(Ἀπόσπασμα)
Ὀδησσὸς 2002. Σὲ θάλαμο μεγάλου κρατικοῦ Νοσοκομείου τῆς Οὐκρανικῆς πόλης ἀκούγονται τὰ βογκητὰ ἑνὸς ἡλικιωμένου ἄρρωστου. Ὁ καρκίνος διάσπαρτος. Οἱ πόνοι φρικτοί. Τὰ παυσίπονα δὲν ἐπαρκοῦν, μέρες καὶ νύχτες ἄγρυπνος. Ὁ ἀσθενὴς περιμένει τὸ θάνατο σὰν λύτρωση. Πολλὲς φορὲς φτάνει στὸ χεῖλος τοῦ θανάτου, ἀλλὰ αὐτὸς σὰν νὰ ἀδιαφορεῖ. Μῆνες τώρα παλεύει μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου. Οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι θὰ ἔλεγαν: «Δὲν τοῦ βγαίνει ἡ ψυχῆ». Κάποια μέρα ὁ ταλαίπωρος αὐτὸς ἄνθρωπος σὰν νὰ ἀνένηψε. Ζήτησε ἀπεγνωσμένα ἕναν ἱερέα. Οἱ δικοί του ἔτρεξαν σὲ κάποια ἐκκλησία καὶ παρακάλεσαν τὸν ἐφημέριο νὰ ἔρθει στὸ νοσοκομεῖο. Ὁ Ἱερέας χωρὶς χρονοτριβῆ ἐπισκέφθηκε τὸν ἀσθενῆ. Σοκαρίστηκε ἀπό τὴ θλιβερὴ ὄψη καὶ κατάστασή του, περισσότερο ὅμως ἀπὸ ὅσα ἄκουσε. Ὁ ἠλικιωμένος ἄρρωστος, χωρὶς προλόγους καὶ εἰσαγωγές, σὰν νὰ πιεζόταν ἀπὸ κάτι, ἄρχισε νὰ ξεδιπλώνει τὰ κρίματά του στὸν ἄγνωστο ἱερέα.
«Ἄκουσε παπά μου. Ἔγω ἂπ’ τὰ νιάτα μου ἤμουν ἄθεος, μαχητικὸς ἄθεος. Ἤμουν μέλος τοῦ κόμματος, ἀνέβηκα στὴν ἱεραρχία καὶ κάποτε ἔγινα διοικητὴς σὲ στρατόπεδο «ἀναμορφωτικῆς ἐργασίας» στὴ Σιβηρία. Μισοῦσα τοὺς χριστιανοὺς καὶ περισσότερο τοὺς παπάδες. Στὸ στρατόπεδο εἶχα πολλοὺς κρατούμενους, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, μοναχοὺς καὶ μοναχές. Ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα γιὰ νὰ τοὺς δυσκολέψω τὴ ζωή. Τοὺς ἔστελνα στὶς πιὸ βαριὲς ἐργασίες, τοὺς τιμωροῦσα, τοὺς βασάνιζα. Κάποτε ἔκανα καὶ τοῦτο: Διέταξα τοὺς κληρικοὺς νὰ βιάσουν τὶς μοναχές! Ὅλοι τους ἀρνήθηκαν, ἀντιστάθηκαν καὶ περισσότερο ἕνας ἀρχιερέας, ὁ ὅποιος μοῦ εἶχε μπεῖ στὸ μάτι. Αὐτὸς ἐπηρέαζε καὶ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς παρότρυνε νὰ μὴ μὲ ἀκούσουν. Θύμωσα πολύ! Τὸ βράδυ τὸν πῆγα σ’ ἕνα παγωμένο δωμάτιο. Τὸν ἔγδυσα καὶ γυμνὸ τὸν ἔριξα σ’ ἕνα τραπέζι. Τὸν ἔδεσα καὶ τὸν ἄφησα ὅλη τὴ νύχτα. Ὄχι, δὲν πέθανε ἀπὸ τὸ κρύο. Τὸ δωμάτιο ἦταν γεμάτο ἀρουραίους, οἱ ὅποιοι τὸν κατασπάραξαν ζωντανό. Τὸ πρωὶ βρήκαμε μόνο τὰ κόκκαλά του μέσα στὰ αἵματα. Νά, τέτοια ἔχω κάνει καὶ γι’ αυτό δὲν μοῦ βγαίνει ἡ ψυχῆ… Θέλω νὰ μὲ συγχωρήσεις…Ὅταν τὴν ἄλλη μέρα ὁ ἱερέας πῆγε πάλι νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ, τὸ κρεβάτι του ἦταν ἄδειο. Ὁ ἄρρωστος ἀπεβίωσε τὸ ἴδιο βράδυ.
Διαβάζοντας αὐτὸ τὸ περιστατικό, ὁ νοῦς μας τρέχει στοὺς πρωτοχριστιανικοὺς χρόνους, τότε ποὺ οἱ διῶκτες ἔδειξαν ὅλα τὰ ἀπάνθρωπα σαδιστικά τους ἔνστικτα, τότε ποὺ ἐφευρέθηκαν καὶ χρησιμοποιήθηκαν τὰ πιὸ ἀπίστευτα βασανιστήρια γιὰ νὰ καμφθοῦν οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ κείνους τοὺς πρώτους διῶκτες ἐμπνεύστηκαν καὶ οἱ σύγχρονοι διῶκτες. Καὶ ὄχι μόνο θέλησαν νὰ τοὺς μιμηθοῦν ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ξεπεράσουν. Ἔγραφαν μὲ κομπασμὸ στὸ περιοδικὸ «Ἀντιθρησκευτικός» τὸ 1938: «Σέ μᾶς ἀπομένει νὰ διορθώσουμε τὰ σφάλματα τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ τῶν ἄλλων διωκτῶν τοῦ χριστιανισμοῦ».
Ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ σύγχρονος διώκτης, δὲν μᾶς ἔγινε γνωστό. Ἐλπίζουμε ὁ Θεὸς νὰ δεχθεῖ τὴ μετάνοιά του καὶ νὰ δείξει τὸ ἔλεός Του. Ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ ἱερομάρτυρας ἀρχιερέας, ποὺ ὑπέστη αὐτὸ τὸν ἀργὸ καὶ τόσο βασανιστικὸ θάνατο; Ἄγνωστος σέ μᾶς, γνωστὸς ὅμως στὸν Θεό. Ὅπως καὶ ἀμέτρητοι ἄλλοι κληρικοὶ καὶ πιστοὶ χριστιανοί, ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θυσίασαν τὴ ζωή τους καὶ βρίσκονται κοντὰ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ.