Τὸ ποίημα ἀναφέρεται σὲ ἕνα παλαιὸ πρόβλημα τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, τὸν ξενιτεμό, ἰδιαίτερα συνηθισμένο σὲ μερικὲς περιοχὲς (π.χ. στὴν Ἤπειρο), λόγω ἱστορικῶν, οἰκονομικῶν κ.ἄ. συνθηκῶν. O Ἰωάννης Βηλαρᾶς ἔζησε στὰ Γιάννενα τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ καὶ ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς λαϊκοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴ δημοτικὴ ποίηση, ὅπου τὸ θέμα τῆς ξενιτιᾶς εἶναι κυρίαρχο.
Πουλάκι ξένο,
ξενιτεμένο,
πουλὶ χαμένο,
ποῦ νὰ σταθῶ;
Ποῦ νὰ καθίσω
νὰ ξενυχτήσω,
νὰ μὴ χαθῶ;
Βραδιὰζ’ ἡ μέρα,
σκοτάδι παίρει,
καὶ δίχως ταίρι
ποῦ νὰ σταθῶ;
Ποῦ νὰ φωλιάσω,
σὲ ξένο δάσο
νὰ μὴ χαθῶ;
Ἡ μέρα φεύγει.
Ἡ νύχτα βιάζει
νὰ ἡσυχάζει
κάθε πουλί.
Ἐγὼ στενάζω,
τὸ ταίρι κράζω,
ξένο πουλί.
Κοιτάζω τ’ ἄλλα
πουλιὰ ζευγάρι
αὐτήν τη χάρη
δὲν ἔχω πλια.
Νύχτα μὲ δέρει
μὲ δίχως ταίρι,
χωρὶς φωλιά.
Γυρίζω νά ’βρῶ
ποῦ νὰ καθίσω
νὰ ξενυχτήσω
κἂν μοναχό.
Κάθε κλαράκι
βαστάει πουλάκι
ζευγαρωτό.
Δὲν μὲ γρωνίζουν,
κι ἐδῶ μὲ διώχνουν
κι ἐκεῖ μ’ ἀμπώχνουν.
Ποῦ νὰ σταθῶ;
Ἄχ, πῶς νὰ γένω,
ποῦ νὰ πηγαίνω,
νὰ μὴ χαθῶ;
131
Λυγᾶν οἱ κλάδοι,
τὰ φύλλα σειοῦνται,
γλυκοτσιμπιοῦνται
τ’ ἄλλα πουλιά.
Κι ἐγὼ τὸ ξένο
τὸ πικραμένο,
χωρὶς φωλιά.
Ἀπό ’νὰ σ’ ἄλλο
πετάω δενδράκι,
νὰ βρῶ κλαράκι
γιὰ νὰ σταθῶ,
γιὰ ν’ ἀκουμπήσω,
νὰ ξενυχτήσω,
νὰ μὴ χαθῶ.
Ἀπορριμμένο
σὲ ἄγρι’ ἀγκάθια
πικρά μου πάθια
καὶ ξενιτιές,
θρηνῶντας μένω,
κι ἐκεῖ διαβαίνω
κακὲς νυχτιές.