Πίστη καὶ ἐπιστήμη: ἔννοιες ἀντίθετες ἢ ἀλληλοσυμπληρούμενες;
Τὰ τελευταία χρόνια ἐπανέρχεται, ὡς μὴ ὄφειλε, στὸ προσκήνιο τῶν ἐρευνῶν, δοκιμίων καὶ ἀρθρογραφιῶν διαφόρων θετικῶν ἐπιστημόνων, ἡ παλαιὰ παρεξηγημένη «ἔχθρα» μεταξὺ ἐπιστήμης καὶ πίστης ἢ λογικῆς καὶ θρησκείας. Τὸ φαινόμενο ἀνατροφοδοτεῖται ἀπὸ ἐκπροσώπους τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν κυρίως, μὲ ἀρκετὰ νέα καὶ μὲ ἔντονο μένος κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ βιβλία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κύκλους συντηρητικῶν προτεσταντῶν στὴν Ἀμερική, ποὺ βάλλουν κατὰ τῶν συγχρόνων πορισμάτων τῆς βιολογίας, ἀστρονομίας, φυσικῆς κ.λπ., ἑρμηνεύοντας κατὰ γράμμα τὰ πρῶτα κεφάλαια τοῦ πρώτου βιβλίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῆς Γένεσης, καὶ πολεμώντας ὁρισμένους κλάδους τῆς Ἐπιστήμης μὲ ἐπιστημονικὰ καὶ μὲ θρησκευτικὰ κριτήρια.
Ξεκαθαρίζουμε ἐξ ἀρχῆς, ὅτι Θεολογία καὶ Ἐπιστήμη δὲν ἀντιμάχονται ἐκ φύσεως ἡ μία τὴν ἄλλη, ἀφοῦ ἡ Ἐπιστήμη ἀσχολεῖται μὲ τὴν δομὴ καὶ λειτουργία τῆς φύσεως, ἐνῶ ἡ Θεολογία ἐντρυφὰ στὴν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ ἁγιοπνευματικὸ νόημα τῆς ζωῆς. Ἡ Ἐπιστήμη μπορεῖ νὰ μᾶς ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα, πῶς εἶναι κατασκευασμένος ὁ κόσμος καὶ τὸ σύμπαν, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ φυσικὰ νὰ μᾶς ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα, ποιὸς δημιούργησε τὸ σύμπαν καὶ γιατί. Αὐτὰ τὰ τελευταῖα ἐρωτήματα εἶναι δουλειὰ τῆς Θεολογίας καὶ κατὰ ἐπέκτασιν τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μεγάλος σύγχρονος ἐπιστήμονας Στίβεν Χόκινκ ἔχει γράψει, ὄτι “ακομη κι ἂν ἡ ἐπιστήμη καταφέρει νὰ ἐξηγήσει, τί ἔχει συμβεῖ ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ σύμπαντος μέχρι σήμερα, δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀπαντήσει στὸ γιατί” (περιοδ. FOCUS, τεῦχος 2, Ἀπρίλιος 2000, σέλ. 80-84).
Ἡ Ἐπιστήμη δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ μεθοδολογεῖ κάνοντας μεταφυσική, δεχόμενη ἢ ἀρνούμενη τὸν Θεό, ἂν καὶ ὁ κάθε ἐπιστήμονας μπορεῖ νὰ εἶναι προσωπικὰ πιστὸς ἢ ἄπιστος. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, χρέος τῆς Θεολογίας εἶναι νὰ μᾶς βοηθήσει μέσα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ πείρα τῆς Ἐκκλησίας στὸ νὰ ὁδηγηθοῦμε στοὺς (πνευματικούς) οὐρανούς. Ἡ Θεολογία, ἀκόμη, δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ἀσχολεῖται ἐπιστημονικά, οὔτε μὲ τὸ πῶς ἔγιναν οἱ «κοσμικοί» οὐρανοί οὔτε μὲ τὸ πῶς ἐμφανίσθηκε ὁ ἄνθρωπος πάνω στὴ γῆ, διότι αὐτὸ εἶναι μέλημα τῆς Ἐπιστήμης καὶ ὄχι δικό της. Τὰ πρῶτα κεφάλαια τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης ἔχουν σκοπὸ νὰ ἀποκαλύψουν, ὅτι ὁλόκληρο τὸ σύμπαν ἔχει Θεὸ Δημιουργό, ὅτι δὲν προῆλθε τυχαῖα ὡς διὰ μαγείας καὶ πὼς τὰ οὐράνια σώματα καὶ ὁλόκληρη ἡ πλάση δὲν εἶναι θεοί, ὅπως πίστευαν οἱ γύρω ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες εἰδωλολατρικοὶ λαοί. Δὲν εἶναι ὁ σκοπὸς, ἑπομένως, τῶν θεοπνεύστων συγγραφέων νὰ κάνουν ἐπιστήμη ἀλλὰ ὑψηλὴ θεολογία, χρησιμοποιώντας πρὸς τοῦτο θρησκευτικὲς καὶ ἐπιστημονικὲς γνώσεις τῆς ἐποχῆς τους. Θεόπνευστο, ἑπομένως, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἐπικουρικῶς περιγραφόμενο ἐπιστημονικὸ κοσμοείδωλο τῆς ἐποχῆς τῶν θεοπνεύστων ὁπωσδήποτε συγγραφέων ἀλλά το θεολογικὸ μήνυμα τῆς Βίβλου. Ἐκεῖ καὶ μόνο βρίσκεται τὸ ἀλάθητο τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὄχι ἀπαραίτητα στὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις ποὺ χρησιμοποιεῖ. Βλέπουμε, λοιπὸν, ὅτι δὲν δικαιολογεῖται κανένας ἐκπρόσωπος ἐκ τῶν δυὸ παρατάξεων νὰ ἀναβιώνει καταστάσεις καὶ περιβάλλοντα, ποὺ φάνηκαν νὰ εἶχαν περιοριστεῖ ἐδῶ καὶ 100 χρόνια. Ὡς ἐκ τούτου, διαπιστώνουμε, ὄτι η Ἐπιστήμη προδίδει τὸν ἑαυτόν της, ἂν καὶ ἐφόσον προσπαθεῖ νὰ ἀνακαλύψει μὲ φυσικὸ τρόπο τὸν ἄκτιστο Θεό, διότι ξεφεύγει ἔτσι ἀπὸ τὰ ὅρια ἔρευνάς της. Αλλά καὶ ἡ Θεολογία δὲν εἶναι σίγουρα ὑποχρεωμένη νὰ δέχεται ἀδιαμαρτύρητα κάθε ἐπιστημονικὴ θεωρία, ποὺ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν χριστιανικὴ κοσμοθεωρία γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο.
Στὰ πλαίσια αὐτὰ, ὁ Ἀθεϊσμὸς δὲν δικαιοῦται νὰ χρησιμοποιεῖ τὴν Ἐπιστήμη ὡς ἐμπροσθοφυλακὴ κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῶν θρησκειῶν, διότι ἡ Ἐπιστήμη ἐρευνώντας τὸ ἐπιστητὸ δὲν διαθέτει ὄργανο, ἀντικείμενο καὶ μέθοδο, τὰ ὁποία ἀναλογικὰ νὰ μποροῦν νὰ πλησιάσουν ἔστω τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐπέκεινα παντὸς ἐπιστητοῦ καὶ ἐντελῶς ἀκατάληπτος. Οἱ ἄθεοι ἐπιστήμονες, ἑπομένως, δὲν εἶναι ἄθεοι ἐξαιτίας τῶν πορισμάτων τῆς ἐπιστήμης τους ἀλλὰ ἕνεκα συγκεκριμένης ὑλιστικῆς ἰδεολογίας. Πίστη καὶ Λογική, Θρησκεία καὶ Ἐπιστήμη, δὲν συγκρούονται γιὰ τοὺς καλοθελητές. Λανθασμένες τοποθετήσεις ἐκπροσώπων τους μόνο συγκρούονται. Ἀπόδειξη εἶναι τὸ γεγονὸς, ὅτι ἐπιφανεῖς χριστιανοί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί ἀλλὰ καὶ οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρξαν γιὰ τὴν ἐποχὴ τους πολὺ μορφωμένοι καὶ ὁρισμένοι, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, πανεπιστήμονες. Ὁ Βέλγος ἀστρονόμος Ζὼρζ Λεμαίτρ, ὁ «πατέρας» τῆς θεωρίας τῆς «Μεγάλης Ἐκρήξεως» τῆς Ἀρχῆς τοῦ σύμπαντος, δὲν ἦταν ἐξάλλου ἱερέας; Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Δασκάλους τοῦ Γένους ἐπὶ Τουρκοκρατίας, ὅπως οἱ: Εὐγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Μεθόδιος Ἀνθρακίτης, Βενιαμὶν ὁ Λέσβιος κ.ἅ., δὲν ἤσαν οἱ πρῶτοι διδάσκαλοι τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν στὴν πατρίδα μας καὶ ταυτόχρονα ἱερεῖς;
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, πολὺ μεγάλοι ἐπιστήμονες ἤσαν καὶ εἶναι θρησκευόμενοι. Κέπλερ, Πασκάλ, Νεύτων, Λάϊμπνιτς, Βόλτα, Ἀμπέρ, Γκάους, Καρρέλ, Φαραντέϊ, Μάξγουελ, Λινναῖος, Κυβιέ, Παστέρ, Λίστερ, Γιοὺνκ καὶ τόσοι ἄλλοι, ὑπῆρξαν ἐξαίρετοι ἐπιστήμονες καὶ ἄνθρωποι ταυτόχρονα μὲ βαθειὰ θρησκευτικὴ πίστη (βλ. καὶ Ἀνδρέα Κεφαλληνιάδη, «Μία τάξη γεμάτη ἀπορίες», ἔκδ. Φωτοδότες, σέλ. 66 & 119). Η ἐπιστήμη τους δὲν ἀναίρεσε ἢ ἀναιρεῖ τὴν πίστη τους. Μᾶλλον τὴν συμπλήρωνε καὶ τὴν συμπληρώνει. Διότι μὲ τὴν Ἐπιστήμη διερευνοῦν οἱ ἐπιστήμονες διαχρονικὰ τὸν φυσικὸ καὶ ἐμπειρικὸ κόσμο, ἐνῶ μὲ τὴν πίστη τους καὶ τὴν προσευχὴ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸ «Ὄντως Ὄν», τὸν προσωπικὸ Τριαδικὸ Θεό, καὶ ἀντλοῦν δύναμη καὶ θάρρος στὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐργασία τους. Ὅταν στὰ πλαίσια τῆς μελέτης καὶ τῆς ἔρευνάς του ὁ ἐπιστήμονας ἀνακαλύψει αἴφνης τὸ μεγαλεῖο τῆς φύσης, ὡς ποιήματος τῆς Θείας Πρόνοιας, δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος συνειδησιακὰ νὰ ἀναφωνήσει τό: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου Κύριε. Τά πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας»; (Ψλμ. ργ´ 24). Σὲ ἀκολουθία αὐτοῦ, ὁ Ἄγγλος φυσικὸς Πὸλ Ντέϊβις γράφει: “Τὸ γεγονὸς, ὅτι οἱ φυσικοὶ νόμοι τοῦ σύμπαντος ἐπέτρεψαν τὴν ἀνάπτυξη πολύπλοκων βιολογικῶν δομῶν, οἱ ὁποῖοι ὁδήγησαν στὴν ἐμφάνιση τῆς συνείδησης, ἀποτελεῖ γιὰ μένα τὴν προφανῆ ἀπόδειξη, ὅτι ὑπάρχει στὴ φύση κάτι πού μᾶς ξεπερνᾶ. Εἶμαι πεπεισμένος, ὅτι πίσω ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ σύμπαντος ὑπάρχει ἕνα σχέδιο θεϊκῆς πνοής” (FOCUS, ὅπου ἀνωτέρω). Ὁ πολὺ σημαντικὸς ἐπιστήμονας, μελετητὴς τοῦ ἀνθρωπίνου γονιδιώματος, Φράνσις Κόλινς, στὸ βιβλίο του “Ἡ Γλώσσα τοῦ Θεοῦ” γράφει: “Ὁ Θεὸς τῆς Βίβλου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τοῦ ἀνθρωπίνου γονιδιώματος. Μπορεῖς νὰ τὸν λατρεύεις καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ ἐργαστήριο” (www.nationalgeographic.gr, «Ἀπόψεις», Συνέντευξη στὸν Τζὸν Χόργκαν). Ακόμη, ὁ Ἄγγλος ἀστρονόμος καθηγητὴς Smart κάνει τὶς ἀκόλουθες σκέψεις: “Ὅταν σπουδάζουμε τὸ Σύμπαν, ἐκτιμοῦμε τὸ μέγεθος καὶ τὴ ρυθμικότητά του καὶ ὁδηγούμαστε στὸ νὰ ἀναγνωρίσουμε Δημιουργικὴ Δύναμι καὶ Κοσμικὸ Σκοπό, ὁ ὁποῖος ὑπερβαίνει ὅλα τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης καταλήψεως” (Δ. Κωτσάκη, «Το ἀστρονομικό σύμπαν, δημιουργία ἤ τύχη;», ἔκδ. Ζωή, 1983, σέλ. 108). Ἀλλὰ καὶ ὁ μεγάλος μαθηματικὸς Ἀϊνστάιν γράφει: “Κάθε ἐρευνητὴς τῆς φύσης καταλαμβάνεται ἀπὸ ἕνα εἶδος θρησκευτικοῦ δέους μπροστὰ στὴν τάξη ποὺ ἐπικρατεῖ στὴ φύση καὶ ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τυχαῖα. Τὸ σύμπαν ἀποκαλύπτει στὸν ἄνθρωπο μία ἀπεριόριστα ἀνώτερη διάνοια” (Ferdinand Krenzer, «Σύνοψη καθολικῆς ζωῆς», ἔκδ. Πορεία Πνευματική, σέλ. 32-33).
Τοῦ ἀπειροτέλειου Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν μὲ ἐπιστημονικὸ τρόπο νὰ ἀποδειχθεῖ ἡ ὕπαρξη καὶ πολὺ περισσότερο νὰ γίνει γνωστὴ ἡ οὐσία του. Γιατί τότε ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν τέλειος καὶ ὁ Θεὸς ἀτελής. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πτῶμα στὸ χειρουργεῖο γιὰ ἰατροδικαστικὴ ἐξέταση ἀλλὰ πρόσωπο, τὸ ὄντως πρόσωπο, μὲ τὸ ὁποῖο ἐρχόμαστε σὲ κοινωνία καὶ ἐπαφή. Η ἀδυναμία νὰ ἀποδειχθεῖ λογικὰ ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ δὲν σημαίνει, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει. Σημαίνει μόνο, ὅτι ἡ διάνοιά μας δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει τὸν ἄπειρο Θεό. Η ἐγκεφαλικὴ λογικὴ λειτουργεῖ μὲ τοὺς ἴδιους νόμους καὶ τὴν ἴδια δομὴ, μὲ τὴν ὁποία λειτουργεῖ ἡ φύση. Ὁ Θεός, ποὺ ὡς πρὸς τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία Τοῦ εἶναι τὸ «ὅλως Ἄλλον» ἀναφορικὰ μὲ τοὺς κοσμικούς μας νόμους, δὲν μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ μὲ μόνη τὴν ἰδεολογικὴ καὶ ἐπιστημονική μας ἱκανότητα. Ἕνας ἐπιστήμονας, ἔνθεος ἢ ἀγνωστικιστής, ἀλλὰ καὶ κάθε πιστὸς χριστιανός, μποροῦν νὰ ἀνιχνεύσουν μόνο τὰ ἴχνη τῆς παρουσίας Του στὸν κόσμο, τὴν Πρόνοια καὶ τὶς ἐνέργειές Του στὴν πλάση, τὴν περι-οὐσία Του, ὄχι ὅμως καὶ τὴν οὐσία Του, δηλαδὴ τὸ ἀπύθμενο βάθος Του. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μονάδα, ἀτομικότητα, σὲ κάποιον θρόνο τοῦ οὐρανοῦ. Εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸ ἴδιο τὸ Εἶναι. Και αποκαλύπτεται (δὲν ἀνακαλύπτεται), μέσω τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, στὸν ταπεινὸ καὶ ὑγιῆ ψυχικὰ ἄνθρωπο (κεκαθαρμένο) διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς λατρείας, ἐνῶ ὁ γεμάτος οἴηση νοῦς ἀπαιτεῖ ὁ Θεὸς νὰ προσαρμοστεῖ στὶς ἀνάγκες του, χωρὶς ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νὰ ταπεινωθεῖ. Αὐτὸς εἶναι ὁ αὐτονομημένος καὶ σκοτισμένος νοῦς, ὁ ὁποῖος δὲν βλέπει τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ, διότι βρίσκεται σὲ πτώση. Ἡ σωτηρία, ἀντίστροφα, ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν κάθαρση, διὰ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, μέσω τοῦ ὁποίου καὶ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ὁποίου, ὁ Θεὸς ἀποκαλύφθηκε καὶ ἀποκαλύπτεται στὸν κόσμο. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐμπειρία τῶν προφητῶν, τῶν ἁγίων, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ οἱ χριστιανοὶ γνωρίζουμε ἐκ καρδίας, ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ὁδός, ποὺ προσανατολίζει πρὸς τὸν προσωπικὸ Τριαδικὸ Θεό.
Σήμερα, ὁ ἄνθρωπος κατόρθωσε νὰ θέσει στὴν ὑπηρεσία του τὴ φύση μὲ τὴν Ἐπιστήμη καὶ τὴν Τεχνολογία καὶ νομίζει, ὅτι αὐτὸ ἔκανε περιττὴ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ χειρίζεται, ὅμως, κανεὶς τὸ ἠλεκτρικὸ ρεῦμα δὲν σημαίνει, πὼς τὸ κατασκεύασε καὶ ὁ ἴδιος. Γιὰ νὰ λύσει κανεὶς ἕνα μαθηματικὸ πρόβλημα, πρέπει νὰ ἀκολουθήσει σωστὰ τὴν μαθηματικὴ μέθοδο ἐπίλυσης ἀσκήσεων. Γιὰ νὰ πετύχει ἕνα πείραμα στὴν Χημεία, πρέπει νὰ ἀνακατέψουμε στὶς σωστὲς ἀναλογίες συγκεκριμένα ὑλικά. Γιὰ νὰ δουλέψει ἕνα μηχάνημα, ἀπαιτεῖται νὰ τηρηθοῦν οἱ ὁδηγίες τοῦ κατασκευαστῆ. Γιὰ νὰ μάθει κανεὶς χορὸ, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀκολουθήσει τὰ βήματα τοῦ δασκάλου. Γιὰ νὰ μάθουμε ἕνα ὄργανο μουσικῆς, πρέπει νὰ κατανοήσουμε τὶς νότες καὶ νὰ ἀποκτήσουμε δεξιότητα στὰ χέρια. Έτσι, καὶ γιὰ νὰ φτάσει κανεὶς στὴν πίστη ἀλλὰ καὶ τὴν θέα τοῦ Θεοῦ (ποὺ εἶναι τὸ μόνο τέλειο θεῖο θαῦμα), εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἀκολουθήσει βῆμα πρὸς βῆμα τὶς ὁδηγίες τῆς Ἐκκλησίας (τὶς ἐντολὲς δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ), ποὺ εἶναι ἡ μόνη ἁρμόδια γιὰ νὰ μᾶς δείξει τὸν δρόμο: δηλαδὴ ταπείνωση, ἔμπρακτη ἀγάπη, μυστηριακὴ ζωή, ἄσκηση, στροφὴ τῆς θέλησης πρὸς τὸν Θεό. Δὲν ὠφελεῖ καθόλου νὰ ρωτᾶμε ἐγκεφαλικὰ ἂν ὑπάρχει Θεός, ἐὰν πρῶτα δὲν ἔχουμε εἰσέλθει στὸν δρόμο αὐτό, ποὺ ὁδηγεῖ κατευθείαν πρὸς τὴν φανέρωσή Του.
Ἡ Ἐπιστήμη παρέχει, κυρίως, γνώσεις καὶ τεχνολογικὴ ἐφαρμογὴ αὐτῶν τῶν γνώσεων, γιὰ τὴν ὑγεία καὶ καλυτέρευση τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ἡ Θεολογία καὶ ἰδιαίτερα ἡ Ἐκκλησία παρέχει τὴν ψυχοσωματικὴ θεραπεία καὶ σωτηρία, τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν θέωση, διὰ τῆς ἀσκήσεως, τῆς μυστηριακῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀγάπης. Τὸ ἔργο, λοιπὸν, τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολὺ εὐρύτερο ἀπὸ ἐκεῖνο τῆς ἐπιστήμης. Καὶ ὁ γνήσιος ἐπιστήμονας ἢ ὁ διανοούμενος δὲν ἀπορρίπτει τὸ θαῦμα, ἂν τὸ συναντήσει, στὴ ζωή του, διότι ἡ Διανόηση καὶ ἡ Ἐπιστήμη δὲν κλείνουν ποτὲ δρόμους καὶ τρόπους ἔρευνας οὔτε τελματώνονται καὶ ἀποκρυσταλλώνονται σὲ τελεσίδικες συνταγὲς καὶ λύσεις. Ὁ ὁποιοσδήποτε ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ δηλώνει ἀγνωστικιστής ἀλλὰ προδίδει τὴν ἀναζήτησή του καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸν το, ἂν δηλώσει ἄθεος. Ἡ ἀλήθεια βρίσκεται στὸ μέλλον τῆς Ἐπιστήμης ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστὸς ἔρχεται πάντοτε ἀπὸ τὸ μέλλον, σὲ κάποια στροφὴ τοῦ ὑπαρξιακοῦ δρόμου μας, ποτὲ ἀπὸ τὸ παρελθόν.
Τὰ δυὸ κορυφαία αὐτὰ μεγέθη στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, Πίστη καὶ Ἐπιστήμη, διαπιστώνουμε λοιπόν, ὅτι δὲν συγκρούονται, μᾶλλον δὲ συνεργάζονται ἁρμονικὰ γιὰ τὸ καλό τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁπωσδήποτε, δηλαδὴ, ἀλληλοσυμπληρώνονται καὶ μάλιστα στὶς ἡμέρες μας, ποὺ τὰ προβλήματα τὰ ὁποῖα ἀνακύπτουν εἶναι πολύπλευρα καὶ χρήζουν πολύπλευρης ἀντιμετώπισης. Ἡ ἀνθρωπότητα βρίσκεται πλέον, ἂν θέλει νὰ ἐπιζήσει, στὴ φάση τῆς σύνθεσης καὶ συνδιαλλαγῆς καὶ ὄχι στὴ φάση τῆς στείρας ἀντιπαράθεσης καὶ διαίρεσης. Μᾶς ἐνδιαφέρει τὸ μέλλον τοῦ πλανήτη μας καὶ τοῦ σύμπαντος καὶ ὄχι οἱ ψευδοσυμφεροντολογικὲς ἐπιδιώξεις διαφόρων μεμονωμένων ἐκπροσώπων τους. Ὅπου, πάντως, ἡ Θρησκεία βάλλεται ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Ἐπιστήμης, ἐκεῖ κάποιοι ἐκπρόσωποι τῆς Ἐπιστήμης κάνουν ἰδεολογικὸ καὶ μεταφυσικὸ πόλεμο καὶ ὄχι ἐπιστημονικό. Η Ἐπιστήμη εἶναι οὐδέτερη στὴν ἔρευνά της, δὲν ἔχει οὔτε ὑλιστικές οὔτε θεϊστικὲς προϋποθέσεις κατὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς ἀντικειμενικῆς ἀλήθειας. Καὶ ἐκεῖ, ποὺ ἡ Ἐπιστήμη δυσκολεύεται στὸ ἔργο της ἀπὸ θρησκευτικοὺς ἐκπροσώπους διαφόρων ὁμολογιῶν, ἐκεῖ ὁ ρόλος τῆς Θρησκείας ἔχει παρεξηγηθεῖ καὶ ἀντορθόδοξα ἑρμηνευθεῖ.
Βέβαια, ἔχει γίνει σαφὲς πλέον στοὺς ἐπιστήμονες, ὅτι κάθε Ἐπιστήμη δὲν εἶναι ἕνα εἶδος μαγείας μὲ ἄπειρες δυνατότητες, οὔτε διατείνεται πὼς κατέχει, χωρὶς ἀδυναμίες, τὴν ἄκρα βεβαιότητα μὲ τὰ πορίσματά της περὶ παντὸς ἐπιστητοῦ. Ἡ φυσικὴ πραγματικότητα ἔχει πολλὲς ὄψεις, ὅπως καὶ μία οἰκοδομῆ. Καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ θεώρηση τοῦ κόσμου καὶ τῆς φύσεως, ἔχει γίνει συνείδηση πιὰ, πὼς καταδεικνύει μία μόνο ἀπὸ τὶς πολλὲς λειτουργίες τοῦ κόσμου. Άλλωστε, ἡ πηγὴ κάθε γνώσης ἀδιαμφισβήτητα εἶναι ἡ πίστη στὶς δυνατότητες αὐτῆς τῆς γνώσης, ἐνῶ ἀκόμη καὶ τὰ βασικὰ ἐπιστημονικὰ πιστεύω μας εἶναι ἀναπόδεικτα. Ὁποιαδήποτε, ἀκόμη, θεώρηση τοῦ κόσμου εἶναι κατὰ βάθος ἐσωτερικὴ καὶ θρησκευτική. Ξεκινᾶς ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ πιστεύεις ἐνδόμυχα καὶ προχωρᾶς μὲ πίστη στὸ ἀποτέλεσμα. Ὁ φιλόσοφος Ε. Block ἀναφέρει: “Ὑπάρχουν γνώσεις ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε, παρὰ μόνο ἐφόσον τὸ θέλουμε” (Ferdinand Krenzer, ὅπου ἀνωτέρω, σέλ. 31). Μην ξεχνᾶμε, ὅτι ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες, κατὰ τὴν ἐργασία τους, ἐπιστημονικὲς θέσεις καὶ ἔρευνες ἄλλων ἐμπιστεύονται καθημερινά, ὅσων συναδέλφων τους ἔχουν προηγηθεῖ, χωρὶς νὰ προσπαθοῦν νὰ ἀποδείξουν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὰ πάντα (βλ. Χωρεπισκόπου Ἀρσινόης Γεωργίου: «Θρησκεία και Ἐπιστήμη στὶς μέρες μας», Ὁμιλία στὸν Σύλλογο “Οἱ φίλοι τοῦ Ἁγίου Μενίγνου τοῦ Κναφέως”, προστάτου τῶν Χημικῶν, Ἀθήνα 23.11.2003).
