
Ζοῦμε, τρία (ὥς τώρα) χρόνια, ἕναν οἰκονομικὸ ἐφιάλτη, μία δίχως ὁρατὴ διέξοδο κοινωνικὴ καταστροφή, ποὺ καθημερινὰ ἐπιτείνεται. Καὶ μοιάζει ἀμφίβολο ἂν ἡ «κρίσιμη μάζα» τοῦ ἑλλαδικοῦ πληθυσμοῦ (κρίσιμη γιὰ τὸ πολιτικὸ μέλλον τῆς χώρας) συνειδητοποιεῖ τὸ καίριο: Ὅτι «ἀνάπτυξη» καὶ «πρόοδο», (ἀκόμα καὶ βοσκηματώδη καταναλωτικὴ εὐζωία) δὲν ἐγγυᾶται ἡ ἐξασφάλιση «δικαιωμάτων», ἀλλὰ ἡ ἐξασφάλιση ἀξιοκρατίας. Ἀπὸ τὰ ἀνώτατα ἀξιώματα ὥς τὸ ἔσχατο κοινωνικὸ λειτούργημα.
Ζήσαμε δεκαετίες ὁλόκληρες, χωρὶς ὑπερβολή, μὲ τὴν καθημερινὴ εἰκόνα κάποιων συμπολιτῶν μας, λίγων ἢ πολλῶν, νὰ διαδηλώνουν τὴν ἀπαίτηση κατασφάλισης «δικαιωμάτων» τους. Κάθε τρεῖς -καὶ- λίγο, ἕνα μεγαλύτερο ἢ μικρότερο τμῆμα τοῦ ἑλλαδικοῦ πληθυσμοῦ (πάντοτε οἱ ἀνήμποροι, ἡ φτωχολογιὰ) βασανιζόταν σαδιστικά, ἀπάνθρωπα, ἀπὸ κάποιους ἀπεργοὺς – πάντοτε δημόσιους λειτουργούς: ἡ ἰδιωτικὴ ὑπαλληλία δὲν μποροῦσε, σχεδὸν ποτέ, νὰ ἀπεργήσει. Διαδηλωτὲς καὶ ἀπεργοὶ διεκδικοῦσαν πάντοτε «δικαιώματα» (συνήθως πρόσθετες παροχὲς ἀπὸ τὸ κράτος). Δὲν ἀκούστηκε ποτέ, μὰ ποτὲ στὴν ἑλλαδικὴ κοινωνία συλλογικὸ αἴτημα – διεκδίκηση ἀξιοκρατίας, ἀξιολογικῶν κρίσεων, ἐλέγχου τῆς ποιότητας, καταξίωσης τῆς ἀριστείας.
Δὲν καταλαβαίναμε, οὔτε ἀκόμα τὸ συνειδητοποιοῦμε στὸ Ἑλλαδιστάν, ὅτι ἡ ἀξιοκρατία, ὁ ἔλεγχος τῆς ποιότητας, θὰ ἄλλαζε τὰ πάντα στὴ χώρα: Ἀπὸ τὶς σαδιστικὲς συμπεριφορὲς τῆς ὑπαλληλίας στὸ IKA, στὶς ἐφορεῖες, σὲ κάθε κρατικὴ ὑπηρεσία, ὡς τὴν ἰταμὴ ἀναίδεια νὰ μᾶς κυβερνοῦν ἄτομα διανοητικῶς καθυστερημένα ἢ κραυγαλέας, κωμικῆς ἀνικανότητας. Ὅταν καταστεῖ κυρίαρχη νοοτροπία ἡ κατάλυση κάθε ἀξιολογικῆς κρίσης («γιατί αὐτὸς καὶ ὄχι ἐγώ»), οἱ συνέπειες ψηλαφοῦνται ἀμέσως σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα: ἀπὸ τὸν παρασιτικὸ κλητήρα καὶ τὸν προκλητικὰ περιττὸ «συνοδὸ ἀσανσέρ», ὥς τὸν πρόεδρο τῆς Βουλῆς καὶ τὸν πρωθυπουργό.
Εἶναι βεβαιωμένο ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἐμπειρία ὅτι κάθε ὁλοκληρωτισμὸς (θρησκευτικός, ἰδεολογικός, κομματικός, μαφιόζικος, κρατικὸς) ἀποκλείει ἀφετηριακὰ (προκειμένου νὰ μπορεῖ νὰ λειτουργήσει) τὴν ἀξιοκρατία. Καὶ ἡ κομματοκρατία στὴ μεταπολιτευτικὴ Ἑλλάδα εἶναι δεῖγμα συνεπέστατου ὁλοκληρωτισμοῦ, ἐκσυγχρονισμένου: Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ ἀπαγορεύσει τὴ λειτουργία ἰδιωτικῶν MME, νὰ φιμώσει ἀρθρογράφους, νὰ ἐξορίσει ἀντιφρονοῦντες – δὲν χρειάζεται τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἀρκεῖ ἡ κατάλυση τῆς ἀξιοκρατίας, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ἀπρόσκοπτα ἡ πιὸ στυγνὴ καὶ ἀνάλγητη αὐθαιρεσία τῆς ἐξουσίας.
Ὅσο ἄδικο, ἀντικοινωνικὸ καὶ ἀπάνθρωπο εἶναι τὸ «κούρεμα» μισθῶν, συντάξεων, παντοδαπῶν ἀμοιβῶν καὶ ἡ ἀπρόσωπη φορολογία, τὸ ἴδιο ἄδικο, ἀντικοινωνικὸ καὶ ἀπάνθρωπο εἶναι κάθε αἴτημα μαζικοῦ (δίχως προσωπικὴ ἀξιολόγηση) οἰκονομικοῦ «δικαιώματος». Καὶ ὅσο βολεύει τὴ διεφθαρμένη, ἀνίκανη, ἀμοραλιστικὴ ἐξουσία τὸ ἀξιοκρατικὰ ἀδιαφοροποίητο «κούρεμα» τῶν ἀποδοχῶν, τὸ ἴδιο (ἢ καὶ περισσότερο) τὴ βολεύουν οἱ ἀξιοκρατικὰ ἀδιαφοροποίητες ἀμοιβές. Διότι μὲ αὐτὲς ἐξασφαλίζει κομματικὴ πελατεία, ψηφοφόρους ποὺ παραιτοῦνται ἀπὸ τὴ λογικὴ καὶ τὴν κρίση τους, προκειμένου νὰ γλείψουν κόκαλο ποὺ τοὺς ἀντιπαρέχει ὁ ἀφέντης. Ὁ ὁλοκληρωτισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ συντηρηθεῖ μὲ μόνη τὴ βία («κούρεμα»), χρειάζεται καὶ τὸ εὐφραντικὸ ψέμα: τὶς ἀδιάκριτες παροχὲς σὲ πουλημένες συνειδήσεις.
Εἰδικὰ σήμερα ὁ ὁλοκληρωτισμὸς διευκολύνεται ἀπὸ τὴν βεβαιωμένα ἀκίνδυνη ἀνοχὴ τῶν ἐπικριτῶν του – ἐξουδετερώνει τὶς ἐπικρίσεις ἡ αὐτονόητη στὴν κοινωνία (καθολικὰ κυρίαρχη) ἀναξιοκρατία. Δὲν ἐνοχλεῖ ἡ δημόσια καταγγελτικὴ τοῦ καθεστῶτος ἀρθρογραφία, οὔτε οἱ πυκνὲς ἐμφανίσεις στὴν τηλεόραση ἔμπειρων, καταξιωμένων οἰκονομολόγων, ποὺ καταγγέλλουν τὴν οἰκονομικὴ πολιτικὴ τῶν κυβερνώντων. Οἱ καταγγέλλοντες ἰσχυρίζονται, μὲ ἀδιάσειστα τεκμήρια, ὅτι ἡ κυβέρνηση δὲν σωρεύει ἁπλῶς λάθη καὶ ἀστοχίες, ἀλλὰ ἀκολουθεῖ οἰκονομικὴ πολιτικὴ ἀκριβῶς (καὶ προκλητικὰ) τὴν ἀντίθετη ἀπὸ τὰ ὅσα ἐπιτάσσει ἡ ἀλφαβήτα τῆς Οἰκονομίας. Γιατί τὸ κάνει, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τέτοιου ἐπιπέδου καὶ κύρους κριτική; Μοναδικὴ ἀπάντηση εἶναι ἡ καθολικὰ κυρίαρχη, αὐτονόητα παγιωμένη στὴν κοινωνία ἀναξιοκρατία: Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ καταγγέλλει, γιατί εἶναι ἐγκυρότερος ἀπὸ τὸν πρωτόπειρο ὑπουργίσκο ἢ τὸν ἀπροσχημάτιστα ἐξωνημένο διαφημιστὴ τῶν κυβερνητικῶν θριάμβων; Ἡ «κοινὴ γνώμη» στὸ Ἑλλαδιστάν, δεκαετίες τώρα, ἔχει ξεμάθει νὰ κρίνει καὶ νὰ συγκρίνει.
