ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Ἀντινεανικὴ κοινωνία καὶ ἀντικοινωνικὴ νεότητα: ἡ Ἐκκλησία ὡς ὑπέρβασή τους


(Σταῦρος Σ. Φωτίου, Ἀν. Καθηγητὴς Πανεπιστημίου Κύπρου)

Ἀντινεανικὴ νεότητα

Τὸ κύριο γνώρισμα τοῦ ἀτομοκεντρικοῦ τρόπου ζωῆς εἶναι ὁ εὐδαιμονισμός, ὁ πορισμὸς ἀπόλαυσης τοῦ ἀποθεωμένου Ἐγώ. Ὡς ὑπαρξιακὴ βέβαια ἐπιλογὴ ὁ εὐδαιμονισμὸς ὑπῆρχε σὲ κάθε ἐποχή. Ἡ εἰδοποιὸς ὅμως διαφορὰ μὲ τοὺς νεώτερους χρόνους εἶναι ὅτι αὐτοὶ τὸν προέβαλαν ὡς ἀναφαίρετο δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου, ὡς συνώνυμο τῆς αὐτοπραγμάτωσης, ὡς ἀτομικὸ καὶ συλλογικὸ ὅραμα ζωῆς. Στὴν ἐποχὴ τῆς «καθολικῆς "ἐξατομίκευσης"» καὶ «ἰδιοφροσύνης», ὁ ἄνθρωπος «θεωρεῖ ὅτι ὀφείλει νὰ ἀπολαμβάνει, ὅτι εἶναι μία ἐπιχείρηση ἡδονῆς καὶ ἱκανοποίησης. Ὅτι ὀφείλει νὰ εἶναι εὐτυχισμένος, ἐρωτευμένος, λατρεύων /λατρευόμενος, γοητεύων/γοητευόμενος, συμμετέχων, εὐφορικὸς καὶ δυναμικός. Εἶναι ἡ βασικὴ ἀρχὴ τῆς μεγιστοποίησης τῆς ὕπαρξης μὲ τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἐπαφῶν, τῶν σχέσεων, μὲ τὴν ἐντατικὴ χρήση σημείων, ἀντικειμένων, μὲ τὴν συστηματικὴ ἐκμετάλλευση ὅλων τῶν δυνατοτήτων ἡδονῆς».

Ἡ ὠφελιμιστικὴ αὐτὴ ἐκδοχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ ἰδεολογικὰ θεμέλια τῆς σύγχρονης καταναλωτικῆς κοινωνίας, τοῦ ἐμπορευματικοῦ κύκλου παραγωγῆς καὶ κατανάλωσης. Γιὰ νὰ ὑπάρχει παραγωγὴ πρέπει νὰ ὑπάρχει κατανάλωση, καὶ γιὰ νὰ ὑπάρχει κατανάλωση πρέπει νὰ ὑπάρχουν ἀνάγκες. Ἔτσι τὸ καταναλωτικὸ σύστημα διευρύνει συνεχῶς τὸ πεδίο ἀγορᾶς, δημιουργώντας νέες, πλασματικές, ἀνάγκες. Μὲ τοὺς διάφορους μηχανισμοὺς πειθοῦς του καθορίζει συμπεριφορὲς καὶ συνειδήσεις, προσφέρει εἴδωλα καὶ ἰδεολογήματα. Στὶς διάφορες ὑπεραγορὲς τῆς κατανάλωσης οἱ ἄνθρωποι ἀγοράζουν, μεταξὺ ἄλλων, καὶ σκέψεις καὶ ἰδέες καὶ πρότυπα ζωῆς. Τὰ πάντα γίνονται ἀντικείμενα ἀναλώσιμα• ἀκόμα καὶ οἱ ἄνθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι καταναλώνουν ἀνθρώπους στὸ γάμο καὶ τὴ φιλία, στὴν ἐργασία καὶ τὴν πολιτική, στὸν ἀθλητισμὸ καὶ τὴν οἰκονομία. Βιώνοντας ὡς ζωὴ τὴ λεηλασία τοῦ ἄλλου, τὸ ἄτομο ἀποξενώνεται ἀπ\’ τὸν αὐθεντικὸ ἑαυτό του. Διότι καμία σχέση μὲ ἀντικείμενα «δὲν ἐπιφέρει καὶ ἀνανέωση τοῦ ὑποκειμένου —οὔτε ἡ πλησμονὴ τὸ αἴσθημα τῆς πληρωτικῆς χαρᾶς—, ἀλλὰ ἐπανάληψη τοῦ ὁμοίου μὲ ἴδιο τρόπο καὶ ἄλλα ἀντικείμενα, ἔτσι ποὺ οἱ ἑκάστοτε ἐλλείψεις νὰ πληρώνονται μὲ τὴν ἀφθονία τῶν ἀντικειμένων, ἡ ἔλλειψη ὅμως νὰ παραμένει εὐθαλὴς καὶ νὰ κυβερνᾶ ὅλο τὸ σύστημα, οἱ δὲ ἄνθρωποι νὰ τὰ ἔχουν ὅλα καὶ νὰ νοιώθουν ὅτι τοὺς λείπει τὸ πᾶν, ἀκριβῶς γιατί ζητοῦν τὴν πλήρωση πρὸς τὴν μεριὰ τῶν ἀντικειμένων καὶ τῶν ἐξαντικειμενισμένων σχέσεων». Τὸ ἄγχος, ἡ ναυτία, τὸ μηδέν, χαρακτηρίζουν τὴ ζωὴ τῶν ἄταφων νεκρῶν.

Ὁ ἀλλοτριωμένος ἄνθρωπος τῆς καταναλωτικῆς ἀποχαύνωσης ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν Θεό, ἀπαξιώνει τὸ συνάνθρωπο, μολύνει τὴ δημιουργία. Τὰ τίμια καὶ μέγιστα ἀγνοοῦνται κ\’ εὐτελίζονται. Τὰ παιδιὰ ἱδρυματοποιοῦνται, οἱ ποιητὲς περιφρονοῦνται, οἱ γέροντες ἀπωθοῦνται. Ὅ,τι δὲν ὑπάγεται στὴν ἐμπορευματοποίηση ὠθεῖται στὸ περιθώριο. Πρώτιστες ἀρετὲς θεωροῦνται ἡ ταχύτητα κ\’ ἡ παραγωγικότητα. Ἡ προπαρασκευὴ καὶ ἡ προετοιμασία, ὁ μόχθος καὶ ὁ κόπος ἀπορρίπτονται. Ἡ ἐκδοχὴ τοῦ σίτου ποὺ θάβεται στὴ γῆ γιὰ νὰ βλαστήσει ἀργότερα, θεωρεῖται παρωχημένη. Ὁ ἄνθρωπος, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ἐπανέρχεται στὴ λογική τῆς μαγείας: μεγιστοποίηση τοῦ ἀποτελέσματος καὶ ἐλαχιστοποίηση τοῦ κόστους. Ξεχνώντας ὅτι γιὰ προσωπικὴ καὶ κοινωνικὴ προκοπὴ εἶναι ἀναγκαία προϋπόθεση ἡ περιστολὴ τοῦ ἐγὼ χάριν τοῦ ἐμεῖς, μὲ ἄλλα λόγια ἡ αὐθυπέρβαση.

Ἀποξενωμένος ὁ ἄνθρωπος ἀπ\’ τὸν Θεό, χάνει τὴ διάσταση τοῦ αἰώνιου, γι\’ αὐτὸ καὶ βιάζεται νὰ ζήσει τὸ ἐφήμερο. Κατὰ συνέπεια «στὸ προσκήνιο δὲν βρίσκεται ἡ αὐτοπειθαρχία μὲ σκοπὸ τὴν ἐπίτευξη ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν στόχων οὔτε κι ἡ ὑποταγὴ τῆς καθημερινῆς δραστηριότητας σὲ μακροπρόθεσμες ἐπιδιώξεις, παρὰ μᾶλλον ἡ κατάφαση τῆς βραχυπρόθεσμης ἀπόλαυσης, τοῦ στιγμιαίου καὶ τοῦ αὐθόρμητου καθὼς καὶ ἡ ἀπόρριψη τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐλέγχου, τῆς πειθάρχησης καὶ τῆς ἐξουσίας». Τὰ πάντα εἶναι ἐνθαδικά, ὅλα συνοψίζονται στὴν παροῦσα ζωή, στὴν παροῦσα στιγμή. Ἔτσι ἡ ἄμεση ἱκανοποίηση γίνεται ναρκωτικό, ἐφησυχασμὸς τῆς ὕπαρξης. Δημιουργώντας μία κοινωνία ναρκομανῶν, μία ναρκωμένη κοινωνία: Δάσκαλοι ποὺ ναρκώνουν μαθητές, ἰδεολογίες ποὺ ναρκώνουν ὀπαδούς, γκουροὺ ποὺ ναρκώνουν ἀφελεῖς. Μὲ διάφορους τρόπους καὶ μέσα τὸ χαμένο στὴν κατανάλωση ἄτομο προσπαθεῖ νὰ μὴν βιώσει τὴν ὑπαρξιακὴ ἀγωνία, νὰ μὴν ἀντιμετωπίσει τὸ θάνατο, ἀφοῦ αὐτὸς διαλύει τὶς βεβαιότητές του. Ἰδοὺ λοιπὸν ἡ ἡρωίνη καὶ ὁ σεξισμός, ἡ καταφυγὴ σὲ ἀνιστορικὰ θρησκεύματα καὶ ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἐξωτισμοῦ• ἰδοὺ ἡ συλλογικὴ νεύρωση τοῦ σύγχρονου κόσμου.

Ἀντικοινωνική νεότητα

Ἐνώπιον τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας —μιᾶς κοινωνίας ἀντινεανικῆς— οἱ νέοι ἀκολουθοῦν, συνήθως, δύο ἐπιλογές: Ἡ πρώτη ἐπιλογὴ εἶναι ἡ προσαρμογή. Οἱ νέοι ἀποδέχονται τὴν κατανάλωση ὡς τρόπο ζωῆς, παραδίδονται στὴν εὐζωία καὶ ἀφομοιώνονται στὸ σύστημα. Φιλοδοξία, φιληδονία, φιλοχρηματία, γίνονται ἔτσι ἡ στοχοθεσία τῶν γερασμένων νέων.

Ἡ δεύτερη ἐπιλογὴ ποὺ ἀκολουθοῦν οἱ νέοι εἶναι ἡ ἀντίδραση, τὴν ὁποία ἡ ἀντινεανικὴ κοινωνία ὀνομάζει ἀντικοινωνικὴ συμπεριφορά. Ἡ ἀνασφάλεια τοῦ σήμερα καὶ ὁ φόβος τοῦ αὔριο, ὁ κοινωνικὸς δαρβινισμὸς καὶ ὁ ἠθικιστικὸς σχετικισμός, ἡ ἀπουσία τοῦ ἄλλου καὶ ἡ μοναξιά, ὁδηγοῦν τοὺς νέους στὴν ἀντίδραση πρὸς τὴν ὑπάρχουσα ὀργάνωση ζωῆς. Μὲ περιφρόνηση τῶν θεσμῶν, μὲ παράβαση τῶν κανονιστικῶν ἀρχῶν, οἱ νέοι προκαλοῦν τὸ κατ\’ αὐτοὺς κατεστημένο, τὸ ὁποῖο μὲ τὴ σειρὰ του ἀντιδρᾶ καταδικάζοντας καὶ μυκτηρίζοντάς τους.

Μυκτηρίζοντας ὅμως ἡ κοινωνία τοὺς νέους μυκτηρίζει τὸν ἑαυτό της, ἀφοῦ οἱ νέοι ἀνατρέφονται μέσα στὸ δικό της πλαίσιο ἀξιῶν, ἀφοῦ ὁ κόσμος τους εἶναι ἀντικατοπτρισμὸς τῆς ἴδιας. Συνεπῶς καὶ οἱ νέοι βιώνουν τὶς ἀντιφάσεις της. Ἡ καταναλωτικὴ κοινωνία, π.χ., μεταβάλλει τὸν ἔρωτα σὲ τριβὴ σεξουαλικῶν ἀντικειμένων• παραπονιέται γιὰ τὴν αὔξηση τῶν διαζυγίων. Προβάλλει ὡς κοινωνικὴ καταξίωση τὸν εὔκολο καὶ γρήγορο πλουτισμό• παραπονιέται γιὰ τὴν αὔξηση τῆς διαφθορᾶς. Προκαλεῖ τὸν ἄκρατο ἀνταγωνισμό• παραπονιέται γιὰ τὴν αὔξηση τῶν ναρκωτικῶν. Ἐπιφέρει τὴν ἀπόσταση καὶ τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὸ συνάνθρωπο• παραπονιέται γιὰ τὴν αὔξηση τῶν αὐτοκτονιῶν. Ἡ σύγχρονη κοινωνία, ὑποβιβάζοντας κάθε κοινωνικὸ δεσμό, μετατρέποντας τὰ πάντα σὲ ἀντικείμενα πώλησης καὶ ἀγορᾶς, προσέφερε στοὺς νέους ὅ,τι χειρότερο: τὴν ἀπουσία κοινότητας, πόλης, πολιτισμοῦ.

\"\"

Ἀναζήτηση ἄλλης πρότασης ζωῆς

Ἀντινεανικὴ κοινωνία καὶ ἀντικοινωνικὴ νεότητα ἐκφράζουν τὴν κρίση νοήματος τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας, ἐκφράζουν τὸ ὑπαρξιακὸ ἀδιέξοδο ἑνὸς συγκεκριμένου τρόπου ζωῆς. Ἡ ἀντίδραση τῶν νέων ἀποτελεῖ κραυγὴ γιὰ ἔξοδο ἀπ\’ τὸ ἀδιέξοδο αὐτό. Ἀλλὰ τὸ ἀδιέξοδο τοῦ συστήματος δὲν ὑπερβαίνεται μὲ διεκδικητική στάση ἀπέναντί του, ἀφοῦ κάτι τέτοιο δὲν ἀρνεῖται σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὴν κυρίαρχή του λογική. Γιὰ τὸ καταναλωτικὸ σύστημα «ὁ κίνδυνος δὲν ἀπορρέει ἀπὸ τὸν νέο, ὅταν ἀνυπομονεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὸν ὥριμο στὴν ἐπάνδρωση μιᾶς δομῆς, ἀλλ\’ ὅταν δὲν θέλει καθόλου νὰ τὸν διαδεχθεῖ, γιατί ἀρνεῖται τὴν ἴδια τὴ δομή». Ἐπικίνδυνος εἶναι ὁ νέος ποὺ ἐνσαρκώνει μὲ τὸ ἦθος του μία ἄλλη στάση ζωῆς, μία ἄλλη ἀντίληψη γιὰ τὰ τίμια τῆς ὕπαρξης.

Κατὰ συνέπεια μόνο μία συνειδητὴ ἀπόρριψη τῆς καταναλωτικῆς λογικῆς, μόνο μία ἄλλη θέαση τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας, μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ὡς ἀφετηρία προσωπικοῦ ἀθλήματος γιὰ καταξίωση τῆς ὕπαρξης. Μία ἄλλη πρόταση ζωῆς ποὺ νὰ προικίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ βιώματα φιλαλληλίας καὶ φιλανθρωπίας, τρυφερότητας, κάλλους καὶ στοργῆς. Ἡ ἀντικοινωνικὴ νεότητα καὶ ἡ ἀντινεανικὴ κοινωνία πρέπει νὰ παραχωρήσουν τὴ θέση τους στὴν αὐθεντικὴ ζωή.

Ἡ αἰώνια νεότητα

Ἐδῶ, στὴν κατάθεση ἐναλλακτικῆς πρότασης ζωῆς, εἰσέρχεται στὸ προσκήνιο ἡ Ἐκκλησία, κομίζοντας τὴ δικὴ της ἐμπειρία γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ ζωή. Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἁρμονικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, καί, κατ\’ ἐπέκταση, μὲ τὸν ἑαυτό του, τὸ συνάνθρωπό του καὶ τὴ φύση. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πέρασμα ἀπὸ τὴ φιλαυτία στὴ φιλαλληλία, ἀπὸ τὴν ἀνάγκη στὴν ἐλευθερία, ἀπὸ τὴν ἀλλοτρίωση στὴ ζωή. Γι\’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ καμία πτυχὴ τῆς ζωῆς, γιὰ καμία ἀπορία τῶν ἀνθρώπων.

Ἔτσι, τὸ πρῶτο ποὺ ἡ Ἐκκλησία κομίζει, διαλεγόμενη μὲ τοὺς προβληματισμοὺς τῶν νέων, εἶναι ἡ βίωση τῆς πατρότητας τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεολογία, πολὺ πρὶν τὴν ψυχολογία καὶ τὴν παιδαγωγική, κατενόησε ὅτι ἡ ὑποταγὴ ἢ ἡ ἀνταρσία τῶν νέων ὀφείλεται στὴν παραμόρφωση ἢ τὴν ἀπουσία πατρότητας. Οἱ νέοι χρειάζονται πατρότητα κατ\’ εἰκόνα τῆς θείας: αὐτὴν τῆς περιχώρησης ἀγάπης καὶ ἐλευθερίας, ἑνότητας καὶ διαφορᾶς. Μία πατρότητα συνώνυμη τῆς δωρεᾶς, τῆς χωρὶς ὅρους καὶ ὅρια κοινοποίησης τῆς ζωῆς. Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ γονεῖς βοηθοῦν τὰ παιδιά τους νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν παιδισμό, τοὺς δεσμοὺς δηλαδὴ ἐξάρτησης καὶ μονόδρομης ἀπολαβῆς, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ βιώνουν δεσμοὺς ἀμοιβαιότητας, ἀκόμη δὲ περισσότερο δεσμοὺς πλήρους δοτικότητας. Ὅπως ἐπίσης ὅτι οἱ πνευματικοὶ πατέρες καὶ διδάσκαλοι βοηθοῦν τοὺς μαθητές τους νὰ κοινωνοῦν μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπο, νὰ χαίρονται τὴν ὀμορφιὰ τῆς κτίσης. Ταυτόχρονα δὲ νὰ ἀπορρίψουν κάθε προσωπολατρία, κάθε ταύτιση καὶ προσκόλληση στὸ πρόσωπό τους. Πρότυπο πνευματικοῦ πατέρα στὴν Ἐκκλησία παραμένει πάντα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος: «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἑλλαττοῦσθαι» (Ἰω. 3:30). Νομίζετε ὅτι εἶστε παιδιά μου ἀλλὰ εἶστε τέκνα τοῦ Χριστοῦ. Σ\’ αὐτὸν πρέπει νὰ παραπέμπει κάθε ἐπίγεια πατρότητα.

Ἐπιπλέον, μία γνήσια πνευματικὴ πατρότητα —μία ἀληθινὴ Χριστιανικὴ Ἀγωγὴ— μαθαίνει «στοὺς νέους ἀνθρώπους νὰ ἀντιστέκονται, ἐκεῖ ὅπου ἡ θρησκεία γίνεται "ὄπιο τοῦ λαοῦ", μεταθανάτιες ὑποσχέσεις ἢ ἀπειλές, ἀναιμικὴ καθηκοντολογία, ἄρνηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἀγάπης γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸν συνάνθρωπο». Μαθαίνει «ὅτι ἡ ἀληθινὴ θρησκεία δὲν εἶναι "ὄπιο" ἢ "νεύρωση", ἀλλὰ κοινωνία καὶ ζωή, ὅτι δὲν εἶναι "ἠθικὴ τῶν δούλων" ἀλλὰ ἦθος ἐλευθερίας». Κατὰ συνέπεια ἡ πατρικὴ ὁδηγητικὴ πρέπει νὰ εἶναι προετοιμασία ζωῆς, νὰ εἶναι ζωή. Νὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο ὑπαρξιακὲς δεξιότητες, νὰ τὸν προετοιμάζει γιὰ τὴ φιλία, τὴ συζυγία, τὴ γονικότητα. Νὰ τὸν μορφώνει σὲ ἐνεργὸ πολίτη, δόκιμο καλλιτέχνη, ὑπεύθυνο λειτουργό. Ὁ ἄνθρωπος ἐκτὸς ἀπὸ τὶς χρηστικὲς νὰ ἱκανοποιεῖ καὶ τὶς ὑπαρξιακές του ἀνάγκες: τὴν πείνα γιὰ ἐλευθερία, τὴ δίψα γιὰ ἀγάπη, τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα γιὰ τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλευθερίας.

