Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Κατ’ ἀρχὴν ὁπωσδήποτε πρέπει ὁ χριστιανὸς νὰ προσεύχεται ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ νὰ μὴν τὸ παραλείπουμε. Θὰ πάρουμε τὸν Συνέκδημο, τὸ Ὡρολόγιο ἢ μικρὰ βιβλιαράκια ποὺ κυκλοφοροῦν καὶ θὰ ποῦμε προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας.

  • !

    Νὰ ἐκδηλώσει μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ τὸν πόνο του, τὸν καημό του, τὸν πόθο του, τὴ λαχτάρα του, τὴ μετάνοιά του, τὴν ταπείνωσή του. Καὶ μέσα σ’ αὐτὴ τὴν προσευχὴ ὁπωσδήποτε θὰ βάλει κανεὶς προσευχὴ ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς γονεῖς του καὶ γιὰ τὰ παιδιά του καὶ γιὰ τοὺς γνωστούς του, τοὺς φίλους του καὶ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους.

  • !

    Ὁπωσδήποτε κάθε ἡμέρα νὰ προσευχόμαστε καὶ μὲ τὴ νοερὰ προσευχή, νὰ λέμε δηλαδὴ τὴν εὐχή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν, ἐλέησόν με τὴν ἁμαρτωλήν. Νὰ μὴν ἀφήνουμε νὰ περνάει ἡμέρα ποὺ νὰ μὴν τὴ λέμε· καὶ ὅπως εἴπαμε, μποροῦμε νὰ τὴ λέμε καὶ κάθε στιγμή.

  • !

    Γιὰ τοὺς λόγους λοιπὸν αὐτοὺς πρέπει, παρακαλῶ, νὰ ἀφοσιωνόμαστε κάθε φορὰ καὶ στὰ τρία αὐτὰ εἴδη τῆς προσευχῆς. Λίγο ἀπὸ τὸ ἕνα, λίγο ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ λίγο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ καλὸ εἶναι, ἕως ὅτου νὰ μάθουμε νὰ προσευχόμαστε, ὅλες τὶς προσευχές, καὶ ἐκεῖνες ποὺ θὰ διαβάζουμε ἀπὸ τὸ βιβλίο καὶ ἐκεῖνες ποὺ θὰ ποῦμε μὲ δικά μας λόγια καὶ τὴ νοερὰ προσευχή, νὰ τὶς λέμε φωναχτά, ὥστε νὰ τὶς ἀκοῦμε. Βέβαια, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ τὶς ἀκούσουν ἄλλοι, ἀλλὰ νὰ τὶς ἀκοῦμε ἐμεῖς, ἕως ὅτου νὰ μάθουμε νὰ προσευχόμαστε.

Τὰ τρία εἴδη προσευχῆς

 

Καθὼς ἀναφερόμαστε στὰ πρακτικά, θὰ ἔλεγα νὰ κάνουμε τριῶν εἰδῶν προσευχή. Καί, εἰ δυνατόν, κάθε φορὰ νὰ κάνουμε καὶ ἀπὸ τὰ τρία εἴδη. Ἤ, ἂν ὄχι κάθε φορά, τουλάχιστον κάθε μέρα. Ἂν δὲν κάναμε τὸ πρωί, μποροῦμε νὰ κάνουμε τὸ βράδυ.

Κατ’ ἀρχὴν ὁπωσδήποτε πρέπει ὁ χριστιανὸς νὰ προσεύχεται ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ νὰ μὴν τὸ παραλείπουμε. Θὰ πάρουμε τὸν Συνέκδημο, τὸ Ὡρολόγιο ἢ μικρὰ βιβλιαράκια ποὺ κυκλοφοροῦν καὶ θὰ ποῦμε προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἑωθινὴ προσευχή, ὁ ἑξάψαλμος, τὸ ἀπόδειπνο εἶναι προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἀπόγευμα μποροῦμε νὰ ποῦμε κάτι ἀπὸ τὸν ἑσπερινό, ποὺ εἶναι προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁπωσδήποτε νὰ προσευχόμαστε μὲ τὶς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἕτοιμες προσευχές.

Τὸ δεύτερο εἶδος. Νὰ σημειώσετε, παρακαλῶ, αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ, καὶ ἂν κανεὶς δὲν τὸ ἔκανε, ἀπὸ τώρα νὰ τὸ κάνει. Ὁπωσδήποτε χρειάζεται κάθε φορά, ἔστω λίγα λεπτά, νὰ κάνουμε προσευχὴ μὲ δικά μας λόγια. Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ἕνας ἀφιερώνει στὴν προσευχὴ μία ὥρα τὴν ἡμέρα, γιὰ ἕνα τέταρτο τοὐλάχιστον ἢ ἔστω γιὰ δέκα λεπτὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὥρα ἡ προσευχή του νὰ εἶναι προσευχὴ μὲ δικά του λόγια. Δὲν θὰ τὴν πῶ αὐτοσχέδια προσευχή, γιατί εἶναι λίγο παρεξηγημένη ἡ φράση αὐτὴ· πάντως νὰ εἶναι δική του προσευχή, προσευχὴ μὲ δικά του λόγια.

Νὰ ἐκδηλώσει μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ τὸν πόνο του, τὸν καημό του, τὸν πόθο του, τὴ λαχτάρα του, τὴ μετάνοιά του, τὴν ταπείνωσή του. Καὶ μέσα σ’ αὐτὴ τὴν προσευχὴ ὁπωσδήποτε θὰ βάλει κανεὶς προσευχὴ ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς γονεῖς του καὶ γιὰ τὰ παιδιά του καὶ γιὰ τοὺς γνωστούς του, τοὺς φίλους του καὶ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Ὁπωσδήποτε κάθε ἡμέρα νὰ προσευχόμαστε λίγο μὲ δική μας προσευχή, νὰ κάνουμε προσευχὴ μὲ δικά μας λόγια.

