Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὅποιος δὲν ἔχει σηκωθεῖ στὶς πέντε τὴ νύχτα, χειμῶνα καιρό, δὲν μπορεῖ νὰ ξέρει τί πάει νὰ πεῖ ἀγουροξύπνημα. Ὄχι νὰ σηκωθεῖ μιὰ φορὰ στὴ χάσῃ καὶ στὴ φέξῃ, μὰ νὰ σηκώνεται στὶς πέντε κάθε νύχτα, σ’ ὅλη του τὴ ζωή, κάθε νύχτα, βρέχει χιονίζει, καὶ τὰ κόκαλά του νά ‘ναι τσακισμένα ἀκόμα ἀπ’ τὴν ἀγώνια* τῆς χτεσινὴς δουλειᾶς. Καὶ νά ‘ναι καὶ παιδί.

  • !

    Ἡ θεία μου κάνει ἀλαφρὸν ὕπνο καὶ ξυπνάει εὔκολα· ἂν τύχει καμιὰ φορὰ κι ἀργήσω, μοῦ μπήζει ἀπὸ μέσα τὴ φωνὴ θυμωμένη καὶ καταλαβαίνω πὼς σφίγγει τὰ δόντια της. «Ξύπνα, τεμπέλη» μου φωνάζει «ποὺ βρέθηκες καὶ σὺ γιὰ τίς ἁμαρτίες μου».

  • !

    Ὅμως, ὅσο καὶ νὰ θέλω, δὲν μπορῶ. Τὰ μάτια μου εἶναι σὰ μολύβια καὶ βάνω ὅλη μου τὴ δύναμη γιὰ νὰ τ’ ἀνοίξω, καὶ γιὰ νὰ σηκωθῶ μοῦ φαίνεται πὼς μαζεύω μὲ τὰ χέρια μου ἕνα ἕνα τὰ κομμάτια τοῦ κορμιοῦ μου, ποὺ δὲν ἀκοῦν. Σκιάζομαι κιόλας ὀλοσκότεινα κειδὰ μέσα καὶ βιάζομαι ν’ ἀνάψω τὸ δαδὶ ποὺ ψήνω τὸ ζεστό μου.
    Γιατί ἐξὸν ποὺ κρυώνω, τὸ νερὸ τῆς βρύσης εἶναι χιόνι κρούσταλλο, κι ὥσπου νὰ νιφτῶ μαργώνουνε* τὰ δάχτυλά μου.

  • !

    Ἄχ, Παναγία μου! πόση εἶναι ἡ γῆς; ἀμέτρητη. Κι ὅλα τὰ ἥμερα πλάσματα τοῦ Θεοῦ κοιμοῦνται τούτη τὴν ἄκραχτη ὥρα. Ὅμως, σὲ μιὰ τρῦπα δῶ, σὲ μιὰ τρῦπα κεῖ ἀπάνω στὴν ἀμέτρητη ἁπλωσιὰ τῆς γῆς, κάτι πλάσματα, ποὺ εἶναι κι αὐτὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, σκύβουνε σὰ βρυκόλακοι ἀπάνου σε σίδερα καὶ τὰ πασπατεύουν. Ἴσα ἴσα ποὺ ξεχωρίζουνται στ’ ἀδύναμο φῶς τοῦ λυχναριοῦ.

Ἀπὸ μικρὸς στὰ βάσανα τῆς ζωής

 

[ Ὁ συγγραφέας, παιδὶ ἀκόμα, πιάνει δουλειὰ μακριὰ ἀπὸ τοὺς δικούς του καὶ εἶναι ἀναγκασμένος νὰ σηκώνεται πρὶν φέξει. ]

