Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Σὲ μία πολιτισμένη καὶ εὐνομούμενη κοινωνία θεωρεῖται αὐτονόητο οἱ ὑπεύθυνοι ἄρχοντές της νὰ νομοθετοῦν ὑπὲρ τοῦ φυσιολογικοῦ καὶ ἀγαθοῦ καὶ ἐναντίον τοῦ παρὰ φύσιν καὶ βλαβεροῦ. Ἡ διαχρονικὰ ἀναντίρρητη αὐτὴ ἀρχὴ ἀνατρέπεται ἐκ βάθρων στὴν περίπτωση τοῦ λεγομένου «συμφώνου ἐλεύθερης συμβίωσης».

  • !

    Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο δημοσιογράφος, ἡ ὁποία αξιολογοῦσε τὸ προτεινόμενο νομοσχέδιο «θετικά», ἀπευθυνόταν τότε σὲ ὅσους ἐπρόκειτο νὰ τὸ ἀξιοποιήσουν γιὰ νὰ τοὺς ἀναγγείλει: «Συνυπογράφοντας δηλαδὴ ἕνα συμβόλαιο μὲ τὸ ἕτερον ἥμισυ δὲν θὰ σᾶς ἐπιβάλει νὰ φορέσετε βέρα καὶ κυρίως θὰ σᾶς ἐπιτρέπει νὰ δραπετεύσετε ὅποτε ἐσεῖς θελήσετε».

  • !

    «Ἐλεύθερη», γιὰ ὅσους τὴν «ἐβάπτισαν» ἔτσι, σημαίνει συμβίωση ἀπαλλαγμένη ἀπὸ δεσμεύσεις. Καθένας ἀπὸ τοὺς δύο, ποὺ συμμετέχουν στὴν ἰδιόρρυθμη αὐτὴ σχέση, δὲν ἀναλαμβάνει καμμία οὐσιαστικὴ καὶ μόνιμη ὑποχρέωση γιὰ τὸν ἄλλο.

  • !

    Ὁ καλὸς καὶ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ὡς ὑπεύθυνο πρόσωπο δεσμεύεται ἀπέναντι στὸ ἄλλο πρόσωπο καὶ ἀγωνίζεται μὲ φιλότιμο νὰ ἀνταποκριθῇ ὅσο καλύτερα μπορεῖ στὶς δεσμεύσεις του. Αὐτὴ ἡ ὑπευθυνότητα ἀποτελεῖ μὲ τὴν σειρά της γνώρισμα τῆς γνήσιας καὶ αὐθεντικῆς ἀγάπης. Ὅποιος ἀληθινὰ ἀγαπᾷ, ξέρει νὰ θυσιάζεται. Καὶ θυσιάζεται, διότι ἔχει ὑπευθυνότητα καὶ τηρεῖ τίς δεσμεύσεις του. Ἀντίθετα, ὅποιος δὲν ἀγαπᾷ δὲν μπορεῖ καὶ νὰ θυσιασθῇ. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θυσιασθῇ, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ὑπεύθυνος. Καὶ δὲν εἶναι ὑπεύθυνος, ὅταν δὲν θέλει νὰ δεσμευθῇ. Πρόκειται γιὰ αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ συμβαίνει στὴν λεγόμενη «ἐλεύθερη συμβίωση». Αὐτὴν τὴν συμβίωση, πού, σὲ τελικὴ ἀνάλυση, σκοτώνει τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη στὴν γνήσια καὶ αὐθεντική της μορφή.

  • !

    Ἡ ὅλη προσπάθεια ἐπιχειρεῖται νὰ στηριχθῇ στὸ ἐπιπόλαιο καὶ ἀνεδαφικὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ Πολιτεία πρέπει πάντα νὰ προσαρμόζεται στὶς τρέχουσες ἀλλαγὲς καὶ ἐξελίξεις καὶ νὰ διαμορφώνῃ ἀνάλογα τοὺς νόμους καὶ τοὺς κανόνες σὲ κοινωνικὰ ζητήματα, ὅπως αὐτὰ τοῦ γάμου καὶ τῆς συμβίωσης, χωρὶς καμμία διάκριση ἂν πρόκειται γιὰ ἐξέλιξη πρὸς τὸ καλὸ ἢ πρὸς τὸ κακό.

  • !

    Ἕνα πρῶτο ἐνδεικτικὸ βῆμα πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση ἀποτελεῖ ἡ κατάθεση πρὸς ψήφιση τοῦ νομοσχεδίου γιὰ τὴν ἐπέκταση τοῦ «Συμφώνου ἐλεύθερης συμβίωσης» στὰ ὁμόφυλα ζευγάρια, μὲ τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ ἀναγνωρίζεται ἐπίσημα ἡ διαστροφὴ τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Ἡ τραγικότητα τῆς ὑποθέσεως εὑρίσκεται στὸ ὅτι οἱ ἔνθερμοι ὑποστηρικταὶ αὐτοῦ τοῦ νομοσχεδίου πιστεύουν καὶ διαλαλοῦν ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλικὴ σχέση εἶναι φυσιολογική.

  • !

    Πολὺ εὔλογα διερωτῶνται οἱ νουνεχεῖς: Γιατί ἄραγε ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία ἀναλαμβάνει νὰ διευκολύνῃ τὸν γεμᾶτο ἀνευθυνότητα ἄνθρωπο, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ «δραπετεύσῃ» ἀπὸ τὴν φυσιολογική, ρυθμισμένη ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ καὶ ἐπιτυχημένη γιὰ χιλιετίες συμβίωση, καὶ ὄχι νὰ ὑπερασπιστῇ τὸν ὑπεύθυνο, ποὺ ἐγκαταλείπεται, κάποτε καὶ μὲ τὰ ἀθῶα τέκνα του, χωρὶς ἔλεος; Δὲν εἶναι αὐτῇ νομοθετικῇ πράξη ὑπὲρ τοῦ κακοῦ καὶ ἐναντίον τοῦ ἀγαθοῦ;

  • !

    Ἡ Ἐκκλησία δηλαδὴ δέχεται καὶ εὐλογεῖ τὴν παραδεδομένη τέλεση τοῦ Γάμου κατὰ τὸ Ὀρθόδοξο Τυπικό, ἐνῶ θεωρεῖ πορνεῖα,πορνεία κάθε ἄλλη «συζυγικὴ» σχέση ἐκτὸς αὐτοῦ», καθὼς ἐπίσης καὶ μὲ τὸ Ἀνακοινωθὲν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας στὶς 13 Ὀκτωβρίου 2013, στὸ ὁποῖο πρόσφατα παρέπεμψε, καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο «… σύγχρονα σχήματα ὀργάνωσης τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων – ἐναλλακτικὲς μορφὲς οἰκογενείας – γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ θεολογία της περὶ γάμου καὶ οἰκογενείας συνιστοῦν “ἐκτροπὲς” τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ, ὅπως αὐτὸς διαμορφώθηκε καὶ λειτούργησε ἐπὶ αἰῶνες στὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.

  • !

    Ὅσο καὶ ἐὰν στὰ μάτια τῶν ἀμυήτων σὲ ζητήματα Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἤθους ἡ θέση αὐτὴ φαίνεται ἀναχρονιστικὴ καὶ σκληρή, εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ποὺ ἐκφράζει μὲ λιτότητα καὶ σαφήνεια τὴν ἀναλλοίωτη διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὅπως αὐτὴ ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, κηρύχθηκε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους (Μτθ. 5, 19· Πρξ. 15, 20· Α’ Κορ. 5, 1 κ. ἑ.· 6, 18· Α’ Θεσ. 4, 3) καὶ ἔγινε αποδεκτὴ ἀπὸ τοὺς ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων (βλ. σχετικὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου κ. ἄ.). Αὐτὴ ἡ Ἀλήθεια εἶναι ἐκείνη ποὺ μόνη διασώζει τὴν ἀξία τῆς ὑπευθυνότητας καὶ τῆς αὐθεντικότητας στὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα.

Σύμφωνο Ἐλεύθερης Συμβίωσης

 

Νομιμοποίηση τῆς ἀνευθυνότητας τώρα … καὶ τῆς διαστροφῆς

Σὲ μία πολιτισμένη καὶ εὐνομούμενη κοινωνία θεωρεῖται αὐτονόητο οἱ ὑπεύθυνοι ἄρχοντές της νὰ νομοθετοῦν ὑπὲρ τοῦ φυσιολογικοῦ καὶ ἀγαθοῦ καὶ ἐναντίον τοῦ παρὰ φύσιν καὶ βλαβεροῦ. Ἡ διαχρονικὰ ἀναντίρρητη αὐτὴ ἀρχὴ ἀνατρέπεται ἐκ βάθρων στὴν περίπτωση τοῦ λεγομένου «συμφώνου ἐλεύθερης συμβίωσης». Τὸ νομοθέτημα αὐτὸ στὴν οὐσία του δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ μία ὑπεραπλουστευμένη καὶ πρὸς τὸ χεῖρον τείνουσα μορφὴ τοῦ γνωστοῦ νομοθετήματος γιὰ τὸν πολιτικὸ γάμο, ἐφ ̓ ὅσον ἀντιμετωπίζει τὴν συμβίωση τοῦ ἀνθρώπῆ , τὸν συμβίωση μὲ ἀπόλυτη. , ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς ὁμοφυλοφιλίας ὡς φυσιολογικῆς σχέσεως καὶ διευκολύνει ἀκόμη περισσότερο τὴν διάλυση τῆς οἰκογενείας στὴν ἀποδεκτὴ γιὰ αἰῶνες μορφή της. Παρ’ ὅλον ὅτι οἱ εἰσηγηταί της δήλωναν πὼς ἡ ἰσχὺς τοῦ ἐν λόγῳ νομοθετήματος θὰ καταστήσῃ τὰ πρόσωπα ποὺ «συμβιώνουν ἐλευθερα» περισσότερο ὑπεύθυνα, στὴν πραγματικότητα αὐτὸ νομιμοποιεῖ κραυγαλέα ὅμως, ἀσυνειδὴ, ἔχεις λόγον, τὴν ἀνιστὴ σημασία, ὁ καθημερινότητα. κατὰ τὸν Γ. Μπαμπινιώτη). Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο δημοσιογράφος, ἡ ὁποία αξιολογοῦσε τὸ προτεινόμενο νομοσχέδιο «θετικά», ἀπευθυνόταν τότε σὲ ὅσους ἐπρόκειτο κυρίως νὰ τὸ ἀξιοποιήσουν γιὰ νὰ τοὺς ἀναγγείλει: «Συνυπογράφοντας δηλαδὴ ἕνα συμβόλαιο. θὰ σᾶς ἐπιτρέπει νὰ δραπετεύσετε ὅποτε ἐσεῖς θελήσετε». Ἀναμφίβολα, λοιπόν, ἡ ἀνευθυνότητα ἀποτελεῖ τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ καὶ διακριτικὸ γνώρισμα τῆς «ἐλεύθερης συμβίωσης». Αὐτὸ τὸ δηλώνει πρῶτα πρῶτα τὸ ἴδιο τὸ ὄνομά της. «Ἐλεύθερη», γιὰ ὅσους τὴν «ἐβάπτισαν» ἔτσι, σημαίνει συμβίωση ἀπαλλαγμένη ἀπὸ δεσμεύσεις. Καθένας ἀπὸ τοὺς δύο, ποὺ συμμετέχουν στὴν ἰδιόρρυθμη αὐτὴ σχέση, δὲν ἀναλαμβάνει καμμία οὐσιαστικὴ καὶ μόνιμη ὑποχρέωση γιὰ τὸν ἄλλο. Αὐτὸ τὸ φρόνημα ἐκφράζουν ἀρκετοὶ νέοι τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ὁποῖοι συμβιώνουν ἐλεύθερα καὶ ἀναβάλλουν συνεχῶς τὴν σύναψη γάμου μὲ τὸ γνωστὸ ἐπιχείρημα: «Εἶναι νωρὶς νὰ δεσμευθῶ. Θέλω νὰ ζήσω τὴ ζωή μου». Ἀλλὰ καὶ ἡ φιλοσοφία τοῦ γνωστοῦ «Συμφώνου» κινεῖται στὴν ἴδια γραμμή. Θεμελιώνεται στὴν βάση ὅτι οἱ πολῖτες ποὺ θὰ συμβιώνουν ὡς ζεύγη εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀπαλλαχθοῦν ἀπὸ ὅλες τίς οὐσιαστικὲς δεσμεύσεις μεταξύ τους καὶ νὰ διατηρήσουν μόνον