Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Σὰν βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν καλύβα τους, ἄκουγαν σὲ ὅλη τὴν κοιλάδα καὶ γύρω ἀπὸ τὶς ράχες φωνές. Ὅλοι οἱ βλάχοι τῆς περιφερείας ἐκείνης ἦσαν στὸ πόδι, στολισμένοι, καὶ μὲ κεριὰ στὰ χέρια περίμεναν τὴν Ἀνάσταση.

  • !

    Νέοι ζωηροί, γέροντες λευκόμαλλοι, παιδιά, γυναῖκες νέες καὶ γριές, ὅλοι εἶχαν καρφώσει τὰ μάτια τοὺς στὸ ἀνατολικὸ μέρος τοῦ ὁρίζοντος. Ἤξεραν πὼς ἀπὸ κεῖ ὑψωνόταν μιὰ ράχη, ἀπ’ ὅπου θὰ φαινόταν ὁ παπάς μὲ τὴν λαμπάδα στὰ χέρια, κηρύσσοντας στοὺς πιστοὺς τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρα.

  • !

    Ἡ καρδιὰ ὅλων βροντοχτυποῦσε ἀνυπόμονη, ὅσο πλησίαζε ἡ μεγάλη καὶ ἱερὴ στιγμή. Κάθε ἄστρο, ποὺ παρουσιαζόταν ἀπὸ τὴν ράχη, τὸ ἔπαιρναν γιὰ τὴν λαμπάδα τοῦ παπᾶ καὶ φώναζαν ἀναπηδώντας μὲ χαρά :
    Νά το, φάνηκε!

  • !

    Πράγματι φάνηκε φῶς λαμπάδας, ποὺ τρεμόσβηνε στοῦ ἀνέμου τὴν πνοή. Ἔσκιζε τὸ σκοτάδι καὶ ἔριχνε παρήγορη λάμψη γύρω.
    Οἱ βλάχοι ὅλοι καὶ οἱ χωρικοὶ ἀπ’ ὅλα τά γύρω μέρη κάρφωσαν πρὸς τὰ ἐκεῖ τὰ μάτια τους καὶ τέντωσαν τὴν ἀκοή τους.
    Χριστὸς ἀνέστη, παιδιά!…

  • !

    Ἡ φωνὴ ἀκούσθηκε τώρα πιὸ δυνατή. Οἱ βλάχοι καὶ οἱ χωρικοὶ ἔσκυψαν τὴν κεφαλὴ καὶ ἔκαμαν τὸν σταυρό τους. Ὅλη ἐκείνη ἡ μεγάλη κοιλάδα ἔμοιαζε τὴν ὥρα ἐκείνη σὰν ἕνας μεγάλος ναός, ὅπου δοξαζόταν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ.
    Χριστὸς ἀνέστη, παιδιά!…

  • !

    Οἱ βλάχοι, μὲ τρελὸ ἐνθουσιασμό, μετέδιδαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὴν εὐχάριστη εἴδηση τῆς Ἀναστάσεως.
    Χριστὸς ἀνέστη, ἀδέλφια!…
    Ἀληθῶς ἀνέστη !… ἀληθῶς ἀνέστη !…

  • !

    Ἡ ράχη, ποὺ πάνω της φάνηκε τὸ πρῶτο φῶς τῆς Ἀνάστασης, ἦταν τώρα κατάφωτη. Εἴκοσι ὡς εἴκοσι πέντε βλάχοι, ἀσκεπεῖς μὲ τὴν λαμπάδα ἀναμμένη στὰ χέρια, γονάτιζαν γύρω στὸν παπᾶ. Καὶ ὁ παπάς, ὄρθιος, κινῶντας τὴν λαμπάδα του ἄνω καὶ κάτω, δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἔψελνε τὸ «Χριστός ἀνέστη».

Ἀνάσταση

 

Παππού ! Ἔ, παππού ! φώναξε ὁ Νάσος, σπρώχνοντάς τον μὲ τὸ πόδι του.

Tί εἶναι ;

Ἄ, σήκω νὰ δοῦμε τὴν Ἀνάσταση.

Σὰν βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν καλύβα τους, ἄκουγαν σὲ ὅλη τὴν κοιλάδα καὶ γύρω ἀπὸ τὶς ράχες φωνές. Ὅλοι οἱ βλάχοι τῆς περιφερείας ἐκείνης ἦσαν στὸ πόδι, στολισμένοι, καὶ μὲ κεριὰ στὰ χέρια περίμεναν τὴν Ἀνάσταση.

Εἶχε πιὰ πλησιάσει ἡ ὥρα. Ὁ αὐγερινὸς φεγγοβολώντας ἀνέβαινε ψηλά. Οἱ βλάχοι μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους ἦσαν ἕτοιμοι ἔξω ἀπὸ τὶς καλύβες τους. Οἱ χωρικοὶ ἀπὸ τὰ γύρω χωριὰ εἶχαν ἀνέβει στὰ ὑψώματα. Νέοι ζωηροί, γέροντες λευκόμαλλοι, παιδιά, γυναῖκες νέες καὶ γριές, ὅλοι εἶχαν καρφώσει τὰ μάτια τοὺς στὸ ἀνατολικὸ μέρος τοῦ ὁρίζοντος. Ἤξεραν πὼς ἀπὸ κεῖ ὑψωνόταν μιὰ ράχη, ἀπ’ ὅπου θὰ φαινόταν ὁ πάπας μὲ τὴν λαμπάδα στὰ χέρια, κηρύσσοντας στοὺς πιστοὺς τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρα. Οἱ μεγάλες πυρὲς λαμπάδιζαν ψηλὰ καὶ ἔριχναν κοκκινωπὲς ἀκτῖνες στὰ πρόσωπα καὶ στὰ καθαρὰ ἐνδύματα.