Τὸ στρωσίδι μου το ‘χῷ μέσα στὴ κουζίνα καὶ κοιμοῦμαι ἐκεῖ, γιατί ἡ θεία μου εἶναι νευρικὴ καὶ τὸ ξυπνητήρι τὴν κάνει καὶ χάνει τὸν ὕπνο της. Τὸ παίρνω κοντά μου ἀποβραδὶς καὶ πρὶν πλαγιάσω τὸ κουρντίζω νὰ βαρέσει στὶς πέντε. Ἔμαθα καὶ τὸ κουρντίζω μονάχος μου. Aχ ναί. Ὅποιος δὲν ἔχει σηκωθεῖ στὶς πέντε τὴ νύχτα, χειμῶνα καιρό, δὲν μπορεῖ νὰ ξέρει τί πάει νὰ πεῖ ἀγουροξύπνημα. Ὄχι νὰ σηκωθεῖ μιὰ φορὰ στὴ χάσῃ καὶ στὴ φέξῃ, μὰ νὰ σηκώνεται στὶς πέντε κάθε νύχτα, σ’ ὅλη του τὴ ζωή, κάθε νύχτα, βρέχει χιονίζει, καὶ τὰ κόκαλά του νά ‘ναι τσακισμένα ἀκόμα ἀπ’ τὴν ἀγώνια* τῆς χτεσινὴς δουλειᾶς. Καὶ νά ‘ναι καὶ παιδί. Tο ξυπνητήρι μὲ ξιπάζει* κάθε φορὰ στὶς πέντε, καταφέρνει καὶ ξυπνάει τὸ λογικό μου τρομαγμένο, ὅμως τὸ κορμί μου κείτεται ολοκοίμἱστο. Στὴ ἀρχὴ τὸ ἀκούω ἔτσι ἀπόμακρα μέσα στὰ βάθη τοῦ ὕπνου μου, ἔπειτα τὸ ντιντίνισμά του δυναμώνει στ’ αὐτιά μου, δυναμώνει, ἀρχίζει ξαφνικὰ καί μου τὰ τρυπανάει, ὥσπου τ’ ἁρπάζω ἀπὸ δίπλα μου καὶ τὸ βουβαίνω. Ἡ θεία μου κάνει ἀλαφρὸν ὕπνο καὶ ξυπνάει εὔκολα· ἂν τύχει καμιὰ φορὰ κι ἀργήσω, μοῦ μπήζει ἀπὸ μέσα τὴ φωνὴ θυμωμένη καὶ καταλαβαίνω πὼς σφίγγει τὰ δόντια της. «Ξύπνα, τεμπέλη» μου φωνάζει «ποὺ βρέθηκες καὶ σὺ γιὰ τίς ἁμαρτίες μου».

Ναί. Θά ‘θελα, μ’ ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ ξυπνάω ἀπὸ μονάχος μου, στὴν ὥρα μου, νὰ βρίσκουμαι στὸ πόδι ἀλαφρὸς χωρὶς ξυπνητήρι, δίχως τίποτα· καὶ νὰ μὴν ἐνοχλιέται κανένας μὲ λόγου μου. Ὅμως, ὅσο καὶ νὰ θέλω, δὲν μπορῶ. Τὰ μάτια μου εἶναι σὰ μολύβια καὶ βάνω ὅλη μου τὴ δύναμη γιὰ νὰ τ’ ἀνοίξω, καὶ γιὰ νὰ σηκωθῶ μοῦ φαίνεται πὼς μαζεύω μὲ τὰ χέρια μου ἕνα ἕνα τὰ κομμάτια τοῦ κορμιοῦ μου, ποὺ δὲν ἀκοῦν. Σκιάζομαι κιόλας ὀλοσκότεινα κειδὰ μέσα καὶ βιάζομαι ν’ ἀνάψω τὸ δαδὶ ποὺ ψήνω τὸ ζεστό μου. Τά ‘χῷ κι αὐτά ‘τοιμασμένα ἀποβραδὶς μαζὶ μὲ τὸ ψωμὶ καὶ μὲ μιὰ κουταλιὰ ζάχαρη ποὺ μοῦ ξεκλειδώνει κάθε βράδυ ἀπὸ τὴν ντουλάπα ἡ θεία μου, καὶ βιάζομαι ν’ ἀνάψω φωτιὰ καὶ γιὰ νὰ ζεσταθῶ κιόλας, γιατί ἐξὸν ποὺ κρυώνω, τὸ νερὸ τῆς βρύσης εἶναι χιόνι κρούσταλλο, κι ὥσπου νὰ νιφτῶ μαργώνουνε* τὰ δάχτυλά μου. Ὅλη τὴν ὥρα, καθὼς ψήνεται τὸ ζεστὸ καὶ πυρώνομαι, ‘νειρεύομαι. Καὶ βλέπω τοῦ κόσμου τὰ ὀνείρατα. Ἄχ, Παναγία μου! πόση εἶναι ἡ γῆς; ἀμέτρητη. Κι ὅλα τὰ ἥμερα πλάσματα τοῦ Θεοῦ κοιμοῦνται τούτη τὴν ἄκραχτη ὥρα. Ὅμως, σὲ μιὰ τρῦπα δῶ, σὲ μιὰ τρῦπα κεῖ ἀπάνω στὴν ἀμέτρητη ἁπλωσιὰ τῆς γῆς, κάτι πλάσματα, ποὺ εἶναι κι αὐτὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, σκύβουνε σὰ βρυκόλακοι ἀπάνου σε σίδερα καὶ τὰ πασπατεύουν. Ἴσα ἴσα ποὺ ξεχωρίζουνται στ’ ἀδύναμο φῶς τοῦ λυχναριοῦ.

* ἀγώνια: μόχθος, ἀγῶνας.

* ξιπάζω: ξαφνιάζω.

* μαργώνω: παγώνω.