Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἤτανε μιὰ δροσερὴ ἀπριλιάτικη αὐγή∙ ἡ αὐγὴ τῆς Λαμπρῆς[1].
    Ὁ ἥλιος δὲν εἶχε βγεῖ ἀκόμα καὶ οἱ καμπάνες τῆς ἐκκλησιᾶς τοῦ χωριοῦ σήμαιναν καλῶντας τοὺς πιστοὺς στὴ λειτουργία.
    Ἦταν γέροντας ὁ χρυσοφορεμένος λειτουργὸς μικρός, μὲ μεγάλα λευκὰ γένια, μὲ μακριὰ μαλλιὰ ἀσημένια κι ἐκεῖνα, λιγνὸς μὲ ζάρες στὸ γερασμένο μέτωπό του, μὲ γαλανὰ μάτια ποὺ τὰ γεράματα κι οἱ νηστεῖες τά ‘χὰν ξεθωριάσει. Ὅλο τὸ χωριὸ τὸν σεβόταν.

  • !

    Μὰ ὁ παπᾶς ἦταν ἀνήσυχος.
    Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ πρόβαλε στὴ θύρα γιὰ νὰ εὐλογήσει, τὸ σβησμένο του βλέμμα ἀναζήτησε κάποιον μέσα στὸν κόσμο καὶ μὲ χτυποκάρδι κοίταξε ἐξεταστικὰ ἕναν γέροντα ποὺ στεκόταν στὴν πρώτη γραμμὴ καὶ ποὺ φαινόταν συγχυσμένος κι ἐκεῖνος, γιατί δὲν πρόσεχε ὅπως ὁ ἄλλος κόσμος ἀκίνητος καὶ δὲν προσευχόταν μὲ εὐλάβεια. Καὶ εἶπε ὁ παπᾶς μέ το νοῦ του : «Ἐδῶ θά ‘ναι κι ἐκείνη».

  • !

    Ἐκεῖ ἦταν κι ἐκείνη. Τὴν εἶχε ξαγναντέψει[10] ὅταν θυμιάτισε τὸ πλῆθος σὰν κρυμμένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες. Ἡ ταραχή της, ὁ φόβος της, ἡ συγκίνησή της ἦταν ζωγραφισμένη πάνω στὸ ὄμορφο πρόσωπο τῆς νέας. Ὦ, ἡ δύστυχη, οὔτε αὐτὴ ἔφταιγε. Τό ‘χὲ ἀπαιτήσει ὁ πατέρας της, ὁ γέροντας ποὺ στεκόταν ὄρθιος στὴν πρώτη γραμμὴ καὶ ποὺ δὲν προσευχόταν. Πῶς εἶχε κλάψει προχτὲς στὴν ἐξομολόγησή της ὅταν συντριμμένη καρδιὰ τοῦ ‘χὲ μαρτυρήσει τὴν ἄτυχη, τὴν ἀπελπισμένη ἀγάπη της, τὸ μεγάλο της φταίξιμο μ’ ἕναν ἄντρα παντρεμένο. Ἐκείνη ποτὲ δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ ζητήσει τὰ θεῖα δῶρα, μὰ ὁ πατέρας της τὴν ὑποχρέωσε, ὁ πατέρας της ἤθελε βεβαίωση, ἤθελε ἢ νά ‘ναι περήφανος γιὰ τὴ θυγατέρα του ἢ νὰ ξεπλύνει τὴ ντροπή του στὸ αἷμα! Τί θά ‘κανε ἡ δύστυχη; Καὶ πόσο εἶχε συγχυστεῖ ὁ παπᾶς ἀκούγοντάς την∙ γιατί τὸν εἶχε ἀφήσει ὁ Θεὸς νὰ ζήσει καὶ στὰ στερνά του χρόνια τὸν ἔριχνε σὲ τέτοια στενοχώρια;

  • !

