Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ ἰχνογραφία αὔτη παριστάνει τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου ὅστις μὲ τὸν ἕνα ὀφθαλμὸν βλέπει σοβαρὰ τριγύρω του καὶ μὲ τὸν ἄλλον νυστάζει, καὶ διὰ τοῦτο οὔτε ἐξομολογεῖται πλέον μὲ κατάνυξιν καὶ εἰλικρινῆ μετάνοιαν οὔτε συχνάζει εἰς τὴν θείαν Μετάληψιν μὲ διακαῆ πόθον.

  • !

    Ἀφ οὗ ὁ ἄνθρωπος πέση εἰς πολυϋπνίαν καὶ ἀρχίση νὰ παύη ἡ ροπὴ του εἰς τὰ καλά, καὶ νὰ περιφρονῆ τὴν προσευχὴν καὶ ἀγρυπνίαν, καὶ βλέπων τοῦ κόσμου τὰς ματαιότητας, νὰ παραδίδεται εἰς τὰς τρυφᾶς αὐτοῦ καὶ εἰς τὰς σαρκικᾶς ἠδονᾶς.

  • !

    Ὅταν λέγω αὐτὸς ἡμέραν πὰρ’ ἡμέραν παύη ἀπὸ τοῦ νὰ συλλογίζηται τὰ πάθη τοῦ Σωτῆρος του, καὶ ἐκ τούτου προέρχεται τὸ νὰ προσηλώνη τοὺς νεκροὺς ὀφθαλμοὺς του σπανιώτερον εἰς τὸν Σταυρωθέντα Χριστὸν τὸν ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν τῆς πίστεώς του, ὅστις ὀλίγον ὁ ζῆλος καὶ ἡ πρὸς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀγάπη ψυχραίνεται, ἡ χάρις ἀπομακρύνεται, ἡ πίστις κλονεῖται καὶ ἀφανίζεται, ἡ ψυχὴ σκοτίζεται, ἀμαυρώνεται, ψυχραίνεται καὶ ξηραίνεται, αὐτὸς γίνεται ὀκνηρὸς καὶ δειλὸς καὶ καταντᾶ εἰς ἀθλιεστάτην κατάστασιν.

  • !

    Ἐνῶ λοιπὸν εὑρίσκεται αὐτὸς εἰς τοιαύτην κατάστασιν, ἔρχεται ὁ Σατανᾶς καὶ ἐμβάζει εἰς τὴν καρδίαν τοῦ τὰ πρότερα ζῶα, καὶ εἰς τοῦτο ἐπιτυγχάνει, διότι δὲν εὑρίσκει καμμίαν ἀντίστασιν, καθότι ἀφ’ οὗ ὁ ἄνθρωπος γίνη ἀδιάφορος καὶ ἀμελὴς εἰς τὴν προσευχήν, τότε δὲν δύναται πλέον νὰ ἀποφύγη τὰ περιστατικά, τὰ ὁποῖα ἠμποροῦν νὰ τὸν ρίψουν εἰς ἁμαρτίαν· ἐπειδὴ καταντᾶ νωθρὸς εἰς τὴν μετάνοιαν καὶ ἐξομολόγησιν, καὶ ψυχρὸς εἰς τὴν θείαν Μετάληψιν, ἥτις ζωογονεῖ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ· ὅθεν αὐτὸς ὁ ἴδιος κρημνίζει τὸν ἑαυτὸν τοῦ εἰς κίνδυνον.

  • !

    Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς Χριστιανικῆς πολιτείας· ὅπου ἀσθενεῖ ἡ προσευχή, ἢ καθόλου παραμελεῖται, ἐκεῖ καὶ ὑστέρησις παντὸς ἀγαθοῦ, ἡ ἀμέριμνος καὶ ἀδιάφορος καρδία εἶναι ἀνοικτὴ εἰς ὅλους τους ἐχθρούς, δήλ. εἰς τὰς ἁμαρτίας καὶ εἰς τὸν Σατανᾶν. Λοιπὸν μὴν ἀφήσης ποτέ, ὢ Χριστιανέ, τὴν πνευματικὴν ἐγρήγορσιν, οὔτε τὴν προσευχήν, οὔτε τὴν ἐσωτερικὴν εὐλάβειαν, καὶ μὴ παύης ἀπὸ τοῦ νὰ προσηλώνης τὴν ψυχήν σου εἰς τὸν σταυρωθέντα Ἰησοῦν Χριστόν, διὰ νὰ μὴ εἰσχωρήση κανὲν ἀκάθαρτον πνεῦμα εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸν φθείρη.

  • !

    Ἠμεῖς χρεωστοῦμεν πάντοτε νὰ εἴμεθα ἐνδεδυμένοι μὲ τὰ ὄπλα, τὰ ὁποία περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· διότι ἔχομεν νὰ πολεμήσωμεν ὄχι μὲ αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ μὲ τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας, μὲ τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, καὶ μὲ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις, τὰ ὁποία μᾶς καταδιώκουσι μὲ τὰ πεπυρωμένα βέλη καὶ αὐτὰ δυνάμεθα ἠμεῖς νὰ σβέσωμεν μόνον μὲ τὸ θυρεὸν τῆς πίστεως.

Πνευματικός καθρέπτης

 

Ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου ἢ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἢ κατοικητήριον τοῦ Σατανᾶ ὡς ἐξεικονίζεται ἐν τῷ παρόντι Σχεδίῳ εἰς δέκα Ἰχνογραφίας, πρὸς εὐκολωτέραν κατάληψιν παντὸς ἀνθρώπου, καὶ πρὸς ἐρεθισμὸν καὶ πρόοδον αὐτοῦ εἰς τὴν χριστιανικὴν ζωήν.

Ἐκ τοῦ Ρωσσικοῦ εἰς τὴν καθομιλουμένην ἤδη πρῶτον μεταφρασθεῖς, ὑπὸ Πέτρου αὐταδέλφου τοῦ Ἁγίου Θαβωρίου

ΙΧΝΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤ

Περὶ τῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅστις ἄφησε νὰ ψυχρανθῆ ὁ ζῆλός του, καὶ ἤρχισε πάλιν νὰ ἀγαπᾶ τὸν κόσμον.

Ἡ ἰχνογραφία αὔτη παριστάνει τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου ὅστις μὲ τὸν ἕνα ὀφθαλμὸν βλέπει σοβαρὰ τριγύρω του καὶ μὲ τὸν ἄλλον νυστάζει, καὶ διὰ τοῦτο οὔτε ἐξομολογεῖται πλέον μὲ κατάνυξιν καὶ εἰλικρινῆ μετάνοιαν οὔτε συχνάζει εἰς τὴν θείαν Μετάληψιν μὲ διακαῆ πόθον· διὸ εἰς τὴν καρδίαν του ἔμειναν ὀλίγα σημεῖα τῶν παθημάτων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· οἱ σπινθῆρες τῆς χάριτος σβύνουσι τὸ ἄστρον, ἤτοι ἡ πίστις ἀμαυρωθεῖσα ἔχασε τὸ φῶς καὶ τὴν λάμψιν της. Ἀφ  οὗ ὁ ἄνθρωπος πέση εἰς πολυϋπνίαν καὶ ἀρχίση νὰ παύη ἡ ροπὴ του εἰς τὰ καλά, καὶ νὰ περιφρονῆ τὴν προσευχὴν καὶ ἀγρυπνίαν, καὶ βλέπων τοῦ κόσμου τὰς ματαιότητας, νὰ παραδίδεται εἰς τὰς τρυφᾶς αὐτοῦ καὶ εἰς τὰς σαρκικᾶς ἠδονᾶς. Ὅταν λέγω αὐτὸς ἡμέραν πὰρ’  ἡμέραν παύη ἀπὸ τοῦ νὰ συλλογίζηται τὰ πάθη τοῦ Σωτῆρος του, καὶ ἐκ τούτου προέρχεται τὸ νὰ προσηλώνη τοὺς νεκροὺς ὀφθαλμοὺς του σπανιώτερον εἰς τὸν Σταυρωθέντα Χριστὸν τὸν ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν τῆς πίστεώς του, ὅστις ὀλίγον ὁ ζῆλος καὶ ἡ πρὸς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀγάπη ψυχραίνεται, ἡ χάρις ἀπομακρύνεται, ἡ πίστις κλονεῖται καὶ ἀφανίζεται, ἡ ψυχὴ σκοτίζεται, ἀμαυρώνεται, ψυχραίνεται καὶ ξηραίνεται, αὐτὸς γίνεται ὀκνηρὸς καὶ δειλὸς καὶ καταντᾶ εἰς ἀθλιεστάτην κατάστασιν. Ὁ κόσμος παριστάνεται ἐδῶ ὡς εἶδος ἀνθρώπου, ὅστις βαστᾶ εἰς τὰς χεῖράς του τὴν λόγχην, καὶ ἄρχεται πάλιν νὰ καταπλήττη τὴν καρδίαν του· αὐτὸς ἐπειδὴ δὲν ἔχει πλέον στερεὰν πίστιν, εὑρίσκεται εἰς ἀμεριμνησίαν καὶ στερεῖται τοῦ θείου φωτὸς καὶ τῆς ἀγάπης· διὰ τοῦτο φοβεῖται τὰς ἀπειλᾶς τοῦ κόσμου, μὲ τοῦ ὁποίου τὰς κολακείας ἀπατᾶται, καὶ πλανᾶται καὶ ἔρχεται πάλιν νὰ ἀγαπᾶ τὸν κόσμον.

Ἐνῶ λοιπὸν εὑρίσκεται αὐτὸς εἰς τοιαύτην κατάστασιν, ἔρχεται ὁ Σατανᾶς καὶ ἐμβάζει εἰς τὴν καρδίαν τοῦ τὰ πρότερα ζῶα, καὶ εἰς τοῦτο ἐπιτυγχάνει, διότι δὲν εὑρίσκει καμμίαν ἀντίστασιν, καθότι ἀφ’ οὗ ὁ ἄνθρωπος γίνη ἀδιάφορος καὶ ἀμελὴς εἰς τὴν προσευχήν, τότε δὲν δύναται πλέον νὰ ἀποφύγη τὰ περιστατικά, τὰ ὁποῖα ἠμποροῦν νὰ τὸν ρίψουν εἰς ἁμαρτίαν· ἐπειδὴ καταντᾶ νωθρὸς εἰς τὴν μετάνοιαν καὶ ἐξομολόγησιν, καὶ ψυχρὸς εἰς τὴν θείαν Μετάληψιν, ἥτις ζωογονεῖ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ· ὅθεν αὐτὸς ὁ ἴδιος κρημνίζει τὸν ἑαυτὸν τοῦ εἰς κίνδυνον. Ὁ Ἄγγελος, ἤτοι ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ, μολονότι ἀγωνίζεται νὰ διώξη τὸν Σατανᾶν, ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς ἁμαρτίας πλέον ἀνοίγει τὰς πύλας καὶ τὴν θύραν τῆς καρδίας του, καὶ οὔτε ἀγρυπνεῖ, οὔτε προσεύχεται, καὶ δὲν πράττει σύμφωνα μὲ τὴν χάριν, διὰ τοῦτο ἡ ἁμαρτία καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς εἰσπηδῶσιν εἰς τὴν καρδίαν του. Ἐνταύθα ἁρμόζει τὸ ρητόν του Εὐαγγελίου ὅπερ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς Χριστός· «ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἴνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμὸν» (Μάρκ. ἴδ? 38). Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς Χριστιανικῆς πολιτείας· ὅπου ἀσθενεῖ ἡ προσευχή, ἢ καθόλου παραμελεῖται, ἐκεῖ καὶ ὑστέρησις παντὸς ἀγαθοῦ, ἡ ἀμέριμνος καὶ ἀδιάφορος καρδία εἶναι ἀνοικτὴ εἰς ὅλους τους ἐχθρούς, δήλ. εἰς τὰς ἁμαρτίας καὶ εἰς τὸν Σατανᾶν. Λοιπὸν μὴν ἀφήσης ποτέ, ὢ Χριστιανέ, τὴν πνευματικὴν ἐγρήγορσιν, οὔτε τὴν προσευχήν, οὔτε τὴν ἐσωτερικὴν εὐλάβειαν, καὶ μὴ παύης ἀπὸ τοῦ νὰ προσηλώνης τὴν ψυχήν σου εἰς τὸν σταυρωθέντα Ἰησοῦν Χριστόν, διὰ νὰ μὴ εἰσχωρήση κανὲν ἀκάθαρτον πνεῦμα εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸν φθείρη «νήψατε, γρηγορήσατε, ὅτι ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος, ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ, ζητῶν τίνα καταπίη» (Ἅ? Πέτρ. ἐ? 8) ὁ δοκῶν ἐστάναι βλεπέτω μὴ πέση. Ἠμεῖς χρεωστοῦμεν πάντοτε νὰ εἴμεθα ἐνδεδυμένοι μὲ τὰ ὄπλα, τὰ ὁποία περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· διότι ἔχομεν νὰ πολεμήσωμεν ὄχι μὲ αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ μὲ τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας, μὲ τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, καὶ μὲ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις, τὰ ὁποία μᾶς καταδιώκουσι μὲ τὰ πεπυρωμένα βέλη καὶ αὐτὰ δυνάμεθα ἠμεῖς νὰ σβέσωμεν μόνον μὲ τὸ θυρεὸν τῆς πίστεως. Διὰ τοῦτο ἡ πίστις πρέπει νὰ μένη πάντοτε στερεὰ καὶ βεβαῖα, καὶ ἡ ἀγάπη νὰ εἶναι ἔνθερμος. Τοῦτο δὲ τότε μόνον γίνεται, ὅταν προσηλώνωμεν τὸν νοῦν μας καὶ τὴν καρδίαν μας εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ εἰς τὰ πάθη του· ὅταν ἠμεῖς ἀποστρέφοντες τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὴν καρδίαν ἀπὸ τὸν κόσμον, καὶ ἀπὸ ὄλας τὰς ἀπάτας τῆς ἁμαρτίας, εὐρισκώμεθα πλησίον εἰς τὸν Θεόν, συναναστρεφώμεθα μὲ Αὐτὸν καὶ παραδιδόντες εἰς Αὐτὸν ὅλον τὸν ἑαυτόν μας, προσέχωμεν εἰς τὰς ὁδηγίας τῆς χάριτος καὶ τὰς ἐμπνεύσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἡ πίστις δὲ τότε στερεῖται ὅλον τὸ φῶς της, ὅλην τὴν δύναμιν καὶ ζωὴν τῆς εἰς τὸ ὁποῖον αὐτὴ ἐπιστηρίζεται, ἤτοι ὁ ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς Χριστός, μακρυνθῆ ἀπὸ τὴν καρδίαν ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου.