κάποιες τυπικές, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς μὲ ἰδιαίτερη χαλαρότητα. ποὺ συμμετέχουν στὴν ἰδιόρρυθμη αὐτὴ σχέση, δὲν ἀναλαμβάνει καμμία οὐσιαστικὴ καὶ μόνιμη ὑποχρέωση γιὰ τὸν ἄλλο. Αὐτὸ τὸ φρόνημα ἐκφράζουν ἀρκετοὶ νέοι τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ὁποῖοι συμβιώνουν ἐλεύθερα καὶ ἀναβάλλουν συνεχῶς τὴν σύναψη γάμου μὲ τὸ γνωστὸ ἐπιχείρημα: «Εἶναι νωρὶς νὰ δεσμευθῶ. Θέλω νὰ ζήσω τὴ ζωή μου». Ἀλλὰ καὶ ἡ φιλοσοφία τοῦ γνωστοῦ «Συμφώνου» κινεῖται στὴν ἴδια γραμμή. Θεμελιώνεται στὴν βάση ὅτι οἱ πολῖτες ποὺ θὰ συμβιώνουν ὡς ζεύγη εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀπαλλαχθοῦν ἀπὸ ὅλες τίς οὐσιαστικὲς δεσμεύσεις μεταξύ τους καὶ νὰ διατηρήσουν μόνον κάποιες τυπικές, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς μὲ ἰδιαίτερη χαλαρότητα. ποὺ συμμετέχουν στὴν ἰδιόρρυθμη αὐτὴ σχέση, δὲν ἀναλαμβάνει καμμία οὐσιαστικὴ καὶ μόνιμη ὑποχρέωση γιὰ τὸν ἄλλο. Αὐτὸ τὸ φρόνημα ἐκφράζουν ἀρκετοὶ νέοι τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ὁποῖοι συμβιώνουν ἐλεύθερα καὶ ἀναβάλλουν συνεχῶς τὴν σύναψη γάμου μὲ τὸ γνωστὸ ἐπιχείρημα: «Εἶναι νωρὶς νὰ δεσμευθῶ. Θέλω νὰ ζήσω τὴ ζωή μου». Ἀλλὰ καὶ ἡ φιλοσοφία τοῦ γνωστοῦ «Συμφώνου» κινεῖται στὴν ἴδια γραμμή. Θεμελιώνεται στὴν βάση ὅτι οἱ πολῖτες ποὺ θὰ συμβιώνουν ὡς ζεύγη εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀπαλλαχθοῦν ἀπὸ ὅλες τίς οὐσιαστικὲς δεσμεύσεις μεταξύ τους καὶ νὰ διατηρήσουν μόνον κάποιες τυπικές, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς μὲ ἰδιαίτερη χαλαρότητα. «Εἶναι νωρὶς νὰ δεσμευθῶ. Θέλω νὰ ζήσω τὴ ζωή μου». Ἀλλὰ καὶ ἡ φιλοσοφία τοῦ γνωστοῦ «Συμφώνου» κινεῖται στὴν ἴδια γραμμή. Θεμελιώνεται στὴν βάση ὅτι οἱ πολῖτες ποὺ θὰ συμβιώνουν ὡς ζεύγη εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀπαλλαχθοῦν ἀπὸ ὅλες τίς οὐσιαστικὲς δεσμεύσεις μεταξύ τους καὶ νὰ διατηρήσουν μόνον κάποιες τυπικές, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς μὲ ἰδιαίτερη χαλαρότητα. «Εἶναι νωρὶς νὰ δεσμευθῶ. Θέλω νὰ ζήσω τὴ ζωή μου». Ἀλλὰ καὶ ἡ φιλοσοφία τοῦ γνωστοῦ «Συμφώνου» κινεῖται στὴν ἴδια γραμμή. Θεμελιώνεται στὴν βάση ὅτι οἱ πολῖτες ποὺ θὰ συμβιώνουν ὡς ζεύγη εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀπαλλαχθοῦν ἀπὸ ὅλες τίς οὐσιαστικὲς δεσμεύσεις μεταξύ τους καὶ νὰ διατηρήσουν μόνον κάποιες τυπικές, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς μὲ ἰδιαίτερη χαλαρότητα.

Εἶναι κοινὰ ἀποδεκτὸ ὅτι ἀνάμεσα στὰ βασικὰ καὶ κύρια γνωρίσματα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου εἶναι ἡ ὑπευθυνότητα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ εἶναι ὑπεύθυνος, ἐπειδὴ εἶναι πλασμένος «κατ’εἰκόνα Θεοῦ» καὶ ἑπομένως ἐλευθερος. Μὲ τὴν κακὴ ὅμως χρήση τῆς ἐλευθερίας ἡ ὑπευθυνότητα μπορεῖ νὰ μετατραπῇ σὲ ἀνευθυνότητα.

Συστατικὸ γνώρισμα τῆς ἀνευθυνότητας ἀποτελεῖ ἡ ἀποφυγὴ τῶν δεσμεύσεων, ἐνῶ, ἀντίθετα, συστατικὸ γνώρισμα τῆς ὑπευθυνότητας ἀποτελεῖ ἡ ἀνάληψη τῶν δεσμεύσεων. Ὁ καλὸς καὶ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ὡς ὑπεύθυνο πρόσωπο δεσμεύεται ἀπέναντι στὸ ἄλλο πρόσωπο καὶ ἀγωνίζεται μὲ φιλότιμο νὰ ἀνταποκριθῇ ὅσο καλύτερα μπορεῖ στὶς δεσμεύσεις του. Αὐτὴ ἡ ὑπευθυνότητα ἀποτελεῖ μὲ τὴν σειρά της γνώρισμα τῆς γνήσιας καὶ αὐθεντικῆς ἀγάπης. Ὅποιος ἀληθινὰ ἀγαπᾷ, ξέρει νὰ θυσιάζεται. Καὶ θυσιάζεται, διότι ἔχει ὑπευθυνότητα καὶ τηρεῖ τίς δεσμεύσεις του. Ἀντίθετα, ὅποιος δὲν ἀγαπᾷ δὲν μπορεῖ καὶ νὰ θυσιασθῇ. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θυσιασθῇ, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ὑπεύθυνος. Καὶ δὲν εἶναι ὑπεύθυνος, ὅταν δὲν θέλει νὰ δεσμευθῇ. Πρόκειται γιὰ αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ συμβαίνει στὴν λεγόμενη «ἐλεύθερη συμβίωση». Αὐτὴν τὴν συμβίωση, πού, σὲ τελικὴ ἀνάλυση,

Νομίζω πὼς τὸ τραγικώτερο λάθος τοῦ νομοθέτη εἶναι ἡ μεταφορὰ τῆς ἀνευθυνότητας ἀπὸ τὴν χώρα τῆς ἀπαξίας στὸ βασίλειο τῶν ἀξιῶν, καὶ συγχρόνως ἡ ἀπαξίωση τῆς ὑπευθυνότητας. Αὐτὸ σημαίνει ἀνατροπὴ τῆς φυσικῆς τάξεως, ἀποδιοργάνωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, κατάργηση τῶν προδιαγραφῶν, μὲ τίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλασθῇ ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, καὶ διαστρέβλωση τῶν προσωπικῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ μία λανθασμένη ἐκτίμηση, ἀλλὰ γιὰ ριζικὴ ἀλλοίωση τῆς ἀνθρωπίνης φυσιολογίας καὶ καταστροφικὴ ἐπέμβαση στὴ δομὴ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ τῶν ὑγιῶν σχέσεών του μὲ τὰ ἄλλα πρόσωπα.

Εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ αὐτὰ τὰ ὁποῖα σημειώνονται στὴν ἀπολογητικὴ ἔκθεση τοῦ Συμφώνου: «Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἀμφισβήτηση περὶ ἠθικῶς, κοινωνικῶς ἡ νομικῶς ἀποδεκτό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν σκοπιμότητα γιὰ τὴν θεσμοποίηση ἑνώσεων μεταξὺ προσώπων τοῦ ἰδίου φύλου, ἡ διαφορετικότητα τῶν καταστάσεων συνηγορεῖ γιὰ τὴν νομοθετικὴ ἀντιμετώπισή τους».

