«Πήραμε τήν ζωή μας λάθος, κι ἀλλάξαμε ζωή»
τοῦ Σπύρου Μπαζίνα
Εἶναι καιρός νά σταματήσουμε νά κρυβόμαστε πίσω ἀπό τό δάχτυλό μας, πίσω ἀπό τελετές καί ἐπετείους καί νά δοῦμε τήν σκληρή ἀλήθεια. Μέ τό σαράκι τῆς διχόνοιας πού μᾶς ταλαιπωρεῖ ἀνέκαθεν (γιά αὐτό καί ὁ ἐθνικός ποιητής μᾶς ἐξορκίζει νά τήν ἀποφύγουμε «νά μήν ποῦν στό λογισμό τους τά ξένα ἔθνη ἀληθινά, ἄν μισοῦνται ἀνάμεσο τους δέν τούς πρέπει ἐλευθεριά») ὑπονομεύσαμε μόνοι μας τήν ἐπιτυχία τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821 καί δεχτήκαμε μιὰ μειωμένη ἀνεξαρτησία ἀπό τό συνέδριο τοῦ Λονδίνου τό 1830.
Σκοπός τοῦ συνεδρίου ἦταν νά διχοτομήσει τήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία (στήν ὁποία οἱ Ρωμιοί εἴχαμε ἕνα μεγάλο μερίδιο) καί νά δημιουργήσει ἕνα μικρό δεύτερο ἀνάχωμα στήν κάθοδο τῶν Ρώσων στό Αἰγαῖο. Ὁ πρῶτος λόγος ἐξέλειπε (ἄν θέλουν νά διχοτομήσουν τήν Τουρκία, ἔχουν τούς Κούρδους). Τόν δεύτερο δέν τολμᾶμε φαίνεται οὔτε νά τόν ἀμφισβητήσουμε, παρά τό γεγονός ὅτι οἱ «μεγάλοι σύμμαχοί» μας στήν Δύση ἔχουν ἤδη συμμαχήσει μέ ὅλους τοὺς ἐχθρούς μας καί μᾶς φτύνουν καθημερινά κατάμουτρα, ἐνῶ ἐμεῖς κάνουμε σάν νά … ψιχαλίζει. Κάνουμε σαν νὰ μή τρέχει τίποτα, σάν ἡ κύρια μέριμνά μας νά εἶναι τά λεφτά καί τά νιτερέσα, τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε καί τί θά καζαντίσουμε («μές στόν ψεύτικο ντουνιά, καί ὁ μήνας ἔχει ἐννιά»). Ἔτσι, ὁδεύουμε πρός τήν καταστροφή. «Τῶν οἰκιῶν ἡμῶν ἐμπιπραμμένων, ἡμεῖς ἄδωμεν», σάν τά σαλιγκάρια πού σιγοψήνονται σέ χαμηλή φωτιά καί σφυρίζουν.
Ἀπό τό 1830 καί μετά, προσδεθήκαμε στό ἅρμα τῆς «διαφωτισμένης» Δύσης καί ἀλλοιωθήκαμε ὅσο ποτέ ἄλλοτε, ξεχνώντας τίς παραδοσιακές θρησκευτικές καί πολιτιστικές ἀξίες τῆς Ρωμιοσύνης, ξεχνώντας ὅτι γιά γενεές γενεῶν τό φῶς τῆς ζωῆς μας ἦταν ὁ Χριστός. Ἔτσι, περάσαμε καί περνᾶμε μιὰ Βαβυλώνια αἰχμαλωσία σέ ξένες ἀδιέξοδες ἰδέες καί πρόσκαιρα σχήματα. Ἀποτέλεσμα; Στά τελευταῖα 200 χρόνια χάσαμε τόν ἑαυτό μας καί ὑπέστημεν μεγαλύτερες καταστροφές ἀπό ὅ,τι στά τελευταῖα 2000 χρόνια. Ἡ καταστροφή τῆς Ρωμιοσύνης στήν Μικρασία τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1922 εἶναι ἡ μεγαλύτερη καταστροφή ἀπό τήν καταστροφή τῶν Ἀθηναίων στήν Σικελία τόν Σεπτέμβριο τοῦ 413 π.Χ.. (ἀκόμα ἀναρωτιοῦνται οἱ σοφοί ἄν μπορεῖ νά ὑπάρξει Ρωμιοσύνη χωρίς τήν ψυχική ἰσορροπία πού μᾶς ἔδινε ἡ Μικρασία). Τό ἴδιο ἰσχύει γιά τήν καταστροφή τῆς Ρωμιοσύνης τῆς Πόλης τό 1955 (ὅταν ὁριστικά «ἑάλω ἡ πόλις» χωρίς τό Ἑλλαδικό Κράτος καί οἱ «σύμμαχοί» του νά ποῦν κουβέντα, ἐνῶ κάποιοι ἀπό τούς μεγάλους μας συμμάχους συνέστησαν σέ δήμιους καί θύτες … «ψυχραιμία»). Τό ἴδιο ἐπίσης ἰσχύει καί γιά τήν Κυπριακή καταστροφή πού ὁλοκληρώθηκε τόν Αὔγουστο τοῦ 1974 ἐπί Κυβέρνησης Καραμανλῆ μετά τό ἀμίμητο «ἡ Κύπρος εἶναι μακριά»). Τό ἴδιο ἰσχύει ὅμως κυρίως γιά τήν γλωσσική καί πολιτισμική παρακμή μας τά τελευταία 50 χρόνια τουλάχιστον.
Ἔτσι, αὐτό πού βλέπουμε στήν σύγχρονη Ἑλλάδα δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν Ρωμιοσύνη (δέν λέω Ἑλληνισμό, γιατί, ἀντίθετα μέ τά ὅσα λένε οἱ «διαφωτισμένοι φίλοι» μας, ὁ Ἑλληνισμός ὁλοκληρώθηκε στήν Ὀρθοδοξία ὡς Ρωμιοσύνη, ὁ Πλάτωνας εἶναι ὁ παππούς μας ἀλλά ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι ὁ πατέρας μας). Τί νά πεῖ κανείς; Εἴμαστε ἕνα ἀπό τά ἀρχαιότερα γένη τῶν ἀνθρώπων καί στόν 20ο αἰώνα ἀναγορεύσαμε (ὄχι ἐμεῖς, οὔτε καί οἱ ἴδιοι, ἀλλά οἱ παρατρεχάμενοί τους γιά νά σιγουρέψουν τήν θέση τους) δύο «ἐθνάρχες» σάν νά γεννηθήκαμε σάν γένος (ὄχι ἔθνος, γιατί εἴμαστε πολλά ἔθνη-ράτσες μέ κοινή πίστη, γλώσσα καί πολιτισμό) τόν 20ο αἰώνα καί σάν νά μήν ἦταν ὁ 20ος αἰώνας ἕνας ἀπό τούς πιό καταστρεπτικούς γιά τήν Ρωμιοσύνη!
Καί φτάσαμε ἐδῶ πού φτάσαμε. Στό νά ἐπιστρέψουμε σέ ἕνα ἄλλο συνέδριο τοῦ Λονδίνου (στήν τρόϊκα) τήν μέ αἷμα μαρτύρων καί ἡρώων κερδισμένη ἀνεξαρτησία μας, καί μέ αὐτή καί τήν ἐδαφική μας ἀκεραιότητα. Ἡ Θράκη ἔχει ἤδη αὐτονομηθεῖ. Στό Αἰγαῖο, τά κυριαρχικά μας δικαιώματα ἔχουν ἤδη ἀτονήσει ἀφοῦ δέν τά ἀσκοῦμε. Μέ τήν παραχώρηση τοῦ ὀνόματος, ἐπιχειροῦμε νά παραχωρήσουμε τά ἐδάφη τῆς Μακεδονίας στό κατασκεύασμα τῶν Σκοπίων. Μέ τό σχέδιο Ἀννάν, πού κάποιοι ἄφρονες στήν Ἑλλάδα ἀποδέχτηκαν καί ἀποτελεῖ σημεῖο ἐκκίνησης κάθε συζήτησης γιά τούς Τούρκους καί τήν διεθνῆ κοινότητα, ἐπιχειρήσαμε νά καταργήσουμε τό Κράτος τῆς Κύπρου καί νά νομιμοποιήσουμε τήν κατοχή καί τίς συνέπειές της. Ἐγκαταλείψαμε τήν κιβωτό μας μέσα στόν κατακλυσμό, τήν Ἐκκλησία μας, τήν γλώσσα μας, τόν πολιτισμό μας. Ποῦ πᾶμε;!
«Τό σφάλλειν ἀνθρώπινο καί τό ὁμολογεῖν ἀνδρικόν». Ἄς τό παραδεχθοῦμε λοιπόν πρίν εἶναι πολύ ἀργά. «Πήραμε τήν ζωή μας λάθος», ὄχι τά τελευταῖα 20 ἀλλά τά τελευταῖα 200 χρόνια. Καιρός νά ἀλλάξουμε ζωή, ὅσο ἀκόμη ὑπάρχουμε καί «κινούμεθα καί ἐσμέν». Καιρός νά ἀνακαλύψουμε καί πάλι κάτω ἀπό τήν στάχτη ὡς ἀναγεννώμενο φοίνικα τόν ἑαυτό μας στήν κοινοτική καί κοινοβιακή παράδοση τῶν Ρωμαίικων κοινοτήτων, ὅπου ἕκαστος συνεισφέρει ὅσα δύναται καί ἐσοδεύει ὅσα χρειάζεται γιά μιὰ λιτή ζωή. Καιρός νά ξαναθυμηθοῦμε τίς ἀρετές μας, τήν ἀδελφική ἀλληλεγγύη στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τό ἀγωνιστικό πνεῦμα τοῦ «εἷς οἰωνός ἄριστος ἀμύνεσθαι περί πάτρης». Καιρός νά ξαναανακαλύψουμε τήν ἀγάπη, τήν θυσία, τό φῶς, τήν ζωή, τόν Χριστό, γιά νά μή ξαναπερπατήσουμε στό σκοτάδι. Χωρίς δειλία. Χωρίς ἀμφιβολία. Χωρίς μῖσος γιά κανένα (ἐθνικισμός καί Ρωμιοσύνη εἶναι ἀντίθετες ἔννοιες, ἀφοῦ ἡ Ρωμιοσύνη ἔχει οἰκουμενικό χαρακτήρα καί ἀγκαλιάζει ὅλους ὅσους συμμετέχουν τῆς «ἡμετέρας παιδείας» καί θέλουν νά εἶναι καί νά λέγονται Ρωμιοί). Ἔχουμε ζωντανό παράδειγμα νά ἀκολουθήσουμε, τό Ἅγιον ὄρος, πού διέσωσε αὐτήν τήν παράδοση γιά μᾶς καί γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Γιά αὐτό βάλλεται μέ τόση λύσσα, ἀπό ἀμετανόητους ἀλλά καί ἀνόητους, πού πριονίζουν τό κλαδί στό ὁποῖο κάθονται καί αὐτοί καί ὁ κόσμος ὅλος.
Ἄς πορευτοῦμε μαζί μέ ὅσους δέν το ’χουν ἀκόμη χάσει τελείως καί δέν εἶναι διατεθειμένοι νά ἀκολουθήσουν αὐτήν τήν πορεία αὐτοκαταστροφῆς πού ἔχουμε πάρει κι ἐμεῖς καί ὁ κόσμος ὅλος. Ἄς πορευτοῦμε μαζί μέ ὅσους θέλουν νά μᾶς ἀκολουθήσουν μακριά ἀπό τό ἀπέραντο κοιμητήριο, τήν Δύση πού ἀνακάλυψε στήν τύφλα της ἀπό τόν πολύ «διαφωτισμό» τόν θάνατο τοῦ Θεοῦ. Μαζί μέ τήν «καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολή» καί κυρίως τούς ὁμόδοξους ἀδελφούς μας ἀπό τήν Ρωσία, πού ἀνακαλύπτει τόν ἑαυτό της πιό γρήγορα ἀπό μᾶς καί μᾶς καλεῖ νά πάρουμε τήν θέση μας στήν κεφαλή τοῦ κοινοῦ ἀγώνα. Μέ θάρρος καί ἐλπίδα, ἐδῶ πού φτάσαμε θά τραγουδήσουμε καί πάλι, ἐν ἀνάγκῃ, σάν τούς πατέρες μας τό προφητικό τραγούδι τοῦ λαοῦ μας (γιατί, ἀντίθετα μέ ὅ,τι πιστεύουν πολλοί, λαό ἱκανό καί φιλότιμο ἔχουμε, ἀνάλογη ἡγεσία δέν ἔχουμε). «Ἀκόμη ἕνα καλοκαίρι, ραγιάδες, ραγιάδες. Ὥσπου νὰ ’ρθει ὁ Μόσκοβος τήν λευτεριά νά φέρει.»