Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Καθὼς ξημέρωνε ἡ Κυριακὴ 27 Σεπτεμβρίου 1831 καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ Ναυπλίου ἄλλαζε χρώματα, ἡ προδοσία εἶχε ἤδη ἀρχίσει πρὶν ὁ πετεινὸς λαλήσει. Ὁ Κυβερνήτης ἥσυχα καὶ ἀθόρυβα ντύθηκε τὰ λιτὰ μαῦρα του ροῦχα μὲ τὴ γαλανόλευκη ζώνη του, πῆρε τὸ καπέλο του καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ ταπεινό του κυβερνεῖο μαζὶ μὲ μόνο δυὸ συνοδούς.

  • !

    Δυὸ ἑβδομάδες πέρασαν ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ ἐκκλησιαστεῖ στὸν ἀγαπημένο του Ἅγιο Σπυρίδωνα, γιατί ὁ ἀδελφός του ἔχοντας βάσιμες ὑποψίες ὅτι οἱ Μαυρομιχαλαῖοι καιροφυλακτοῦσαν νὰ τὸν δολοφονήσουν εἶχε καταφέρει νὰ τὸν ἐμποδίσει νὰ πάει τὴν Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία. Τούτη τὴν φορὰ, ὅμως, ὁ Κυβερνήτης ξεκίνησε πρωὶ πρωὶ γιὰ τὸν Γολγοθά του.

  • !

    Μόνο ἑπτὰ λεπτὰ χρειαζόταν γιὰ νὰ πάει στὴν ἀγαπημένη του ἐκκλησία. Μόνο ἑπτὰ λεπτὰ τὸν χώριζαν ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα. Παρακάμπτοντας τὸν κεντρικὸ δρόμο πρὸς τὸν ναὸ διασταυρώθηκε μὲ τοὺς δυὸ Μαυρομιχαλαίους Γεώργιο καὶ Κωνσταντῖνο.

  • !

    Βλέποντάς τους ξαφνικὰ μπροστὰ του ὁ Κυβερνήτης ἀνασήκωσε τὸ καπέλο του καὶ τοὺς χαιρέτησε ἀμίλητος καὶ ἐκεῖνοι ταραγμένοι ἀλλὰ καὶ ξαφνιασμένοι ἀπὸ τὴν εὐγενική του χειρονομία τοῦ ἀνταπέδωσαν σιωπηλοὶ τὸν χαιρετισμό.

  • !

    Γύρισε καὶ κοίταξε τριγύρω του σὰν νὰ ἀποχαιρετοῦσε ὅ,τι τὸν ἔνωνε μὲ τὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο καὶ γιὰ λίγα δευτερόλεπτα σκέφτηκε νὰ μὴν πάει στὴν ἐκκλησία ἀλλὰ στὸ σπίτι ἑνὸς ὑπουργοῦ του, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ κοντά. Ἀμέσως, ὅμως, συνῆλθε καὶ συνέχισε γεμάτος θάρρος καὶ πίστη τὸν δρόμο ποὺ ἤξερε πάντα νὰ προτιμάει, τὸν δρόμο τῆς θυσίας καὶ τοῦ μαρτυρίου.

  • !

    Τὰ πάντα ἐξελίχτηκαν γρήγορα, ἀστραπιαία. Ἐκεῖ μπροστὰ στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα, στὴν πόλη τοῦ Ναυπλίου, τὸ χάραμα τῆς 27ης Σεπτεμβρίου 1831.

  • !

    Δυὸ ὕπουλα χτυπήματα ἀπὸ δυὸ Ἕλληνες ποὺ τὸν πολέμησαν σχεδὸν ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὸν Γεώργιο Μαυρομιχάλη, ἕνα χτύπημα μὲ μαχαίρι στὴν κοιλιὰ καὶ ἕνα μὲ πιστόλι στὸ κεφάλι.

  • !

    Ὁ θάνατός του, ἀπὸ τὰ πιὸ τραγικὰ καὶ σκοτεινὰ σημεῖα τῆς ἱστορίας, δὲν ἦταν ἁπλὰ δολοφονία, ἦταν ἑκούσιο ὁλοκαύτωμα καὶ βέβαια ἦταν καὶ ἡ αὐτοκτονία τῆς Ἑλλάδας.

Τὸ τέλος, ἡ θυσία τοῦ κυβερνήτη

Καθὼς ξημέρωνε ἡ Κυριακὴ 27 Σεπτεμβρίου 1831 καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ Ναυπλίου ἄλλαζε χρώματα, ἡ προδοσία εἶχε ἤδη ἀρχίσει πρὶν ὁ πετεινὸς λαλήσει. Ὁ Κυβερνήτης ἥσυχα καὶ ἀθόρυβα ντύθηκε τὰ λιτὰ μαῦρα του ροῦχα μὲ τὴ γαλανόλευκη ζώνη του, πῆρε τὸ καπέλο του καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ ταπεινό του κυβερνεῖο μαζὶ μὲ μόνο δυὸ συνοδούς. Ἀρνιόταν πεισματικὰ νὰ ἔχει φρουρὰ ἰσχυρή. Ὁ ἕνας του συνοδὸς μάλιστα εἶχε ἕνα μόνο χέρι καὶ ὁ ἄλλος κρατοῦσε πιστόλι δίχως σφαῖρες.

Προσπάθησε νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ κυβερνεῖο ὅσο πιὰ ἀθόρυβα γινόταν, γιατί δὲν ἤθελε κανένας νὰ τὸν ἐμποδίσει νὰ φτάσει στὸν προορισμό του. Δυὸ ἑβδομάδες πέρασαν ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ ἐκκλησιαστεῖ στὸν ἀγαπημένο του Ἅγιο Σπυρίδωνα, γιατί ὁ ἀδελφός του ἔχοντας βάσιμες ὑποψίες ὅτι οἱ Μαυρομιχαλαῖοι καιροφυλακτοῦσαν νὰ τὸν δολοφονήσουν εἶχε καταφέρει νὰ τὸν ἐμποδίσει νὰ πάει τὴν Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία. Τούτη τὴν φορὰ, ὅμως, ὁ Κυβερνήτης ξεκίνησε πρωὶ πρωὶ γιὰ τὸν Γολγοθά του. Δὲν τὸν σταμάτησε οὔτε τὸ σκυλάκι ποὺ εἶχε στὴν αὐλή του, ποὺ ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ τοῦ δαγκώνει τὸ πόδι προσπαθώντας καὶ αὐτὸ μὲ τὸν δικό του τρόπο νὰ τὸν ἐμποδίσει νὰ κατέβει τὴν σκάλα τοῦ κυβερνείου.

Μόνο ἑπτὰ λεπτὰ χρειαζόταν γιὰ νὰ πάει στὴν ἀγαπημένη του ἐκκλησία. Μόνο ἑπτὰ λεπτὰ τὸν χώριζαν ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα. Παρακάμπτοντας τὸν κεντρικὸ δρόμο πρὸς τὸν ναὸ διασταυρώθηκε μὲ τοὺς δυὸ Μαυρομιχαλαίους Γεώργιο καὶ Κωνσταντῖνο οἱ ὁποῖοι φοροῦσαν τὰ καλὰ τους ροῦχα καὶ ζωσμένοι καινούργιες μπιστόλες βάδιζαν πρὸς τὸ μέρος του συνοδευόμενοι ἀπὸ δυὸ φρουρούς.

