Τοῦ Ε.Π. Παπανούτσου
«Ἡλικιωμένος ἄνθρωπος πού ἐπί χρόνια πολλά ἐργάστηκε στή διοικητική ὑπηρεσία, τοῦ Κράτους καί ἀνέβηκε ὅλες τίς βαθμίδες της, συνόψισε κάποτε τά διδάγματα τῆς μακρᾶς πείρας του μέ μία παρατήρηση ἄξια νά μᾶς βάλει σέ πολλές σκέψεις.
Τό Κράτος, ἔλεγε, ὄχι ὡς ἀφηρημένη ἰδέα, ἀλλά ὡς συγκεκριμένο βίωμα, σάν ἕνα κομμάτι ἀπό τήν ἴδια τή ζωή μας, λείπει ἀπό τούς σημερινούς Ἕλληνες. Τό αἰσθάνονται σάν ξένο, ὄχι δικό τους, καί δέν τό πονοῦν. Τή χώρα τους τήν ἀγαποῦν μέ πάθος. Γιά μιὰ χούφτα ἀπό τό χῶμα της εἶναι ἄξιοι νά πεθάνουν μέ τήν πιό μεγάλη εὐκολία. Ἄλλο Πατρίδα, ὅμως καί ἄλλο Πολιτεία. Μέ τήν Πατρίδα εἴμαστε στενότατα δεμένοι· τήν ἔχουμε βάλει μέσα στό αἷμα μας, γιατί καί μέ τό αἷμα μας τήν ἔχουμε κρατήσει. Τήν Πολιτεία ὅμως, δηλαδή αὐτό τόν ὁρισμένο τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἔχει ὀργανωθεῖ καί διοικεῖται ὁ τόπος, αὐτήν τήν ἀπρόσωπη δύναμη πού λειτουργεῖ στό ὄνομα, ὅλων γιά νά ἐξασφαλίζει μέ τά ὄργανα καί τούς θεσμούς της τή ζωή καί τήν ἐλευθερία μας, δέν μποροῦμε νά τή νιώσουμε σάν κάτι ἐντελῶς δικό μας. Εἶναι ξένο σῶμα γιά τό αἴσθημά μας.
Ἀπόδειξη ὅτι δέν πονοῦμε, οὔτε αἰσθανόμαστε ἐνστιγματικά τήν ἀνάγκη νά προστατέψουμε ὅ,τι ἀνήκει στό Κράτος, τό δημόσιο κτῆμα. Ἀπέναντί του δείχνουμε ἀδιαφορία καί κάποτε μίαν ἀπίστευτη ἐχθρότητα καί μανία καταστροφῆς. Ἀπό παιδιά στό σχολεῖο κακοποιοῦμε βάρβαρα τά θρανία καί τούς τοίχους τοῦ σχολείου· «ἀνήκει στό δημόσιο, δέν εἶναι δικό μας». Τήν ἴδια ἀστοργία δείχνουμε στά δικαστήρια, στά ἄλλα δημόσια, γραφεῖα, ἀκόμη καί στούς πάγκους τοῦ πάρκου ἤ στίς δημόσιες κρῆνες, σέ ὅ,τι τέλος πάντων εἶναι κρατική περιουσία. Μόλις ἀντιληφθοῦμε ὅτι κάτι τι ἀνήκει ἤ μέ κάποιο τρόπο βρίσκεται στήν κυριότητα αὐτῆς τῆς ἀπρόσωπης δύναμης, ἄν δέν μποροῦμε νά τό οἰκειοποιηθοῦμε, μέ εὐχαρίστηση τό φθείρουμε. Μέ τήν ἴδια εὐκολία προσπαθοῦμε ν\’ ἀποφεύγουμε τίς ὑποχρεώσεις μας πρός τό Κράτος ἤ νά καταστρατηγοῦμε τούς νόμους του. Εἶναι ὁ «ἄλλος», ὄχι ὁ ἐαυτός μας. Καί τόν ξεγελοῦμε ἤ σηκώνουμε τό ὅπλο ἐναντίον του, χωρίς νά καταλαβαίνουμε ὅτι κατά βάθος τόν ἑαυτό μας ἀπατοῦμε ἤ πληγώνουμε.
Καί ἀπό τίς παρατηρήσεις του αὐτές ὁ πολύπειρος ἄνθρωπος ἔβγαζε τό συμπέρασμα ὅτι ἴσως οἱ Ἕλληνες νά μήν εἶναι ὀργανικά ἱκανοί νά ποτιστοῦν ἀπό τήν ἰδέα τόν Κράτους. Ὅτι πιθανόν μέσα στήν ἴδια τή φυσική τους ὑφή νά ὑπάρχει κάποια τάση ἀναρχισμοῦ…
Ἔχει ἀρκετά διαδοθεῖ αὐτή ἡ ἀντίληψη καί συχνά ἀκούγεται. Ὡστόσο μοῦ φαίνεται πολύ παρακινδυνευμένη καί ἄδικη στήν ἀπαισιοδοξία της. Δέν ἀμφισβητῶ τά γεγονότα ὅπου στηρίζεται καθώς περισσότερα εἶναι δυστυχῶς πραγματικά, εἴτε μᾶς ἀρέσουν εἴτε ὄχι. Ἀλλά τήν ἑρμηνεία πού δίνεται σ\’ αὐτά τά γεγονότα.
Ὅτι δέν πονοῦμε, ἤ ὅτι δέν πονοῦμε ἀρκετά τήν Πολιτεία σάν κάτι ἐντελῶς δικό μας, εἶναι βέβαιο. Ἀπό ἀναρχισμό ὅμως πράττουμε μέ τρόπους ἀντιθέτους πρός τά αἰσθήματα καί τά συμφέροντά μας ἤ ἀπό ἄλλους λόγους; Καί πῶς εἶναι δυνατόν αὐτός ὁ δῆθεν ἀναρχισμός νά θεωρηθεῖ ἔμφυτη ἰδιότητα ριζωμένη μέσα στή δική μας φυλή; Μπορεῖ ὁ Ἕλληνας νά εἶναι περισσότερο ἀπό ἄλλους λαούς ἀτομιστής, νά μήν πειθαρχεῖ τόσο εὔκολα στό συλλογικό σῶμα καί πνεῦμα τῆς ὁμάδας. Ἀλλά ἀπό τό σημεῖο τοῦτο ὥς τό σημεῖο νά τόν ποῦμε ἀπό τή φύση του ἀναρχικό, ἡ ἀπόσταση εἶναι πολύ μεγάλη. Ὀρθότερη φαίνεται μία ἄλλη ἐξήγηση. Ὅτι αὐτή ἡ ἀδιαφορία ἤ ἡ λανθάνουσα ἐχθρότητα πρός τό Κράτος καί τίς λειτουργίες του εἶναι ἀποτέλεσμα ἱστορικῶν αἰτίων καί μιᾶς κακοδαιμονίας πού ἀτυχῶς διαιωνίζεται. Ἄς μή λησμονοῦμε ὅτι ἐπί μακρά χρόνια καί κατά διαστήματα δέν ὑπῆρχε γι\’ αὐτόν ἐδῶ τόν πολυβασανισμένο λαό σύμπτωση Πολιτείας καί Ἔθνους. Ἡ κρατική ἐξουσία στίς διάφορες περιόδους τῆς δουλείας δέν ἦταν μονάχα ξένη ἀλλά καί ἐχθρική πρός τήν ἐθνική μας ὑπόσταση. Καί ἑπομένως γενεές γενεῶν, γιά νά βεβαιώσουν τήν ἐθνική τους ἰδιοτυπία, τή ξεχωριστή τους ὕπαρξη, ἦταν ἀναγκασμένες νά μισοῦν, νά ἀπατοῦν καί νά πολεμοῦν τά ὄργανα καί τίς λειτουργίες πού στά μάτια τους ἐκπροσωποῦσαν τό Κράτος καί σάρκωναν τήν ἰδέα τῆς Πολιτείας. Τό κρυφό μίσος μέ τά ψυχικά, ἐπακόλουθά του εἶναι πολύ πιό ἐπικίνδυνο ἀπό τή φανερή ἀντίθεση, τόν ἀνοιχτό πόλεμο. Συμπνιγόμενο ἀπό τό φόβο τρέφεται ἀπό τήν κατάστασή του καί ἀφήνει στά σκοτεινά στρώματα τῆς ψυχῆς λασπερά κατακάθια πού δέν ἐξαλείφονται. Ἀκόμη κι ὅταν λευτερωθεῖ ἀπό τό ζυγό, δέν μπορεῖ εὔκολα ἕνας λαός νά ἀγαπήσει τήν Πολιτεία μέ τούς περιορισμούς της, ἔστω καί ἄν εἶναι τώρα δική του, ἀφοῦ ὥς προχτές ἀκόμη τό Κράτος ἦταν ἡ θέληση καί ἡ βία τοῦ δυνάστη του.
Κατά ἕνα παράδοξο μάλιστα μηχανισμό, πού μᾶς τόν ἐξηγεῖ σήμερα ἡ Ψυχολογία, ὅταν ἕνας πολίτης μέ τέτοιες ὑποσυνείδητες κακώσεις ἀπό ἀρχόμενος γίνεται ἄρχων, παίρνει τίς διαθέσεις καί τούς τρόπους πού ὁ ἴδιος πρῶτος, μισοῦσε. Παίζει δηλαδή τό ρόλο τοῦ εἰδώλου πού ὥς τώρα τό φοβόταν καί τό ἀντιπαθοῦσε, γιατί ἔτσι νομίζει πώς μπορεῖ νά λευτερωθεῖ ἀπό τόν ἐφιάλτη του. Ἴσως γι\’ αὐτό τό λόγο συμβαίνει, ὅποιος παίρνει καί μία παραμικρή ἀκόμη ἐξουσία στήν Ἑλλάδα, νά μεταβάλλεται ἀμέσως σέ σατράπη…
Γιά νά ἐξηγήσουμε ὅμως τό φαινόμενο πού ἐξετάζουμε, πρέπει νά ἀναφέρουμε ἀκόμη ἕνα λόγο πολύ σοβαρό. Ὅταν λευτερώθηκε ἀπό τόν τουρκικό ζυγό αὐτή ἡ μικρή ἑλληνική γωνιά, ἡ Πολιτεία μας δέν θεμελιώθηκε οὔτε ἀναπτύχθηκε ὀργανικά ἀπάνω σέ κάποιες αὐτόχθονες μορφές ὀργάνωσης καί διοίκησης, βγαλμένες ἀπό τίς δικές μας ψυχολογικές καί ἄλλες ἀνάγκες καί ἀπό τήν ἱστορική κίνηση τῆς ζωῆς τοῦ Ἔθνους, ἀλλά μᾶς ἐπιβλήθηκε ἀπέξω ἀπό ξένους καί μέ ξένους πού φυσικά δέ νοιάστηκαν νά ἐξετάσουν ἄν τό φόρεμα τοῦτο ἦταν κομμένο στό μέτρα μας, οὔτε προσπάθησαν νά τό ταιριάσουν κάπως ἀπάνω στό δικό μας κορμί. Ἔτσι ἐφαρμόστηκαν κι ἐξακολουθοῦν νά ἐφαρμόζονται πειραματικά στή χῶρο μας διοικητικοί καί πολιτικοί θεσμοί πού δέν μίλησαν ποτέ βαθιά στήν ψυχή τοῦ λαοῦ μας, οὔτε ἴσως ἀνταποκρίνονται ἐντελῶς στίς πραγματικές του ἀνάγκες.
Εἶναι γνωστές οἱ μελέτες τοῦ Κώστα Καραβίδα γιά τήν κοινοτική ὀργάνωση. Μπορεῖ νά μή συμμερίζεται κανείς τήν αἰσιοδοξία καί τήν πίστη του ὅτι καί τώρα εἶναι δυνατόν νά γίνει ἐκεῖνο πού δέν ἔγινε ἄλλοτε, στήν ὥρα τοῦ τή φυσιολογική. Ὠρισμένως ὅμως θά ἀναγνωρίσει ὅτι θά ἦταν πολύ διαφορετική, τελειότερη, ἡ κρατική μας ὀργάνωση καί πολύ στενός, ὀργανικά συνεκτικός, ὁ δεσμός τοῦ πολίτη μέ τήν Πολιτεία στόν τόπο μας, ἄν αὐτό τό θαυμαστό κύτταρο, ἡ κοινότητα, πού δημιουργήθηκε μέ τό αἷμα τοῦ λαοῦ μας ὀπό πανάρχαια χρόνια καί λειτούργησε τόσο λαμπρά στούς χρόνους τῆς δουλείας, ἀφηνόταν νά ἀναπτυχθεῖ φυσιολογικά σέ ἕνα γενικότερο, πλούσια διακλαδωμένο καί πυργωτά διαρθρωμένο διοικητικό σύστημα. Τά ξενοφερμένα καθεστῶτα σκότωσαν τό κύτταρο τοῦτο καί μᾶς ἐπέβαλαν θεσμούς καί τύπους, μέσα στούς ὁποίους μάταια ὥς τώρα προσπαθοῦμε νά βροῦμε τόν ἑαυτό μας. Βάλετε μαζί μ’ αὐτές τίς αἰτίες τήν κακοδιοίκηση πού εἶναι ἐνδημικό κακό στόν τόπο μας, τή διαφθορά τῆς πολιτικῆς μας ἡγεσίας πού τά ἀνομήματά της πλήρωσαν ἀκόμη καί μέ τό αἷμα τους οἱ λίγες φωτεινές μορφές τῆς νεότερης ἱστορίας μας, προσθέσετε τέλος καί τή βαθύτερη κρίση πού περνάει ἐδῶ καί κάμποσα χρόνια ἡ ἔννοια τοῦ Κράτους μέσα στίς φοβερές ἀντινομίες τῆς ζωῆς ὅλων τῶν σημερινῶν λαῶν καί θά ἐξηγήσετε γιατί οἱ βασανισμένοι ἄνθρωποι αὐτοῦ του τόπου, τοῦ πολυπατημένου ἀπό ξένους κάθε λογῆς, δέν αἰσθάνονται ἀκόμη ἐντελῶς δικό τους τό Κράτος. Ἄς μήν τούς καταλογίζουμε ἀναρχισμό, ἀφοῦ ἡ μοίρα τούς ἔγραφε νά μήν εἶναι νοικοκυραῖοι στό σπίτι τους καί νά μήν ἀφήνονται ἥσυχοι νά φτιάσουν μέ τή δική τους ζωή καί μέσ\’ ἀπό τή δική τους ἱστορία τούς κοινωνικούς των θεσμούς.
22 Ἰουλίου 1948
(Ε.Π. Παπανοῦτσος, Ἐφήμερα-Ἐπίκαιρα-Ἀνεπίκαιρα, ἔκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 1980, σ. 160-63)