Γίνεται, λοιπόν, παραδεκτὸ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ἐμπνευστὲς καὶ πρωτεργάτες τοῦ νομοθετήματος ὅτι ὑπάρχει σοβαρὴ καὶ καθολικὴ ἀμφισβήτηση τοῦ μορφώματος, ποὺ προκλητικὰ ἐπεχείρησαν νὰ καλύψουν νομοθετικά. Καὶ ἐνῶ ἡ τεκμηριωμένη ἀμφισβήτηση παρακάμπτεται χωρὶς καμμία οὐσιαστικὴ ἐπιχειρηματολογία κανόνες, ἡ ὅλη προσπάθεια ἐπιχειρεῖται νὰ στηριχθῇ στὸ ἐπιπόλαιο καὶ ἀνεδαφικὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ Πολιτείας διαμορφώνεται καὶ ὅτι ἡ Πολιτείας πρέπει να στὶς προσαρμόζεται. γάμου καὶ τῆς συμβίωσης, χωρὶς καμμία διάκριση ἂν πρόκειται γιὰ ἐξέλιξη πρὸς τὸ καλὸ ἢ πρὸς τὸ κακό. Μὲ βάση τὴ λογικὴ αὐτὴ δὲν θὰ εἶναι καθόλου παράδοξο στὸ μέλλον ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία νὰ νομιμοποιήσῃ τὴν παιδοφιλία (ὅπως στὴν Ὁλλανδία), τὴν κτηνοβασία (ὅπως στὴ Γερμανία), ἢ ἀκόμη τὴ νεκροφιλία,

Ἕνα πρῶτο ἐνδεικτικὸ βῆμα πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση ἀποτελεῖ ἡ κατάθεση πρὸς ψήφιση τοῦ νομοσχεδίου γιὰ τὴν ἐπέκταση τοῦ «Συμφώνου ἐλεύθερης συμβίωσης» στὰ ὁμόφυλα ζευγάρια, μὲ τὸ ὁποῖο τῆς φυλοὴ διαστροφὴ ἐποῖο οὐσιαστικὰ ὁποῖο οὐσιαστικὰ. Ἡ τραγικότητα τῆς ὑποθέσεως εὑρίσκεται στὸ ὅτι οἱ ἔνθερμοι ὑποστηρικταὶ αὐτοῦ τοῦ νομοσχεδίου πιστεύουν καὶ διαλαλοῦν ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλικὴ σχέση εἶναι φυσιολογική. Ὅμως γιὰ νὰ «βαπτίσουν» τὴν διαστροφὴ ὡς φυσιολογικὴ κατάσταση, θὰ πρέπῃ νὰ διαγράψουν τὴν παγκόσμια λαϊκὴ παράδοση πολλῶν αἰώνων, ποὺ θεωρεῖ τὴν ὁμοφυλοφιλία διαστροφή, τὴν φιλολογικὴ παράδοση μὲ τὴν ἴδιαγραφικὰ τὴν φιλολογικὴ παράδοση μὲ τὴν ἴδιαγραφή τοῦ αἰῶνος, τὴ νομικὴ παράδοση, ποὺ θεωρεῖ ἀκόμη κολάσιμες ὕβρεις τοὺς σχετικοὺς μὲ τοὺς ὁμοφυλοφίλους χαρακτηρισμούς, καὶ τὴν ἔγκριτη ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιὰ τὰ Σόδομα καὶ τὴ Γομόρα, ποὺ ἐπιβεβαιώνεται, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἐμβίων ὄντων στὴ Νεκρὰ Θάλασσα. Γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸ εἶναι ἐπίσης ἀπαραίτητο γι ̓ αὐτούς, νὰ ἀθετήσουν τοὺς θεόπνευστους λόγους τοῦ ἀποστόλου Παύλου, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους «αἱ τε θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆνσιν, καὶ ὁ φυσικὴν χρῆσιν εἰς, ὁ φυσικὴν χρῆν, ὁ φυσικὴν δύσιν εἰς, ὁ φυσικὴν, ἄξενικτες τῆς φύσιν. τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἥν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες» (Ρωμ. 1, 26-27), καὶ νὰ ἀναζητοῦν ἀνύπαρκτα ἢ προκατασκευασμένα «ἐπιστημονικὰ» ἰατρικὰ συμπεράσματα, γιὰ νὰ στηριχθοῦν τελικὰ στὶς δικές τους αὐθαίρετες καὶ ἐμπαθεῖς ἰδεοληψίες. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἐμβίων ὄντων στὴ Νεκρὰ Θάλασσα. Γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸ εἶναι ἐπίσης ἀπαραίτητο γι ̓ αὐτούς, νὰ ἀθετήσουν τοὺς θεόπνευστους λόγους τοῦ ἀποστόλου Παύλου, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους «αἱ τε θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆνσιν, καὶ ὁ φυσικὴν χρῆσιν εἰς, ὁ φυσικὴν χρῆν, ὁ φυσικὴν δύσιν εἰς, ὁ φυσικὴν, ἄξενικτες τῆς φύσιν. τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἥν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες» (Ρωμ. 1, 26-27), καὶ νὰ ἀναζητοῦν ἀνύπαρκτα ἢ προκατασκευασμένα «ἐπιστημονικὰ» ἰατρικὰ συμπεράσματα, γιὰ νὰ στηριχθοῦν τελικὰ στὶς δικές τους αὐθαίρετες καὶ ἐμπαθεῖς ἰδεοληψίες. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἐμβίων ὄντων στὴ Νεκρὰ Θάλασσα. Γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸ εἶναι ἐπίσης ἀπαραίτητο γι ̓ αὐτούς, νὰ ἀθετήσουν τοὺς θεόπνευστους λόγους τοῦ ἀποστόλου Παύλου, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους «αἱ τε θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆνσιν, καὶ ὁ φυσικὴν χρῆσιν εἰς, ὁ φυσικὴν χρῆν, ὁ φυσικὴν δύσιν εἰς, ὁ φυσικὴν, ἄξενικτες τῆς φύσιν. τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἥν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες» (Ρωμ. 1, 26-27), καὶ νὰ ἀναζητοῦν ἀνύπαρκτα ἢ προκατασκευασμένα «ἐπιστημονικὰ» ἰατρικὰ συμπεράσματα, γιὰ νὰ στηριχθοῦν τελικὰ στὶς δικές τους αὐθαίρετες καὶ ἐμπαθεῖς ἰδεοληψίες.

Στὸ ζήτημα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ παρατηροῦνται ὄντως ἀλλαγὲς καὶ ἐξελίξεις, ἀλλὰ σίγουρα πρὸς τὸ χειρότερο καὶ μὲ τραγικὰ ἀποτελέσματα. Μία προσεκτικὴ μελέτη εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ καταδείξῃ, ὅπως βεβαιώνουν καὶ σχετικὲς ἔρευνες, τὴ στενὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ χαλάρωση καὶ ἐκτροπὴ τῶν οἰκογενειακῶν δεσμῶν καὶ στὰ φαινόμενα τῶν ἀμέτρητων δραμάτων μακτί, διακ. τὴ σεξουαλικὴ ἀσυδοσία καὶ τὰ ἀφροδίσια νοσήματα, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἔηντς.

Πολὺ εὔλογα διερωτῶνται οἱ νουνεχεῖς: Γιατί ἄραγε ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία ἀναλαμβάνει νὰ διευκολύνῃ τὸν γεμᾶτο ἀνευθυνότητα ἄνθρωπο, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ «δραπετεύσῃ» ἀπὸ τὴν φυσιολογική, ὑπεύθυνο, ἀπὸ τὴν φυσιολογική, καὶ ρυθμισμένη, ρυθμισμένη, ἀπὸ τὸν δημιουργία, ὑπεύθυνο. καὶ μὲ τὰ ἀθῶα τέκνα του, χωρὶς ἔλεος; Δὲν εἶναι αὐτῇ νομοθετικῇ πράξη ὑπὲρ τοῦ κακοῦ καὶ ἐναντίον τοῦ ἀγαθοῦ; Ἔφθασε, λοιπόν, ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία σὲ τέτοιο σημεῖο καταπτώσεως, ὥστε, ἀπορρίπτοντας τὰ δοκιμασμένα γιὰ αἰῶνες κριτήρια, νὰ νομιμοποιῇ ἀρνητικὰ καὶ διαλυτικὰ τῆς κοινωνίας φαινόμενα; Γιὰ τὴν περίπτωση αὐτὴ πιστεύω πὼς δὲν ὑπαρχουν πιὸ ἐκφραστικοὶ καὶ ἐπίκαιροι λόγοι ἀπὸ τοὺς θεόπνευστους ἐκείνους τοῦ προφήτου Ἠσαΐα: «Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ πονηρὸν καλὸν καὶ τὸ σκὸς τιν πονηρόν, ο. οἱ τιθέντες τὸ πικρὸν γλυκὺ καὶ τὸ γλυκὺ πικρόν. Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες» (5, 20-21).

Πιστεύω ὅτι κανεὶς ἐχέφρων ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ὑποστηρίζῃ ὅτι ἡ ἀνευθυνότητα κατατάσσετται στὰ θετικά, στὰ ἀγαθὰ γνωρίσματα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὅτι τὸ κράτος ἔχει καθῆκον νὰ τὴν εὐνοῇ καὶ νὰ τὴν κατοχυρώνει νομοθετικά. Πολὺ δὲ περισσότερο ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ἀποτελεῖ «στῦλο καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α’Τιμ. 3,15), δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κάνῃ ἐκπτώσεις, νὰ μετατρέπῃ τίς ἀπαξίες σὲ ἀξίες καὶ νὰ ἀφήνῃ ἔκθετα τὰ παιδιά της στὴ λαίλαπα τῆς σχετικοκρατίας καὶ τῆς καταστροφικῆς ἰσοπεδώσεως τῶν πάντων. Γι’ αὐτὸ ἦταν κρυστάλλινη, ἀλλὰ καὶ συγχρόνως θαρραλέα, ἡ ἁγιοπνευματική της ὁμολογία, ποὺ ἔγινε μὲ τὸ ἀνακοινωθὲν τῆς Διαρκοῦς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου στὶς 17 Μαρτίου 2008, ἡ ὁποία «διακηρύσσει τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ καὶ τὴν παραδεδομένη τιμὴ πρὸς τὸ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τελούμενο ἱερὸ μυστήριο τοῦ Γάμου, τοῦ ὁποίου σκοπὸς εἶναι ἡ ἀμοιβαία πνευματικὴ συμπλήρωση τῶν συζύγων γιά την ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ σωτηρία καὶ καρπὸς αὐτοῦ τὰ τέκνα. Ἡ Ἐκκλησία δηλαδὴ δέχεται καὶ εὐλογεῖ τὴν παραδεδομένη τέλεση τοῦ Γάμου κατὰ τὸ Ὀρθόδοξο Τυπικό, ἐνῶ θεωρεῖ πορνεῖα,πορνεία κάθε ἄλλη «συζυγικὴ» σχέση ἐκτὸς αὐτοῦ», καθὼς ἐπίσης καὶ μὲ τὸ Ἀνακοινωθὲν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας στὶς 13 Ὀκτωβρίου 2013, στὸ ὁποῖο πρόσφατα παρέπεμψε, καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο «… σύγχρονα σχήματα ὀργάνωσης τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων – ἐναλλακτικὲς μορφὲς οἰκογενείας – γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ θεολογία της περὶ γάμου καὶ οἰκογενείας συνιστοῦν “ἐκτροπὲς” τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ, ὅπως αὐτὸς διαμορφώθηκε καὶ λειτούργησε ἐπὶ αἰῶνες στὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. …Φαινόμενα “ἐκτροπὲς” ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρα γιὰ τὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα εἶναι ὁ πολιτικὸς γάμος, ἡ μονογονεϊκὴ οἰκογένεια, ἡ ἐλεύθερη συμβίωση καὶ ὁ λεγόμενος γάμος τὼν ὁμοφυλοφίλων».

Ὅσο καὶ ἐὰν στὰ μάτια τῶν ἀμυήτων σὲ ζητήματα Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἤθους ἡ θέση αὐτὴ φαίνεται ἀναχρονιστικὴ καὶ σκληρή, εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ποὺ ἐκφράζει ἀπὸ λιτότητα καὶ σαφήνεια τὴν ἀναλλοίωτη, αὐτὴς τὸν Χριστό. Μτθ. 5, 19· Πρξ. 15, 20· Α’ Κορ. 5, 1 κ. ἑ.· 6, 18· Α’ Θεσ. 4, 3) καὶ ἔγινε αποδεκτὴ ἀπὸ τοὺς ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων (βλ. σχετικὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου κ. ἄ.). Αὐτὴ ἡ Ἀλήθεια εἶναι ἐκείνη ποὺ μόνη διασώζει τὴν ἀξία τῆς ὑπευθυνότητας καὶ τῆς αὐθεντικότητας στὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα.