Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς γιὰ τὴν ἀγάπη
Πρόλογος στὰ 400 Κεφάλαια περὶ ἀγάπης τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ
Ἡ μακροχρόνια σπουδὴ σχετικὰ μὲ τὸ θρησκευτικὸ βίωμα τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ἐπιτόπια ἔρευνα σὲ διάφορες ἠπείρους γιὰ τὴν ἀρτιότερη μελέτη τῆς Ἱστορίας τῶν Θρησκευμάτων, καθὼς καὶ ἡ ἐπικοινωνία μὲ ἀναρίθμητους συνανθρώπους μὲ ἔχουν ὁδηγήσει στὴν ἑξῆς βεβαιότητα: Δὲν ὑπάρχει πιὸ περιεκτικός, ἀκριβής, ἐπαναστατικὸς καὶ διαρκῶς ἐπίκαιρος ὁρισμὸς τῆς Ὑπέρτατης Πραγματικότητος ἀπὸ τὸν στίχο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου στὴν Α΄ Καθολική του ἐπιστολή: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγὰπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ιω. 4:16). Ὅπως, ὅμως, εὔστοχα ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς διευκρινίζει, «Πολλοὶ ἔχουν πεῖ πολλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη· ἀλλὰ μόνο στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἂν τὴν ψάξεις, θὰ τὴ βρεῖς· διότι μόνον αὐτοὶ εἶχαν τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη διδάσκαλο τῆς ἀγάπης» (Κεφάλαια πὲρὶ ἀγάπης, Δ΄, 100).
Ἡ ἀλήθεια περὶ ἀγάπης φωτίζεται μὲ ἀνέσπερο φῶς ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ποὺ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ Θεὸς ἔλαβε μιὰ ἐκπληκτικὴ πρωτοβουλία: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ιω. 3:16). Ὁ σαρκωθεῖς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὑπέδειξε ὁριστικὰ τὰ βασικὰ στάδια γιὰ τὴ βίωση τῆς τελείας ἀγάπης. Πρῶτον, ἐπικύρωσε ἐμφατικὰ τὸν πυρῆνα τοῦ δοθέντος στὸν Μωυσῆ θείου νόμου «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεὸν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. Αὕτη πρώτη ἐντολή. Δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστι» (Μάρκ. 12:30-31). Δεύτερον, πρόσθεσε καὶ ἀποσαφήνισε τὸν δεσμὸ τῆς ἀγάπης μὲ τὶς ἐντολές Του: «Ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν μὲ ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν»(Ιω. 14:21). Τρίτον, τόνισε τὸ «μένειν» ἐν Αὐτῷ: «Καθὼς ἠγάπησέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς·μείνατε ἐν τῇ ἀγὰπῃ τῇ ἐμῇ. ἐὰν τὰς ἐντολὰς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου, καθὼς ἐγὼ τὰς ἐντολὰς τοῦ πατρός μου τετήρηκα καὶ μένω αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγὰπῃ» (Ιω. 15:9-10). Εἶναι ἐμφανὴς ἡ συνάφεια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου μὲ τὸν ἀρχικὰ ἀναφερθέντα ἀποστολικὸ στίχο: «Ὁ μένων ἐν τῇ ἀγὰπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ιω. 4:16). Σὲ αὐτὴν τὴν ἀλήθεια καταλήγουν καὶ τὰ Κεφάλαια περὶ ἀγάπης τοῦ Ἁγίου Μαξίμου: «Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, ποὺ ἀπέκτησε τὴν ἀγάπη, ἀπέκτησε τὸν ἴδιο τόν Θεό, διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη» (Δ΄, 100).
Στὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων ἀναρίθμητα ὑπῆρξαν τὰ φιλολογικὰ καὶ καλλιτεχνικὰ ἔργα, τὰ σχόλια, οἱ μελέτες, οἱ ἱστορίες καὶ γενικά τα κείμενα περὶ ἀγάπης. Ἀπὸ τὰ ὡραιότερα πάντως καὶ βαθύτερα θεολογικὰ συγγράμματα παραμένουν τὰ Κεφάλαια περὶ ἀγάπης τοῦ Ἁγίου Μαξίμου. Γραμμένα κατὰ τὸν 7ο μ.Χ. αἰῶνα, ἔχουν ἔκτοτε πλουτίσει τὴ χριστιανικὴ σκέψη καὶ γονιμοποιήσει τὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Εἶναι ταξινομημένα σὲ τέσσερις μεγάλες ἑνότητες ἀποτελούμενες ἀπὸ 100 συνοπτικὰ «κεφάλαια». Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ συγγραφέας στὸν σχετικὸ «Πρόλογον πρὸς Ἐλπίδιον», κατέταξε τὸν «περὶ ἀγάπης λόγον» σὲ τέσσερις ἑνότητες, ἀκολουθῶντας τὸν ἀριθμὸ τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων. Τὸ ἔργο περιέχει «εὐσύνοπτα», ὅπως ὁ ἴδιος τὰ ὀνομάζει, αὐτοτελῆ κείμενα –ἀποτελούμενα ἀπὸ δύο ἕως πολλὲς δεκάδες στίχους. Ἄλλα ἔχουν λιτὸ παροιμιακὸ ὕφος, ἄλλα ὁμοιάζουν μὲ σύντομες ὁμιλίες μὲ σαφῆ διαρθρωτικὴ δομή. Δὲν ἀναφέρονται ὅλα ἀποκλειστικῶς στὴν ἀγάπη, σχετίζονται, ὅμως, ἀμέσως ἢ ἐμμέσως μαζί της. Μοιάζουν μ’ ἕνα πολύκαρπο ἐλαιῶνα ἰδιαιτέρου κάλλους. Ἀπευθύνονται ἀρχικὰ σὲ μοναχούς, ὅπως δηλώνει ἡ σποραδικὴ προσφώνηση «μοναχέ», ὅμως γενικότερα οἱ ἀποδέκτες τους εἶναι ὅσοι ἀναζητοῦν τὴν πληρότητα τῆς ἀγάπης.
Ἡ διαίρεση σὲ τέσσερα μέρη, κατὰ τὴ διάταξη τῶν Εὐαγγελίων, ὑποδηλώνει τὴ βασικὴ πηγὴ ἐμπνεύσεως. Γενικὰ ὁ ὑδροφόρος ὁρίζοντας τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ ἐλαιῶνα εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, Ψαλμοί, εὐαγγελικὲς καὶ ἀποστολικὲς περικοπές, καθὼς καὶ λόγοι τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἰδίᾳ τῶν Ἁγίων Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Συγχρόνως, ὅμως, διακρίνεται καὶ ἡ ἐπίδραση τῆς σκέψεως τοῦ Ἀριστοτέλη. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος, υἱοθετῶντας φιλοσοφικὲς ἔννοιες, τὶς φορτίζει μὲ τὴν προσωπική του ἐμπειρία ποὺ ἀκτινοβολεῖ το φῶς τοῦ σταυρωθέντος καὶ ἀναστάντος Χριστοῦ.
Μὲ ὀξυδέρκεια, ποὺ συνδυάζει βαθιὰ θεολογικὴ γνώση καὶ διεισδυτικὴ ψυχολογικὴ διαίσθηση, τονίζει τοὺς κινδύνους ποὺ ὑπονομεύουν καὶ διαστρέφουν τὴν ἀγάπη: τὰ διάφορα πάθη, ὅπως φιλαυτία, φιλαρχία, μνησικακία, ὑπερηφάνεια, ματαιοδοξία, ἀλαζονεία, φιληδονία. Ὡς ἀγωγὴ θεραπείας τῶν παθῶν, τοῦ μεγάλου ὅπλου τῶν δαιμόνων ἐναντίον τῆς ἀγάπης, ἐξαίρει τὴ συμμόρφωση πρὸς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπιμένει ὅτι μόνο ἡ ἐνίσχυση τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ τὰ ἐξουδετερώσει: «Ἐὰν τὸν Θὲὸν γνὴσίως ἀγαπήσωμεν͵ δι’ αὐτῆς τῆς ἀγάπης τὰ πάθη ἀποβάλλομεν» (Γ΄ Εκατοντάς, 50). Ὑπογραμμίζει τὸν κεντρικὸ ρόλο τοῦ νοῦ καὶ τὴν καθοριστικὴ σημασία τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ: «Ἐὰν ἡ ζωὴ τοῦ νοῦ εἶναι ὁ φωτισμὸς τῆς γνώσης καὶ αὐτὸν τὸν γεννᾷ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Καὶ σωστὰ ἔχουν πεῖ ὅτι τίποτε μεγαλύτερο ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη» (Α΄, 9 καὶ 16).
Ὁ Ἅγιος ἐνδιαφέρεται κατ’ ἐξοχὴν γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ, τὸν ἐξαγνισμὸ τῶν νοημάτων, γιὰ τὴν καθαρὴ προσευχή: «Ἕνας νοῦς ποὺ προσκολλᾶται στὸν Θεὸ καὶ διαρκῶς σὲ Αὐτὸν παραμένει μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγάπη, γίνεται καὶ ἀγαθὸς καὶ δυνατὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων καὶ μακρόθυμος· μὲ λίγα λόγια, ἔχει μέσα του σχεδὸν ὅλες τὶς θεῖες ἰδιότητες» (Β΄, 52). Ἡ ὁλόψυχη προσήλωση τοῦ νοῦ στὸν Θεὸ μὲ πλήρη ἀφοσίωση ἀνυψώνει τὸν ἄνθρωπο στὴν περιοχὴ τοῦ θείου ἔρωτα: «Ὅποιου ἀνθρώπου ὁ νοῦς εἶναι ἀπολύτως στραμμένος πρὸς τὸν Θεό, αὐτοῦ καὶ ἡ ἐπιθυμία ἔχει αὐξηθεῖ τόσο ποὺ ἔφτασε στὸν θεῖο ἔρωτα καὶ αὐτοῦ τὸ θυμικὸ του ἔχει μετατραπεῖ σὲ μοχλὸ τῆς θείας ἀγάπης. Γιατί μὲ τὴ διαρκῆ μετοχή του στὴ θεία ἔλλαμψη, ἀφοῦ ἔγινε ὅλος φωτεινὸς καὶ συρρίκνωσε μέσα του τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, τὸ μετέτρεψε, ὅπως ἐλέχθη, σὲ ἀπερίγραπτο θεῖο ἔρωτα καὶ ἀκατάπαυστη ἀγάπη, μεταφέροντάς το τελείως ἀπὸ τὰ ἐπίγεια στὰ οὐράνια» (Β΄, 48). Ἡ ἀγάπη εἶναι μία ἀδιάκοπη κίνηση τῆς ψυχῆς πρὸς τὰ ἔσχατα. Στάδιά της εἶναι ἡ ἀνάβαση, ἡ «μέθεξη», ἡ κατὰ χάριν θέωση. Μόνο διὰ τῆς ἀγάπης ὁδεύουμε πρὸς τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν».
Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Ἁγίου ὅτι ἡ ἀγάπη δὲν ἔχει ὅριο. Στηριγμένος στὸ ἀποστολικὸ κείμενο (Γάλ. 3:28) τολμᾷ μιὰ ἐκπληκτικὴ ἑρμηνεία, ἐπεκτείνει τὴν ἀγάπη σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ στὸν «πιστὸ καὶ ἄπιστο», δίνοντας ἀπόλυτη προτεραιότητα στὴ «μίαν φύσιν»: «Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τέλεια ἀγάπη καὶ ἔφτασε σὲ ἀπόλυτη ἀπάθεια δὲν γνωρίζει διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ δικό του ἢ τὸ ξένο, στὴ δική του ἢ τὴν ξένη χώρα, ἀνάμεσα σὲ πιστὸ ἢ ἄπιστο, δοῦλο ἢ ἐλεύθερο, ἀνάμεσα σὲ ἄνδρα ἢ γυναῖκα ἐν γένει· ἀλλὰ καθὼς ἔφτασε ὑπεράνω τῆς τυραννίας τῶν παθῶν καὶ ἀποβλέποντας στὴν κοινὴ φύση τῶν ἀνθρώπων, θεωρεῖ τοὺς πάντες ἴσους καὶ πρὸς πάντες συμπεριφέρεται ὡς ἴσους. Γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο «δὲν ὑπάρχει Ἕλληνας ἢ Ἰουδαῖος, οὔτε ἄνδρας ἢ γυναῖκα, οὔτε δοῦλος ἢ ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ μέσα στὰ πάντα εἶναι ὁ Χριστὸς» (Β΄, 30). Στὴν προηγουμένη ἑκατοντάδα μὲ ἐκπληκτικὴ πυκνότητα διατύπωσε: «Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπόρεσε νὰ ἀγαπήσει ἐξίσου κάθε ἄνθρωπο» (Α΄, 19).
Παραθέσαμε αὐτούσια ἐλάχιστα δείγματα ἀπὸ τὸ πολυδύναμο ἔργο μιᾶς μεγάλης θεολογικῆς μορφῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ τὴν ἑξῆς εὐχή: Μακάρι τὰ Κεφάλαια πὲρὶ ἀγάπης νὰ γίνουν στὴν ἐποχή μας προσφιλὲς Ἐγχειρίδιο Ὀρθοδόξου πνευματικότητος, γιὰ προσωπικὴ αὐτοεξέταση, καθοδήγηση καὶ ἐνίσχυση κάθε πιστοῦ. Πολύτιμο ἀσφαλῶς ὁδηγὸ γιὰ τὴν πληρέστερη κατανόηση τοῦ πατερικοῦ αὐτοῦ κειμένου ἀποτελεῖ ἡ ἐμβριθὴς μελέτη τοῦ κ. Βασιλείου Γεωργίου Μπετσάκου «Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής- Κεφάλαια περὶ ἀγάπης».
Ἡ Εἰσαγωγή του διευκολύνει νὰ γίνουν γνωστὲς γενικότερα οἱ πολύπλευρες θεολογικὲς ἀπόψεις τοῦ Ἁγίου. Ἡ Μετάφραση τοῦ κειμένου συμβάλλει στὴ γλωσσικὴ κατανόησή του, ἐνῷ τὰ ἔγκυρα καὶ διεισδυτικὰ σχόλια ἀποκαλύπτουν δυσπρόσιτες καὶ ἐκπληκτικὲς πτυχὲς τοῦ θεοφόρου Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας. Θερμὰ συγχαρητήρια καὶ ἐγκάρδιες εὐχαριστίες ἀξίζουν στὸν συγγραφέα τοῦ ἀνὰ χεῖρας ἐξαιρετικοῦ πονήματος, γιὰ τὴν ἄρτια ἐπεξεργασία καὶ προσφορὰ τοῦ πολυτίμου ἔργου τοῦ ἀγωνιστοῦ ὁμολογητοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος συνδύασε βαθιὰ φιλοσοφικὴ παιδεία, ἀπαράμιλλη θεολογικὴ γνώση καὶ προσωπικὴ ἀγωνιστικὴ μαρτυρία.
Διάχυτη σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ ἰδιαίτερα στὴ δική μας εἶναι ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ ἀναζήτηση εἰρηνικῆς συμβιώσεως. Ἐν τούτοις ὅσο πιὸ προσεκτικὰ μελετοῦμε τὴν παγκόσμιο ἱστορία, διαπιστώνουμε πολυποίκιλες πολεμικὲς συγκρούσεις. Πεποίθησή μου εἶναι ὅτι τελικὰ τὸ ἀντίθετο τῆς εἰρήνης δὲν εἶναι ὁ πόλεμος, ἀλλὰ ὁ ἐγωκεντρισμός -ὁ ἀτομικός, ὁ ἐθνικός, ὁ φυλετικός, ὁ θρησκευτικός. Καὶ ὅτι ἀκόμη τὸ οὐσιαστικὸ ἀντίδοτο σὲ αὐτὸν τὸν πνευματικὸ καρκίνο, ποὺ ἀδιάκοπα ἐξαπλώνεται ἀπειλῶντας τὴν ἀνθρωπότητα, εἶναι ἡ ἀγάπη.
Ὅπως τὴν ἀποκάλυψε μὲ τὴ διδασκαλία, τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο Του, μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του ὁ σαρκωθεὶς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὅπως τὴν ὕμνησαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ τὴν ἀκτινοβόλησαν μὲ τὴ ζωή τους ἀναρίθμητοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμα καὶ ὅταν ἡ εἰρήνη συντρίβεται ἀπὸ μακροχρόνιες διενέξεις, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ μόνη δύναμη ποὺ ὁδηγεῖ στὴ συγγνώμη καὶ στὴ συμφιλίωση. Εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι μόνο ἡ ἐξουσία τῆς ἀγάπης μπορεῖ νὰ νικήσει τὴν ἀγάπη γιὰ ἐξουσία, ποὺ δηλητηριάζει ἀνέκαθεν τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Συνοψίζοντας: Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ συνεκτικὴ δύναμη, ἡ ἀνακεφαλαίωση ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ἐκφράζεται ὡς μυστικὴ κίνηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τοὺς συνανθρώπους του καὶ τὸν ἀγαπῶντα Θεό. Σκοπός της τὸ συνεχὲς «εἶναι ἐν Χριστῷ». Ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ ἀσύλληπτη παγκόσμια δύναμη, θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ, κάτι σὰν τὴ βαρύτητα· ἡ ἀγάπη κρατάει σὲ μυστικὴ ἀέναη συνοχὴ ὅλα τὰ λογικὰ ὄντα· εἶναι ἡ ἀκατάλυτη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «ἀγάπη ἐστί». Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας.