Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Συκεώτης ἐπίσκοπος Ἀναστασιουπόλεως
Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Συκεὸν τῆς Γαλατίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Ἰουστινιανοῦ. Ἦταν καρπὸς ἁμαρτωλῆς σχέσης, μεταξὺ μίας νεαρῆς, ποὺ ὀνομαζόταν Μαρία, καὶ ἑνὸς βασιλικοῦ ταχυδρόμου, ὀνόματι Κοσμᾶ. Ὁ πατέρας του δὲ στάθηκε στὸ ὕψος τοῦ ἀνδρικοῦ χαρακτῆρα, καὶ γρήγορα ἐγκατέλειψε τὴν παραπλανηθεῖσα ἀπ᾿ αὐτὸν νεαρή. Ἡ Μαρία, ὅμως, στάθηκε κυρία τοῦ ἑαυτοῦ της. Συναισθάνθηκε τὸ σφάλμα της, καὶ μετὰ τὴν πρώτη πτώση δὲ συνέχισε νὰ κατηφορίζει στὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ κράτησε στάση σωφροσύνης καὶ ἀφοσιώθηκε μὲ ὅλη της τὴν ψυχὴ στὴν ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ της.
Ἔτσι, ὁ Θεόδωρος μεγάλωνε κάτω ἀπὸ τὶς μητρικὲς φροντίδες, «ἀνατρεφόμενος ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Δηλαδή, μὲ παιδαγωγία καὶ νουθεσία, σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Καὶ ὁ Θεὸς ἀντάμειψε τὴν Μαρία γιὰ τὴν ἀνατροφὴ ποὺ ἔδωσε στὸ γιό της καὶ τὴν ἀξίωσε νὰ τὸν δεῖ μεγάλο πνευματικὸ ἄνδρα.
Πράγματι, ὁ Θεόδωρος ὅταν μεγάλωσε ἔγινε μοναχὸς καὶ ἔπειτα Ἱερομόναχος. Χάρη στὸ πνευματικό του μεγαλεῖο, τὸν ἐξέλεξαν ὁμόφωνα ἐπίσκοπο Ἀναστασιουπόλεως.
Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, ὁ Θεόδωρος ἀναδείχθηκε μέγας διδάσκαλος κλήρου καὶ λαοῦ. Συμβούλευε, ἐνθάῤῥυνε καὶ εὐεργετοῦσε τοὺς πάντες. Πολλοὶ ἄρχοντες τοῦ ἔγραφαν καὶ ἔπαιρναν τὶς ὁδηγίες του.
Μάλιστα ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ χάρισμα νὰ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα.
Ἔζησε ἀληθινὰ σὰν Ἅγιος καὶ εἰρηνικὰ παρέδωσε τὴν δίκαια ψυχή του (613 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκ σπάργανων ἐπλήσθης τῆς θείας χάριτος, καὶ τῷ Θεῷ ἀνετέθης ὡς Σαμουὴλ ὁ κλεινός, τὴν ὑπέρτιμον στολὴν Πάτερ κληρούμενος, ὅθεν θαυμάτων αὐτουργός, καὶ Χριστοῦ μυσταγωγός, Θεόδωρε ἀνεδείχθης, θεοδωρήτως ἐκλάμπων, τᾶς ψυχοτρόφους δωρεᾶς τοὶς πιστοίς.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Θεόδωρε τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς πυρίνῳ ἅρματι, ταῖς ἀρεταῖς Θεοφόρε, ἐπιβὰς ἀνέδραμες, εἰς οὐρανίους οἰκήσεις, Ἄγγελος μετά ἀνθρώπων συμβιοτεύων, ἄνθρωπος σὺν τοῖς Ἀγγέλοις περιχορεύων· διά τοῦτο ἀνεδείχθης, θαυμάτων θεῖον, δοχεῖον Θεόδωρε .
Μεγαλυνάριον
Δῶρον καθιέρωσας τῷ Θεῷ, Θεόδωρε Πάτερ, τὸν σὸν βίον τὸν ἱερόν· ὅθεν θεοσδότων, μετέσχες χαρισμάτων, καὶ δωρεὰν βλυσταίνεις, πᾶσι τὰς χάριτας.
Ὁ Ἅγιος Νέαρχος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέαρχος τελειώθηκε διὰ πυρός. Εἰκάζεται ὅτι ἦταν φίλος τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Πολυεύκτου. Ἐὰν θεωρηθεῖ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθές, τότε ὁ Ἅγιος Νέαρχος πρέπει νὰ μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ Οὐαλεριανοῦ (251 – 259 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Ναθαναὴλ ὁ Ἀπόστολος
Ἡ λέξη Ναθαναὴλ σημαίνει δῶρο Θεοῦ. Πράγματι, τέτοιος ὑπῆρξε καὶ ὁ Ἀπόστολος Ναθαναήλ. Ἦταν ἀπὸ τὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαῖος, ἑπτὰ μίλια βόρεια τῆς Ναζαρέτ, ὅπου ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔκανε τὸ πρῶτο του θαῦμα τῆς μεταβολῆς τοῦ νεροῦ σὲ κρασί.
Ἦταν στενὸς φίλος τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ γνωστοποίησε ὅτι: «ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται εὑρήκαμεν Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσήφ, τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ» (Ἰω. α´ 44-52). Ἔπειτα ὁ Ναθαναὴλ ἔγινε καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς 12 Ἀποστόλους.
Τὸ μεγαλύτερο ὅμως ἐγκώμιο γι᾿ αὐτόν, βγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὅταν τὸν εἶδε νὰ ἔρχεται κοντά Του, εἶπε: «Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἐστίν».
Δηλαδὴ νὰ ἕνας γνήσιος καὶ πραγματικὸς Ἰσραηλίτης, στὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχει πονηρία καὶ ἀνειλικρίνεια, ἀλλ᾿ ὁ ὁποῖος μὲ εὐθύτητα ποθεῖ νὰ ἀνεύρῃ τὴν ἀλήθεια.
Μετὰ τὴν ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ὁ Ναθαναὴλ ἐξετέλεσε καὶ αὐτὸς μὲ πολὺ ζῆλο τὸ ἀποστολικό του ἔργο, ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸς θεασάμενος, τὴν σὴν εὐθεῖαν ψυχήν, καὶ τρόπον τὸν ἔνθεον, Ναθαναὴλ ἱερέ, ὡς Κτίστης ἐβόησεν· Ἴδε Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστιν· ὅθεν καὶ ὑπηρέτης, καὶ Ἀπόστολος θεῖος, τῆς τούτου παρουσίας, ἐδείχθης τοῖς πέρασι.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῷ Χριστῷ προσέδραμες, ὡς τῶν ῥημάτων, τῶν αὐτοῦ ἀκήκοας, Ναθαναὴλ ἀπὸ ψυχῆς, καὶ Ἀποστόλοις ἠρίθμησαι, τὰ ὑπὲρ λόγον ἀμέσως μυούμενος.
Μεγαλυνάριον
Μύστης τοῦ Σωτῆρος θεοειδής, Ναθαναὴλ ὤφθης, καὶ Ἀπόστολος εὐκλεής· ἔνθεν εὐσεβείας, μυσταγωγὸς ἐδείχθης, ζωῆς ἀνακηρύξας, τὸ Εὐαγγέλιον.
Ὁ Ἅγιος Βικτωρῖνος μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Γάιος Ἐπίσκοπος Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Γάιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Δαλματία καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης τὸ ἔτος 283 μ.Χ. Σύμφωνα μὲ ὁρισμένους ἐρευνητὲς ἦταν συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Γαβίνου († 19 Φεβρουαρίου). Ὑπέστη πολλοὺς διωγμοὺς καὶ κακώσεις, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ καὶ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἀναγκάσθηκε νὰ καταφύγει σὲ σπήλαιο μακριὰ ἀπὸ τὴ Ρώμη. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 296 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Πλάτων ὁ Ἱερομάρτυρας