Στὸ παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ (1931)» τοῦ Στράτη Μυριβήλη, περιγράφεται ἡ ἀγριότητα τοῦ πολέμου σὲ μιὰ σκηνὴ, στὴν ὁποία ἐξοντώνονται ἀνυπεράσπιστα «ἐπιστρατευμένα» γαϊδούρια. Τὰ ἀντιπολεμικὰ αἰσθήματα τοῦ συγγραφέα ἐκφράζονται μὲ τὴν ὠμὴ περιγραφὴ τῆς ἐξόντωσης τῶν ἀθώων ζώων, ἡ ὁποία δείχνει τὴν παράλογη βία τοῦ πολέμου.
Τὰ ζὰ στὸν πόλεμο! Σήμερα ἀπὸ τὸ πρωὶ συλλογιοῦμαι μόνο αὐτό. Καλὰ ἐμεῖς οἱ ἀνθρῶποι. Ἔχουμε τὰ συμφέρα μας, τὶς ἰδεολογίες μας, τὶς λόξες μας, τὶς μεγαλομανίες καὶ τοὺς ἐνθουσιασμούς μας. Ἀπ’ ὅλα αὐτὰ μαγειρεύεται περίφημα ὁ πόλεμος. Ἔχουμε καὶ τὶς πονηριές μας, γιὰ νὰ γλιτώνουμε σὰν δοῦμε τὰ ζόρικα. Τ’ ἀμπριά* μας, τὰ νοσοκομεῖα, ἀκόμα καὶ τὶς λιποταξίες*. Ὅμως τ’ ἀγαθά τα ζὰ, ποῦ τὰ ἐπιστρατεύουμε νὰ κάμουν μαζί μας τὸν πόλεμο;
Θαρρῶ πώς, ὅταν καμιὰ φορᾶ οἱ ἀνθρῶποι βγάλουν ἀπὸ μέσα τους τὴν ἐπιληψία* τοῦ ὁμαδικοῦ σκοτωμοῦ, θὰ ‘χουν ὅλο τὸ δίκιο νὰ ντρέπουνται σ’ ὅλη τους τὴ ζωὴ καὶ μόνο γι’ αὐτό: ποὺ τραβήξανε καὶ τ’ ἀθῶα τα ζὰ στὸν πόλεμο. Στοχάζουμαι, πὼς κάποτε θὰ εἶναι ἕνα ἀπ’ τα πιὸ μαῦρα σημάδια τῆς Ἱστορίας τῶν Ἀνθρώπων.
Ἡ Μεραρχία μας κουβάλησε μαζί της ἀπ’ τὸ νησὶ καὶ μιὰ συζυγαρχία γαϊδάρους. «Συζυγαρχία ἡμιόνων» γράφεται στὰ χαρτιά. Μὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι, πὼς ἔχει μόνο γαϊδάρους. Ὑποφέρανε πολὺ, ὥσπου νὰ τοὺς μπάσουνε στὰ βαπόρια. Τὸ ἴδιο καὶ σὰν τοὺς ξεφορτώνανε στὴ Θεσσαλονίκη. Τοὺς ἀρποῦσε τὸ βίντσι* μουγκρίζοντας θυμωμένα καὶ τοὺς σήκωνε ἀνάερα μέσα στὴ γερὴ φασκιά τους. Αὐτό τοὺς ξετρέλαινε. Κι ἡ τρομάρα τους ἦταν ἐκπληχτικὰ ζωγραφισμένη μέσα στὰ ἔξαλλα μάτια τους. Κλωτσούσανε στὸ κενό, φρουμάζανε, στριφογύριζαν τοὺς βολβοὺς καὶ τὸ πετσί τους ρυτίδιαζε ἀπ’ τὴ φρίκη. Κατόπι περάσανε μαζί μας ὅλη τὴ Μακεδονία φορτωμένοι πυρομαχικά. Τὰ ‘χανε κι αὐτοὶ μὲ τοὺς Γερμανούς, μὲ τοὺς Τούρκους, μὲ τοὺς Βουλγάρους. Σὰ μπήκαμε ‘μεῖς στὸ χαράκωμα, ὁ ὄρχος* τους στήθηκε στὴν Κοῦπα. Εἶναι ἕνα χωριὸ πίσω ἀπὸ τὶς γραμμές μας, ρημαγμένο ἀπὸ τὸ πυροβολικό. Μένουν ἐκεῖ μονάχα κάτι Φραντσέζοι* φουρναραῖοι. Ἐκεῖ στὴν Κοῦπα, μέσα σὲ μιὰν ὄμορφη χαράδρα, ἔστησε τὰ παλούκια της ἡ «Συζυγαρχία τῶν ἡμιόνων» τῆς Μεραρχίας μας.
Τὰ ζὰ ξεκουραστήκανε κάμποσες μέρες ἀπ’ τὸ πολυμερίτικο περπάτημα, ποὺ τὰ ‘χε παραζαλισμένα στὴν κούραση. Ξανεσάνανε. Βρήκανε κιόλας μπόλικο χορτάρι, φάγαν καὶ πῆραν ἀπάνω τους. Καρδάμωσαν*. Τότες προσέξανε, πὼς ἦταν χαρὰ Θεοῦ πάνω στὴ γῆς, κι ὁ Ἔρωτας κέντριζε ὅλα τὰ πάντα, ἀπὸ τὰ μαμούδια ὡς τὰ λουλούδια, νὰ μποῦνε μέσα στὸ παναιώνιο πανηγύρι τῆς ἀναπαραγωγῆς. Οἱ γαϊδάροι ἀκοῦσαν τὸ μεγάλο κάλεσμα καὶ ἀπάντησαν μὲ τὸ ἐρωτικό τους σάλπισμα: παρών! Ὑπάκουγα, γεμᾶτα ἀθωότητα κι ἀνηξεριὰ σὰν ὅλα τα ζά. Ἡ χαράδρα βούιξε ἀπὸ τὰ παράφωνα ἐπιθαλάμια χλιμιντρίσματα. Καὶ ὁ ἀντίλαλος πῆρε τὰ ἐρωτικὰ σαλπίσματα καὶ τὰ πῆγε ὡς πέρα στὸ Περιστέρι.
Ἕνα ἀεροπλάνο ξεκίνησε τότες βουΐζοντας ἀπ’ ἀντίκρυ. Ἦρθε κι ἔκοψε ἕνα-δυὸ γύρους πάνω ἀπὸ τὴ χαράδρα. Αὐτοὶ τὸ χαβᾶ* τους. Κατόπι γύρισε πίσω μέσα στὴν ἀποθέωση τῶν ὀβίδων, ποὺ ἔσκαζαν στὸν οὐρανὸ σὰν ἕνα κοπάδι ἄσπρα προβατάκια, ποὺ ὅλο καὶ πλήθαιναν γύρω του. Οἱ γαϊδάροι δὲν ξέρουν ἀπὸ ἀεροπλάνα. Ἤτανε κιόλας τόσο σύγκορμα παραδομένοι στὴ χαρὰ τῆς ζωῆς, ποὺ δὲν τοὺς ἀπόμενε καιρὸς νὰ προσέξουν τίποτ’ ἄλλο.
Σὲ λίγο, ἡ λαγκαδιὰ βόγγησε βαριὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ ἐκρήξεις καὶ σουβλερὲς σφυριξιές. Ἦταν ἕνα σωστὸ μακελειὸ ἀθώων. Τὰ ζὰ ξεκοιλιάστηκαν, σφάχτηκαν πάνω στὸ τρυφερὸ χορτάρι, ἀγκρισμένα* μέσα στὸ μεθύσι τῆς γεννητικῆς τους χαρᾶς. Ψοφοῦσαν κι ἀνεστέναζαν σὰν ἀνθρῶποι. Πέφτανε χάμου καὶ ξεψυχοῦσαν σιγὰ σιγὰ, γύριζαν τὸ λαιμὸ κοιτάζοντας λυπητερὰ τὰ ἐντόσθιά τους, ποὺ σάλευαν σὰν κοκκινωπὰ φίδια ἀνάμεσα στὰ πόδια τους. Κουνοῦσαν ἀπάνω-κάτω τὰ χοντρά τους κεφάλια, δίχως νὰ καταλαβαίνουν τίποτα. Ἀνετρίχιαζαν, τρέμανε τὰ ρουθούνια τους, ἀνοίγανε τὰ πλατιὰ χείλια ξεσκεπάζοντας τὰ δόντια τους καὶ σερνόντανε μὲ τσακισμένα πόδια. Πεθαίνανε στὸ τέλος βρέχοντας τὰ λουλούδια μὲ τὸ αἷμα τους, καὶ τὰ μεγάλα μάτια τους ἦταν γεμᾶτα ἀπορίες καὶ πόνους. Ἕνα γαϊδουράκι μὲ τσακισμένη τὴ ραχοκοκαλιὰ χαμόσερνε καμιὰ δεκαπενταριὰ μέτρα τὸ κορμί του, ἀκουμπῶντας μόνο στὰ μπροστινὰ πόδια. Κατόπι ἀναδιπλώθηκε, γύρισε τὸ κεφάλι πρὸς τὴ μεγάλη λαβωματιά του κι ἀγκομαχοῦσε πολλὴν ὥρα, ὥσπου νὰ παραδώσει.
Ἕνας ἡμιονηγός, μόλις ἄρχισε ὁ βομβαρδισμός, βάλθηκε νὰ τρέχει σαστισμένος. Βαστοῦσε γερὰ τὸ χαλινάρι τοῦ γαϊδάρου του κι ἔτρεχε σὰν τρελός. Ἔφτασε ἔτσι ὡς τ’ ἀμπριὰ τῶν Φραντσέζων ψωμάδων. Ἐκεῖ πιά, μέσα στὰ γιούχα τῆς φανταριᾶς, πῆρε εἴδηση πὼς ἔσερνε πίσω του τὸ κεφάλι τοῦ γαϊδάρου θερισμένο ἀπ’ τὸ λαιμό.
Μέσα στὰ κλειδωμένα δόντια του, τὸ ζὸ κρατοῦσε ἀκόμα μιὰ τούφα κίτρινες μαργαρῖτες ματωμένες.
*ἀμπριά: στρατιωτικὰ προκαλύμματα γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῶν ἐχθρικῶν ἐπιθέσεων
*λιποταξία: ἐγκατάλειψη τῆς μάχης
*ἐπιληψία: πάθηση τοῦ ἐγκεφάλου, ἐδῶ τρέλα
*βίντσι: γερανός
*ὄρχος: στρατιωτικὸς πολεμικὸς σχηματισμὸς, μὲ σκοπὸ τὸν ἀνεφοδιασμό
*Φραντσέζοι: Γάλλοι
*καρδαμώνω: χορταίνω
*χαβας: ἐδῶ ἡ ἀπασχόλησή τους
*ἀγκρισμένα: μπλεγμένα