    Δὲ μποροῦσε, τῆς εἶχε πεῖ, νὰ τὴν κοινωνήσει.
    Ὄχι, τέτοια ἁμαρτία δὲν τὴ χωροῦσε ὁ νοῦς του. Ἄς μὴν ἐρχόταν καλύτερα τὴ Λαμπρὴ στὴν ἐκκλησιά, ἂς ἔβρισκε μιὰ πρόφαση, ὅποια ἤθελε, ἂς ἔκανε τὴν ἄρρωστη. Μὰ ἂν πάλι δὲ μποροῦσε νὰ κάνει ἀλλιῶς κι ἂν ἔπρεπε νὰ παρουσιαστεῖ γιὰ νὰ κοινωνήσει, ἂς ἐρχόταν ἀνάμεσα στὶς ἄλλες γυναῖκες κι αὐτὸς θὰ ἔκανε μόνο πὼς τῆς δίνει τὴ σάρκα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Σωτῆρα. Ὄχι, δὲν θὰ τὴν κοινωνοῦσε∙ αὐτὴ τὴν ἁμαρτία δὲν τὴ χωροῦσε ὁ νοῦς του.

  • !

    Τὰ χέρια του ἔτρεμαν σὰν νὰ ἦταν πολὺ βαρὺ τὸ ἀσημένιο ποτήρι. Τῆς ἔριξε μιὰ ματιὰ καὶ ἄρχισε νὰ κοινωνάει τὸν κόσμο, ποὺ κατὰ συνήθειο ἦταν πολὺς αὐτὴ τὴ μέρα. Καὶ κοινωνοῦσαν πρῶτοι οἱ γέροντες, ποὺ ἔστρεφαν πρῶτα πρὸς τὸ λαὸ ζητῶντας συγχώρεση, καὶ κατόπιν οἱ ὑπόλοιποι ἄντρες καὶ τέλος οἱ γυναῖκες. Καὶ ἀνάμεσά τους ἦταν κι ἐκείνη. Κάθε τόσο ὁ παπᾶς τὴν κοίταζε. Μὰ ἔβλεπε κιόλας πὼς ὁ γέροντας πατέρας ὅλο ἀνησυχοῦσε περισσότερο βλέποντας νὰ ἀφήνει νὰ διαβαίνουν ἄλλες μπροστά της, τὸν εἶδε νὰ παρατηρεῖ προσεκτικὸς τὴν κόρη του καὶ νὰ ζυγώνει σιμά[13] της. Κι αὐτὴ ὠχρὴ τότε μὲ δειλὸ βῆμα καὶ σὰν ἀλαλιασμένη[14] ἔβαζε τὸ πόδι της στὸ πρῶτο σκαλί. Καὶ μὲ ἀγαλλίασή[15] του εἶδε τὸν ἅγιο γέροντα νὰ τῆς βάζει ἀτάραχος τώρα τὴ λαβίδα[16] μὲ τὴν κοινωνία στὸ στόμα, ἐνῶ μὲ τὴν ψιλή του φωνὴ ἔλεγε τὰ τυπικά : «Εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον».

Ἁμάρτησε;

 

Ἤτανε μιὰ δροσερὴ ἀπριλιάτικη αὐγή∙ ἡ αὐγὴ τῆς Λαμπρῆς[1].

Ὁ ἥλιος δὲν εἶχε βγεῖ ἀκόμα καὶ οἱ καμπάνες τῆς ἐκκλησιᾶς τοῦ χωριοῦ σήμαιναν καλῶντας τοὺς πιστοὺς στὴ λειτουργία. Καὶ ἔμπαιναν ἀπ’ ὅλες τίς πόρτες οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ τὴ φορά, καθαροί, χαρούμενοι, ντυμένοι μὲ ροῦχα καινούργια καὶ κατόπιν, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο, προσκυνοῦσαν τίς εἰκόνες καὶ σταματοῦσαν ἀπὸ κεῖ στὴ μέση τῆς ἐκκλησιᾶς καὶ ἔπαιρναν θέση στὰ στασίδια. Καὶ οἱ γυναῖκες ἔρχονταν μπουλούκια μπουλούκια, μὲ τίς ἄσπρες μπόλιες[2] τους στὸ κεφάλι, μὲ χρυσάφια στὰ στήθια, σεμνές, εὐλαβικές, στολισμένες, καὶ ἔμεναν ὅλες μαζὶ ξεχωριστὰ στὸ βάθος τῆς ἐκκλησιᾶς ποὺ δὲν εἶχε γυναικωνίτη[3].

Ὅλοι πρόσμεναν τώρα ν’ ἀρχίσει ἡ ἀκολουθία.

Ἡ θύρα τοῦ ἱεροῦ ἄνοιξε, ἀκούστηκε ἕνας μικρὸς σάλαγος[4] ἀνθρώπων ποὺ κινοῦνται, ὁ παπᾶς ἀποτελείωσε τὰ μυστικά του, θυμιάτισε, κοντόβηξε, ἔμεινε μιὰ στιγμὴ σιωπηλὸς καὶ κάνοντας το σταυρό του ἀρχίνησε μὲ ψιλὴ φωνὴ τὴν ἱεροπραξία[5]. Ὅλα τὰ χέρια ἔκαναν τοῦ σταυροῦ τὸ σημάδι.

Ἦταν γέροντας ὁ χρυσοφορεμένος λειτουργὸς μικρός, μὲ μεγάλα λευκὰ γένια, μὲ μακριὰ μαλλιὰ ἀσημένια κι ἐκεῖνα, λιγνὸς μὲ ζάρες στὸ γερασμένο μέτωπό του, μὲ γαλανὰ μάτια ποὺ τὰ γεράματα κι οἱ νηστεῖες τά ‘χὰν ξεθωριάσει. Ὅλο τὸ χωριὸ τὸν σεβόταν.

Μὲ τὴν ψιλή του φωνή, ποὺ ὁλοένα γινόταν σταθερότερη, ὁ γέροντας διάβαζε ψαλτὰ τίς εὐχές του, ποὺ τίς ἤξερε ὅλες ἀπ’ ἔξω, καὶ ἡ ἀκολουθία προχωροῦσε ὅπως πάντα, ἐπίσημη, κατανυκτική, μεγαλοπρεπής, καὶ ὁ κόσμος ποὺ κρατοῦσε ἀναμμένες λαμπάδες στὰ σταυρωμένα χέρια, ἀφουγκραζόταν μὲ πίστη καὶ ἀπὸ καρδιᾶς δεόταν[6], σὰν νά ‘δινε μεγαλύτερη ἀξία στὴν προσευχὴ καὶ ἡ μεγάλη γιορτὴ ἐκείνης τῆς ἡμέρας.

Μὰ ὁ παπᾶς ἦταν ἀνήσυχος.

Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ πρόβαλε στὴ θύρα γιὰ νὰ εὐλογήσει, τὸ σβησμένο του βλέμμα ἀναζήτησε κάποιον μέσα στὸν κόσμο καὶ μὲ χτυποκάρδι κοίταξε ἐξεταστικὰ ἕναν γέροντα ποὺ στεκόταν στὴν πρώτη γραμμὴ καὶ ποὺ φαινόταν συγχυσμένος κι ἐκεῖνος, γιατί δὲν πρόσεχε ὅπως ὁ ἄλλος κόσμος ἀκίνητος καὶ δὲν προσευχόταν μὲ εὐλάβεια. Καὶ εἶπε ὁ παπᾶς μέ το νοῦ του : «Ἐδῶ θά ‘ναι κι ἐκείνη». Μὰ τὸ βλέμμα του δὲ βρῆκε χρόνο νὰ τὴ βρεῖ ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες.

Καὶ γιόμιζαν τώρα τὴν ἐκκλησιὰ οἱ ὕμνοι ποὺ τοὺς ἔψαλλαν καλλίφωνοι ψάλτες καὶ ἡ εὐωδιὰ τοῦ λιβανιού˙ καὶ στὴν τρεμάμενη δέηση τοῦ ἱερέα ἀποκρινόταν σὰν μ’ ἕνα στόμα ἡ βοὴ τοῦ λαοῦ, ποὺ μὲ πίστη θερμὴ καὶ ἤθελε ν’ ἀνεβάσει τὴ δέησή του ὡς τοῦ Θεοῦ το θρόνο, ποθῶντας νὰ ὑποτάξει τὰ στοιχειά[7], καὶ νὰ λιγώσει[8] τὴ θέληση τῆς παντοδυναμίας.

Ὁ παπᾶς διάβαζε πάντα ψιθυριστά, πότε μεγαλόφωνα καὶ ψάλλοντας, μὰ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ ἡ στενοχώρια τοῦ αὔξανε καὶ μηχανικὰ μόνο διάβαζε τὰ ἅγια τὰ ρήματα[9] τῆς θυσίας˙ ἄλλα δεόταν ἡ καρδιά του στὸν οὐράνιο πατέρα, ἄλλες ἔγνοιες τοῦ ἀνησυχοῦσαν το νοῦ. Τοῦ ἦταν μελλούμενο νὰ ἁμαρτήσει;

Ἐκεῖ ἦταν κι ἐκείνη. Τὴν εἶχε ξαγναντέψει[10] ὅταν θυμιάτισε τὸ πλῆθος σὰν κρυμμένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες. Ἡ ταραχή της, ὁ φόβος της, ἡ συγκίνησή της ἦταν ζωγραφισμένη πάνω στὸ ὄμορφο πρόσωπο τῆς νέας. Ὦ, ἡ δύστυχη, οὔτε αὐτὴ ἔφταιγε. Τό ‘χὲ ἀπαιτήσει ὁ πατέρας της, ὁ γέροντας ποὺ στεκόταν ὄρθιος στὴν πρώτη γραμμὴ καὶ ποὺ δὲν προσευχόταν. Πῶς εἶχε κλάψει προχτὲς στὴν ἐξομολόγησή της ὅταν συντριμμένη καρδιὰ τοῦ ‘χὲ μαρτυρήσει τὴν ἄτυχη, τὴν ἀπελπισμένη ἀγάπη της, τὸ μεγάλο της φταίξιμο μ’ ἕναν ἄντρα παντρεμένο. Ἐκείνη  ποτὲ δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ ζητήσει τὰ θεῖα δῶρα, μὰ ὁ πατέρας της τὴν ὑποχρέωσε, ὁ πατέρας της ἤθελε βεβαίωση, ἤθελε ἢ νά ‘ναι περήφανος γιὰ τὴ θυγατέρα του ἢ νὰ ξεπλύνει τὴ ντροπή του στὸ αἷμα! Τί θά ‘κανε ἡ δύστυχη; Καὶ πόσο εἶχε συγχυστεῖ ὁ παπᾶς ἀκούγοντάς την∙ γιατί τὸν εἶχε ἀφήσει ὁ Θεὸς νὰ ζήσει καὶ στὰ στερνά του χρόνια τὸν ἔριχνε σὲ τέτοια στενοχώρια; Γιατί δὲν σπλαχνιζόταν τὸν κόσμο του, παρὰ τὸν ἄφηνε νὰ ἁμαρτάνει καὶ δὲν δέσμευε ὁλότελα τὴ δύναμη τοῦ πειρασμοῦ;

Καὶ ἡ λειτουργία προχωροῦσε∙ μέ το βασιλιᾶ τοῦ κόσμου στὰ χέρια ἀνάμεσα σὲ δυὸ λαμπάδες βγῆκε στὸ πρεσβυτέριο[11] καὶ στάθηκε μπροστὰ στὸ πλῆθος. Ἄκρα σιωπὴ βασίλευε. Ψιλόφωνα δεήθηκε γιὰ τὸν κόσμο, μιὰ ἀνατριχίλα διάβηκε ἀπ’ ὅλα τὰ κορμιὰ καί το «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ βγῆκε ἀπ’ ὅλα τὰ χείλη, ἔβγαινε ἀπὸ τὰ βαθύτατά του εἶναι, ἀπὸ φοβισμένες καρδιὲς ποὺ τίς ταπείνωσε ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ τρόμος τῆς ἀδυναμίας τους. Μὰ ὁ γέροντας δὲν εἶχε σὰν πάντα κατεβασμένο τὸ βλέφαρο. Τὸ σβησμένο του βλέμμα κοίταζε στὸ βάθος τῆς ἐκκλησιᾶς, ὅπου ἦταν οἱ γυναῖκες, σὰν νά ‘θελε νὰ ἀνταμώσει τὴ ματιά της καὶ νὰ τῆς συστήσει ὅ,τι τῆς εἶχε παραγγείλει προχτὲς στὴν ἐξομολόγηση.

Δὲ μποροῦσε, τῆς εἶχε πεῖ, νὰ τὴν κοινωνήσει.

Ι.Ν Προφήτου Ηλιού Δήμου Αγίας Βαρβάρας: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤ' ΟΙΚΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΜΑΣ – Δικαιοσύνη Εντυπος και Ηλεκτρονικός Τύπος

Ὄχι, τέτοια ἁμαρτία δὲν τὴ χωροῦσε ὁ νοῦς του. Ἄς μὴν ἐρχόταν καλύτερα τὴ Λαμπρὴ στὴν ἐκκλησιά, ἂς ἔβρισκε μιὰ πρόφαση, ὅποια ἤθελε, ἂς ἔκανε τὴν ἄρρωστη. Μὰ ἂν πάλι δὲ μποροῦσε νὰ κάνει ἀλλιῶς κι ἂν ἔπρεπε νὰ παρουσιαστεῖ γιὰ νὰ κοινωνήσει, ἂς ἐρχόταν ἀνάμεσα στὶς ἄλλες γυναῖκες κι αὐτὸς θὰ ἔκανε μόνο πὼς τῆς δίνει τὴ σάρκα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Σωτῆρα. Ὄχι, δὲν θὰ τὴν κοινωνοῦσε∙ αὐτὴ τὴν ἁμαρτία δὲν τὴ χωροῦσε ὁ νοῦς του.

