Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Προτοῦ νὰ φθάσει αὐτὸς στὴν πόρτα, τοῦ ἀνοίγεις· προτοῦ νὰ πέσει νὰ προσκυνήσει αὐτός, τοῦ προσφέρεις τὸ χέρι προτοῦ νὰ χύσει αὐτὸς δάκρυα, ρίχνεις ἐπάνω του τοὺς οἰκτιρμούς σου, καὶ σὰν ἔμπορο, ποὺ ἦρθε στὴν πατρίδα του μὲ πλούτο πολύ, ἔτσι δέχεσαι αὐτὸν ποὺ πλησιάζει μὲ ὅλη τὴν ψυχή του· διότι ποθεῖς νὰ δεῖς τὴ μετάνοια, καὶ ἐπιθυμεῖς νὰ δεῖς τὰ δάκρυα, καὶ χαίρεσαι γιὰ τὴν προθυμία τῶν δούλων σου ποὺ ἀγωνίζονται νὰ βροῦν τὴν καθαρότητα.

  • !

    Ἀπάλλαξε μὲ ἀπὸ τὶς τιμωρίες ποὺ μοῦ πρέπουν. Ἀπάλλαξε με, Κύριε, ἀπὸ τὴν πίεση τῶν ἀόρατων ἐχθρῶν, καὶ ἂς κηρυχθεῖ ἡ χάρη σου, διότι αὐτὴ μὲ ἔσωσε. Ἂς κηρυχθεῖ ἡ χάρη σου, ὅπως πάντοτε καὶ σὲ ἄλλα μέρη σὲ ἀμέτρητους ράθυμους σὰν ἐμένα. Μοιάζει, Δέσποτα, ὁ ἄρρωστος νοῦς μας μὲ νεοφυτεμένο δένδρο, ποὺ χρειάζεται διαρκῶς τὴ δροσιὰ τοῦ νεροῦ. Ἔτσι καὶ ὁ νοῦς μας ποὺ εἶναι ἄρρωστος, ἔχει ἀνάγκη ἀδιάκοπα ἀπὸ τὴ χάρη σου καὶ ἀπὸ τὸ φωτισμό σου. Θεράπευσε με, Κύριε, καὶ θὰ θεραπευθῶ.

  • !

    Ἡ σπλαχνικὴ μητέρα, Κύριε, καὶ ἂν ἀκόμη καταφρονεῖται ἀπὸ τὸ βρέφος της, δὲν θὰ ἀδιαφορήσει γι’ αὐτό, διότι νικιέται ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία της. Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ πτηνοῦ χύνεται ἐπάνω στὰ μικρά του, καὶ κάθε ὥρα τα ἐπισκέπτεται, καὶ τοὺς φέρνει τροφή, καὶ κοπιάζει γιὰ νὰ τὰ ταΐσει. Ἔτσι καὶ ἡ δική σου εὐσπλαχνία θὰ ὑποχωρήσει στὴν ἀγαθότητα τῆς φύσης σου, ὥστε νὰ ἐλεήσει αὐτοὺς ποὺ σὲ ἐπικαλοῦνται μὲ ὅλη τους τὴν ψυχή.

  • !

    Πέφτω λοιπὸν στοὺς οἰκτιρμούς σου καὶ παρακαλῶ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ μονογενῆ, νὰ μὲ ἐπισκέπτεται κάθε ὥρα ἡ χάρη σου, καὶ νὰ γίνει αὐτὴ γιὰ μένα φωτισμὸς καὶ καταφύγιο καὶ δύναμη, ὥστε καὶ ἐκεῖ, στὴ φοβερὴ ὥρα τῆς δίκης, νὰ σκεπασθῶ κάτω ἀπὸ τὶς φτεροῦγες της, καὶ νὰ σταθῶ στὰ δεξιά σου μαζὶ μ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίσθηκαν σωστὰ καὶ σὲ εὐαρέστησαν, ἀφοῦ ἐλεηθῶ ἀπὸ τὴ χάρη σου, ἀφοῦ σωθῶ μὲ τὴν εὐσπλαχνία σου, δοξάζοντας καὶ εὐλογῶντας τὴν ἀπειροδύναμη ἀγαθότητα σου, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

  • !

    Ἐγὼ ἐπίσης, μόλις ξαφνικὰ ἐπιτεθεῖ σ’ ἐμένα κάποια ἡδονή, ἀμέσως τὰ ξεχνῶ ὅλα μαζί, καὶ σὰν νὰ κυριεύθηκα ἀπὸ παραφροσύνη, ὑπηρετῶ σὲ ὅλα τὴν κακία γίνομαι δηλαδὴ κενόδοξος, ὀργίλος, χαῦνος, ὀκνηρός, ὑπερήφανος, γαστρίμαργος, φιλήδονος, ρυπαρός. Κάθε ὥρα βαδίζω μέσα στὴν πλάνη καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνω.

  • !

    Ω φιλάνθρωπε Κύριε, ὑπεράγαθε, εἴτε θέλω εἴτε δὲ θέλω, σῶσε μὲ χάρη στὴν πολλή σου ἀγαθότητα.

Ἄλλη προσευχὴ

 

Ἡ χάρη σου μοῦ δώρισε τὸ νὰ μιλῶ σ’ ἐσένα, Κύριε, καὶ ὁ πόθος ποὺ ἔχω γιὰ τὴν ἀγαθότητα σου μὲ ἀναγκάζει νὰ φοβᾶμαι. Ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ δημιουργὸς ὅλων μας, συγχώρησε τὶς ἀνομίες καὶ τὶς ἁμαρτίες τοῦ δούλου σου τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀχάριστου. Ξέρω ὅτι στὶς ἁμαρτίες ξεπερνῶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, Κύριε, ἀλλὰ ἔχω καταφύγιο τὴν ἀπέραντη ἄβυσσο τῶν οἰκτιρμῶν σου· καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι δέχεσαι καὶ σπλαχνίζεσαι ὅλους αὐτοὺς ποὺ πλησιάζουν τὴν καλοσύνη σου· καὶ καθὼς εἶσαι προγνώστης, Κύριε, γνωρίζεις ἀπὸ πρὶν τὴν καρδιὰ αὐτοῦ ποὺ πλησιάζει, ἂν ἀπαρνήθηκε ὁλότελα τὸν κόσμο. Προτοῦ νὰ φθάσει αὐτὸς στὴν πόρτα, τοῦ ἀνοίγεις· προτοῦ νὰ πέσει νὰ προσκυνήσει αὐτός, τοῦ προσφέρεις τὸ χέρι προτοῦ νὰ χύσει αὐτὸς δάκρυα, ρίχνεις ἐπάνω του τοὺς οἰκτιρμούς σου, καὶ σὰν ἔμπορο, ποὺ ἦρθε στὴν πατρίδα του μὲ πλούτο πολύ, ἔτσι δέχεσαι αὐτὸν ποὺ πλησιάζει μὲ ὅλη τὴν ψυχή του· διότι ποθεῖς νὰ δεῖς τὴ μετάνοια, καὶ ἐπιθυμεῖς νὰ δεῖς τὰ δάκρυα, καὶ χαίρεσαι γιὰ τὴν προθυμία τῶν δούλων σου ποὺ ἀγωνίζονται νὰ βροῦν τὴν καθαρότητα.

Ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀγοράσει κανεὶς τὶς θεραπεῖες τῆς χάρης σου, Κύριε, καὶ ἐπειδὴ τὶς χορηγεῖς αὐτὲς μὲ τὰ δάκρυα, χωρὶς ἀντάλλαγμα, χάρισε σ’ ἐμένα τὸν ἀνάξιο δοῦλο σου δάκρυα, ὥστε μὲ φωτισμὸ καὶ πόθο καὶ πίστη νὰ παρακαλῶ τὴν ἀσύλληπτη ἀπὸ τὸ νοῦ ἀγαθότητα σου, γιὰ νὰ θεραπευθῶ ἀπὸ τὰ κρυφὰ τραύματα μου. Δεῖξε λοιπὸν στὰ μέλη μου τὴν πολλὴ εὐσπλαχνία σου, εὔσπλαχνε γιατρέ, καὶ κάνε ἄσπιλα τὰ τραύματα μου, καὶ θὰ φανεῖ ἡ εὐσπλαχνία σου, σ’ ἐμένα τὸν ταλαίπωρο.

Ἀπάλλαξε μὲ ἀπὸ τὶς τιμωρίες ποὺ μοῦ πρέπουν. Ἀπάλλαξε με, Κύριε, ἀπὸ τὴν πίεση τῶν ἀόρατων ἐχθρῶν, καὶ ἂς κηρυχθεῖ ἡ χάρη σου, διότι αὐτὴ μὲ ἔσωσε. Ἂς κηρυχθεῖ ἡ χάρη σου, ὅπως πάντοτε καὶ σὲ ἄλλα μέρη σὲ ἀμέτρητους ράθυμους σὰν ἐμένα. Μοιάζει, Δέσποτα, ὁ ἄρρωστος νοῦς μας μὲ νεοφυτεμένο δένδρο, ποὺ χρειάζεται διαρκῶς τὴ δροσιὰ τοῦ νεροῦ. Ἔτσι καὶ ὁ νοῦς μας ποὺ εἶναι ἄρρωστος, ἔχει ἀνάγκη ἀδιάκοπα ἀπὸ τὴ χάρη σου καὶ ἀπὸ τὸ φωτισμό σου. Θεράπευσε με, Κύριε, καὶ θὰ θεραπευθῶ.