Βλέποντάς τους ξαφνικὰ μπροστὰ του ὁ Κυβερνήτης ἀνασήκωσε τὸ καπέλο του καὶ τοὺς χαιρέτησε ἀμίλητος καὶ ἐκεῖνοι ταραγμένοι ἀλλὰ καὶ ξαφνιασμένοι ἀπὸ τὴν εὐγενική του χειρονομία τοῦ ἀνταπέδωσαν σιωπηλοὶ τὸν χαιρετισμό. Στὴν συνέχεια, ἄφησαν τὸν Κυβερνήτη νὰ συνεχίσει ἤρεμα τὴν πορεία του πρὸς τὴν ἐκκλησία καὶ αὐτοὶ ἔτρεξαν γρήγορα ἀπὸ ἄλλο συντομότερο δρόμο καὶ στήθηκαν μπροστὰ στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ περιμένοντας σὰν τὰ ἄγρια θηρία τὸ θήραμα ποὺ πλησιάζει. Ὁ Κυβερνήτης συνεχίζοντας ἀπτόητος τὴν πορεία του, μόλις ἀνέβηκε τὸν τελικὸ ἀνηφορικὸ δρόμο καὶ εἶδε μπροστὰ του τὴν ἀγαπημένη του ἐκκλησία, σταμάτησε λίγο νὰ ἀναπνεύσει καὶ νὰ ἀπολαύσει τὴν μοναδικὴ ὀμορφιὰ ποὺ προσφέρει τὸ γλυκοχάραμα. Ἀντίκρυσε, ὅμως, ξανὰ ἀπὸ μακρυὰ τὸν Κωνσταντῖνο Μαυρομιχάλη νὰ στέκεται ἔξω στὴν δεξιὰ πόρτα τῆς ἐκκλησίας καὶ κατάλαβε τί θὰ ἀκολουθήσει. Γύρισε καὶ κοίταξε τριγύρω του σὰν νὰ ἀποχαιρετοῦσε ὅ,τι τὸν ἔνωνε μὲ τὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο καὶ γιὰ λίγα δευτερόλεπτα σκέφτηκε νὰ μὴν πάει στὴν ἐκκλησία ἀλλὰ στὸ σπίτι ἑνὸς ὑπουργοῦ του, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ κοντά. Ἀμέσως, ὅμως, συνῆλθε καὶ συνέχισε γεμάτος θάρρος καὶ πίστη τὸν δρόμο ποὺ ἤξερε πάντα νὰ προτιμάει, τὸν δρόμο τῆς θυσίας καὶ τοῦ μαρτυρίου.

Τὰ πάντα ἐξελίχτηκαν γρήγορα, ἀστραπιαία. Ἐκεῖ μπροστὰ στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα, στὴν πόλη τοῦ Ναυπλίου, τὸ χάραμα τῆς 27ης Σεπτεμβρίου 1831, οὔτε τέσσερα χρόνια ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πρωτοῆρθε στὴν ἴδια αὐτὴ πόλη γιὰ νὰ παλέψει ὁλομόναχος μὲ τοὺς τόσους ἐξωτερικοὺς καὶ ἐσωτερικοὺς ἐχθρούς.

Δυὸ ὕπουλα χτυπήματα ἀπὸ δυὸ Ἕλληνες ποὺ τὸν πολέμησαν σχεδὸν ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὸν Γεώργιο Μαυρομιχάλη, ἕνα χτύπημα μὲ μαχαίρι στὴν κοιλιὰ καὶ ἕνα μὲ πιστόλι στὸ κεφάλι. Ἔπεσε δίχως νὰ προβάλει τὴν παραμικρὴ ἀντίσταση, δίχως νὰ πεῖ οὔτε ἕναν λόγο. Καὶ μετὰ γιὰ πάντα σιωπή… Ὁ θάνατός του, ἀπὸ τὰ πιὸ τραγικὰ καὶ σκοτεινὰ σημεῖα τῆς ἱστορίας, δὲν ἦταν ἁπλὰ δολοφονία, ἦταν ἑκούσιο ὁλοκαύτωμα καὶ βέβαια ἦταν καὶ ἡ αὐτοκτονία τῆς Ἑλλάδας.

Ὁ Κυβερνήτης ἔφυγε ἥσυχα καὶ ἤρεμα ὅπως καὶ ἦρθε… Ὅταν πρωτοαντίκρυσε τοὺς ρακένδυτους Ἕλληνες, κλάματα καὶ θρῆνοι σκέπαζαν τὴν ἀτμόσφαιρα ἀλλὰ καὶ μία κρυφὴ ἐλπίδα φωλίαζε γιὰ πρώτη φορᾶ στὴν καρδιά τους. Τότε ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του, γιὰ νὰ τοὺς χωρέσει ὅλους. Τώρα, πέθαινε στὴν ἀγκαλιὰ τους προκαλώντας τοὺς κλάματα καὶ θρήνους ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ ἀπὸ ἀπελπισία. Σὲ τί θὰ ἔχουν ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ ἐλπίζουν;