Καὶ τὸ τρίτο εἶδος. Ὁπωσδήποτε κάθε ἡμέρα νὰ προσευχόμαστε καὶ μὲ τὴ νοερὰ προσευχή, νὰ λέμε δηλαδὴ τὴν εὐχή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν, ἐλέησόν με τὴν ἁμαρτωλήν. Νὰ μὴν ἀφήνουμε νὰ περνάει ἡμέρα ποὺ νὰ μὴν τὴ λέμε· καὶ ὅπως εἴπαμε, μποροῦμε νὰ τὴ λέμε καὶ κάθε στιγμή.

Ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕτοιμη προσευχή, ἕτοιμα λόγια, καὶ προσπαθοῦμε νὰ προσέξουμε αὐτὰ τὰ λόγια, νὰ κλείσουμε ἐκεῖ τὸν νοῦ μας· προσπαθοῦμε νὰ βάλουμε τὰ λόγια στὸν νοῦ μας, τὸν νοῦ μας στὰ λόγια, στὸ νόημα τῶν λέξεων, καὶ ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ βάλουμε μέσα στὴν καρδιά μας, καὶ ἔτσι νὰ προσευχηθοῦμε. Βέβαια, ὅταν προσεύχεσαι μὲ τὰ λόγια τῶν προσευχῶν τῆς Ἐκκλησίας, μπορεῖ νὰ ξεφεύγεις ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ κεῖ, καθὼς ὑπάρχει μιὰ ποικιλία.

Ὅταν θελήσεις νὰ πεῖς προσευχὴ μὲ δικά σου λόγια, θέλεις δὲν θέλεις, θὰ προσευχηθεῖς· δὲν γίνεται ἀλλιῶς. Βέβαια, ὅταν λὲς προσευχὴ μὲ δικά σου λόγια, τὴν ὁποία εἴπαμε ὅτι πρέπει νὰ τὴ λέμε, μπορεῖ νὰ κάνεις καὶ λίγο τὸν ἔξυπνο.

Ὅταν λὲς τὴ νοερὰ προσευχή, ἐπειδὴ ἐπαναλαμβάνει κανεὶς τὰ ἴδια λόγια, τὰ ἴδια καὶ πάλι τὰ ἴδια –ὅταν προσευχηθεῖς δέκα λεπτά, θὰ πεῖς ἀρκετὲς φορὲς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν»– ἢ θὰ τὴ λὲς ἁπλῶς μόνο μὲ τὰ χείλη σου, καὶ τὸ μυαλὸ θὰ φεύγει καὶ δὲν θὰ εἶναι ἐκεῖ, καὶ συνεπῶς δὲν κάνεις τίποτε. Ἤ, ἂν προσπαθήσεις νὰ προσέχεις τὰ λόγια, τὸ νόημα τῶν λέξεων, θέλεις δὲν θέλεις, θὰ σταθεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θὰ γυμνωθεῖς, θὰ ταπεινωθεῖς ἐνώπιόν του, θέλεις δὲν θέλεις, θὰ ζητήσεις τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, θέλεις δὲν θέλεις, θὰ γίνεις τίμιος, εἰλικρινὴς μὲ τὸν Θεό. Δὲν χωράει δηλαδὴ ἐκεῖ ὑποκρισία ἢ νὰ ξεφεύγεις ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ. Ὁπότε, θὰ κάνεις σωστὴ προσευχή.

Γιὰ τοὺς λόγους λοιπὸν αὐτοὺς πρέπει, παρακαλῶ, νὰ ἀφοσιωνόμαστε κάθε φορὰ καὶ στὰ τρία αὐτὰ εἴδη τῆς προσευχῆς. Λίγο ἀπὸ τὸ ἕνα, λίγο ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ λίγο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ καλὸ εἶναι, ἕως ὅτου νὰ μάθουμε νὰ προσευχόμαστε, ὅλες τὶς προσευχές, καὶ ἐκεῖνες ποὺ θὰ διαβάζουμε ἀπὸ τὸ βιβλίο καὶ ἐκεῖνες ποὺ θὰ ποῦμε μὲ δικά μας λόγια καὶ τὴ νοερὰ προσευχή, νὰ τὶς λέμε φωναχτά, ὥστε νὰ τὶς ἀκοῦμε. Βέβαια, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ τὶς ἀκούσουν ἄλλοι, ἀλλὰ νὰ τὶς ἀκοῦμε ἐμεῖς, ἕως ὅτου νὰ μάθουμε νὰ προσευχόμαστε.

Δὲν εἶναι ἀπόλυτο αὐτό. Ἕνας μπορεῖ νὰ εἶναι τώρα προχωρημένος, καὶ νὰ μὴ χρειάζεται νὰ τὶς λέει φωναχτά. Ἀλλὰ ὅμως, ἕως ὅτου νὰ μάθει ὁ ἄνθρωπος νὰ προσεύχεται, πρέπει νὰ τὶς λέει φωναχτά, προπαντὸς τὴν εὐχή. Νὰ λές: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», καὶ νὰ τὴν ἀκοῦς μὲ τὰ αὐτιά σου. Ὅπως εἴπαμε, ὅταν τὴ λὲς τὴν εὐχὴ καὶ τὴν προσέχεις, δὲν μπορεῖς νὰ παίζεις. Ἢ θὰ τὴν παρατήσεις, ἤ, ἂν ἔχεις λίγο φιλότιμο, θὰ συνεχίσεις καί, ἐφόσον θὰ συνεχίσεις, θὰ μείνει μέσα σου ἡ εὐχή.