Καὶ ἡ λειτουργία ἦταν τώρα πρὸς τὸ τέλος. Εἶχαν πεῖ τὸ «Πιστεύω» καί το «Πάτερ ἡμῶν», οἱ ψάλτες ἔψαλαν τὸ κοινωνικό[12] κι ὁ τιμημένος γέροντας χρυσοφορεμένος πρόβαλε στὴ μεσιανὴ θύρα καλῶντας τοὺς πιστοὺς νὰ μεταλάβουν. Τὰ χέρια του ἔτρεμαν σὰν νὰ ἦταν πολὺ βαρὺ τὸ ἀσημένιο ποτήρι. Τῆς ἔριξε μιὰ ματιὰ καὶ ἄρχισε νὰ κοινωνάει τὸν κόσμο, ποὺ κατὰ συνήθειο ἦταν πολὺς αὐτὴ τὴ μέρα. Καὶ κοινωνοῦσαν πρῶτοι οἱ γέροντες, ποὺ ἔστρεφαν πρῶτα πρὸς τὸ λαὸ ζητῶντας συγχώρεση, καὶ κατόπιν οἱ ὑπόλοιποι ἄντρες καὶ τέλος οἱ γυναῖκες. Καὶ ἀνάμεσά τους ἦταν κι ἐκείνη. Κάθε τόσο ὁ παπᾶς τὴν κοίταζε. Μὰ ἔβλεπε κιόλας πὼς ὁ γέροντας πατέρας ὅλο ἀνησυχοῦσε περισσότερο βλέποντας νὰ ἀφήνει νὰ διαβαίνουν ἄλλες μπροστά της, τὸν εἶδε νὰ παρατηρεῖ προσεκτικὸς τὴν κόρη του καὶ νὰ ζυγώνει σιμά[13] της. Κι αὐτὴ ὠχρὴ τότε μὲ δειλὸ βῆμα καὶ σὰν ἀλαλιασμένη[14] ἔβαζε τὸ πόδι της στὸ πρῶτο σκαλί. Καὶ μὲ ἀγαλλίασή[15] του εἶδε τὸν ἅγιο γέροντα νὰ τῆς βάζει ἀτάραχος τώρα τὴ λαβίδα[16] μὲ τὴν κοινωνία στὸ στόμα, ἐνῶ μὲ τὴν ψιλή του φωνὴ ἔλεγε τὰ τυπικά : «Εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον».

[1] ἡ Λαμπρὴ = τὸ Πάσχα.

[2] ἡ μπόλια = τὸ μαντίλι.

[3] ὁ γυναικωνίτης = ὁ ἐξώστης  χριστιανικῆς ἐκκλησίας, ὅπου ἐκκλησιάζονται ἀποκλειστικὰ γυναῖκες.

[4] ὁ σάλαγος = ἡ βοὴ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων.

[5] ἡ ἱεροπραξία = ἡ διαδικασία τῆς θρησκευτικῆς λειτουργίας.

[6] δέομαι = προσεύχομαι.

[7] τὸ στοιχειὸ = τὸ ὑπερφυσικὸ ὅν.

[8] λιγώνω = προκαλῶ λιποθυμία.

[9] τὸ ρῆμα = ἡ λέξη, ἡ φράση.

[10] ξαγναντεύω = παρατηρῶ ἀπὸ ψηλὰ ἢ ἀπὸ ἀπόσταση.

[11] τὸ πρεσβυτέριο = οἱ χριστιανοί.

[12] τὸ κοινωνικὸ = βυζαντινὸς ὕμνος ποὺ ψάλλεται πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου κοινωνοῦν οἱ ἱερεῖς.

[13] σιμὰ = κοντά.

[14] ἀλαλιασμένη = παραζαλισμένη.

[15] ἡ ἀγαλλίαση = ἡ ἀνακούφιση.

[16] ἡ λαβίδα = τὸ κουταλάκι ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴ Θεία Μετάληψη.