Σαράντα πέντε μάστοροι κι ἑξήντα μαθητάδες
τρεῖς χρόνους ἐδουλεύανε τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.
Ὁλημερὶς ἐχτίζανε κι ἀποβραδὶ γκρεμιέται.
Μοιριολογοῦν οἱ μάστορες καὶ κλαῖν οἱ μαθητάδες:
-Ἀλίμονο στοὺς κόπους μας, κρίμα στὲς δούλεψές μας,
ὁλημερὶς νὰ χτίζομε, τὸ βράδυ νὰ γκρεμιέται.
Καὶ τὸ στοιχειὸ ’ποκρίθηκεν ἀπ’ τὴ δεξιὰ καμάρα:
– Ἂν δὲ στοιχειώσετ’ ἄνθρωπο, τοῖχος δὲ θεμελιώνει·
καὶ μὴ στοιχειώσετ’ ὀρφανό, μὴ ξένο, μὴ διαβάτη,
παρὰ τοῦ πρωτομάστορα τὴν ὤρια τὴ γυναίκα,
πόρχετ’ ἀργὰ τ’ ἀποταχιά,* πόρχετ’ ἀργὰ τὸ γιόμα.*
Τ’ ἂκουσ’ ὁ πρωτομάστορας καὶ τοῦ θανάτου πέφτει·
κάνει γραφὴ καὶ στέλνει την μὲ τὸ πουλὶ τ’ ἀηδόνι.
«Ἀργὰ ντυθεῖ, ἀργ’ ἀλλαχτεῖ, ἀργὰ νὰ πάει τὸ γιόμα,
ἀργὰ νὰ πάει καὶ νὰ διαβεῖ τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.»
Καὶ τὸ πουλὶ παράκουσε κι ἀλλιῶς ἐπῆγε κι εἶπε:
-Γοργὰ ντύσου, γοργ’ ἄλλαξε, γοργὰ νὰ πᾶς τὸ γιόμα,
γοργὰ νὰ πᾶς καὶ νὰ διαβεῖς τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.
Νὰ τηνε καὶ ξανάφανεν ἀπὸ τὴν ἄσπρη στράτα.
Τὴν εῖδ’ ὁ πρωτομάστορας, ραγίζετ’ ἡ καρδιά του.
Ἀπὸ μακριὰ τοὺς χαιρετᾶ κι ἀπὸ μακριὰ τοὺς λέγει:
-Γειά σας, χαρά σας, μάστορες κι ἐσεῖς οἱ μαθητάδες,
μὰ τ’ ἔχει ὁ πρωτομάστορας κι εἶν’ ἔτσι χολιασμένος;*
-Τὸ δαχτυλίδι τόπεσε στὴν πρώτη τὴν καμάρα
καὶ ποιὸς νὰ μπεῖ καὶ ποιὸς νὰ βγεῖ τὸ δαχτυλίδι νὰ ’βρει;
-Μάστορα, μὴν πικραίνεσαι, κι ἐγὼ νὰ πά’ σ’ τὸ φέρω·
ἐγὼ νὰ μπῶ καὶ ἐγὼ νὰ βγῶ, τὸ δαχτυλίδι νὰ ’βρω.
Μηδὲ καλὰ κατέβηκε, μηδὲ στὴ μέση ἐπῆγε.
-Τράβα καλὲ μ’, τὴν ἅλυσο, τράβα τὴν ἁλυσίδα,
τ’ ὄλον τὸν κόσμ’ ἀνάγυρα* καὶ τίποτες δὲν ἧβρα.
Ἕνα πηχάει μὲ τὸ μυστρὶ κι ἄλλος μὲ τὸν ἀσβέστη,
παίρνει κι ὁ πρωτομάστρας καὶ ρίχνει μέγα λίθο.
-Ἀλίμονο στὴ μοίρα μας, κρίμα στὸ ριζικό μας,
τρεῖς ἀδερφάδες ἤμασταν κι οἱ τρεῖς κακογραμμένες.
Ἡ μιά ’χτισε τὸ Δούναβη κι ἡ ἄλλη τὸν Αὐλῶνα,
κι ἐγὼ ἡ πλιο στερνότερη τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.
Καθὼς τρέμ’ ἡ καρδούλα μου, νὰ τρέμει τὸ γιοφύρι·
κι ὡς πέφτουν τὰ μαλλάκια μου, νὰ πέφτουν οἱ διαβάτες.
-Κόρη, τὸν λόγον ἄλλαξε κι ἄλλη κατάρα δῶσε,
πόχεις μονάκριβ’ ἀδερφό, μὴ λάχει καὶ περάσει.
Κι αὐτὴ τὸ λόγον ἄλλαξε κι ἄλλη κατάρα δίνει:
-Σίδερον ἡ καρδούλα μου, σίδερο τὸ γιοφύρι,
σίδερο τὰ μαλλάκια μου, σίδερο κι οἱ διαβάτες.
Τί ἔχω ἀδερφὸ στὴν ξενιτιά, μὴ λάχει καὶ περάσει.
* ἀποταχιά: πρωί.
* γιόμα: μεσημέρι, μεσημεριανὸ φαγητό.
* χολιασμένος: στενοχωρεμένος.
* ἀνάγυρα: ἔψαξα, ἀναστάτωσα, ἔκανα ἄνω-κάτω.