Στὴν περίοδο αὐτὴ πραγματοποιοῦνται πολλὲς καὶ σημαντικὲς ἀλλαγές. Δηλαδή, στὶς πέντε νηστήσιμες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας, (Δευτέρα ἕως Παρασκευή), δὲν ἐφαρμόζεται τὸ καθιερωμένο τυπικό: Τὸ πρωὶ ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ καὶ Ὄρθρου μὲ ἢ χωρὶς Θεία Λειτουργία καὶ τὸ ἀπόγευμα ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ.
Αἰτία τῶν ἀλλαγῶν εἶναι οἱ νέες Ἀκολουθίες, ποὺ προστίθενται στὴν περίοδο αὐτή: Ἡ Θ. Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, ποὺ συνήθως τελεῖται Τετάρτη καὶ Παρασκευή, οἱ Χαιρετισμοὶ καὶ τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο. Ἔτσι, παρουσιάζονται οἱ ἀκόλουθες περιπτώσεις:
α. Τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας, Τρίτης καὶ Πέμπτης τελοῦνται:
(1) Μεσονυκτικὸ καὶ Ὄρθρος,
(2) Οἱ Ὧρες (Α’, Γ’, ΣΤ’ καὶ Θ’),
(3) Ὁ Ἑσπερινός τοῦ ἀπογεύματος (στὸν ὁποῖο, φυσικά, τιμᾶται ὁ Ἅγιος τῆς ἑπόμενης ἡμέρας).
β. Τὸ πρωὶ τῆς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς τελοῦνται ὅλα τ’ ἀνωτέρω καὶ στὸν Ἑσπερινὸ ἐπισυνάπτεται καὶ ἡ Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία.
γ. Ἐὰν ἡ Προηγιασμένη πρόκειται νὰ τελεσθεῖ τὸ ἀπόγευμα, τότε ἡ πρωινὴ ἀκολουθία ἀρχίζει κανονικά, σταματᾶ ὅμως στὴν ΣΤ’ Ὧρα καὶ γίνεται ἀπόλυση.
δ. Ἡ Προηγιασμένη τὸ ἀπόγευμα ἀρχίζει μὲ τὴν Θ’ Ὧρα (κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ὁ Λειτουργὸς «παίρνει καιρό» μὲ διαφορετικὸ τυπικὸ καὶ ἐνδύεται πλήρη στολή) καὶ μετὰ τὴν ἀπόλυση (τῆς Θ’ Ὥρας) συνεχίζει μὲ τὸ «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία…», ὅποτε ἀρχίζει ὁ Ἑσπερινὸς μὲ τὴν Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία.
ε. Τὸ ἀπόγευμα τῶν τεσσάρων πρώτων ἡμερῶν (Δεύτερα ἕως Πέμπτη), στὴ θέση τοῦ Ἑσπερινοῦ τελεῖται τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο.
στ. Ἐὰν τὸ ἀπόγευμα τῆς Τετάρτης τελεσθεῖ ἡ Προηγιασμένη, τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο τελεῖται συνήθως μετὰ τὴ Θ. Λειτουργία (τῶν Προηγιασμένων Δώρων).
ζ. Τὸ ἑσπέρας τῆς Παρασκευῆς τῶν πέντε πρώτων ἑβδομάδων, τελεῖται στοὺς Ναοὺς ἀκόμη μία νέα Ἀκολουθία: ἡ προσφιλὴς στὸ λαό μας ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας («Ἄγγελος πρωτοστάτης…» – «Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε») στὸ μέσον τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου, κάθε φορὰ μὲ μία «Στάση», καὶ τὴν πέμπτη ἑβδομάδα ὅλες οἱ Στάσεις μαζὶ – ὁλόκληρος ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.
Τὸ πλῆθος αὐτὸ τῶν Ἀκολουθιῶν ἐναρμονίζεται μὲ τὸ Ὀρθόδοξο λατρευτικὸ πνεῦμα, ποὺ θέλει τὸν πιστὸ ἑπτάκις τῆς ἡμέρας νὰ αἰνεῖ τὸν Θεὸ (Ψάλμ. ριη’, 164), ἀλλὰ ἔρχεται στὴν καθημερινὴ πράξη καὶ ζωὴ σ’ ἀντίθεση μὲ τὸ σύγχρονο πνεῦμα τοῦ κόσμου, σύμφωνα μὲ τὸ ὅποιο ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνο δὲν ἔχει ἐλεύθερο χρόνο ἀλλ’ οὔτε καὶ τὴν ἀνάλογη διάθεση… Ὑπάρχει δυστυχῶς μεγάλη ἐκκοσμίκευση καὶ σύγχυση στὸ μυαλό του.