Τὸ συγκλονιστικὸ ταλέντο τοῦ Βασίλι Γκρόσμαν, στὸ μυθιστόρημά του «Ὅλα περνοῦν» (ἢ «Πάντα ρεῖ»), βάζει τὸν ἥρωά του νὰ ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὶς φυλακὲς τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ Στάλιν καὶ νὰ γυρίζει στὴ Μόσχα. Ἐκεῖ ἔντρομος πιστοποιεῖ ὅτι, ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία ποὺ ἤξερε δὲν ἀπομένει πιὰ τίποτα. Ὅ,τι ὑπῆρχε σὲ ποιότητα, σὲ ἀξιοπρέπεια, σὲ τιμιότητα ἔχει χαθεῖ, ἐπιβιώνουν ὅσοι συμβιβάστηκαν, παραιτήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνθρωπιά τους ἢ ἦταν πάντοτε μηδαμινοί, ἀνύπαρκτοι: Ὁ τάδε, ποὺ κατέδωσε τὸ παιδί του στὴν ἀστυνομία. Ὁ δεῖνα, ποὺ ψευδομαρτύρησε καὶ φυλακίστηκαν φίλοι του. Ὁ «βιβλιοκριτικὸς» ποὺ ἔγινε διασημότητα λιβανίζοντας σὰν «ποιητὲς» κωμικὲς μετριότητες μὲ ἰδεολογικὴ στράτευση. Ὁ πανεπιστημιακός, ποὺ τὴν ψῆφο του σὲ ἐκλογὲς συναδέλφων του τὴν κατεύθυναν «ἄνωθεν» τηλεφωνήματα. Οἱ διορισμένοι νὰ ἀξιολογοῦν διευθυντὲς σὲ συμφωνικὲς ὀρχῆστρες ἢ σὲ θέατρα ἢ σὲ ἐπιτροπὲς βράβευσης λογοτεχνικῶν βιβλίων ὄντας οἱ ἀξιολογητὲς παντελῶς ἄσχετοι καὶ ἀνατριχιαστικὰ ἀτάλαντοι, μπράβοι ὅμως τοῦ καθεστῶτος.
Ἡ περιγραφὴ ἔχει τὴ σφραγίδα τοῦ μεγάλου ταλέντου καὶ ὁδηγεῖ τὸν Ἕλληνα ἀναγνώστη νὰ μετρήσει τὴν ἀνεπάρκεια τοῦ δοκιμιακοῦ λόγου, τῆς κριτικῆς ἀνάλυσης, ἀκόμα καὶ τῆς τεκμηριωμένης καταγγελίας σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἀφηγηματικὴ ἐξιστόρηση ἀπὸ μεγάλο συγγραφέα. Πῶς ἄραγε θὰ εἶχαν ἀφηγηθεῖ ἕνας Σαλάμοφ, ἕνας Γκρόσμαν, ἕνας Σολζενίτσιν τὸν προϊόν τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ τῆς κομματοκρατίας στὸ μεταπολιτευτικὸ Ἑλλαδιστάν; Τὸν δικό μας φτωχοκακομοιρίστικο ἐνδοτισμό, τὴ φτήνεια τῶν ἰδεολογικῶν προδιαγραφῶν γιὰ τὴ δημόσια προβολή, τὴν ξιπασιὰ ὡς μόνιμο ἀντανακλαστικό τῆς κοινωνίας τῶν σπιθαμιαίων καὶ συμβιβασμένων.
Γιὰ νὰ ἀποτραπεῖ ἡ «τελικὴ φάση» (διαμελισμὸς τῆς χώρας καὶ καθολίκευση τῆς πανικόβλητης προσφυγιᾶς) χρειάζονται ἄνθρωποι καὶ πολιτικὰ ἐνεργήματα ποὺ τὰ γεννάει μόνο ἡ ὡριμότητα τῶν ἀξιολογικῶν κρίσεων.
(Καθημερινή 8-9-2013)