
Ὑπάρχουν τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων στὸν κόσμο.
Ἡ πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει ὅσους ζοῦν μόνο γιὰ τὴν ἑαυτὸ τους ἀναζητώντας μόνο προσωπικὲς ἡδονές, θεωρώντας τὸν Ἄνθρωπο καὶ τὴν Φύση, ἁπλῶς σὰν ἕνα ἀκατέργαστο ὑλικό, ποὺ μπορεῖ νὰ πάρει ὅποιο σχῆμα τοὺς βολεύει.
Στὴ δεύτερη κατηγορία ἀνήκουν ὅσοι ἀναγνωρίζουν πὼς ὑπάρχει γι’ αὐτοὺς κάποια ἀξίωση, ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ποὺ τοὺς περιορίζει (τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ κατηγορικὴ προσταγὴ ἢ τὸ κοινωνικὸ καλὸ) καὶ προσπαθοῦν μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἐπιδιώκουν νὰ ἱκανοποιήσουν τὰ συμφέροντά τους, στὸ βαθμὸ ποὺ τοὺς ἐπιτρέπει αὐτὴν ἡ ἀξίωση! Προσπαθοῦν νὰ καταβάλλουν στὴν ὑψηλὴ αὐτὴ ἀξίωση ὅλα ὅσα τοὺς ἀπαιτεῖ, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ πληρώνουν τοὺς φόρους τους. Συγχρόνως ἐλπίζουν, ὅπως ὅλοι οἱ φορολογούμενοι, πὼς ὅ,τι τοὺς ἀπέμεινε, θὰ τοὺς εἶναι ἀρκετό, γιὰ νὰ συνεχίσουν νὰ ζοῦν. Ἡ ζωὴ τους εἶναι διαιρεμένη στὰ δύο, ὅπως ἡ ζωὴ ἑνὸς στρατιώτη ἢ ἑνὸς μαθητῆ. Στὴν ὥρα τῆς παρέλασης καὶ στὴν ὥρα ἐκτὸς παρέλασης, στὴν ὥρα τοῦ σχολείου καὶ στὴν ὥρα ἐκτὸς σχολείου.
Ἡ τρίτη κατηγορία ἀποτελεῖται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ ποῦν, ὅπως ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὅτι γιὰ τοὺς ἴδιους \”ζωὴ σημαίνει Χριστός\”. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔχουν ξεπεράσει τὴν κούραση τῆς προσπάθειας ἰσορρόπησης τῶν ἀντιθετικῶν ἐπιδιώξεων τοῦ Ἑαυτοῦ τους ἀπὸ τὴν μία καὶ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὲ μία ἁπλὴ μέθοδο: Ἀπέρριψαν κάθε ἀξίωση τοῦ ἑαυτοῦ τους. Τὸ μέχρι πρότινος ἐγωιστικὸ θέλημα ἀναμορφώθηκε ἐξολοκλήρου καὶ μετατράπηκε σὲ κάτι νέο. Τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ δὲν περιορίζει τὸ δικό τους. Πλέον τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ δικό τους θέλημα. Ὅλος ὁ χρόνος τους, μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀφιερωμένος σὲ Ἐκεῖνον, ἀνήκει ταυτόχρονα καὶ στοὺς ἴδιους, ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ δικοί Του εἶναι.
Ἐπειδὴ ὑπάρχουν αὐτὲς οἱ τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων, ὁποιαδήποτε προσπάθεια νὰ κατηγοριοποιήσουμε τὸν κόσμο διχοτομώντας τον σὲ καλὸ καὶ κακὸ εἶναι καταστροφική.
Ταξινομώντας τὸν κόσμο σὲ καλὸ καὶ κακὸ παραβλέπουμε τὸ γεγονός, ὅτι τὰ μέλη τῆς δεύτερης κατηγορίας (στὴν ὁποία ἂς τὸ ὁμολογήσουμε, ἀνήκουν οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς) εἶναι πάντα καὶ ἀπαραιτήτως δυστυχισμένα. Ὁ \”φόρος\” μὲ τὸν ὁποῖο χρεώνει τὶς ἐπιθυμίες μας ἡ ἠθικὴ συνείδηση εἶναι ἀρκετὰ ἐπαχθὴς μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ μᾶς περισσεύουν καὶ πολλὰ γιὰ νὰ ζήσουμε. Ὅσο παραμένουμε σὲ αὐτὴν τὴν κατηγορία πρέπει εἴτε νὰ αἰσθανόμαστε ἐνοχές, γιατί δὲν ἔχουμε πληρώσει τὸν φόρο μας, εἴτε νὰ αἰσθανόμαστε φτωχοί, ἐπειδὴ τὸν πληρώσαμε. Ἡ χριστιανικὴ ἀντίληψη ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ σωθοῦμε κάνοντας μόνο ἔργα ποὺ βασίζονται στὸν ἠθικὸ νόμο, ἀποτελεῖ ἕνα γεγονὸς τῆς καθημερινότητάς μας. Πρέπει νὰ προχωρήσουμε μπροστὰ ἢ νὰ ὑποχωρήσουμε πρὸς τὰ πίσω. Ὡστόσο δὲν μποροῦμε νὰ προχωρήσουμε μόνο μὲ τὶς δικές μας προσπάθειες. Ἂν ὁ νέος ἑαυτός, τὸ νέο θέλημα, δὲν εὐδοκήσει νὰ γεννηθεῖ μέσα μας, δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν συνθέσουμε μόνοι μας.
Ἡ \”ἀπαίτηση\” τοῦ Χριστοῦ εἶναι κάτι πολὺ πιὸ εὔκολο ἀπὸ τὴν ἠθικὴ προσπάθεια. Τὸ τίμημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι νὰ Τὸν ἐπιθυμήσουμε. Εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία μοιάζει νὰ εἶναι πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας. Ὑπάρχει ὅμως ἕνα γεγονὸς ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει. Ὁ κόσμος εἶναι μὲ τέτοιο τρόπο φτιαγμένος ὥστε νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἀφήσουμε στὴν ἄκρη τὶς διάφορες μορφὲς ἱκανοποίησής μας, γιατί ἀπομακρύνονται αὐτὲς ἀπὸ ἐμᾶς πρῶτες!
Ὁ πόλεμος καὶ οἱ συμφορὲς καὶ ἐν τέλει τὰ γηρατειά, μᾶς ψαλιδίζουν ἕνα ἕνα, ὅλα ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα ἤλπιζε ὁ φυσικός μας ἑαυτὸς στὸ ξεκίνημά του. Ἡ μόνη μας σοφία εἶναι ἡ ἱκεσία, καὶ ἡ συνθήκη τῆς ἀνάγκης ἐν τέλει, μᾶς διευκολύνει στὸ νὰ γίνουμε ἐπαῖτες.
Ἀκόμα καὶ ὑπὸ αὐτοὺς τοὺς ὅρους ἡ ὄντως Ἐλεημοσύνη θὰ μᾶς ἀποδεχτεῖ.
(Δημοσιεύτηκε γιὰ πρώτη φορὰ στοὺς Sunday Times)