Ἂν ὅμως ἔδειξα καὶ συνεχίζω νὰ δείχνω ἀνυπακοὴ ὡς ἄνθρωπος γήινος, ἐσὺ ποὺ γέμισες τὶς στάμνες μὲ τὴν εὐλογία σου (πρβλ. Ιω. 2, 7-9), γέμισε καὶ τὴν καρδιά μου μὲ τὴ χάρη σου καὶ τὴν ἀγαθοσύνη σου. Ἡ σπλαχνικὴ μητέρα, Κύριε, καὶ ἂν ἀκόμη καταφρονεῖται ἀπὸ τὸ βρέφος της, δὲν θὰ ἀδιαφορήσει γι’ αὐτό, διότι νικιέται ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία της. Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ πτηνοῦ χύνεται ἐπάνω στὰ μικρά του, καὶ κάθε ὥρα τα ἐπισκέπτεται, καὶ τοὺς φέρνει τροφή, καὶ κοπιάζει γιὰ νὰ τὰ ταΐσει. Ἔτσι καὶ ἡ δική σου εὐσπλαχνία θὰ ὑποχωρήσει στὴν ἀγαθότητα τῆς φύσης σου, ὥστε νὰ ἐλεήσει αὐτοὺς ποὺ σὲ ἐπικαλοῦνται μὲ ὅλη τους τὴν ψυχή.

Ἐκεῖνα βέβαια, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν λογικό, δὲν ὁδηγοῦνται σὲ κρίση, ἐγὼ ὅμως ὁ ταλαίπωρος, ποὺ ἁμαρτάνω ἐνσυνείδητα, ξέρω ὅτι θὰ κριθῶ. Πέφτω λοιπὸν στοὺς οἰκτιρμούς σου καὶ παρακαλῶ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ μονογενῆ, νὰ μὲ ἐπισκέπτεται κάθε ὥρα ἡ χάρη σου, καὶ νὰ γίνει αὐτὴ γιὰ μένα φωτισμὸς καὶ καταφύγιο καὶ δύναμη, ὥστε καὶ ἐκεῖ, στὴ φοβερὴ ὥρα τῆς δίκης, νὰ σκεπασθῶ κάτω ἀπὸ τὶς φτεροῦγες της, καὶ νὰ σταθῶ στὰ δεξιά σου μαζὶ μ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίσθηκαν σωστὰ καὶ σὲ εὐαρέστησαν, ἀφοῦ ἐλεηθῶ ἀπὸ τὴ χάρη σου, ἀφοῦ σωθῶ μὲ τὴν εὐσπλαχνία σου, δοξάζοντας καὶ εὐλογῶντας τὴν ἀπειροδύναμη ἀγαθότητα σου, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ὅλα ἐσὺ τὰ δημιούργησες, Κύριε· ἀλλὰ ἐκεῖνα βέβαια δὲν περνοῦν ἀπὸ κρίση, ἐγὼ ὅμως θὰ καταδικασθῶ καὶ γιὰ ἀργὸ λόγο (πρβλ. Μάτθ. 12, 36) καὶ γιὰ πονηροὺς λογισμοὺς καὶ γιὰ τὴν ἴδια τήν ἐπιθυμία (πρβλ. Μάτθ. 5, 28). Ἐγὼ ἐπίσης, μόλις ξαφνικὰ ἐπιτεθεῖ σ’ ἐμένα κάποια ἡδονή, ἀμέσως τὰ ξεχνῶ ὅλα μαζί, καὶ σὰν νὰ κυριεύθηκα ἀπὸ παραφροσύνη, ὑπηρετῶ σὲ ὅλα τὴν κακία γίνομαι δηλαδὴ κενόδοξος, ὀργίλος, χαῦνος, ὀκνηρός, ὑπερήφανος, γαστρίμαργος, φιλήδονος, ρυπαρός. Κάθε ὥρα βαδίζω μέσα στὴν πλάνη καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνω.

Ἡ παρουσία τῆς χάρης σου, φιλάνθρωπε Κύριε, προσφέρει γλυκύτητα, ἡσυχία, κατάνυξη. Ω φιλάνθρωπε Κύριε, ὑπεράγαθε, εἴτε θέλω εἴτε δὲ θέλω, σῶσε μὲ χάρη στὴν πολλή σου ἀγαθότητα.