Ἡ Ἐκκλησία πάντως τὴν περίοδο αὐτή, γνωρίζοντας τὴν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, τὸν βοηθᾶ νὰ βρεῖ τὸν δρόμο του, προσφέροντάς του τὴ λύση τῆς συχνότερης συμμετοχῆς του στὴ λατρευτικὴ ζωή. Ὅποτε εὐκαιρεῖ καὶ μπορεῖ νὰ ἐξοικονομεῖ κάποιο χρόνο, νὰ τὸν διαθέτει στὸν Θεὸ καὶ νὰ παρακολουθεῖ κάποια ἀπὸ τὶς πολλὲς Ἀκολουθίες. Ἔτσι, καὶ ὁ χρόνος θ’ ἀξιοποιεῖται καλύτερα καὶ οἱ εὐλογίες τοῦ Θεοῦ θ’ αὐξάνουν στοὺς πιστοὺς, ποὺ θὰ κάνουν τέτοιες θυσίες…
Οἱ Κατανυκτικοί ἑσπερινοί
Τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου τελεῖται ὁ κατανυκτικὸς Ἑσπερινός τῆς Συγγνώμης.
Κατανυκτικὸς λέγεται, διότι ψάλλονται κατανυκτικὰ τροπάρια ἀπὸ τὸ Τριώδιο, ποὺ τὸ περιεχόμενό τους διαποτίζεται ἀπὸ βαθιὰ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας, πένθος, συντριβή, μετάνοια καὶ θερμὴ ἱκεσία γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν.
Ἑσπερινὸς Συγγνώμης λέγεται αὐτὸς μόνον ἀπὸ τοὺς κατανυκτικούς, διότι στὸ τέλος τῆς Ἀκολουθίας ὁ λαὸς ἀσπάζεται τὸ Εὐαγγέλιο ζητώντας ἀπὸ τὸν Ἱερέα συγγνώμη καὶ στὴ συνέχεια καὶ μεταξύ τους, ὥστε συγχωρεμένοι νὰ ἀρχίσουν τὴ Μεγ. Τεσσαρακοστή. Πρόκειται γιὰ μία ὡραῖα συνήθεια, ποὺ καλὸ εἶναι νὰ ἀναβιώσει.
Οἱ κατανυκτικοὶ Ἑσπερινοὶ τελοῦνται κάθε Κυριακή τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς.
Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ τῶν Ἑσπερινῶν αὐτῶν εἶναι, ὅτι, μετὰ τὴν Εἴσοδο καὶ τὸ «Ἑσπέρας Προκείμενον», ἀλλάζει ὁ διάκοσμος τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ ἡ στολὴ τοῦ Ἱερέως. Ἀπὸ πασχαλινή, λόγω τῆς Κυριακῆς, μεταπίπτει σὲ πένθιμη, λόγω τῆς Τεσσαρακοστῆς (ἀλλάζουν τὰ λευκὰ μὲ πορφυρὰ -ἐφ’ ὅσον τὸν Χριστὸ δὲν Τὸν πενθοῦμε ὡς ἄνθρωπο ἀλλ’ ὡς Βασιλέα Θεό).
Στὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, ψάλλονται τὰ τροπάρια «Θεοτόκε Παρθένε…», «Βαπτιστὰ τοῦ Χριστοῦ…» κ.λπ. καὶ κατακλείονται μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Ἔφραίμ τοῦ Σύρου:
«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μὴ μοὶ δῶς. Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί Κύριε, Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἔμα πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου ὅτι εὐλογητὸς εἰ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Λέγοντάς την, κάνουμε καὶ τρεῖς μεγάλες μετάνοιες. Ἀκολουθοῦν δώδεκα μικρές, ἐνῶ λέμε μυστικῶς τό: «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ στὸ τέλος ἐπαναλαμβάνεται τό: «Ναὶ Κύριε, Βασιλεῦ…» κάνοντας καὶ τέταρτη μεγάλη μετάνοια.
Τὸ μέγα ἀπόδειπνο
Κάθε ἀπόγευμα τῶν ἡμερῶν Δευτέρας, Τρίτης, Τετάρτης καὶ Πέμπτης, ὁλόκληρης τῆς Τεσσαρακοστῆς μέχρι Μέγ. Τρίτη, τελεῖται στοὺς Ἱ. Ναοὺς (ἢ στὸ σπίτι μας, ἐὰν δὲ μεταβοῦμε στὸ Ναό), ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου.
Τὶς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας τελεῖται τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο (καὶ ὁλόκληρο τὸ χρόνο, πλὴν τῆς Διακαινήσιμης ἑβδομάδας): Τὴν Παρασκευή, τελεῖται μαζὶ μὲ τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας, ἐνῶ Σάββατο καὶ Κυριακὴ τὸ διαβάζουμε σπίτι μόνοι μας.
Λέγεται Ἀπόδειπνο, διότι εἶναι ἀκολουθία ποὺ γίνεται (κανονικά) μετὰ τὸ δεῖπνο, δηλ. εἶναι ἡ βραδινὴ προσευχὴ τοῦ Χριστιανοῦ καὶ Μέγα, λόγω τῆς ἐκτάσεώς του καὶ γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο.
Περιέχει (1) Ψαλμοὺς ποὺ διαβάζονται, (2) ὡραιότατα καὶ ποικίλα μικρὰ τροπάρια ποὺ ψάλλονται καὶ (3) εὐχὲς ποὺ ἀναγινώσκει ὁ Ἱερέας. Εἶναι μία ὡραιότατη Ἀκολουθία, ποὺ περιέχει καὶ τὸ γνωστότατο τροπάριο: «Κύριε τῶν Δυνάμεων μεθ’ ἡμῶν γενοῦ ἄλλον γὰρ ἐκτός σοῦ βοηθὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν, Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἐλέησον ἡμᾶς».
Πρὸ τοῦ τέλους ἀναγινώσκεται ἡ εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Ἔφραιμ «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου…» .
Ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων
Τὴν καθαρὰ Τετάρτη καὶ συνήθως κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευή, μόνο στὴ Μεγ. Τεσσαρακοστή, τελεῖται στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο:
Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει σὲ χρήση τρεῖς Θεῖες Λειτουργίες, κατὰ τὶς ὅποιες γίνεται θυσία. Τὴ Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου. Ἡ τρίτη γίνεται μία φορᾶ τὸ χρόνο, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου, τὴν 23η Ὀκτωβρίου. Τοῦ Ἅγ. Βασιλείου γίνεται δέκα φορὲς τὸν χρόνο· τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του (1η Ἰανουαρίου), τὶς παραμονὲς Χριστουγέννων, Φώτων καὶ Πάσχα, τὶς πέντε πρῶτες Κυριακὲς τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς καὶ τὴ Μεγ. Πέμπτη. Τὶς ἄλλες ἡμέρες τοῦ ἔτους τελεῖται ἡ Θ. Λειτουργία τοῦ Ἅγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Ὅλες, ὅμως, αὐτὲς οἱ Λειτουργίες ἔχουν πανηγυρικὸ καὶ χαρμόσυνο χαρακτήρα. Ἐπειδὴ ἡ Μεγ. Τεσσαρακοστὴ εἶναι κατανυκτικὴ καὶ κάπως πένθιμη περίοδος, ἡ Ἐκκλησία μας ὅρισε οἱ Λειτουργίες αὐτὲς νὰ τελοῦνται μόνο τὰ Σάββατα καὶ τὶς Κυριακὲς τῆς Μ. Σαρακοστῆς. Τὶς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας δὲν τελεῖται Θ. Λειτουργία.
Οἱ Χριστιανοὶ, ὅμως, τοὺς πρώτους αἰῶνες εἶχαν τὴ συνήθεια νὰ μεταλαμβάνουν τέσσερις καὶ πέντε φορὲς τὴν ἑβδομάδα, διότι ἐγνώριζαν ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ζοῦν «ἐν Χριστῷ» ἄνευ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὁ Ἴδιος εἶπε, ὅτι εἶναι «βρῶσις καὶ πόσις». «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. στ’, 54). Τότε, βέβαια, τὰ δισκοπότηρα μπορεῖ νὰ ἦταν «ξύλινα» ἀλλὰ οἱ Χριστιανοὶ ἦταν «χρυσοί», μὲ ἁγία ζωή. Σήμερα, παρότι πολλὲς φορές συμβαίνει τὸ ἀντίθετο, οἱ Χριστιανοὶ μποροῦν καὶ πρέπει νὰ κοινωνοῦν τακτικότερα, πάντοτε μὲ ἄδεια τοῦ Πνευματικοῦ τους, προσέχοντας πολὺ τὴ ζωή τους.
Γιὰ νὰ λυθεῖ, λοιπὸν, τὸ πρόβλημα τῆς συχνῆς Θ. Κοινωνίας, ἡ Ἐκκλησία καθόρισε νὰ τελεῖται μόνο τὴ Μέγ. Τεσσαρακοστὴ ἡ κατανυκτικὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων. Σ’ αὐτὴν δὲ γίνεται πλήρης Θ. Λειτουργία, διότι ὁ Ἄρτος ποὺ θὰ χρησιμοποιηθεῖ καθαγιάζεται τὴν προηγούμενη Κυριακή, ἐμποτίζεται στὸ Ἅγιο Αἷμα τοῦ Κυρίου μας, φυλάσσεται στὸ Ἅγιο Ἀρτοφόριο τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ προσφέρεται γιὰ Κοινωνία τὴν ἡμέρα ποὺ τελεῖται ἡ Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία. Ἡ Λειτουργία αὐτὴ εἶναι, κανονικά, ἑσπερινή, γι’ αὐτὸ εἶναι συνυφασμένη μὲ Ἑσπερινὸ καὶ οἱ Χριστιανοί, μέχρις ὅτου κοινωνήσουν, μένουν ἄσιτοι, δηλ. νηστικοί, ἀπὸ τὰ μεσάνυκτα μέχρι τὴν ὥρα τῆς Θ. Κοινωνίας. Ὅσοι δὲν μποροῦν νὰ κρατήσουν, πηγαίνουν στοὺς Ναούς ποὺ τελοῦν τὴν Προηγιασμένη Λειτουργία πρωί, πρὸς διευκόλυνση τῶν πιστῶν, ἢ κοινωνοῦν Σάββατο ἢ Κυριακή.
Χαρακτηριστικά τῆς Προηγιασμένης Λειτουργίας
α. Προηγεῖται τῆς Προηγιασμένης ἡ ἀκολουθία τῆς Θ’ Ὥρας.
β. Μὲ τὸ «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός…» ἀρχίζει ἡ Θεία Λειτουργία, στὴν ἀρχὴ τῆς ὁποίας ἐπισυνάπτεται ὁ Ἑσπερινός τῆς ἑπόμενης ἡμέρας.
γ. Ὅταν ἀναγιγνώσκονται τὰ «Πρὸς Κύριον…» (Ψαλτήρι σὲ τρεῖς Στάσεις), συνήθως στὸ τέλος ἀκούγονται ἀπὸ τὸ Ἱερὸ ἦχοι θυμιατοῦ, (ἡ Ὡραία Πύλη εἶναι κλειστή). Ἐκείνη τὴ στιγμὴ, ὁ Ἱερέας μεταφέρει τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ὅπου φυλάχθηκε ἀπὸ τὴν Κυριακή, στὴν Ἱερὰ Πρόθεση καὶ γι’ αὐτὸ οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ σηκώνονται καὶ νὰ παρακολουθοῦν νοερὰ καὶ λογικὰ τὰ τελούμενα.
δ. Στὴ Μεγάλη Εἴσοδο (ποὺ γίνεται ἀπὸ τὸ συντομότερο δρόμο), ἐπειδὴ ὁ Ἱερέας μεταφέρει τὸ προηγιασμένο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας – τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ – οἱ Χριστιανοὶ γονατίζουν λατρευτικῶς, ἐπαναλαμβάνοντας μυστικῶς τό: «Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν…».
ε. Στὸ τέλος, ἀναγιγνώσκονται οἱ δυὸ Ψαλμοί: «Εὐλογήσω τὸν Κύριον…» (ὁ 33ος) καὶ «Ὑψώσω σὲ ὁ Θεός μου…» (ὁ 144ος), κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων ὁ Ἱερέας μοιράζει τὸ ἀντίδωρο καὶ μετὰ ἀπολύει ἡ Λειτουργία μὲ τὸ «Δι’ εὐχῶν…».
στ. Τὸ ἀντίδωρο αὐτὸ εἶναι τὸ πρόσφορο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ Ἱερεὺς τὴν Κυριακὴ ἔβγαλε τὸν Ἀμνό. Πολλοὶ αὐτὸ τὸ λένε «Παναγία» (ἐπειδὴ ἀπὸ τὰ σπλάγχνα της βγῆκε ὁ Χριστός). Γι’ αὐτὸ, τὸ ἀντίδωρο στὶς Προηγιασμένες εἶναι συνήθως μικρὸ τεμάχιο).
ζ. Στὶς Προηγιασμένες Θ. Λειτουργίες δὲν μνημονεύονται ὀνόματα ζώντων καὶ τεθνεώντων, οὔτε στὴν Ἱερὰ Πρόθεση οὔτε στὴ Θεία Λειτουργία.
ἡ. Στὴ Λειτουργία αὐτὴ, ἐπίσης, δὲν τελοῦνται μνημόσυνα. Μποροῦν νὰ γίνουν μετὰ τὸ «Δι’ εὐχῶν…» Τρισάγια.
Μ’ αὐτὸ τὸν ὡραῖο καὶ σοφὸ τρόπο καὶ διατηρώντας τὸν κατανυκτικὸ χαρακτήρα τῆς περιόδου, ἔλυσε ἡ Ἐκκλησία μας τὸ ζήτημα τῆς συχνῆς Θείας Κοινωνίας καὶ ἤδη οἱ πιστοὶ, ἐκτιμώντας καὶ «ἐκμεταλλευόμενοι» αὐτὴ τὴν πνευματικὴ εὐκαιρία, κατακλύζουν τοὺς Ναούς, Τετάρτη καὶ Παρασκευή, μεταλαμβάνοντας τῶν Προηγιασμένων αὐτῶν Θείων Δώρων.
Ὁ ἀκάθιστος ὕμνος
Τὴ Μεγ. Σαρακοστή, στὶς τέσσερεις πρῶτες ἑβδομάδες, κάθε Παρασκευὴ βράδυ στὸ μέσον τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου, ἀντηχοῦν οἱ θαυμάσιοι καὶ προσφιλέστατοι στὸ λαό μας Χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας («Ἄγγελος πρωτοστάτης…» – «Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε»).
Ψάλλονται τμηματικά, κάθε φορὰ καὶ μία «Στάση» ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, μαζὶ μὲ τὸν ἐξαίρετο «Κανόνα» του (τὰ Τροπάρια τῶν Χαιρετισμῶν), ποὺ περιέχει ὀκτὼ ὠδὲς καὶ ἀρχίζει μὲ τὸ Τροπάριο: «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος…».
Ὁλόκληρος ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ψάλλεται στὸν Ὄρθρο τοῦ Σαββάτου τῆς Ε’ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν ἀλλὰ, γιὰ εὐκολία τῶν πιστῶν, τὸν ψάλλουμε ἀποβραδὶς (τὴν 5η Παρασκευὴ τῆς Τεσσαρακοστῆς).
Οἱ Χαιρετισμοὶ συνδέθηκαν μὲ τὴ Μέγ. Τεσσαρακοστὴ, λόγω τῆς μεγάλης Θεομητορικῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Εἶναι ἡ μόνη μεγάλη ἑορτὴ ἡ ὁποία δὲν ἔχει μεθέορτα, ἐξ αἰτίας τοῦ χαρακτήρα τῆς Σαρακοστῆς. Αὐτὴ τὴν ἔλλειψη ἔρχεται νὰ καλύψει ἡ ψαλμωδία τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου.
Τὸ ὑμνολογικὸ αὐτὸ κείμενο χρησιμοποιεῖται στὴν Ἐκκλησία μας περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Μοναστήρια καὶ τοὺς Ναοὺς στοὺς ὁποίους γίνεται Ἀπόδειπνο, πολλοὶ λαϊκοὶ συνηθίζουν νὰ διαβάζουν τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας κάθε βράδυ μαζὶ μὲ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο.
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος εἶναι «Κοντάκιο». Εἶναι δηλ. ὕμνος ἀνάλογος πρὸς τοὺς «Κανόνες». Ἡ ὀνομασία του ὀφείλεται μᾶλλον στὸ κοντὸ ξύλο, στὸ ὁποῖο ἡ μεμβράνη μὲ τὸν ὕμνο ἦταν τυλιγμένη. Τὸ πρῶτο τροπάριο τοῦ Ὕμνου λέγεται «Προοίμιον»: «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβῶν ἐν γνώσει…», τὸ ὅποιο ἀργότερα ἀντικαταστάθηκε μὲ τὸ πασίγνωστο: «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Ἀκολουθοῦν οἱ 24 «Οἶκοι» ἀπὸ τὸ Α μέχρι τὸ Ω. Κάθε ἕξι γράμματα (κάθε ἕξι «Οἴκους») ἔχουμε μία «Στάση». Ἡ τελευταία λέξη κάθε «Οἴκου» ποὺ ἐπαναλαμβάνει ὁ λαός, σὰν σύντομη ἱκεσία, λέγεται «ἐφύμνιον» καὶ ὑπάρχουν δυό: Τὸ «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» καὶ τὸ «Ἀλληλούϊα». Τὸ πρῶτο «ἐφύμνιον» γιὰ τοὺς περιττοὺς «Οἴκους», ποὺ περιλαμβάνουν 156 «Χαῖρε», καὶ τὸ δεύτερο γιὰ τοὺς ἀρτίους.
Θέμα τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου:
Στὸ πρῶτο μέρος (Α-Μ, στὶς δυὸ πρῶτες «Στάσεις»), ὑμνεῖται ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Κυρίου. Ἀρχίζει μὲ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Παρθένου («Ἄγγελος πρωτοστάτης, οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε…»), συνεχίζει μὲ τὴ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Παναγία, τὴν ἐπίσκεψή της στὴν Ἐλισάβετ, τοὺς λογισμοὺς τοῦ Ἰωσήφ, τὴν προσκύνηση τῶν Ποιμένων καὶ τῶν Μάγων, τὴ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου.
Στὸ δεύτερο μέρος (Ν-Ω), ὑμνεῖται ἡ δυνατότητα θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου χάρη στὴ σάρκωση τοῦ Κυρίου καὶ ἡ θεομητορικὴ ἀξία τῆς Παναγίας. Καὶ ὅλα τ’ ἀνωτέρω, μὲ θαυμάσιες ποιητικὲς ἀποστροφὲς καὶ ἐγκώμια, ποὺ περιλαμβάνουν ἐπιτυχέστατες ἀντιθέσεις καὶ ὡραιότατες θεολογικὲς εἰκόνες.
Ὁ «Ἀκάθιστος Ὕμνος», σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὀνομάστηκε ἔτσι γιὰ τὸν ἑξής λόγο: Τὸ ἔτος 626, ἡ Κων/πόλη πολιορκήθηκε συγχρόνως ἀπὸ τοὺς Ἀβάρους (ξηρά) καὶ τοὺς Πέρσες (ξηρὰ καὶ θάλασσα) γιὰ μῆνες. Ὁ Αὐτοκράτορας Ἡράκλειος ἀπουσίαζε στὴν Ἀσία. Ὁ κίνδυνος πτώσεως τῆς Πόλεως ἦταν πολὺ μεγάλος. Στὴν ἄμυνα πρωτοστάτησε ὁ Πατριάρχης Σέργιος. Ἔτσι οἱ λίγοι μαχητές, μαζὶ μὲ τὸν κλῆρο καὶ τὸ λαό, ζητώντας τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ (μὲ προσευχὲς καὶ Παρακλήσεις) καὶ στηρίζοντας τὶς ἐλπίδες τους στὴν Προστάτριά τους, τὴν «Ὑπέρμαχο Στρατηγό», τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀντιστέκονταν ἀπεγνωσμένα. Καί, ὧ τοῦ θαύματος, ἕνας φοβερὸς ἀνεμοστρόβιλος κατέστρεψε τὰ πλοῖα τῶν Περσῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ λυθεῖ ἡ πολιορκία. Ἡ Βασιλεύουσα ἐσώθη! (ἦταν 8 Αὐγούστου). Τότε «ὀρθοστάδην ὅλος ὁ λαός» ἔψαλλε τὸν Ὕμνο αὐτό, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τότε ὀνομάστηκε Ἀκάθιστος. Τὰ νικητήρια ἀποδόθηκαν στὴν Προστάτρια τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ πάντα σκέπει καὶ προστατεύει τὸ ἔθνος μας.
Ὁ Μέγας Κανὼν
Τὴν Τετάρτη ἀπόγευμα, μεταξὺ Δ’ καὶ Ε’ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, ψάλλεται ἡ ἀκολουθία τοῦ «Μεγάλου Κανόνος», στὸ μέσον τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου. Κανονικὰ εἶναι ὁ Ὄρθρος τῆς ἑπομένης καὶ μπορεῖ νὰ τελεῖται ἀγρυπνία μὲ Θ. Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων.
Κανόνες εἶναι μεγάλοι ὕμνοι, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦνται ἀπὸ μικρότερες ἑνότητες, ποὺ λέγονται Ὠδὲς (ἀπὸ τὸ ρῆμα ἄδω). Κάθε ὠδὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν Εἱρμὸ (τὴν πρώτη δηλ. στροφή) καὶ τὰ ὑπόλοιπα 3-4 συνήθως Τροπάρια (τρέπονται, δηλ. ψάλλονται ὅπως τὸ πρῶτο, ὁ εἱρμός). Κανόνες ὑπάρχουν μὲ διάφορο ἀριθμὸ ὠδῶν. Ὑπάρχουν Κανόνες μὲ δυὸ ὠδές, μὲ τρεῖς (τριώδιο), μὲ τέσσερις, πέντε μέχρι ἐννέα ὠδὲς (ἐννέα εἶναι καὶ οἱ Βιβλικὲς Ὠδές).
Ὁ Κανὼν αὐτὸς λέγεται Μέγας, λόγω τοῦ πλήθους τῶν τροπαρίων ποὺ περιέχουν οἱ ἐννέα ὠδές του. Σ’ αὐτὰ περιλαμβάνονται σήμερα καὶ τὰ τροπάρια ποὺ πρόσθεσαν μεταγενέστεροι ὑμνογράφοι: γιὰ τὴν Ὁσία Μαρία καὶ γιὰ τὸν ἴδιο, τὸν Ἅγιο Ἀνδρέα. Ἔτσι, στὸ σύνολό του ὁ Μέγας Κανὼν ἔχει 11 Εἱρμούς (ἡ β’ καὶ γ’ Ὠδὴ ἔχουν ἀπὸ 2 Εἱρμούς) καὶ 250 Τροπάρια! (ἡ β’ Ὠδὴ ἔχει 41 Τροπάρια).
Συγγραφέας τοῦ Μ. Κανόνα εἶναι ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, ὁ Ἱεροσολυμίτης. Ἦταν Μοναχὸς τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ἐχρημάτισε γραμματέας τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, συμμετεῖχε στὴν ΣΤ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 680 καὶ μετά, ἀφοῦ ἐξελίχθηκε στὰ διάφορα ἐκκλησιαστικὰ ὑπουργήματα, ἐκλέχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης.
Συνέγραψε πολλοὺς κανόνες καὶ διάφορα συγγράμματα. Τὸ σπουδαιότερο ὑμνογραφικό του ἔργο εἶναι ὁ Μέγας Κανὼν, ποὺ θεωρεῖται τὸ «κύκνειό» του ἄσμα. Ἀπέθανε γύρω στὸ 740, στὴ Λέσβο, ὅπου βρέθηκε, εἴτε ἐπιστρέφοντας στὴν Κρήτη ἀπὸ τὴν Κων/πόλη εἴτε ἐξόριστος, ὡς ὑποστηρικτὴς τῶν Ἁγίων Εἰκόνων.
Περιεχόμενο τοῦ Μ. Κανόνα: Ἀνατρέχει σ’ ὅλα τὰ πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης προβάλλοντας τὶς πράξεις – καλὲς ἢ κακὲς – τῶν δικαίων πρὸς μίμηση καὶ τῶν ἀδίκων πρὸς ἀποφυγή.
Ἡ κεντρικὴ ἰδέα τοῦ Κανόνα εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτὴ θεωρεῖ ὁ Ποιητὴς θύρα τοῦ Παραδείσου. Ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχουμε καρποὺς μετανοίας, ἂς προσφέρουμε στὸν Θεὸ τὴ συντετριμμένη καρδία μας καὶ ἂς ἀναγνωρίσουμε τὴν πνευματική μας πτωχεία.
Ὁλόκληρο τὸ πένθιμο καὶ κατανυκτικὸ περιεχόμενο τοῦ ἀριστουργήματος αὐτοῦ συνοψίζεται στὸ Τροπάριο: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις· τὸ τέλος ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι (πρόκειται νὰ θορυβηθεῖς)· ἀνάνηψον οὔν, ἴνα φείσηταί σου (σύνελθε λοιπὸν γιὰ νὰ σὲ λυπηθεῖ) Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρῶν καὶ τὰ πάντα πληρῶν». Ὁ Μ. Κανόνας ψάλλεται τμηματικὰ τὶς τέσσερις πρῶτες ἡμέρες τῆς «Καθαρᾶς Ἑβδομάδος», (Δευτέρα ἕως Πέμπτη), μαζὶ μὲ τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο.
Ὁ ἑορτασμός τῶν Ἁγίων στὴ Μεγ. Τεσσαρακοστή
Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων καὶ ἡ Θ. Λειτουργία, ποὺ πάντοτε συνοδεύει τὴν ἑορτή τους, ἔχει ἑορταστικό, πανηγυρικὸ καὶ καταλυτικό τῆς νηστείας χαρακτήρα. Αὐτὸ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας, λόγω νηστείας, ἀσκήσεως καὶ κατανύξεως, δὲν τελοῦνται οἱ καθιερωμένες Θεῖες Λειτουργίες (ἀπὸ Δευτέρας μέχρι Παρασκευῆς).
Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο παρουσιάζονται οἱ ἑξῆς περιπτώσεις ἑορτασμοῦ Ἁγίων:
α. Διαπρεπεῖς Ἅγιοι, ποὺ κοιμήθηκαν σ’ αὐτὴ τὴν περίοδο, δὲν ἑορτάζονται στὴ μνήμη τους καὶ ὁ ἑορτασμὸς τους μετατέθηκε μέσα στὴν Τεσσαρακοστή, σὲ ἡμέρα Κυριακῆς, κατὰ τὴν ὁποία τελεῖται Θ. Λειτουργία τοῦ Ἅγιου Βασιλείου, ὅπως τῶν Ἁγίων Ἰωάννου τῆς Κλίμακας (30 Μαρτίου) καὶ Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας (1 Ἀπριλίου), ποὺ ἑορτάζονται στὴν Δ’ καὶ Ε’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν (ἀντίστοιχα).
β. Ἄλλων διαπρεπῶν Ἁγίων ἡ μνήμη τους μετατέθηκε ἐκτὸς Τεσσαρακοστῆς, ὅπως εἶναι ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (23 Ἀπριλίου) καὶ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου (12 Μαρτίου), ποὺ ἑορτάζονται τὴ 2η ἡμέρα τοῦ Πάσχα καὶ τὴ 12η Ὀκτωβρίου ἀντίστοιχα, τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς τῆς Σαμαρείτιδας (26 Φεβρουαρίου), ποὺ ἑορτάζεται τὴν Ἐ’ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα, ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος (συμπίπτει μὲ τὴν πρώτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, 40 ἥμερες πρὸ τοῦ Πάσχα), ποὺ ἑορτάζεται τὴν 6η Αὐγούστου κ.λπ.
γ. Ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ δὲν μετατίθεται ἀλλὰ πανηγυρίζεται μὲ Θ. Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, ὅποια ἡμέρα κι ἂν συμπέσει. Καὶ αὐτὸ, γιατί ἡ σύλληψη τοῦ Κυρίου ἑορτάζεται ἐννέα μῆνες ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Γεννήσεώς Του (25 Δεκεμβρίου).
δ. Οἱ ἑορτὲς τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους (10 Φεβρουαρίου), τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων (9 Μαρτίου) καὶ ἡ α’ καὶ β’ εὕρεση τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου (24 Φεβρουαρίου) δὲν μετατίθενται ἐπίσης. Ἐὰν συμπέσουν μὲ ὁποιαδήποτε καθημερινὴ ἡμέρα (νηστείας), τελεῖται ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, ἐὰν συμπέσουν μὲ Σάββατο, πανηγυρίζονται κανονικὰ καὶ ψάλλεται πλήρης ἡ Ἀκολουθία τους ἀπὸ τὸ Μηναῖο, ἐνῶ ἐὰν συμπέσουν μὲ Κυριακὴ, ἡ ἀκολουθία τους συμψάλλεται (μερικῶς) μετὰ τῶν Ἀναστάσιμων καὶ τῶν τοῦ Τριωδίου.
Γενικά, σὲ κάθε ἑορτὴ Ἁγίου, ποὺ θέλουμε νὰ τὸν ἑορτάσουμε σὲ ἡμέρα καθημερινή μέσα στὴ Μεγ. Τεσσαρακοστή:
α. Στὸν Ὄρθρο διαβάζουμε Εὐαγγέλιο τοῦ Ἁγίου.
β. Ψάλλουμε μεγάλη Δοξολογία.
γ. Στὴν Προηγιασμένη ψάλλουμε κεκραγάρια τοῦ Ἁγίου σὺν τὰ τοῦ Τριωδίου.
δ. Τὸ Δοξαστικὸ εἶναι τοῦ Ἁγίου.
ε. Ἡ εἴσοδος γίνεται μὲ Εὐαγγέλιο.
στ. Μετὰ τὸ «Κατευθυνθήτω…» διαβάζουμε Ἀπόστολο καὶ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἁγίου καὶ στὸ τέλος
ζ. Ψάλλουμε τὸ κοινωνικό τοῦ Ἁγίου.
Στὶς Τετάρτες καὶ Παρασκευὲς τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς, ποὺ τελεῖται Προηγιασμένη, ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τοῦ «μὴ ἑορταζόμενου» Ἁγίου ποὺ συμπίπτει μ’ αὐτὴ τὴν ἥμερα, ψάλλουμε ὁρισμένα τροπάρια τοῦ Ἁγίου, ἀκολουθεῖται ὅμως κυρίως ἡ σειρὰ ποὺ καθορίζεται στὸ Τριώδιο, χωρὶς ἀνάγνωση Εὐαγγελίου.