τοῦ πρ. Κισάμου καὶ Σελίνου κ. Εἰρηναίου
ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Ἐνοριακὴ Εὐλογία», Ἀριθμ. Τεύχους 108-109, Ἰουνίου-Ἰουλίου 2011
Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀσφαλῶς ἡ ὡραιότερη λέξη ποὺ ἀγαποῦν νὰ λένε οἱ ἄνθρωποι. Μὰ εἶναι συγχρόνως καὶ μιὰ λέξη ποὺ οἱ ἄνθρωποι τὴ λένε μὲ τόση προχειρότητα καὶ τῆς κάνουν τόση κατάχρηση καὶ τόση νοθεία.
Ὅταν διαβάζη κανεὶς τὰ τρυφερὰ γράμματα τῶν ἀγαπημένων καὶ ἀκούει τὶς ὡραῖες ἐξομολογήσεις καὶ τοὺς ὅρκους των, ὅταν βλέπωμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ μάτια τὴν ἀληθινὰ ἀγαπημένη ζωὴ τῶν ἐρωτευμένων, τῶν ἀρραβωνιασμένων, τῶν ὑπαντρεμένων καὶ κείνων ποὺ ἀρχίζουν ὄμορφα καὶ μυστικὰ νὰ πλέκουν τὰ εἰδύλλιά των, εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ πιστέψωμε στὴν εἰλικρίνεια τῆς ἀγάπης καὶ νὰ ἐγκωμιάσωμε τὴ δύναμη καὶ τὴν ἀθανασία της.
Ὅμως ὅταν ἀντίστροφα παρασταθοῦμε στὴ διάψευση καὶ ἀπιστία τῆς ἀγάπης καὶ δοῦμε πάλι μὲ τὰ μάτια μας νὰ κόβωνται οἱ σχέσεις, νὰ διαλύουν οἱ ἀρραβῶνες καὶ νὰ χωρίζουν τὰ ἀνδρόγυνα καὶ ἀκόμη χειρότερα, νὰ μεταβάλλωνται οἱ ὅρκοι τῆς ἀγάπης σὲ κατάρες καὶ τὰ χέρια ποὺ ἀγκαλιάζουν καὶ χαϊδεύουν νὰ πιάνουν στιλέτα καὶ φαρμάκια γιὰ νὰ σκοτώσουν ἐκεῖνον ἢ ἐκείνη ποὺ ὡς τὰ χθὲς ἀκόμη ἐλάτρευαν, τότε στ’ ἀλήθεια σταματᾶ τὸ μυαλό μας καὶ δοκιμάζομε μία ἀποστροφὴ καὶ μία φρίκη γι’ αὐτὸ ποὺ λέγεται ἀνθρώπινη ἀγάπη. Καὶ μαζὶ μ’ αὐτὰ δοκιμάζομε μία ἀπογοήτευση καὶ μία ἀπαισιοδοξία γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ ζωή του.
Φιλόσοφοι, ποιητὲς καὶ κοινωνιολόγοι ἔχουν σταθῆ μὲ ἔκπληξη, μὲ φόβο κι’ εἰρωνεία ἢ καὶ τρομερὴ μελαγχολία μπροστὰ στὰ φαινόμενα αὐτὰ τῆς ἀποτυχεμένης ἀγάπης καὶ καθημερινὰ χιλιάδες μικροὶ κι’ ἁπλοὶ ἄνθρωποι καῖνε τὴν καρδιὰ καὶ καταστρέφουν τὴ ζωὴ των καὶ τὴ ζωὴ ἀκόμη τόσων ἄλλων μ’ αὐτὸ τὸ ὄμορφο καὶ ἐπικίνδυνο πυροτέχνημα τῆς ἀγάπης. Ὅμως, ἕνας Χριστιανὸς στοχαστής, δὲν ἀπορεῖ καθόλου γιὰ ὅλα αὐτά. Γιατί ξέρει πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ἁμαρτωλός», ἔχει ἀτέλειες κι’ ἀδυναμίες κι’ εἶναι φυσικὸ καὶ ψυχολογημένο καὶ κεῖνο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ κορμὶ τοῦ ἀνθρώπου νά ’χη τὰ σημάδια τῆς ἀτέλειας καὶ τῆς ἀδυναμίας. Γιατί ξέρει πώς, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀναγεννήθηκε καὶ δὲ ζῆ ἀκατάπαυστα μέσα στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ βρίσκη ὑπεράνθρωπες καὶ ἀνώτερες δυνάμεις νὰ δαμάζη τὸν κτηνώδη ἐγωϊσμό του καὶ νὰ κατανικᾶ τὰ πάθη του. Γιατί ξέρει πὼς ὁ ἄνθρωπος ποὺ τολμᾶ νὰ μιλῆ μὲ τὰ θνητά του χείλη γιὰ τὴν ἀθάνατη ἀγάπη, ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ τὴν προδώση. Γιατί ἀγάπη ἀληθινὴ δὲν θὰ πῆ δῶσε, ἀλλὰ πάρε. Κι’ ὅποιος θέλει στ’ ἀλήθεια ν’ ἀγαπᾶ, πρέπει νὰ μάχεται κάθε στιγμὴ ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του. Πολλὲς φορὲς κατορθώνομε ἔστω καὶ προσωρινὰ νὰ κοιμίζωμε καὶ νὰ νικοῦμε τὸν ἐγωϊσμό μας, νὰ παραμερίζωμε ὁλότελα τὸν ἑαυτό μας κι’ εἴμαστε τότε ἕτοιμοι κι’ ἄξιοι γιὰ τὴν ἀγάπη.
Μὰ ὅταν ξυπνᾶ πάλι μέσα μας ὁ ἑαυτός μας, μὲ ὅλες ἐκεῖνες τὶς νόμιμες καὶ παράλογες ἀπαιτήσεις του, τότε δὲν ὑπάρχει τόπος γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τότε ἀκριβῶς βλέπει κανεὶς ἐκεῖνο τὸ θλιβερὸ καὶ φρικιαστικὸ θέαμα. Κείνους ποὺ ἀγαπούσαμε καὶ λατρεύαμε χθές, τοὺς μισοῦμε καὶ τοὺς βλέπομε μ’ ἀποστροφὴ σήμερο. Σωστὸ εἶναι, λοιπόν, νὰ βλέπωμε καθαρὰ τὰ πράγματα καὶ νὰ μὴ λέμε παχειὰ λόγια γιὰ τὴν ἀγάπη. Ὄμορφη, καθαρή, παντοτεινὴ καὶ δυνατὴ ἀγάπη, δὲν μπορεῖ νὰ φυτρώση στὴν καρδιὰ τοῦ συνηθισμένου ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν ζῆ μέσα στὸ φῶς καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ.