Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Οἱ λέξεις ποὺ διάλεξαν τὰ παιδιὰ ἦταν: τὸ παιχνίδι, οἰκογένεια, τὸ σχολεῖο, ὁ ἥλιος, ἡ θάλασσα, ἡ Ἑλλάδα, ἡ Παναγία, ὁ Χριστός, ὁ φίλος καὶ ἡ φίλη, ἡ μαμά, ὁ μπαμπάς, οἱ παπποῦδες, τὸ διάλειμμα (τὸ πιὸ ἀγαπητό… μάθημα γιὰ διδάσκοντες καὶ διδασκομένους), γενικὰ ὡραῖες λέξεις, δροσερὲς καὶ εὐγενικές. Ἐντύπωση μοῦ προκάλεσε ἡ ἐπανάληψη τῆς λέξεως παιχνίδι, συνώνυμη ἐξάλλου τοῦ παιδιοῦ. Προφανῶς αὐτὸ τοὺς λείπει. Καὶ λείπει, γιατί τὸ παιχνίδι θέλει χῶρο, ἀνοιχτωσιά, μὲ θέα τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἀστέρια, παρέα μὲ τοὺς γονεῖς τους, τὸ καλύτερο δῶρο γιὰ τὰ παιδιά.

  • !

    Καὶ ὁ φιλόσοφος τοὺς ἀποκρίθηκε: “Τοὺς παίδας ἐν ᾧ ἂν ἀποθάνω μηνὶ κατ’ ἔτος παίζειν συγχωρεῖν” (= Ν’ ἀφήνετε τὰ παιδιὰ νὰ παίζουν κάθε χρόνο τὸ μήνα ποὺ θὰ πεθάνω). Οἱ Λαμψακινοὶ τήρησαν τὴν ὑπόσχεσή τους ἐπὶ αἰῶνες. Ὅπως διαβάζουμε σὲ κείμενο τοῦ 3ου μ.Χ., δηλαδὴ σὲ κείμενο ποὺ γράφτηκε 600 καὶ πλέον χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἀναξαγόρα, “ἐφυλάττετο τὸ ἔθος καὶ νύν”. Διότι εἶχαν κατανοήσει πώς, ὅταν τὸ παιδὶ δὲν παίξει, δὲν “παιδιαρίσει”, θὰ ἀρχίσει νὰ παιδιαρίζει, ὅταν θὰ πρέπει ν’ ἀρχίσει τὸ ὡρίμασμά του. Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο…

  • !

    Εἶναι μακρὺς ὁ δρόμος τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν μας, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις, παιδαγωγοὶ καὶ παιδαγωγούμενοι ταυτόχρονα οἱ γονεῖς. Καὶ ἂς στολίζουμε τὰ παιδιὰ μὲ λέξεις ἀπὸ τὰ ἀρώματα τῆς πάντερπνης καὶ τρισεύγενης γλώσσας μας.

  • !

    Οἱ γέροι πελαργοί, ὅταν γεράσουν, λένε πὼς τὰ νέα πουλιὰ τοὺς παίρνουν στὰ φτερά τους καὶ τοὺς βοηθοῦν στὸ πέταγμα. Ὁ Μέγας Βασίλειος ὀνομάζει αὐτὴν τὴν ἐξαίσια εἰκόνα μὲ μία ὡραιότατη φράση: «εἰς ἀντιπελάργωσιν». Οἱ γονεῖς κάνοντας τὸ χρέος τους, ἔρχεται ἡ στιγμὴ ποὺ τὰ παιδιά τους, ἀνταποδίδοντας τὴν εὐεργεσία τῆς ἡλιόλουστης ἀνατροφῆς τους, τοὺς παίρνουν στὰ φτερά τους, «εἰς ἀντιπελάργωσιν». Καὶ τί πιὸ ὄμορφο νὰ κλείσουν τὰ φτερὰ καὶ τὰ μάτια τοῦ γονέα στὴν ἀγκαλιὰ τῶν εὐγνωμονούντων παιδιῶν του. «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγωνίσαντο, τὸν δρόμον τετελεύκασι»…

