Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὁ ταξιδιώτης στὴν πνευματικὴ Ὁδό, ὅσο μακρύτερα προχωρεῖ, ἀποκτᾷ βαθμιαία συνείδηση δύο διαφορετικῶν γεγονότων – τῆς ἑτερότητας καὶ τῆς ἐγγύτητας τοῦ Αἰωνίου. Στὴν πρώτη θέση, ἀντιλαμβάνεται ὅλο καὶ περισσότερο ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μυστήριο. Ο Θεὸς εἶναι «ὁ τελείως Ἄλλος», ἀόρατος, ἀσύλληπτος, τελείως ὑπερβατικός, πέρα ἀπ’ ὅλα τὰ λόγια, πέρα ἀπὸ κάθε κατανόηση.

  • !

    Ὅπως οἱ Ἕλληνες Πατέρες τόνιζαν: «Ἕνας Θεός, δηλαδή, ποὺ ἀπαιτοῦμε νὰ τὸν καταλαβαίνουμε ἐξονυχιστικὰ μὲ τὶς δυνατότητες τοῦ λογικοῦ μας μυαλοῦ, καταντάει νὰ μὴν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ ἕνα εἴδωλο, σχηματοποιημένο κατὰ τὴ δική μας εἰκόνα. Ἕνας τέτοιος Θεὸς ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι ὁ ἀληθινὸς καὶ ζωντανὸς Θεὸς τῆς Βίβλου καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο δὲν ἀληθεύει.

  • !

    Κι ὅμως, στὴ δεύτερη θέση αὐτὸς ὁ Θεὸς τοῦ μυστηρίου εἶναι ταυτόχρονα ἐξαιρετικὰ κοντά μας, γεμίζοντας ὅλα τὰ πράγματα, ὄντας παντοῦ γύρω μας καὶ μέσα μας. Καὶ εἶναι παρών, ὄχι ἁπλῶς σὰν μιὰ ἀτμόσφαιρα ἢ μιὰ ἀνώνυμη δύναμη, ἀλλὰ μ’ ἕναν τρόπο προσωπικό.

  • !

    Μὲ τὰ λόγια τοῦ Νικολάου Καβάσιλα, ὁ Θεὸς ὁ Βασιλιᾶς μας εἶναι:
    Πιὸ στοργικὸς ἀπὸ κάθε φίλο, πιὸ δίκαιος ἀπὸ κάθε κυβερνήτη, πιὸ τρυφερὸς ἀπὸ κάθε πατέρα, πιὸ πολὺ ἕνα μέλος ἀπὸ μᾶς ἀπὸ ὅσο τὰ ἴδια μας τὰ μέλη, πιὸ ἀναγκαῖος σὲ μᾶς ἀπὸ τὴν ἴδια τήν καρδιά μας.

  • !

    Προχωρῶντας στὴν ὁδό, ὁ καθένας βρίσκει ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται ὅλο καὶ πιὸ οἰκεῖος καὶ ὅλο πιὸ μακρινός, πολὺ γνωστὸς καὶ ὅμως ἄγνωστος -πολὺ γνωστὸς στὸ πιὸ μικρὸ παιδί, ἀκατανόητος στὸν πιὸ λαμπρὸ θεολόγο. Ὁ Θεὸς κατοικεῖ σὲ «φῶς ἀπρόσιτο», ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μέσα στὴν παρουσία του μὲ τρυφερὴ ἐμπιστοσύνη καὶ τὸν προσφωνεῖ σὰν φίλο. Ὁ Θεὸς εἶναι καὶ τέρμα καὶ ἀφετηρία. Εἶναι ὁ οἰκοδεσπότης ποὺ μᾶς καλωσορίζει στὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ σύντροφος ποὺ περπατάει δίπλα μας στὸ κάθε βῆμα πάνω στὴν Ὁδό.

Τί ἢ ποιός εἶναι ὁ Θεός;

 

Ὁ ταξιδιώτης στὴν πνευματικὴ Ὁδό, ὅσο μακρύτερα προχωρεῖ, ἀποκτᾷ βαθμιαία συνείδηση δύο διαφορετικῶν γεγονότων – τῆς ἑτερότητας καὶ τῆς ἐγγύτητας τοῦ Αἰωνίου. Στὴν πρώτη θέση, ἀντιλαμβάνεται ὅλο καὶ περισσότερο ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μυστήριο. Ο Θεὸς εἶναι «ὁ τελείως Ἄλλος», ἀόρατος, ἀσύλληπτος, τελείως ὑπερβατικός, πέρα ἀπ’ ὅλα τὰ λόγια, πέρα ἀπὸ κάθε κατανόηση. «Σίγουρα τὸ νεογέννητο μωρό», γράφει ὁ Ρωμαιοκαθολικὸς George Tyrell, «ξέρει τόσα γιὰ τὸν κόσμο καὶ τοὺς δρόμους του, ὅσα ὁ πιὸ σοφὸς ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ ξέρει γιὰ τὶς ὁδοὺς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὁ δρόμος του ἐκτείνεται στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, στὸ χρόνο καὶ στὴν αἰωνιότητα». Ἕνας Χριστιανὸς τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης θὰ συμφωνήσει μ’ αὐτὸ ἀπόλυτα. Ὅπως οἱ Ἕλληνες Πατέρες τόνιζαν: «Ἕνας Θεός, δηλαδή, ποὺ ἀπαιτοῦμε νὰ τὸν καταλαβαίνουμε ἐξονυχιστικὰ μὲ τὶς δυνατότητες τοῦ λογικοῦ μας μυαλοῦ, καταντάει νὰ μὴν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ ἕνα εἴδωλο, σχηματοποιημένο κατὰ τὴ δική μας εἰκόνα. Ἕνας τέτοιος Θεὸς ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι ὁ ἀληθινὸς καὶ ζωντανὸς Θεὸς τῆς Βίβλου καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο δὲν ἀληθεύει.

Κι ὅμως, στὴ δεύτερη θέση αὐτὸς ὁ Θεὸς τοῦ μυστηρίου εἶναι ταυτόχρονα ἐξαιρετικὰ κοντά μας, γεμίζοντας ὅλα τὰ πράγματα, ὄντας παντοῦ γύρω μας καὶ μέσα μας. Καὶ εἶναι παρών, ὄχι ἁπλῶς σὰν μιὰ ἀτμόσφαιρα ἢ μιὰ ἀνώνυμη δύναμη, ἀλλὰ μ’ ἕναν τρόπο προσωπικό. Ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι ἄπειρα πιὸ πέρ’ ἀπὸ τὴν κατανόησή μας, μᾶς ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό του σὰν πρόσωπο· μᾶς καλεῖ τὸν καθένα μὲ τ’ ὀνομά μας καὶ μείς τοῦ ἀπαντοῦμε. Ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ τὸν ὑπέρτατο Θεὸ ὑπάρχει μιὰ σχέση ἀγάπης, παρόμοια μ’ ἐκείνη ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸν καθένα μας καὶ στοὺς ἄλλους, ποὺ μᾶς εἶναι πάρα πολὺ ἀγαπητοί. Γνωρίζουμε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους μέσῳ τῆς ἀγάπης μας γι’ αὐτοὺς καὶ μέσῳ τῆς δικῆς τους γιά μας. Ἔτσι εἶναι καὶ μὲ τὸ Θεό. Μὲ τὰ λόγια τοῦ Νικολάου Καβάσιλα, ὁ Θεὸς ὁ Βασιλιᾶς μας εἶναι:

Πιὸ στοργικὸς ἀπὸ κάθε φίλο, πιὸ δίκαιος ἀπὸ κάθε κυβερνήτη, πιὸ τρυφερὸς ἀπὸ κάθε πατέρα, πιὸ πολὺ ἕνα μέλος ἀπὸ μᾶς ἀπὸ ὅσο τὰ ἴδια μας τὰ μέλη, πιὸ ἀναγκαῖος σὲ μᾶς ἀπὸ τὴν ἴδια τήν καρδιά μας.

Αὐτοὶ λοιπόν, εἶναι οἱ δύο «πόλοι» τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ Θεῖο. Ὁ Θεὸς εἶναι καὶ μακρύτερα ἀπὸ μᾶς, καὶ κοντύτερα σὲ μᾶς, ἀπ’ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Καὶ βρίσκουμε, παράδοξα, ὅτι αὐτοὶ οἱ δύο πόλοι δὲν ἀλληλοκαταργοῦνται· ἀντίθετα, ὅσο πιὸ πολὺ μᾶς ἑλκύει ὁ ἕνας «πόλος» τόσο πιὸ ζωντανὰ ἀποκτοῦμε ἀντίληψη τοῦ ἄλλου ταυτόχρονα. Προχωρῶντας στὴν ὁδό, ὁ καθένας βρίσκει ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται ὅλο καὶ πιὸ οἰκεῖος καὶ ὅλο πιὸ μακρινός, πολὺ γνωστὸς καὶ ὅμως ἄγνωστος -πολὺ γνωστὸς στὸ πιὸ μικρὸ παιδί, ἀκατανόητος στὸν πιὸ λαμπρὸ θεολόγο. Ὁ Θεὸς κατοικεῖ σὲ «φῶς ἀπρόσιτο», ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μέσα στὴν παρουσία του μὲ τρυφερὴ ἐμπιστοσύνη καὶ τὸν προσφωνεῖ σὰν φίλο. Ὁ Θεὸς εἶναι καὶ τέρμα καὶ ἀφετηρία. Εἶναι ὁ οἰκοδεσπότης ποὺ μᾶς καλωσορίζει στὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ σύντροφος ποὺ περπατάει δίπλα μας στὸ κάθε βῆμα πάνω στὴν Ὁδό. Ὅπως τὸ θέτει ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, «Αὐτὸς εἶναι καὶ τὸ πανδοχεῖο ὅπου ξεκουραζόμαστε γιὰ μιὰ νύχτα καὶ τὸ ὁριστικὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ μας».