στοὺς προθαλάμους μας, γελᾶς πού τούς ὀνομάζω περήφανους. Καί ὅμως θά ἀστοχήσης στό ἔργο σου ἄν ἀγνοήσης αὐτή τήν ἀλήθεια. Πρόσεξε τήν ὑπεροψία καί τή φιλοτιμία τῶν ἑλλήνων. Μήν πλανᾶσαι! Ἔχουν τήν εὐαισθησία τῶν ξεπεσμένων εὐγενῶν. Εἶναι γκρεμισμένοι κοσμοκράτορες, ποτέ ὅμως τόσο χαμηλά πεσμένοι, ὥστε νά ξεχάσουν τί ἤτανε. Ἡ πολυσύνθετη ψυχή τους χωράει λογῆς ἀντιφάσεις καί ἔρχονται ὧρες πού γιά πολλούς εἶναι δίκαιος ὁ εἰρωνικός λόγος τοῦ Ἰουβενάλιου Graeculus esuriens, in coelum jusseris, ibit [μετ. «Τό λιμασμένο γραικύλο κι΄ ἄν στόν οὐρανό τόν προστάξης (νά πάη), θά πάη.»] Ἄλλοι ὅμως εἶναι τοῦτοι οἱ γραικύλοι καί ἄλλοι οἱ ἕλληνες. Καί τό πιό περίεργο: οἱ ἴδιοι τοῦτοι σέ ἄλλες ὧρες εἶναι γραικύλοι καί σέ ἄλλες ἕλληνες (Σημ. ὁ συγγραφέας παίζει ἐδῶ μέ τίς λέξεις graeculus καί graeci. Στή μετάφραση φυσικά τό λογοπαίγνιο χάνεται).
Δέν πρέπει ποτέ νά δώσης στόν ἕλληνα τήν ἐντύπωση ὅτι τοῦ ἀφαίρεσες τήν ἐλευθερία του. Ἀφησέ τόν, ὅσο μπορεῖς, νά ταράζεται, νά θορυβῆ καί νά ἱκανοποιῆ τήν πολιτική του μανία, μέσα στή σφαίρα πού δέν κινδυνεύουν τά συμφέροντα τῆς αὐτοκρατορίας. Ἐσύ πρέπει νά ἔχης τήν τέχνη νά ἐπεμβαίνης μόνο τήν τελευταία στιγμή, ὅταν δέν μπορεῖς νά βάλης τούς ἕλληνες τούς ἴδιους νά ἀποτρέψουν τό δυσάρεστο. Πάντοτε βρίσκονται οἱ διαφωνοῦντες μεταξύ τῶν ἑλλήνων, πού θά εἶναι πρόθυμοι νά σέ βοηθήσουν εἴτε θεληματικά, εἴτε, συνηθέστερα, ἀθέλητά τους.
Ὑποβοηθώντας τό τυφλό παιχνίδι τῶν φατριῶν ἀπό τό παρασκήνιο, χωρίς νά προσβάλλης τήν περηφάνια τους, μπορεῖ νά ὁδηγήσης τίς ἑλληνικές πόλεις πρός τό καλό πολύ εὐκολώτερα παρά μέ τίς σοφώτερες διαταγές πού θά ἐξέδιδες, ἄν εἴσουνα ἀνθύπατος στήν Ἱσπανία ἤ στήν Ἰλλυρία. Valde aveo scire quid agas. Data Nonis Juniis ex Tusculo.
Ὅμως ἄν θέλης στήν Ἑλλάδα πραγματικά νά ἐπιβάλης μίαν ἀπόφασή σου, ὅσο σωστή καί ἄν εἶναι, κοίταξε νά μή φανῆ ἡ πρόθεσή σου. Πρέπει νά θυσιάσης τήν τιμή μιᾶς ἀπόφασης γιά νά τήν ἐπιβάλης μεταξύ τῶν ἑλλήνων. Κάλεσε ἰδιατέρως ἕναν ἕναν τοὺς ἀρχηγούς τῶν μερίδων. Δῶσε στόν καθένα τήν εὐκαιρία μιᾶς ἐπίπλαστης πρωτοβουλίας. Φυσικά, ἄν δυστροποῦν, νά τούς τρομάξης. Ἀλλά καί αὐτό ὑπό ἐχεμύθειαν, χωρίς νά ἀναγκάσης τή φιλοτιμία τους νά πάρη τά ὅπλα. Δῶσε τους κάποια περιθώρια ἔντιμης ὑποχώρησης, καί ὅταν ἀκόμα στήν πραγματικότητα διατάσσης. Μήν τούς πῆς ὅτι διατάσσεις, πές τους ὅτι δέν διατάσσεις, ἀλλά ὅτι ἄν δέν γίνη τοῦτο καί ἐκεῖνο, τότε οἱ ρωμαϊκές λεγεῶνες θά ἀναγκασθοῦν νά μετασταθμεύσουν, γιά λόγους ἀσφάλειας, σέ ἄλλη ἐπαρχία καί τότε μπορεῖ τίποτε Γέτες ἤ Κέλτες ἤ Δακοί νά στείλουν τά στίφη τους νά δηώσουν τή χώρα καί ἄς ἀναμετρήσουν οἱ ἴδιοι τίς συνέπειες καί ἄς ἀποφασίσουν.
Ὅλα αὐτά δέ σοῦ τά λέω γιά νά σέ κάνω νά περιφρονῆς τούς ἕλληνες. Ἀπεναντίας σοῦ τά λέω γιά νά τούς καταλάβης καί νά τούς προσέξης. Ἀκόμη καί σήμερα διατηροῦν τά ἴχνη μερικῶν ἀρετῶν πού μοιάζουν μέ τή χόβολη μιᾶς μεγάλης πυρᾶς. Μελετητές τῆς ψυχῆς τῶν ἀτόμων καί τοῦ ὄχλου, θά τούς δῆς νά ἐκτελοῦν μερικούς θαυμάσιους ἑλιγμούς, νά χαράζουν πολιτικά σχέδια περίλαμπρα, μέ μίαν εὐκινησία στή σκέψη καί μία γοργότητα στίς ἀντιδράσεις πού ἐμεῖς ἐδῶ ποτέ δέ φτάσαμε. Μόνο πού ὕστερα θά μελαγχολήσεις βλέποντας πώς εἶναι πιά ἀσήμαντοι οἱ σκοποί γιά τούς ὁποίους ξοδεύονται αὐτά τά ἐξαίσια χαρίσματα».
Θανάσης Μαυρίδης www.capital.gr