Ποιὸ εἶναι τὸ καλύτερο δῶρο γιὰ τὰ παιδιά;

 

Ποιὰ εἶναι ἡ ὡραιότερη λέξη τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἀναρωτιόταν ὁ Πέτρος Χάρης, πρὶν ἀπὸ περίπου 80 χρόνια καὶ ξεκινοῦσε ἕνα ὄμορφο δημοσιογραφικὸ παιχνίδι, δημοσιεύοντας τὶς ἀπόψεις τῶν σπουδαιότερων λογοτεχνῶν, δημοσιογράφων ἀλλὰ καὶ πολιτικῶν τῆς ἐποχῆς.

Ἔτσι, ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς ἀπάντησε, ὅτι ἡ ὡραιότερη λέξη εἶναι ὁ «δημοτικισμός», ὁ Γρηγόρης Ξενόπουλος ἔβρισκε γοητεία στὴ λέξη «αἰσιοδοξία», ὁ Σπύρος Μελὰς χωρὶς δισταγμὸ ἔβρισκε πιὸ ἑλκυστική τὴ λέξη «ἐλευθερία» καὶ ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου ἐξῆρε τὴν ὀμορφιὰ τῆς λέξης «μοναξιά». Ὁ ζωγράφος καὶ καθηγητὴς τῆς Σχολῆς Καλῶν Τεχνῶν, Οὐμβέρτος Ἀργυρὸς, ἐπέλεγε τὴ λέξη «χάρμα», διότι, ὅπως ὑποστήριζε, δὲν ὑπάρχει σὲ καμία ἄλλη γλώσσα καὶ στὰ πέντε γράμματά της κλείνει ὅ,τι χίλιες ἄλλες λέξεις μαζί. Ὁ Σωτήρης Σκίπης ἀνέσυρε τὴ λέξη «ἀπέθαντος» ἀπὸ τὰ βυζαντινὰ κείμενα, διαχωρίζοντάς την ἀπὸ τὴ λέξη «ἀθάνατος», καὶ ὁ Παντελὴς Χὸρν δήλωσε παντοτινὴ προτίμηση στὴ λέξη «νιάτα». Ὁ ἀλησμόνητος Ἀθηναιογράφος Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους, παρὰ τὰ χρόνια του, προτιμοῦσε τὴ λέξη «ἰμερτή», δηλαδὴ τὴν ἀγαπητή, τὴν ποθητή. Ὁ θεατράνθρωπος Νικόλαος Λάσκαρις τὴν «ζάχαρη», ὁ ἱστορικὸς Διονύσιος Κόκκινός τὴ λέξη «χίμαιρα», ὁ ζωγράφος Παῦλος Μαθιόπουλος τό «φῶς» καὶ ὁ γλύπτης Μιχαὴλ Τόμπρος τὴ λέξη «οὐσία». Ὁ Παῦλος Νιρβάνας, προφανῶς ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν τόπο του (Σκόπελο), ἀγαποῦσε τὴ λέξη «θάλασσα». Οἱ ζωγράφοι ἀποκάλυπταν τὶς εὐαισθησίες τους: Ὁ Δημήτριος Γερανιώτης ἤθελε τὴν «ἁρμονία», ὁ Κωνσταντῖνος Παρθένης την «καλημέρα» καὶ ὁ Δημήτριος Μπισκίνης τὸ «ὄνειρο». Ὡς πρὸς τὶς γυναῖκες ποὺ κυριαρχοῦσαν στὴν πνευματικὴ ζωὴ, ἡ λαογράφος Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη ἤθελε «πίστη», ἐνῶ ἡ 25χρονη ἠθοποιὸς Ἑλένη Παπαδάκη, ἡ ὁποία ἔμελλε νὰ δολοφονηθεῖ ἄδικα στὰ Δεκεμβριανά τοῦ 1944, δήλωνε πὼς «ἡ λέξις ποὺ περικλείει τὰ περισσότερα πράγματα, τὰ πάντα θὰ ἔλεγα, εἶναι ἡ λέξις ζωή»! Ἡ γιατρὸς καὶ συγγραφέας Ἄννα Κατσίγρα ἤθελε «χαρά» καὶ ἡ καθηγήτρια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὠδείου, Αὔρα Θεοδωροπούλου, ἀναζητοῦσε την «καλοσύνη».

Ἐνδιαφέρουσες, ὅμως, ἦταν καὶ οἱ ἀπαντήσεις τῶν πολιτικῶν τοῦ 1933: Ὁ στρατιωτικὸς καὶ Πρόεδρος τῆς Γερουσίας Στυλιανὸς Γονατᾶς προτιμοῦσε τό «ἐμπρός», ὁ Ἀλέξανδρος Παπαναστασίου τὴ λέξη «μάνα» καὶ ὁ πρόεδρος τῆς Βουλῆς Θεμιστοκλῆς Σοφούλης τὴ λέξη «φιλότιμο», διότι ἐκφράζει ἕναν ὁλόκληρο ἠθικὸ κόσμο καὶ δὲν ὑπάρχει σὲ ἄλλη γλῶσσα τοῦ κόσμου. Ὁ ἀρχηγὸς τοῦ Ἀγροτικοῦ Κόμματος Ἑλλάδος Ἰωάννης Σοφιανόπουλος πρότασσε τὴν «ἀνατολή» καὶ ὁ ἱδρυτὴς τοῦ ἴδιου κόμματος Ἀλέξανδρος Μυλωνὰς τὴ λέξη «πόνος».

Έθεσα τὸ ἐρώτημα στὰ παιδιά, τὸ πιὸ ἀπαιτητικό, ἔντιμο καὶ ἀξιοπρεπὲς κοινό. Πρὶν προχωρήσω στὴν παράθεση τῶν ἀπαντήσεων νὰ προλάβω μία ἔνσταση. Τὸ λεξιλόγιο τῶν μαθητῶν εἶναι πιὸ φτωχὸ καὶ περιορισμένο, οἱ γνώσεις ἀκόμη λιγοστές, ἀλλὰ «φθόνου καθαρὸν τὸ παιδίον καὶ κενοδοξίας… καὶ τὴν μεγίστην κέκτηται ἀρετήν, τὴν ἀφέλειαν καὶ ἄπλαστον(=ἀπροσποίητο) καὶ ταπεινόν», κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο. (ΕΠΕ, 11, 328). Ὑστεροβουλία, μνησικακία καὶ δοξομανία δὲν συναντᾶς στὰ μικρὰ παιδιά. Οἱ λέξεις ποὺ διάλεξαν τὰ παιδιὰ ἦταν: τὸ παιχνίδι, οἰκογένεια, τὸ σχολεῖο, ὁ ἥλιος, ἡ θάλασσα, ἡ Ἑλλάδα, ἡ Παναγία, ὁ Χριστός, ὁ φίλος καὶ ἡ φίλη, ἡ μαμά, ὁ μπαμπάς, οἱ παπποῦδες, τὸ διάλειμμα (τὸ πιὸ ἀγαπητό… μάθημα γιὰ διδάσκοντες καὶ διδασκομένους), γενικὰ ὡραῖες λέξεις, δροσερὲς καὶ εὐγενικές. Ἐντύπωση μοῦ προκάλεσε ἡ ἐπανάληψη τῆς λέξεως παιχνίδι, συνώνυμη ἐξάλλου τοῦ παιδιοῦ. Προφανῶς αὐτὸ τοὺς λείπει. Καὶ λείπει, γιατί τὸ παιχνίδι θέλει χῶρο, ἀνοιχτωσιά, μὲ θέα τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἀστέρια, παρέα μὲ τοὺς γονεῖς τους, τὸ καλύτερο δῶρο γιὰ τὰ παιδιά.

Παραπέμπω ὅμως σ’ ἕνα θαυμάσιο κείμενο τοῦ ἀείμνηστου δασκάλου μας, Σαράντου Καργάκου, σὲ ἄρθρο του, στὶς 24-1-2014, στὴν ἔγκριτη καὶ σοβαρὴ ἐφημερίδα «ΕΣΤΙΑ». «Ὁ φιλόσοφος Ἀναξαγόρας, ὁ δάσκαλος τοῦ Περικλῆ, ὁ καλούμενος ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του “Νους”, διότι ἔθετε τὸν νοῦν ἄξονα τῶν πάντων, διωγμένος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, κατέφυγε στὴ Λάμψακο, ἀποικία τῶν Φωκαέων στὸν Ἑλλήσποντο. Οἱ “ἐν τέλει” τῆς πόλεως, δηλαδὴ οἱ ἄρχοντες τῆς Λαμψάκου, τὸ θεώρησαν μεγάλη τιμὴ ποὺ ἕνας τέτοιος σοφὸς πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ περάσει τὰ στερνά του βίου του στὴ δική τους γῆ. Κι ἔκαναν τὸ πᾶν γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν. Τὸν ρώτησαν κάποτε, ποιὰ θὰ ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη -ἴσως ἡ τελευταία του- ἐπιθυμία, ποὺ θὰ ἤθελε νὰ ἱκανοποιήσουν. Καὶ ὁ φιλόσοφος τοὺς ἀποκρίθηκε: “Τοὺς παίδας ἐν ᾧ ἂν ἀποθάνω μηνὶ κατ’ ἔτος παίζειν συγχωρεῖν” (= Ν’ ἀφήνετε τὰ παιδιὰ νὰ παίζουν κάθε χρόνο τὸ μήνα ποὺ θὰ πεθάνω). Οἱ Λαμψακινοὶ τήρησαν τὴν ὑπόσχεσή τους ἐπὶ αἰῶνες. Ὅπως διαβάζουμε σὲ κείμενο τοῦ 3ου μ.Χ., δηλαδὴ σὲ κείμενο ποὺ γράφτηκε 600 καὶ πλέον χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἀναξαγόρα, “ἐφυλάττετο τὸ ἔθος καὶ νύν”. Διότι εἶχαν κατανοήσει πώς, ὅταν τὸ παιδὶ δὲν παίξει, δὲν “παιδιαρίσει”, θὰ ἀρχίσει νὰ παιδιαρίζει, ὅταν θὰ πρέπει ν’ ἀρχίσει τὸ ὡρίμασμά του. Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο…

Εἶναι μακρὺς ὁ δρόμος τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν μας, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις, παιδαγωγοὶ καὶ παιδαγωγούμενοι ταυτόχρονα οἱ γονεῖς. Καὶ ἂς στολίζουμε τὰ παιδιὰ μὲ λέξεις ἀπὸ τὰ ἀρώματα τῆς πάντερπνης καὶ τρισεύγενης γλώσσας μας.

Οἱ γέροι πελαργοί, ὅταν γεράσουν, λένε πὼς τὰ νέα πουλιὰ τοὺς παίρνουν στὰ φτερά τους καὶ τοὺς βοηθοῦν στὸ πέταγμα. Ὁ Μέγας Βασίλειος ὀνομάζει αὐτὴν τὴν ἐξαίσια εἰκόνα μὲ μία ὡραιότατη φράση: «εἰς ἀντιπελάργωσιν». Οἱ γονεῖς κάνοντας τὸ χρέος τους, ἔρχεται ἡ στιγμὴ ποὺ τὰ παιδιά τους, ἀνταποδίδοντας τὴν εὐεργεσία τῆς ἡλιόλουστης ἀνατροφῆς τους, τοὺς παίρνουν στὰ φτερά τους, «εἰς ἀντιπελάργωσιν». Καὶ τί πιὸ ὄμορφο νὰ κλείσουν τὰ φτερὰ καὶ τὰ μάτια τοῦ γονέα στὴν ἀγκαλιὰ τῶν εὐγνωμονούντων παιδιῶν του. «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγωνίσαντο, τὸν δρόμον τετελεύκασι»…