Στὴν ἀγαπητικὴ δὲ ἑνότητά του μὲ τὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος γίνεται πρόσωπο μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο, ἀφοῦ μετέχει στὴν κοινωνία προσώπων ποὺ εἶναι ὁ Θεός. Μία κοινωνία στὴν ὁποία ἡ ἀπόλυτη ἑτερότητα τοῦ ἑνὸς ἀναδεικνύεται ἀπὸ τὴν παρουσία καὶ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἄλλου. Ἡ κατάφαση αὐτὴ τοῦ ἀπαρομοίαστου τοῦ προσώπου ὑπονομεύει καίρια ἕνα ἀκόμη θεμέλιο τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας: αὐτὸ τῆς κυριαρχίας τοῦ γενικοῦ, τοῦ ἀφηρημένου, τοῦ ἀπρόσωπου.

Στὴ δομημένη στὴν ἀνταλλακτικότητα τῶν πάντων ἐκδοχὴ τοῦ βίου, τὸ σύστημα ἀφαιρεῖ ἀπὸ κάθε πρόσωπο τὰ μοναδικὰ καὶ ἰδιάζοντά του χαρακτηριστικὰ —χαρακτηριστικὰ ποὺ τὸ διαφοροποιοῦν ἀπὸ ἄλλα προσωπα— ὥστε νὰ μείνουν μόνο τὰ γενικά, τὰ κοινὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους γνωρίσματα, καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑπαχθεῖ σὲ μία κατηγορία, σύμφωνα μὲ ἕνα χαρακτηριστικό. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὸ πρόσωπο ὑποβιβάζεται σὲ ποσοστιαία μονάδα χρηστικῆς ὑποδιαίρεσης, γίνεται μέγεθος ἀριθμητικό, καὶ ἄρα ἀντικαταστατό. Ἀνάλογα, π.χ., μὲ τὸ φύλο οἱ ἄνθρωποι ταξινομοῦνται σὲ ἄνδρες καὶ γυναῖκες• ἀνάλογα μὲ τὸ χρῶμα σὲ μαύρους, κίτρινους καὶ λευκούς• ἀνάλογα μὲ τὸ ἔθνος σὲ Ἕλληνες, Γερμανούς, Ἰάπωνες, κλπ. Ἔτσι καὶ ἡ κατηγοριοποίηση «νέοι» σημαίνει τὴν ταξινόμηση ἑνὸς μεγάλου ἀριθμοῦ ἀνθρώπων ὡς πρὸς ἕνα κοινὸ τους γνώρισμα —τὴν ἡλικία— καὶ τὴν παραγνώριση τῆς προσωπικῆς τους ἑτερότητας.

Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὅμως ἡ κατηγοριοποίηση τῶν ἀνθρώπων ἐπιφέρει τὴν ἀλλοτρίωσή τους. Γι\’ αὐτὴν τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος ἐδῶ καὶ τώρα, δὲν εἶναι ἀναγώγιμος σὲ τίποτε. Ὡς ἐκ τούτου τίποτε δὲν ὑπέρκειται τοῦ προσώπου. Γιατί τὸ πρόσωπο δὲν εἶναι μέρος ἑνὸς ὅλου ἀλλὰ ἐκφράζει τὸ ὅλο, εἶναι ὁ ἄνθρωπος-ἀνθρωπότητα. Τοῦτο σημαίνει εὐθύνη καὶ χρέος γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ ἄρα ρήξη μὲ κάθε ἀπανθρωπιά. Τὸ πρόσωπο ὁδεύει στὴν ἱστορία, ζεῖ στὴν κοινωνία τοῦ καιροῦ του, γι\’ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζεται ἐνάντια στὴ βία καὶ τὸν πόλεμο, τὴ φτώχεια καὶ τὴν ἀνεργία, τὸ μικράνθρωπο καὶ τὴ μικροσυνείδησή του. Πέραν τοῦ ἀτομικισμοῦ καὶ τῆς μαζοποίησης, τῆς χρησιμοθηρίας καὶ τοῦ ὠφελιμισμοῦ, τὸ πρόσωπο ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀδελφοσύνη.

Τὸ τρίτο θεμέλιό τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας, τὸ ὁποῖο ὑπονομεύει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἡ λογική της ἄμεσης ἀπόλαυσης. Ὁ ἄνθρωπος ἀναζητοῦσε καὶ ἀναζητᾶ ἕνα εὔκολο τρόπο, μία τεχνική, ποὺ θὰ λύσει διὰ μιᾶς ὅλα του τὰ προβλήματα. Παλαιότερα ἀνέμενε ἀπὸ τὶς ἰδεολογίες τὸ ἔργο αὐτό. Μετὰ τὴ διάψευση τῶν προσδοκιῶν του ἀπὸ αὐτὲς στράφηκε στὴ «νέα ἐποχὴ» τῶν παραθρησκειῶν καὶ παραθρησκευμάτων. Ψάχνοντας ἐκεῖ γιὰ τὸ μαγικὸ ραβδί. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ὅμως ἐμπειρία βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς μαγείας, κάθε ἑξαρτητικῆς ἰδεολογίας. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ συνάντηση μὲ τὸν Θεό, ἡ βίωση τῆς ἀλήθειας, εἶναι πορεία ἐπίπονη καὶ μακρά, ἀπαιτεῖ μετάνοια, ἀλλαγὴ ὑπαρξιακοῦ προσανατολισμοῦ, τίμημα προσωπικό. Γι\’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ μπεῖ στὸν πειρασμὸ τοῦ «ἀγαθούλη» Θεοῦ, ἔστω καὶ ἀπὸ ἀντίδραση πρὸς τὸν παραμορφωμένο Θεὸ τῆς Δύσης.

Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ Μεσαίωνα ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἐξέπεσε τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, προβάλλοντας ἕνα Θεὸ τρομοκράτη καὶ τιμωρό, χωροφύλακα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, χορηγὸ ὀδύνης καὶ βασάνων στοὺς ἀνθρώπους. Ἀπέναντι στὴν παραμορφωμένη αὐτὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν δύο ἐπιλογές: Ἡ πρώτη ἦταν ἡ πλήρης ὑποταγή, ἡ ἔκπτωσή τους σὲ παθητικὰ καὶ ἄβουλα ἀνθρωπάκια, τῶν ὁποίων ὁ φόβος καὶ ἡ ἐνοχὴ χαρακτήριζαν τὴν ἄχαρη καὶ μίζερη ζωή τους. Ἡ δεύτερη ἐπιλογὴ ἦταν ἡ ἐπανάσταση τοῦ σκλάβου, ἡ φυγὴ στὴν ἀθεΐα καὶ τὸν ἀγνωστικισμό. Ἡ τεράστια ἐκκοσμίκευση τοῦ δυτικοῦ κόσμου στὰ νεώτερα χρόνια ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τῆς ἀντιπατερναλιστικῆς αὐτῆς ἐξέγερσης.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν κινδύνευσε ἀπὸ τὸ φαινόμενο αὐτό. Κινδυνεύει ὅμως ἀπὸ τὸν ἀντίθετο πειρασμό, στὴ θέση δηλαδὴ τοῦ τρομοκράτη Θεοῦ νὰ θέσει τὸν Θεὸ «ἀγαθούλη». Ἕνα Θεὸ ποὺ δὲν δυσκολεύει κανένα, ποὺ προσφέρει εὔκολα συγχωροχάρτια, ποὺ δὲν ἀπαιτεῖ μετάνοια. Ἡ Ἐκκλησία εἰσέρχεται στὸν πειρασμὸ τῶν δημοσίων σχέσεων, στὴν προσπάθειά της νὰ φέρει κοντὰ της τὸν ἄνθρωπο θυσιάζει μέρος τῆς οὐσίας της. Ἀντὶ νὰ προσαρμοστεῖ ὁ ἄνθρωπος, προσαρμόζεται αὐτή.

Εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία μετανοούντων ἁμαρτωλῶν, ὅτι μεγαλύτερη ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀπελπισία, ἡ ἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοήσει δὲν συγχωρεῖ ὁ Θεός. Συνεπῶς ἡ Ἐκκλησία εἶναι καὶ θὰ παραμείνει κοινωνία στὴν ὁποία οἱ πάντες εἶναι κλητοί, στὴν ὁποία κανένας δὲν ἀπορρίπτεται. Ταυτόχρονα ὅμως εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν θωπεύει τὴν αὐτοδικαίωση καὶ τὸ φαρισαϊσμό, δὲν παύει νὰ θέτει τὸν ἄνθρωπο ἐνώπιόν τῆς ἁμαρτωλότητάς του. Τοῦτο σημαίνει ὅτι αὐτὸ ποὺ ὀφείλει σαφῶς καὶ ἀπεριφράστως νὰ πολεμήσει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ εὐκολία, ἡ ἀρχὴ τῆς ἥσσονος προσπάθειας, ἡ μαγικὴ ἀντίληψη ὅτι τὰ πρώτιστα τῆς ζωῆς ἀποκτῶνται εὔκολα. Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ βοηθᾶ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐνηλικιώνονται πνευματικά, ποὺ σημαίνει νὰ ἀρνοῦνται ὁποιαδήποτε ἀπόθεση τῆς εὐθύνης τους γιὰ τὸ τί συμβαίνει μέσα τους καὶ ἀνάμεσά τους.

Ἄρα ἡ Ἐκκλησία θὰ μιλήσει γιὰ ἄσκηση, θὰ θυμίσει ὅτι χωρὶς ἄσκηση τίποτε αὐθεντικὸ δὲν ἐπιτυγχάνεται. Ἄσκηση δὲ εἶναι ἡ περιστολὴ τοῦ ἐγὼ γιὰ νὰ ἀναδειχθεῖ τὸ ἐσύ, εἶναι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ μέθοδος γιὰ τὴν ἐλευθερία. Ἡ ἄσκηση εἶναι γυμνάσια αὐτογνωσίας, κοινωνικότητας, οἰκολογικῆς εὐαισθησίας, βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ διακρίνει τὶς πραγματικὲς ἀπὸ τὶς πλασματικὲς ἀνάγκες, νὰ ἐμμένει στὴν ἀλήθεια. Ἔτσι μὲ τὴν προσευχὴ ὁ ἄνθρωπος θὰ καθάρει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ πάθη, θὰ βιώσει τὴ σιωπή, θὰ ἀφήσει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ πλημμυρίσει τὴ ζωή του. Μὲ τὴ νηστεία θὰ μάθει τὴ διάκριση τοῦ ἀναγκαίου ἀπὸ τὸ περιττό, θὰ μειώνει τὶς ἀνάγκες του στὸ ἐλάχιστο γιὰ νὰ προσφέρει στὸ συνάνθρωπο τὸ μέγιστο. Μὲ τὴν ἀγρυπνία θὰ φυλάττει καθαρὴ καρδιά, δὲν θὰ λησμονεῖ τὸν ὑπαρξιακό του στόχο, θὰ ἀφυπνισθεῖ ἀπὸ τὴν ἀλλοτρίωση.

Διαμέσου τῆς ἄσκησης ὁ πιστὸς θὰ βιώσει τὴν ὑπακοὴ ὡς ἀκοὴ στὸ θέλημα μόνο τοῦ Θεοῦ, ἄρα ὡς σύγκρουση μὲ κάθε ἀνθρώπινη αὐθεντία, μὲ κάθε ἀπάνθρωπη ἐξουσία. Ὡς ἐκ τούτου θὰ γίνει ὁ μέγιστος τῶν ἐπαναστατῶν, θὰ ἀντιστέκεται σὲ ὁτιδήποτε ὑποβαθμίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐξαθλιώνει τὴ ζωή. Θὰ βιώσει τὴν παρθενία ὡς ἀκεραιότητα τοῦ προσώπου, ὡς ἀγάπη ἀδιάπτωτη. Γι\’ αὐτὸ καὶ θὰ ἀρνηθεῖ κάθε ὑποβιβασμὸ τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἀντικείμενο, κάθε ὑπαγωγή του σὲ μέσο, κάθε ἀπόπειρα ἐκμετάλλευσής του. Θὰ βιώσει τὴν πτώχεια ὡς πλήρη αὐτοπαράδοση στὸν Θεό, ὡς ἄρνηση νὰ στηρίξει τὴν ὕπαρξή του στὸ ἔχειν καὶ κατέχειν, ὑλικὸ ἢ πνευματικό. Ὥστε ὁλόκληρος νὰ γίνει φῶς ποὺ καίεται καὶ δαπανᾶται γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.

Βιώματα ζωῆς

Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει καλὰ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀλλάζουν μαθαίνοντας κάτι μόνο διανοητικά. Ἡ ἀρχαιοελληνικὴ φιλοσοφικὴ ἀντίληψη ὅτι ἡ ἁμαρτία ὀφείλεται σὲ ἄγνοια δὲν ἔγινε δεκτή. Γι\’ αὐτὴν ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι συνέπεια διανοητικῆς ἄγνοιας καὶ γνωσιολογικῆς πλάνης, ἀλλὰ ἑκούσια ἀποξένωση ἀπ’ τὸν Θεό, ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως. Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἀλλαγὴ στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ ἐπέρχεται μὲ τὴ βίωση καινούριων βιωμάτων, πιὸ ἀληθινῶν καὶ ἄρα πιὸ σημαντικῶν ἀπὸ ἄλλα. Μόνο βιώνοντας τὴν ἀλήθεια ἐγκαταλείπουν οἱ ἄνθρωποι τὸ ψεῦδος.

Πρώτιστος ὅμως τόπος ποὺ προσφέρονται βιώματα εἶναι ἡ λατρεία. Καὶ εἶναι ἐδῶ κατεξοχὴν ποὺ ἡ Ἐκκλησία ὑπονομεύει τὴν καταναλωτικὴ καὶ κάθε ἄλλη ἀλλοτρίωση. Στὴ χριστιανικὴ λατρεία ἡ ἀπρόσωπη ὁμάδα γίνεται ἀγαπητικὴ κοινότητα, ὁ ξένος γίνεται ἀδελφός, ὁ μακρὰν γίνεται ἐγγύς. Στὴ λατρεία οἱ πάντες γίνονται πρόσωπα, ἀποκτοῦν ταυτότητα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μοιράζονται αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχουν. Τὸ ὁμότροπο καὶ ὁμόγνωμο, ἡ αὐθυπέρβαση καὶ ἡ αὐτοπροσφορά, εἶναι τὰ βιώματα μὲ τὰ ὁποῖα λαμπρύνονται οἱ πιστοί. Ἔτσι ἡ λατρεία γίνεται τόπος ἀγάπης εἰρηνοποιοῦ καὶ ἀνιδιοτελοῦς φιλίας, χῶρος ἀλληλοσυμπλήρωσης καὶ ἀλληλεγγύης. Ἐκεῖ ἀναδεικνύονται οἱ κεκρυμμένοι δίκαιοι, γιὰ τοὺς ὁποίους συνομιλοῦσε ὁ Ἀβραὰμ μὲ τὸν Θεό, καὶ τῶν ὁποίων ἡ παρουσία σώζει τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν αὐτοκτονία. Ἐκεῖ —σὲ πεῖσμα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου ποὺ ξέχασε ὅτι ἔχει «τὸ εἶναι τοῦ δεδανεισμένον», σὲ πεῖσμα τῆς πεπτωκυίας κοινωνίας ποὺ ξέχασε νὰ δωρίζει— φανερώνεται ἡ θυσία ὡς ζωή, ἡ ζωὴ ὡς δῶρο, τὸ δῶρο ὡς χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἐκεῖ, στὴ λατρεία, ἀνατρέπεται ἡ προτεραιότητα ἀναγκῶν τῆς καθεστυκίας τάξης, ἐκεῖ ἀποκαλύπτεται ἡ τάξη τῶν μακαρισμῶν. Ἔξω ἀπ’ τὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος ζεῖ γιὰ νὰ πεθάνει. Μέσα στὴν Ἐκκλησία πεθαίνει γιὰ νὰ ζεῖ. Πεθαίνει σὰν ἄτομο καὶ ἀνίσταται ὡς πρόσωπο, δωρίζει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν βρίσκει ἀκέραιο• ἰδοὺ ἡ μέγιστη τέχνη, ἡ τέχνη τῆς ἀνάστασης. Ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν βρίσκεται πλέον στὸ παρελθὸν ἀλλὰ στὸ μέλλον. Ἂν στὸν κόσμο «τὰ γηρατειὰ ἀρχίζουν ὅταν οἱ ἀναμνήσεις ἀντικαθιστοῦν τὰ ὄνειρα», στὴν Ἐκκλησία οἱ πάντες καθίστανται νέοι, γιατί ζοῦν μὲ τὴν προσδοκία τοῦ Ἐρχόμενου, μὲ ἐσχατολογικὴ συνείδηση. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν γκρινιάζουν συνεχῶς γιὰ κάποια «χρυσὴ ἐποχὴ» τοῦ παρελθόντος ποὺ χάθηκε καὶ νοσταλγοῦν, ἀλλὰ εἶναι οἱ ἀληθινοὶ μαθητὲς τοῦ καινούριου κόσμου τοῦ Θεοῦ, ποὺ βρίσκεται στὸ τέλος τῆς ἱστορίας ἀλλὰ πρόγευσή του βιώνουμε στὴν Εὐχαριστία. Εἶναι αὐτὴ ἡ προοπτικὴ τῶν ἐσχάτων ποὺ λυτρώνει ἀπὸ τὴ λογική τῆς ἄμεσης ἀπόλαυσης, τὸν ἐγκλεισμὸ στὸ ἐφήμερο, ποὺ κάνει τοὺς πιστοὺς νὰ μὴ φοβοῦνται τὸ θάνατο, τὸν ὁποιοδήποτε θάνατο. Καὶ εἶναι μὲ τὰ βιώματα αὐτὰ ποὺ οἱ πιστοὶ ἐξέρχονται ἀπ’ τὸ ναό, σὲ μία λειτουργία-μετὰ-τὴ-Λειτουργία, γιὰ νὰ μεταμορφώσουν σύμπασα τὴ ζωή.

Γι\’ αὐτὸ σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς νέους —ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους— εἶναι ἡ ὕπαρξη εὐχαριστιακῶν κοινοτήτων, ἡ εὔρυθμη λειτουργία τῶν ἐνοριῶν. Ἡ ἐνορία εἶναι ὁ φυσικὸς χῶρος ἔνταξης τοῦ νέου καὶ συγκρότησής του ὡς προσώπου. Σ\’ αὐτὴν θὰ ἐπέλθει ὁ ψυχολογικὸς ἀπογαλακτισμός του ἀπὸ τὴ μικρὴ βιολογική του οἰκογένεια καὶ ἡ εἴσοδός του ὡς ἰσότιμο μέλος στὴν παγκόσμια ἀδελφικὴ κοινότητα. Ἐκεῖ εἶναι ποὺ θὰ μετέχει στὴ ζωὴ τῆς Ἀγάπης, στὴν ἀγάπη τῆς Ζωῆς. Ἐκεῖ εἶναι ποὺ θὰ ἀνακαλύψει ἐμπειρικὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία «θεραπεύει ὄχι μὲ ὅσα λέγει, ἀλλὰ μὲ ὅ,τι εἶναι: κοινότητα ἀγάπης, μιᾶς ἀγάπης ποὺ δὲν εἶναι συναίσθημα, ὥστε νὰ τὸ ἀναζητήσουμε στὸ ἐσωτερικὸ καὶ τὴ διάθεση τοῦ ἀτόμου, ἀλλὰ σχέση, πράγμα ποὺ ἀπαιτεῖ συνύπαρξη καὶ ἀποδοχὴ σὲ μία κοινότητα συγκεκριμένη, κοινότητα ἀγάπης χωρὶς ἀποκλειστικότητα καὶ ὅρους. Ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει μὲ τὸ νὰ εἶναι μία τέτοια κοινότητα, στὴν ὁποία ἐντασσόμενος ὁ ἄνθρωπος ἐθίζεται νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ ἀγαπᾶται ἐλεύθερα». Ἔτσι, μὲ τὴν ἴδιά της τὴν ὕπαρξη, ἡ Ἐκκλησία διδάσκει τὴν τέχνη τῆς αὐτοθυσίας, τὴν ἐπιστήμη τῆς κοινωνικότητας, τὴ θεωρία τῆς δημιουργίας. Εἰσάγει τὸν ἄνθρωπο στὴ σφαίρα τοῦ μυστηρίου, τὸν ἄγει στὸ μυστήριο τοῦ Φιλάνθρωπου Θεοῦ καὶ τοῦ φιλόθεου ἀνθρώπου, στὸ μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.

Μόνο αὐτὴ ἡ νεότητα τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία τῆς νεότητας, μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ μία ἀντινεανικὴ κοινωνία, μία ἀντικοινωνικὴ νεολαία. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν ἂς ἐξακολουθήσει νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι: τρόπος γέννησης καὶ ἀναγέννησης, τόπος ἀνάστασης καὶ ἐπανάστασης.

(Πηγή: «ΑΓΩΓΗ ΝΕΟΤΗΤΑΣ», Ἐπιμέλεια: Σταῦρος Φωτίου, Κέντρο Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου)


( www. alopsis.gr )