Ἡ καρδιὰ ὅλων βροντοχτυποῦσε ἀνυπόμονη, ὅσο πλησίαζε ἡ μεγάλη καὶ ἱερὴ στιγμή. Κάθε ἄστρο, ποὺ παρουσιαζόταν ἀπὸ τὴν ράχη, τὸ ἔπαιρναν γιὰ τὴν λαμπάδα τοῦ παπᾶ καὶ φώναζαν ἀναπηδώντας μὲ χαρά :

Νά το, φάνηκε!

—Ἂμ’ ποὺ ἀκόμη..!

Θ’ ἀσπρίσει τὸ μάτι σου γιὰ νὰ τὸ δεῖς.

Καὶ πείραζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ διηγεῖτο ἱστορίες, καὶ οἱ γεροντότεροι παραμύθια, γιὰ νὰ περάσει ὁ καιρός.

Νά το, νά το ! Ἐκεῖνο εἶναι! φώναξε κάποιος χαρούμενος.

Πράγματι φάνηκε φῶς λαμπάδας, ποὺ τρεμόσβηνε στοῦ ἀνέμου τὴν πνοή. Ἔσκιζε τὸ σκοτάδι καὶ ἔριχνε παρήγορη λάμψη γύρω.

Οἱ βλάχοι ὅλοι καὶ οἱ χωρικοὶ ἀπ’ ὅλα τά γύρω μέρη κάρφωσαν πρὸς τὰ ἐκεῖ τὰ μάτια τους καὶ τέντωσαν τὴν ἀκοή τους.

Χριστὸς ἀνέστη, παιδιά!…

Ἡ φωνὴ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴ ράχη δυνατή. Ἔφτασε σὰν κύματα στὶς καρδιὲς τῶν ἁπλοϊκῶν ἐκείνων ἀνθρώπων καὶ ἔχυσε πάνω τους γλυκύτητα καὶ συγκίνηση.

Χριστὸς ἀνέστη, παιδιά!…

Ἡ φωνὴ ἀκούσθηκε τώρα πιὸ δυνατή. Οἱ βλάχοι καὶ οἱ χωρικοὶ ἔσκυψαν τὴν κεφαλὴ καὶ ἔκαμαν τὸν σταυρό τους. Ὅλη ἐκείνη ἡ μεγάλη κοιλάδα ἔμοιαζε τὴν ὥρα ἐκείνη σὰν ἕνας μεγάλος ναός, ὅπου δοξαζόταν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ.

Χριστὸς ἀνέστη, παιδιά!…

Ἡ φωνὴ ἀντήχησε γιὰ τρίτη φορά. Μαζὶ μὲ τὸ φῶς τῆς λαμπάδας φάνηκε καὶ μία ἄλλη λάμψη καὶ ἀμέσως ἀκούσθηκε ὁ βαθὺς βρόντος πυροβόλου. Καὶ εὐθὺς μὲ τὸν πρῶτο πυροβολισμὸ ἄλλοι πολλοὶ μαζὶ πυροβολισμοὶ σφύριζαν στὶς ράχες, τὰ λαγκάδια, τὰ δένδρα, τὶς καλύβες, τὰ πρόβατα καὶ τὰ μανδριά. Οἱ βλάχοι, μὲ τρελὸ ἐνθουσιασμό, μετέδιδαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὴν εὐχάριστη εἴδηση τῆς Ἀναστάσεως.

Χριστὸς ἀνέστη, ἀδέλφια!…

Ἀληθῶς ἀνέστη !… ἀληθῶς ἀνέστη !…

Ζεῖ καὶ βασιλεύει…. ζεῖ καὶ βασιλεύει!… Πολυάριθμα μικρὰ φῶτα πλανιώντουσαν παντοῦ. Τὰ βλαχόπουλα ἔτρεχαν πρόθυμα νὰ μεταφέρουν στοὺς ἄλλους τὸ ἅγιο φῶς, ποῦ ἔλαβαν ἀπὸ τὴν λαμπάδα τοῦ παπᾶ.

Σὲ λίγο ὅλες οἱ ράχες φεγγοβολοῦσαν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ μέσα στὸ σκοτάδι, ὡς πολυάριθμα διαμάντια. Ἀπὸ κάθε καλύβα τὰ καριοφίλια καὶ οἱ ἀσημοπιστόλες ἄστραφταν καὶ βροντοῦσαν. Τὰ πρόβατα στὰ μαντριὰ βέλαζαν καὶ πηδοῦσαν φοβισμένα ἀπὸ τοὺς κρότους, οἱ σκύλοι ἀλυχτοῦσαν καὶ τὰ ἄλογα χρεμέτιζαν.

Ἡ ράχη, ποὺ πάνω της φάνηκε τὸ πρῶτο φῶς τῆς Ἀνάστασης, ἦταν τώρα κατάφωτη. Εἴκοσι ὡς εἴκοσι πέντε βλάχοι, ἀσκεπεῖς μὲ τὴν λαμπάδα ἀναμμένη στὰ χέρια, γονάτιζαν γύρω στὸν παπᾶ. Καὶ ὁ παπάς, ὄρθιος, κινῶντας τὴν λαμπάδα του ἄνω καὶ κάτω, δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἔψελνε τὸ «Χριστός ἀνέστη».