Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἦλθε καὶ συνέστησε ἑορτὴ, ποὺ μένει στοὺς αἰῶνες. Μᾶλλον, μετέβαλε ὅλο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς μας σὲ ἑορτή, καθὼς μᾶς μετέδωσε τὴν χάρη νὰ μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε τὸν Θεό. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἐπεδήμησε ὑπὸ τὴν μορφὴ πυρίνων γλωσσῶν καὶ μετέδωσε «τὴν πίστη τὴν ἁγία ἅπαξ»[1]. Ὡστόσο, ἔκτοτε εἰσχώρησε στὴν φύση μας καὶ καθημερινὰ ὁ Ἅγιος Παράκλητος ἐπισκέπτεται τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ παρηγορήσει, νὰ θεραπεύσει καὶ νὰ ἀναγεννήσει.
Ἡ χαρά μας συνίσταται στὸ νὰ προσεγγίσουμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ἀγαλλίαση τῆς παρουσίας Του. Ὅπως τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶχε ἐμφανισθεῖ αἰσθητὰ «ἐν εἴδει περιστερᾶς»[2], στὴν Πεντηκοστὴ παρουσιάσθηκε «ὠσεὶ» φλόγες πυρός[3]. Οἱ Ἀπόστολοι, παραδομένοι στὴ νηφάλια μέθη τοῦ Πνεύματος, ἄρχισαν νὰ μιλοῦν «ἑτέραις γλώσσαις»[4] καὶ δι’ αὐτῶν «ἐγίνετο πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα»[5]. Τὸ πλῆθος τοὺς ἄκουγε μὲ ἔκπληξη καὶ θαυμασμό. Κάποιοι σκέφθηκαν, ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἦταν μεθυσμένοι, διότι νόμιζαν ὅτι μόνο ὁ «οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου»[6]. Δὲν γνώριζαν, ὅτι ὑπάρχει κάποιος ἄλλος οἶνος, γλυκύτατος, ποὺ ὄχι μόνον εὐφραίνει τὴν καρδιά, ἀλλὰ ἐπιπλέον τὴν μεταποιεῖ σὲ ναὸ τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ὁ Κύριος παρηγοροῦσε καὶ δίδασκε τοὺς μαθητές Του στὴν διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τοὺς ἀποκάλυψε, ὅτι ὁ ἄλλος Παράκλητος θὰ τοὺς ὑπενθύμιζε τοὺς λόγους Του. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀναδαυλίζει καὶ ἀνάβει σὰν ἄνθρακες τοὺς λόγους τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά, τοὺς κάνει προσευχή, ὡς ὅτου μετατραποῦν σὲ κάμινο φλεγομένη, στεναγμοὺς ἀλαλήτους, καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀπὸ μόνος του «οὐκ οἷδε τί προσεύξηται καθὸ δεῖ»[7], αἰσθάνεται ὡς τὸ μεδούλι τῶν ὀστῶν του τὴν ἀκατάλυτη δύναμή τους.
Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐπιδημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, προσευχόμενα πλέον «πνευματοκινήτως»[8], ἀνακάλυψαν τὴν ἐπίκληση τοῦ «ὑπὲρ πᾶν ὄνομα»[9] Ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, μὲ τὸ Ὁποῖο «ἀνοίγονται μπροστά μας ἀπέραντοι ὁρίζοντες» καὶ ὁ προσωπικὸς Θεὸς «γίνεται ὀφθαλμοφανὴς πραγματικότητα»[10]. Τὸ χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας τὸ ἀντικατέστησε ἡ νοερὰ προσευχή, μὲ τὴν ὁποία ἡ καρδιὰ καλλιεργεῖται μὲ τρόπο δυνατό, ποὺ σείει ὅλο τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ συνάμα «ἐν τῷ κρυπτῷ»[11], ὥστε νὰ μὴ χάνεται τὸ πνεῦμα τῆς ταπεινώσεως.
Χωρὶς τὸ χάρισμα τῆς Πεντηκοστῆς, δὲν μπορεῖ ὁ πήλινος ἄνθρωπος νὰ ἐπικαλεσθεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Ἐπιπλέον, δὲν θὰ μποροῦσε κἂν νὰ ἀτενίσει τὸ πρᾶο καὶ ταπεινὸ βλέμμα τοῦ αἰώνιου Κριτῆ, τοῦ ἀγαπῶντος Χριστοῦ, καὶ αὐτὸ συνιστᾶ τὴν αἰώνια κόλαση. Ὁ πιστὸς αἰσθάνεται τὸν Παράδεισο, ὅταν φέρει ὁ ἴδιος φῶς μέσα του, ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ σταθεῖ στὴν παρουσία τοῦ Κυρίου. Τότε μόνο ἀγάλλεται «χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ καὶ δεδοξασμένῃ»[12], βλέποντας τὸν Χριστὸ νὰ «πυρσολαμπεῖ εἰς σωτηρίαν»[13] καὶ ἀντικρίζοντας τὸ κάλλος τοῦ προσώπου Του.
Κατὰ τὴν ἐπιδημία Του, «ἔδωκεν ἀποστόλους καὶ εὐαγγελιστὰς»[14] καὶ ἔκτοτε, «ἱερέας τελειοῖ»[15], δίνοντας τὴν χάρη σὲ ἀνθρώπους μὲ φθαρτὸ σῶμα «εἰσελθεῖν εἰς τὸ ἐνδότερον τοῦ καταπετάσματος, εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου παρακύψαι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι ἐπιθυμοῦσι… καὶ θεάσασθαι αὐτοψεὶ τὸ Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς»[16]. Λαμπρύνει καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς πιστούς, ὥστε νὰ δίνουν καὶ νὰ λαμβάνουν τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὁ Ἴδιος ἔδωσε στοὺς μαθητές Του[17] καὶ, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, «γαληνόμορφον ἐκτελεῖ τὴν καρδίαν»[18] τῶν φωτόμορφων τέκνων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνεργεῖ τὸ φοβερὸ μυστήριο τῆς πνευματικῆς πατρότητας, στὸ ὁποῖο Πνευματοφόροι Πατέρες «ὠδίνουν» μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὸν λόγο τους τέκνα[19]· τὰ καθιστοῦν, μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ὑπακοῆς, κληρονόμους τῶν χαρισμάτων ποὺ δέχθηκαν καὶ τὰ καταρτίζουν σὲ Πατέρες, ποὺ μὲ τὴ σειρά τους θὰ μεταδώσουν τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως καὶ τὴν δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ αὐτοὺς ποὺ μὲ ταπείνωση ὑποτάσσονται στὴν ἐξουσία τῆς ἀγάπης τους καὶ τοὺς παραδίδουν τὴν καρδιά τους.
Τὸ πρῶτο ποὺ ἐπισημαίνει τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Δευτέρας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ἡ δωρεὰ τοῦ Παρακλήτου θὰ φανερωθεῖ στὴν σχέση μὲ τὸν ἀδελφό. «Ὁρᾶτε μὴ καταφρονήσητε ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων»[20]. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι «πνοὴ καὶ ζωή, ὁ πόθος καὶ ἡ παραμυθία, ἡ δόξα καὶ ἡ διηνεκὴς τρυφὴ τῆς ταπεινῆς ψυχῆς»[21], ὁ φίλος ὁ μυστικός, ποὺ ὅμως εὔκολα λυπεῖται καὶ παραπικραίνεται[22]. Στὴν πράξη φανερώνεται, στὴν σχέση μὲ τὸν ἀδελφό, ποὺ μπορεῖ νὰ φαίνεται ἐλάχιστος ἀλλὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναι πολυτελῇς, διότι «οὐκ ἔστι θέλημα ἔμπροσθεν τοῦ Πατρὸς ἡμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς ἵνα ἀπόληται εἰς τῶν μικρῶν τούτων»[23]. Ὁ Θεὸς ζητᾶ ὅλη τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἶναι ἀπείρως «μείζων αὐτῆς»[24] καὶ «ἀχώρητος παντί». Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εὐδοκήσει τὸ Πνεῦμα Του, ὅταν Τοῦ προσφέρει τὸ πλάσμα Του μέρος τῆς καρδιᾶς του;
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπου ἐπιδημήσει, «ἀποστολικὰς καρδίας κτίζει καθαράς, καὶ ἐν τοῖς πιστοῖς εὐθὲς ἐγκαινίζεται»[25]. Αὐτὸ, ποὺ μεταβάλλει τὸν χρόνο τῆς ζωῆς μας σὲ ἑορτή, εἶναι ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποία ἑλκύουμε, ὅταν ἀγωνιζόμαστε νὰ «καθαρίσωμεν τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν ἡμῶν ἀπὸ συνειδήσεως πονηρᾶς»[26]. Ὁ καρπὸς τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ὁ πλατυσμὸς τῆς καρδιᾶς. Ὅταν ἡ φωταγωγοῦσα καὶ δροσίζουσα φλόγα τοῦ Παρακλήτου ἀγγίξει τὴν καρδιά, σκορπᾶ τὴν πλάνη καὶ χαράσσει στὰ βάθη της τὴν μορφὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἐργάζεται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν πνευματικὴ ἑνότητα αὐτῶν, ποὺ ἔχουν ὡς κοινὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς τους τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος τοὺς μεταδίδει τὶς δικές Του σκέψεις, τὰ δικά Του νοήματα, τὴν δική Του συμπάθεια πρὸς ὅλους. Φλέγει τὴν καρδιὰ μὲ τὴν ἄμωμη ἀγάπη Του καὶ τὴν κατακλύζει μὲ κύματα εὐγνωμοσύνης. Ἡ θέρμη τῆς ἀγάπης αὐτῆς διευρύνει τὴν καρδιά, γιὰ νὰ κατανοήσει τὸ μυστήριο πάσης σαρκός. Γεννᾶ τὴν ἐπιθυμία, ὁ κλῆρος ποὺ ἔλαχε σὲ αὐτή, τὸ «περισσὸν τῆς ζωῆς»[27], νὰ δοθεῖ σὲ κάθε ψυχή. Τὴν πλαταίνει γιὰ νὰ περιπτυχθεῖ ὅλο τὸν κόσμο, οὐρανὸ καὶ γῆ. Σβήνει κάθε κίνηση ζήλειας, καθώς, ὅπως ὁ προφήτης Μωυσῆς, ἀγόμενος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐπιθυμεῖ νὰ δεῖ τοὺς πάντες νὰ προφητεύουν[28]. Ἡ προσευχὴ «μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς καὶ δακρύων»[29] τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει συλλάβει Πνεῦμα Ἅγιο εἶναι: «Σῶσον ἁγίασον πάντας»[30].
Ὅταν ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνοικεῖ στὴν ψυχή, ὁ πόνος καὶ τὰ παθήματα μετατρέπονται σὲ γλυκύτητα καὶ εἰρήνη καὶ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τέκνο τοῦ Οὐρανίου Πατρός καὶ, «συνημμένος» μὲ τὸν Χριστό, «ὑμνεῖ Αὐτὸν καὶ τὸ Πανάγιον Αὐτοῦ Πνεῦμα»[31].
Παραπομπές:
[1]. Βλ. Ἰούδα 1,3.
[2]. Βλ. Μάτθ. 3,16· Μάρκ. 1,10· Λούκ. 3,22· Ἰωάν. 1,32.
[3]. Πράξ. 2,3.
[4]. Πράξ. 2,4.
[5]. Πράξ. 2,43.
[6]. Ψάλμ. 103,15.
[7]. Βλ. Ρώμ. 8,26.
[8]. Βλ. Ἀναβαθμοὶ βαρέως, Ἀντίφωνο β’.
[9]. Φιλιπ. 2,9.
[10]. Βλ. Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθὼς ἐστι, σ. 43.
[11]. Βλ. Μάτθ. 6,6.
[12]. Α’ Πέτρ. 1,8.
[13]. Βλ. Ὄρθρος Πεντηκοστῆς, Τρόπ. Δ’ Ὠδῆς.
[14]. Βλ. Ἐφ. 4,11.
[15]. Βλ. Ἑσπερινὸς Πεντηκοστῆς, στιχηρὰ ἰδιόμελα στὸ «Κύριε Ἐκέκραξα».
[16]. Βλ. Ἀκολουθία Εὐχελαίου, Εὐχὴ μετὰ τὸ Ε’ Εὐαγγέλιο.
[17]. Βλ. Ἰωάν. 14,27.
[18]. Βλ. Ὄρθρος Πεντηκοστῆς, Τροπάριο Ὠδῆς α’ Κανόνος.
[19]. Πρβλ. Γάλ. 4,19.
[20]. Μάτθ. 18,10.
[21]. Βλ. Συμεὼν Ν. Θεολόγου, Ὕμνοι 1, Εὐχὴ Μυστική, 22-23, ἐκδ. Johannes Koder, “Sources Chrétiennes”, τόμ. 156, Paris, 1969, σ. 152.
[22]. Βλ. Ἐφ. 4,30.
[23]. Βλ. Μάτθ. 18,14.
[24]. Βλ. Α’ Ἰωάν. 3,20.
[25]. Ὄρθρος Πεντηκοστῆς, Εἱρμὸς ε’ ὠδῆς.
[26]. Βλ. Εὐχὴ πρὶν τὸν Χερουβικὸ Ὕμνο.
[27]. Βλ. Ἰωάν. 10,10.
[28]. Βλ. Ἄριθμ. 11,29.
[29]. Ἔβρ. 5,7.
[30]. Ἐξαποστειλάριον Πεντηκοστῆς.
[31]. Βλ. Ὄρθρος Πεντηκοστῆς, Οἶκος ἑορτῆς.