ΕΥΧΗ

Σὺ Κύριε, ὁ ἐρευνῶν τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, γινώσκεις ἐμὲ τὸν δουλόν σου. Σὺ οἶδας τὴν ἀσθένειαν καὶ τὴν ἀκαταστασίαν τῆς καρδίας μου, τῆς ὁποίας ἡ ἀγάπη εὐκόλως ψυχραίνεται καὶ ἡ πίστις ἀσθενεῖ, οἶδας πόσον ἐπιρρεπὴς εἰμί εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ εἰς τὸν κόσμον καὶ πόσον δειλὸς εἰμι, ὥστε δὲν στέργω εἰς κανένα πόνον τῆς ψυχῆς μου καὶ κόπον, οὔτε θέλω νὰ ἀρνηθῶ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, καὶ νὰ προσέχω εἰς τὴν ψυχήν μου δυνάμωσον μέ, ζώωσον μέ, καὶ φύλαξον μέ, στερεὸν καὶ σταθερόν. Ἄνευ τῆς βοηθείας Σου δὲν δύναμαι νὰ πράξω τίποτε· μὴ μὲ ἀφήσης, καὶ μὴ σηκώσης ἀπὸ ἐμὲ τὴν ἰσχύν Σου ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ μένω ἐν Σοί, ἐὰν Σὺ δὲν μὲ φυλάξης, καὶ δὲν μείνης ἐν ἐμοί· μὴ παραχωρήσης ὥστε νὰ σβύση τὸ φῶς τῆς καρδίας μου, νὰ ψυχρανθῆ ἡ ἀγάπη, νὰ σαλευθῆ ἡ ἐλπίς, καὶ νὰ ἐκλείψη ἡ πίστις μου. Ἀνακαίνιζε πάντοτε τὴν δύναμιν καὶ τὸν ζῆλόν μου εἰς τὴν προσευχήν· ἀξίωσον μὲ νὰ ὑψώνω πάντοτε τὰ ὄμματά μου εἰς Ἐσὲ καὶ χάρισαι εἰς τοὺς ὀφθαλμούς μου ζωηρότητα εἰς τὸ νὰ θεωρῶσι μόνον Ἐσὲ καὶ τὰ πάθη Σου· ἀποστρεψον τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ τὴν ματαιότητα ἐν μετανοίᾳ ἀκραιφνεῖ· δὸς μοι προαίρεσιν ἀγαθήν, ἴνα ἐξομολογῶμαι πάντοτε μετὰ συντετριμμένης καρδίας, καὶ μεταλαμβάνω ἀξίως τῶν παναχράντων Σου μυστηρίων, πρεσβείαις τῆς παναμωμήτου Μητρός Σου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων Σου. Ἀμήν.