Ὡς ἐκ τούτου, διαφαίνεται στὶς ἡμέρες μας μία συνεργασία σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα μεταξὺ Ἐπιστήμης καὶ Θρησκείας, καὶ εἰδικότερα γιά μᾶς, μεταξὺ Ἐπιστήμης καὶ Χριστιανισμοῦ. Η Ἐπιστήμη χωρὶς τὴν Θρησκεία ἀκουμπᾶ στὸ ἕνα της πόδι. Αὐτὸ, γιατί “πάσα ἐπιστήμη χωριζομένη ἀρετῆς, πανουργία καὶ οὐ σοφία φαίνεται”, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο. Ἡ ταπείνωση τῆς Ἐπιστήμης, μάλιστα, θὰ τὴ σώσει ἀπὸ τὴν αὐτάρκεια καὶ ἀπομόνωσή της, ὅταν ἀντιλαμβάνεται πλέον, πὼς γνωρίζει τὰ ὅρια καὶ τὶς δυνατότητές της καὶ πὼς δὲν ἔχει τὴν λύση πάντα ἕτοιμη σὲ ὅλα τὰ προβλήματα καὶ ἐρωτήματα τῆς ζωῆς. Κανεὶς, ἄλλωστε, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει μόνο μὲ τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις. Ἀπαιτοῦνται ἐπιπλέον ἠθική, νόημα, ποιότητα ζωῆς, αἴσθηση τοῦ ὡραίου, τοῦ ἁγίου, τοῦ ὑψηλοῦ καὶ τοῦ δικαίου. Ὅταν ὁ Τρίτος Κόσμος καὶ ἑκατομμύρια συνάνθρωποί μας βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὰ ὅρια ἐπιβίωσης, δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ χρωματοσώματα, τὸ DNA ἢ γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν πρωτονίων καὶ νετρονίων ποὺ ἀποτελεῖται ὁ πυρήνας τῶν κυττάρων τους. Ὅταν πεθαίνει κανεὶς ἀπὸ πεῖνα, δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσει μὲ quark καὶ ὑποατομικὰ σωματίδια. Χριστιανισμός, Ἐπιστήμη καὶ Τεχνολογία εἶναι γι’ αὐτὸ οἱ ὑπηρέτες καὶ διάκονοι πρὸς ὄφελος τοῦ κόσμου, ἐνόψει μάλιστα τῆς ραγδαίας ἀνάπτυξης τῶν Βιοεπιστημῶν καὶ τῆς Βιοτεχνολογίας καὶ μπροστὰ στὰ κρίσιμα ἀδιέξοδα ποὺ προκύπτουν. Ὁ Γερμανὸς νομπελίστας φυσικὸς Μὰξ Πλὰνκ λέγει μάλιστα, ὅτι “οἱ δρόμοι ἐπιστήμης καὶ θρησκείας προχωροῦν παράλληλα καὶ συναντιῶνται στὸ ἀχανὲς ἄπειρον, δηλαδὴ τὸν Θεόν” («Ἐπιστήμη και Ἐκκλησία», Ἀρχιμ. Τιμοθέου Κοντογιάννη, www.imlarisis.gr).
Ἑπομένως, “τόσο ἡ Ἐπιστήμη ὅσο καὶ ἡ Τεχνολογία εἶναι ὄργανα δοσμένα ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ, ἂν χρησιμοποιηθοῦν ὀρθὰ, ἐπεκτείνουν τὶς δυνατότητές μας γιὰ τὸ καλό… εἶναι ἡ κατάχρηση κι ὄχι ἡ λελογισμένη χρήση τῆς Ἐπιστήμης ποὺ ἐπιφέρει κακά, ὅπως καὶ κάθε κατάχρηση. Ἂν πάλι κάποιοι ἄλλοι ἀπὸ πλευρᾶς Ἐπιστήμης … παρουσιάζονται ὡς ἄθεοι, θὰ πρέπει κι αὐτοὶ νὰ θυμοῦνται, πὼς η ἀθεΐα τους δὲν μπορεῖ νὰ θεμελιωθεῖ στὴν Ἐπιστήμη ἀλλὰ εἶναι ἁπλῶς μία ὑπαρξιακὴ τοποθέτησή τους… Ἡ σχέση Χριστιανισμοῦ καὶ Θετικῶν Ἐπιστημῶν εἶναι σχέση συμπόρευσης, γιατί θετικοὶ εἶναι ὅλοι οἱ παράγοντες ποὺ τὴ διαμορφώνουν” (Ἀρσινόης Γεωργίου, ὅπου ἀνωτέρω)
Τὸ δίλημμα, λοιπὸν, “Ἐπιστήμη ἢ Πίστη” εἶναι ἕνα ψευτοδίλημμα. Ἐπιστήμη και Πιστη εἶναι ἡ διαχρονικὴ ἀπάντηση.