Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὡς Ἁγιορεῖτες ἀνησυχοῦμε καὶ λυπούμεθα γιὰ τὴν πορεία τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ἐκεῖ, στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἔρχονται πολλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ δυσεπίλυτα προβλήματα, τὰ ὁποῖα καὶ τοὺς ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδο. Καὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ φταίει ὁ λανθασμὲνος τρόπος ζωῆς, ἡ ζωὴ ἕκτος Ἐκκλησίας.
    Μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καὶ πόνο παρακολουθοῦμε τὴν σημερινὴ νεολαία. Βλέπουμε τοὺς φοιτητὲς στὴν πλειοψηφία τους νὰ εἶναι ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, τελείως ἐκτροχιασμένοι καὶ τραυματισμένοι σχεδὸν ἀνεπανόρθωτα. Γιατί; Γιατί ἀκριβῶς δὲν ξέρουν νὰ ζοῦν σωστὰ καὶ ἴσως δὲν εἶχαν μπροστά τους καὶ σωστὰ παραδείγματα. Σωστὰ γνωρίζει νὰ ζεῖ ἐκεῖνος, ποὺ πορεύεται τὸν δρόμο τὸν ὁποῖο χαράσσει ἡ μόνη ἀλήθεια, ὁ Χριστός, καὶ κατὰ συνέπεια ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἀποτελεῖ τὸ Σῶμα Του.

  • !

    Ἡ ἐποχή μας εἶναι δύσκολη. Διότι κυριαρχεῖ ὁ εὐδαιμονισμός, ὁ ἡδονισμός, ὁ πνευματικὸς ἀποπροσανατολισμός, ὁ καθαρὰ ὑλιστικὸς τρόπος ζωῆς, οἱ προκλήσεις, οἱ παγίδες, οἱ ἀντιθέσεις, τὸ ἰδεολογικὸ χάος, ἡ πληθώρα καὶ σύγχυση τῶν θεωριῶν, ἡ κρίση τῶν ἀξιῶν καὶ θεσμῶν, ἡ παγκοσμιοποίηση στὸν τρόπο ζωῆς καὶ σκέψεως. Καὶ ἂν ὅλα αὐτὰ καθιστοῦν δύσκολη τὴν ζωὴ ἑνὸς μεγαλυτέρου, πόσο ἄραγε δυσκολότερη δὲν γίνεται γιὰ ἕναν νέο, ἕναν ἔφηβο, ποὺ ἐπιπλέον ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ τὰ πρωτόγνωρα ξεσπάσματα τοῦ ἑαυτοῦ του; Ὅταν βρίσκεται σὲ μία ἡλικία ποὺ θὰ πρέπει νὰ αὐτοπροσδιορισθεῖ, νὰ βρεῖ τὴν ταυτότητά του;
    Θὰ προσπαθήσουμε σὲ αὐτὴν τὴν ὁμιλία μας, νὰ δοῦμε ποιά ἦταν ἐκεῖνα τὰ ἐφόδια ποὺ εἶχαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ὥστε νὰ ἀναδειχθοῦν Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι καὶ προστάτες τῆς Παιδείας, ἀλλὰ καὶ νὰ δοῦμε ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ παιδεία ποὺ εἰσηγοῦνται οἱ Τρεῖς Ἰεράρχες.
    Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἦταν πρωτίστως μοναχοί. Καὶ ὄχι μοναχοὶ στὸν τύπο, ἀλλὰ ἀσκητὲς μοναχοί, Νηπτικοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπόθησαν τὸν βίο τῆς ἀσκήσεως, ἀγάπησαν καὶ βίωσαν τὸν μοναχισμό. Ἔζησαν σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη μοναστικὴ παράδοση. Καθαρίστηκαν ἀπὸ τὰ πάθη, φωτίστηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, γι’ αὐτὸ μετά, ὅταν ἡ θεία Πρόνοια τοὺς ὁδήγησε νὰ ἀσκήσουν ποιμαντικὸ ἔργο μέσα στὸν κόσμο, μπόρεσαν νὰ καθαρίσουν καὶ νὰ φωτίσουν καὶ ἄλλους. Ἔζησαν, ἔδρασαν μέσα στὸν κόσμο, ἀσκῶντας τεράστιο ποιμαντικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο δίχως ποτὲ νὰ λησμονοῦν τὴν μοναχική τους ἰδιότητα.

  • !

    Ἔγιναν οἱ καλοὶ Ποιμένες τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ θυσίαζαν τὴν ψυχή τους γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ ποιμνίου τους. Εἶχαν αὐτὴν τὴν αὐταπάρνηση, γιατί εἶχαν νήψη, εἶχαν μόνιμη καὶ ἐνεργή τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς ψυχές τους. Προσευχήθηκαν, ἀγάπησαν καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὸν συνάνθρωπό τους. Ἔβλεπαν τὸν Χριστὸ σὲ κάθε ἄνθρωπο καὶ διακονῶντας τοὺς ἀνθρώπους ἦταν σὰν νὰ διακονοῦν τὸν Χριστό. Ἔγιναν οἱ παράκλητοι καὶ οἱ φωστῆρες τοῦ κόσμου. Δὲν φρόντιζαν μόνο γιὰ τοὺς νέους ἀλλὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀνεξαρτήτου ἡλικίας, φύλου ἢ κοινωνικῆς τάξεως. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ἔθεσε αὐτοὺς ὡς προστάτες τῆς Παιδείας, καὶ τοὺς θεωροῦμε καὶ τοὺς ἑορτάζουμε ὡς προστάτες τῆς Παιδείας, «τοὺς τρεῖς αὐτοὺς μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας»[12] .
    Ποιᾶς ὅμως παιδείας; Ὄχι φυσικὰ τῆς ἀνθρωπίνης παιδείας, ποὺ κέντρο ἔχει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τῆς θεανθρωπίνης, ποὺ κέντρο ἔχει τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ καὶ δι’ Αὐτοῦ ἐπιδιώκει τὴν λύση ὅλων τῶν προβλημάτων. Ὁ σκοπὸς τῆς θεανθρωπίνης παιδείας ταυτίζεται μὲ τὸν σκοπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτῆς τῆς παιδείας, ποὺ ζητεῖ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του ἀλλὰ διὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, εἶναι ὑπέρμαχοι καὶ προστάτες οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ὡς φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος καὶ ὡς ἔνδοξα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
    Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι τὸ κατ’ ἐξοχὴν πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ ἀγωγὴ τῶν νέων μας.
    Ἀρετὴ καὶ ἁγνότητα ὑποχωροῦν μπροστὰ στὴν τεχνολογία καὶ τὴν διάθεση πλουτισμοῦ καὶ καλοπέρασης.

  • !

    Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες θέτουν ὡς θεμέλιο τῆς ἀγωγῆς μόνον τὸν Χριστό. Ὁ Χριστὸς γι’ αὐτοὺς εἶναι τὸ μόνο σταθερὸ σημεῖο προσανατολισμοῦ τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἡ προοπτική τους ἄρα εἶναι ἀπόλυτα Χριστοκεντρική. «Ἀνάθρεψε ἕναν ἀθλητὴ γιὰ τὸν Χριστό»[15], συνιστᾶ ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος. «Δὲν σοῦ λέγω μὲ αὐτὸ νὰ κρατήσεις τὸ παιδί σου ἀνύπαντρο καὶ νὰ τὸ στείλεις στὴν ἔρημο ἢ νὰ τὸ ἀναγκάσεις νὰ γίνει μοναχός. Ὄχι, δὲν λέγω αὐτό. Βέβαια, θὰ τὸ ἤθελα καὶ θὰ εὐχόμουν ὅλοι νὰ δεχθοῦν νὰ γίνουν μοναχοί. Ἀλλὰ ἐπειδὴ φαίνεται βαρύ, δὲν ἐπιμένω. Ἀνάθρεψε ἕναν ἀθλητὴ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ μάθε τον καὶ ζῶντας μέσα στὸν κόσμο νὰ εἶναι εὐσεβὴς ἀπὸ μικρός»[16]. Δὲν ἀντιμετωπίζουν ἄρα τὸν ἄνθρωπο ἀνθρωποκεντρικὰ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες. Τὸν βλέπουν ὅπως εἶναι, ὡς τέκνο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ δὲν προβάλουν τὸ ἀνθρώπινο, ἀλλὰ τὶς θεῖες καταβολὲς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὑπάρχουν μέσα του, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ πρότυπο, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός.
    Ἡ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παιδεία δὲν νοεῖται ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ὡς ξηρὰ μετὰδοση γνώσεων, ἀλλὰ ὡς «ἀνατροφὴ μετ’ εὐλαβείας καὶ μετάληψις ἁγιότητος» κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο. Ἡ παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἔχει ἐπίσης συγκεκριμένο περιεχόμενο, αὐστηρὰ προκαθορισμένο. Δὲν ἐπιτρέπει πειραματισμοὺς στὸν χῶρο τῆς ἀγωγῆς, γιατί τὸ περιεχόμενο τῆς δικῆς τους παιδείας δὲν ἀναζητεῖται σὲ ἀλλεπάλληλα προγράμματα καὶ σχεδιασμοὺς· εἶναι δεδομένο. «Ἡ ὄντως σοφία καί ἡ. ὄντως παίδευσις οὐδέν ἐτερόν ἐστίν, ἀλλ’ ἤ ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος» [17], θὰ πεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Περιεχόμενο τῆς παιδείας τους εἶναι ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία Ἀποκάλυψη. Ἔχουμε ἐδῶ, ἄρα, μία καθαρὴ ἀντίθεση πρὸς τὶς σημερινὲς τάσεις γιὰ μία «ἐλεύθερη» παιδεία, ποὺ τὸ παιδὶ ἔχει τὸ δικαὶωμα νὰ ζητήσει ὅ,τι θέλει, χάριν δῆθεν τῆς δημοκρατίας. Ἡ προτεραιότητα, κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, δὲν μπορεῖ νὰ δοθεῖ στὴν παιδικὴ ἀπειρία, ἀλλὰ στὴν σύνεση καὶ εὐσέβεια τῶν ὑπευθύνων γιὰ τὴν ἀγωγὴ τῶν νέων. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὅμως, δίνουν οἱ σημερινοὶ παιδαγωγοί στοὺς μαθητές τους αὐτὸ ποὺ θὰ ὄφειλαν; Ἀγαποῦν τοὺς μαθητές τους; Προσεύχονται γιὰ τοὺς μαθητές τους; Ὁ Ἅγιος Πορφύριος πρότεινε στοὺς δασκάλους καὶ καθηγητὲς ποὺ ἐξομολογοῦνταν σὲ αὐτόν, νὰ προσεύχονται πολὺ γιὰ τοὺς μαθητές τους. Καὶ ὅσοι τὸ ἔκαναν αὐτό, ἔβλεπαν ἄμεσα ἀποτελέσματα[18] .

  • !

    Ἐξάλλου, ἡ γαλήνη καὶ ἡ ἡσυχία μας δὲν ἔγκειται στὴν ἄρση κάθε ἐξωτερικοῦ ἐμποδίου, ἀλλὰ στὴν συμφωνία μας μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στὴν εἰρηνικὴ καὶ ἀγαθὴ συνείδησή μας, στὴν ἐσωτερικὴ ἐν Χριστῷ ζωῆ μας.
    Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἐφήρμοσαν πρῶτα αὐτὴν τὴν παιδεία τῆς ἀσκήσεως, τῆς θεώσεως καὶ ἔπειτα ἐδίδαξαν. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, πρέπει νὰ ἑρμηνεύονται ὅλα τὰ ἔργα ποὺ ἄφησαν στὴν Ἐκκλησία. Ἔγιναν οἱ θεμελιωτὲς τῆς θεανθρώπινης Παιδείας, προβλήθηκαν οἱ προστάτες τῆς Παιδείας, γιατί ἦταν οἱ τέλειοι Νηπτικοὶ Πατέρες. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες δὲν ἦταν ἐργάτες κοινωφελῶν ἔργων. Ἐργάζονταν γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τὸν δικό τους, ἀλλὰ καὶ τῶν συνανθρώπων τους, ὅπως ἐργάζεται ἕνας μοναχός, μυστικά, στὴν ἀφάνεια ἀλλὰ καὶ ἂν εὐδοκήσει ὁ Θεὸς καὶ φανερά. Δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι οἱ ἀγίες κάρες τους διαφυλάσσονται στὸ Ἅγιον Ὅρος (τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὴν Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὴν Μεγίστη Λαύρα). Ἔτσι εὐδόκησαν οἱ Ἅγιοι, νὰ μένουν διὰ τῶν ἁγίων λειψάνων τους σὲ μέρη ἀσκητικά, ἡσυχαστικά, μοναστικά.

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ὡς Νηπτικοὶ Πατέρες καὶ προστάτες τῆς Παιδείας

 

Ὁ ἁγιορειτικὸς καὶ ἐν γένει ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμὸς δὲν εἶναι ἀπόκοσμος, δὲν προβάλλει τὴν ἀκοινωνησία. Ὁ ἀληθινὸς, μοναχὸς μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι εἶναι πιὸ κοινωνικὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μέσα στὴν κοινωνία, γιατί κοινωνεῖ ἄμεσα μὲ τὸ πιὸ κοινωνικὸ Ὅν, τὸν δημιουργὸ τῆς κοινωνίας, τὸν Θεό. Ὁ μοναχὸς ἀποτάσσεται τὸν κόσμο, ὄχι γιατί μισεῖ τὸν κόσμο, ἁπλᾶ φεύγει ἀπὸ τὰ αἴτια καὶ ἐγκαθίσταται κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη ἑνὸς μοναστηριοῦ, ὅπου ἐκεῖ θὰ βρεῖ τὶς ἰδανικὲς συνθῆκες γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ προσωπικοῦ του ἁγιασμοῦ. Ἐκεῖ στὸ μοναστῆρι, μακρὰν ἀπὸ τὴν τύρβη τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὸ κοσμικὸ φρόνημα, ὁ μοναχὸς ἀφιερώνεται στὸν Θεό, συναντᾶται μὲ τὸν Θεό, γνωρίζει τὸν Θεό, ἀγαπᾶ ὁλοκληρωτικὰ τὸν Θεὸ «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας του, ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς του, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας του καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος του» [1]. Κατὰ ἕναν φυσικὸ τρόπο, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἐκπηγάζει καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Διότι ἡ διπλή ἐνέργεια τῆς ἀγάπης, πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἔχει τὴν ἴδια πηγή, τὸν Χριστό, τὴν σαρκωμένη καὶ ἐσταυρωμένη Ἀγάπη. «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν»[2]. Ὁ μοναχὸς διὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης καὶ τῆς προσευχῆς συμμετέχει, βιώνει τὶς θλίψεις τοῦ κόσμου καὶ ἱκετεύει τὸν Θεὸ νὰ ἐκχύσει τὸ ἔλεός Του σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς.

Ὡς Ἁγιορεῖτες ἀνησυχοῦμε καὶ λυπούμεθα γιὰ τὴν πορεία τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ἐκεῖ, στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἔρχονται πολλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ δυσεπίλυτα προβλήματα, τὰ ὁποῖα καὶ τοὺς ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδο. Καὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ φταίει ὁ λανθασμὲνος τρόπος ζωῆς, ἡ ζωὴ ἕκτος Ἐκκλησίας.

Μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καὶ πόνο παρακολουθοῦμε τὴν σημερινὴ νεολαία. Βλέπουμε τοὺς φοιτητὲς στὴν πλειοψηφία τους νὰ εἶναι ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, τελείως ἐκτροχιασμένοι καὶ τραυματισμένοι σχεδὸν ἀνεπανόρθωτα. Γιατί; Γιατί ἀκριβῶς δὲν ξέρουν νὰ ζοῦν σωστὰ καὶ ἴσως δὲν εἶχαν μπροστά τους καὶ σωστὰ παραδείγματα. Σωστὰ γνωρίζει νὰ ζεῖ ἐκεῖνος, ποὺ πορεύεται τὸν δρόμο τὸν ὁποῖο χαράσσει ἡ μόνη ἀλήθεια, ὁ Χριστός, καὶ κατὰ συνέπεια ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἀποτελεῖ τὸ Σῶμα Του.

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὰ τεχνολογικά του ἐπιτεύγματα, τὴν κοινωνικὴ εὐημερία ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἐποχή μας, θὰ μποροῦσε νὰ ζεῖ ἅνετα καὶ εὐτυχισμένα. Δὲν εἶναι ὅμως ἔτσι ἡ κατάσταση. Ἡ ἐποχή μας εἶναι δύσκολη. Διότι κυριαρχεῖ ὁ εὐδαιμονισμός, ὁ ἡδονισμός, ὁ πνευματικὸς ἀποπροσανατολισμός, ὁ καθαρὰ ὑλιστικὸς τρόπος ζωῆς, οἱ προκλήσεις, οἱ παγίδες, οἱ ἀντιθέσεις, τὸ ἰδεολογικὸ χάος, ἡ πληθώρα καὶ σύγχυση τῶν θεωριῶν, ἡ κρίση τῶν ἀξιῶν καὶ θεσμῶν, ἡ παγκοσμιοποίηση στὸν τρόπο ζωῆς καὶ σκέψεως. Καὶ ἂν ὅλα αὐτὰ καθιστοῦν δύσκολη τὴν ζωὴ ἑνὸς μεγαλυτέρου, πόσο ἄραγε δυσκολότερη δὲν γίνεται γιὰ ἕναν νέο, ἕναν ἔφηβο, ποὺ ἐπιπλέον ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ τὰ πρωτόγνωρα ξεσπάσματα τοῦ ἑαυτοῦ του; Ὅταν βρίσκεται σὲ μία ἡλικία ποὺ θὰ πρέπει νὰ αὐτοπροσδιορισθεῖ, νὰ βρεῖ τὴν ταυτότητά του;

Θὰ προσπαθήσουμε σὲ αὐτὴν τὴν ὁμιλία μας, νὰ δοῦμε ποιά ἦταν ἐκεῖνα τὰ ἐφόδια ποὺ εἶχαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ὥστε νὰ ἀναδειχθοῦν Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι καὶ προστάτες τῆς Παιδείας, ἀλλὰ καὶ νὰ δοῦμε ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ παιδεία ποὺ εἰσηγοῦνται οἱ Τρεῖς Ἰεράρχες.

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἦταν πρωτίστως μοναχοί. Καὶ ὄχι μοναχοὶ στὸν τύπο, ἀλλὰ ἀσκητὲς μοναχοί, Νηπτικοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπόθησαν τὸν βίο τῆς ἀσκήσεως, ἀγάπησαν καὶ βίωσαν τὸν μοναχισμό. Ἔζησαν σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη μοναστικὴ παράδοση. Καθαρίστηκαν ἀπὸ τὰ πάθη, φωτίστηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, γι’ αὐτὸ μετά, ὅταν ἡ θεία Πρόνοια τοὺς ὁδήγησε νὰ ἀσκήσουν ποιμαντικὸ ἔργο μέσα στὸν κόσμο, μπόρεσαν νὰ καθαρίσουν καὶ νὰ φωτίσουν καὶ ἄλλους. Ἔζησαν, ἔδρασαν μέσα στὸν κόσμο, ἀσκῶντας τεράστιο ποιμαντικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο δίχως ποτὲ νὰ λησμονοῦν τὴν μοναχική τους ἰδιότητα.

Ὁ Μέγας Βασίλειος, μετὰ τὶς λαμπρὲς σπουδές του στὴν Ἀθήνα, περιῆλθε τὴν Συρία, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη καὶ Αἴγυπτο, γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν μοναχισμὸ ποὺ βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀκμὴ τότε σὲ ἐκεῖνες τὶς περιοχές. Ἐκεῖ συναντήθηκε καὶ γνώρισε προσωπικὰ ἀσκητὲς μοναχούς. Κατόπιν, ἔγινε ὁ ἴδιος μοναχὸς καὶ ἔζησε σὲ ἀσκητήριο παρὰ τὸν Ἴρι ποταμὸ στὸν Πόντο. Κατέστη μάλιστα ὁ θεμελιωτὴς τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ. Μὲ τὴν βιωτή του καὶ μὲ τὰ συγγράμματά του, ἰδιαίτερα μὲ τοὺς «Ὅρους κατὰ πλάτος» —στὸ ὁποῖο μὲ μορφὴ ἐρωταποκρίσεων συντάσσει θὰ λέγαμε τὸν καταστατικὸ χάρτη τοῦ μοναχισμοῦ— ἔθεσε τὶς βάσεις γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ μοναχισμοῦ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀλλὰ καὶ διαχρονικὰ γιὰ τὸν ἀπανταχοῦ ὀρθόδοξο μοναχισμό.

Θεωροῦσε τὴν ἡσυχία ὡς «ἀρχὴ καθάρσεως τῆς ψυχῆς»[3] , τὴν νήψη ὡς τὸν μόνο τρόπο ποὺ μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό. Γράφει χαρακτηριστικὰ σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ὀμόψυχο συνασκητὴ του, Γρηγόριο Θεολόγο: «Ὁ νοῦς, ὅταν δὲν διασκορπίζεται πρὸς τὰ ἔξω καὶ δὲν διαχέεται διὰ τῶν αἰσθητηρίων πρὸς τὸν κόσμο, ἐπιστρέφει πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ἀνεβαίνει πρὸς τὸν Θεό. Καθὼς περιαυγάζεται καὶ φωτίζεται ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ κάλλος, λησμονεῖ καὶ τὴν ἴδια του τὴν φύση ἀκόμα. Δὲν ἑλκύει τότε τὴν ψυχὴ οὔτε ἡ τροφὴ οὔτε ἡ ἐνδυμασία, ἀλλὰ ἐλεύθερος ἀπὸ γήινες φροντίδες μεταθέτει ὅλη του τὴν προσοχὴ στὴν ἀπόκτηση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καὶ ἀρετῶν»[4]. Βλέπουμε, δηλαδὴ, πόσο νηπτικός ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος, πόση ἀξία ἔδινε στὴν ἐσωστρέφεια, τὴν ἡσυχία ὡς τὴν ὁδὸ συνάντησης καὶ ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό.

Ὁ δὲ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος ἦταν σύμφυτος μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο, σὰν μία ψυχὴ σὲ δύο σώματα, καὶ στὶς σπουδὲς στὴν Ἀθήνα ἀλλὰ καὶ στὴν μοναχικὴ ἄσκηση στὸ ἀσκητήριο τοῦ Πόντου. Εἶχε γλυκαθεῖ τόσο ἀπὸ τὴν χάρη τῆς ἐσωστρεφείας, τῆς νήψεως, ποὺ ἀπέφευγε μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια καὶ προσπάθεια τὸν κόσμο. Ἀκόμη καὶ ὅταν ἔγινε ἱερέας καὶ ἐπίσκοπος, σὲ πολλὲς περιπτώσεις προτιμοῦσε τὴν φυγὴ πρὸς τὴν ἔρημο, τὴν ἡσυχία. Ὁ Χριστός εἶχε γίνει ἡ ἀναπνοή του καὶ δὲν ἤθελε νὰ διακοπεῖ αὐτὴ ἡ κοινωνία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Χριστό. Πρότεινε τὸ ἐκπληκτικό: «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον· καί, εἰ οἷόν τε τοῦτο εἰπεῖν, μηδὲ ἄλλο τι ἢ τοῦτο πρακτέον.»[5]. Δηλαδὴ, ὅτι εἶναι καλύτερα νὰ μνημονεύουμε τὸν Θεό, νὰ προσευχόμαστε, νὰ ἐπικαλούμαστε τὸ ὄνομά Του, παρὰ νὰ ἀναπνέουμε. Καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ νοερὰ ἐργασία, τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, εἶναι προτιμότερη ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐργασία. Τί πιὸ ἡσυχαστικό, πιὸ νηπτικό, πιὸ ὄμορφο πρᾶγμα θὰ μποροῦσε νὰ προτείνει κάποιος, ἀκόμα καὶ στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο; Ὁ ἴδιος γεύθηκε τοὺς καρποὺς τῆς νήψεως καὶ τῆς ἡσυχίας, καθαρίστηκε ἀπὸ τὰ πάθη, βίωσε τὸν Θεὸ στὴν καρδία του, εἶδε τὸν Θεὸ ὡς φῶς. Ἔγινε ὁ ἴδιος φῶς, ἁγιάστηκε καὶ μποροῦσε στὴν συνέχεια νὰ φωτίσει καὶ νὰ ἁγιάσει τοὺς πιστοὺς τοῦ ποιμνίου του. Γι’ αὐτὸ ἔγραφε: «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι· σοφισθῆναι, καὶ οὕτω σοφῖσαι· γενέσθαι φῶς, καὶ φωτίσαι· ἐγγίσαι Θεῷ, καὶ προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι, καὶ ἁγιάσαι»[6]. Δηλαδή, πρέπει νὰ καθαρίσουμε πρῶτα τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἔπειτα νὰ καθαρίσουμε ἄλλους. Νὰ ἀποκτήσουμε σοφία καὶ μετὰ νὰ κάνουμε καὶ ἄλλους σοφούς. Νὰ γίνουμε φῶς, γιὰ νὰ φωτίσουμε στὴν συνέχεια. Νὰ πλησιάσουμε, νὰ ἑνωθοῦμε οἱ ἴδιοι μὲ τὸν Θεὸ, γιὰ νὰ φέρουμε κατόπιν κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους. Νὰ ἁγιαστοῦμε οἱ ἴδιοι, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἁγιάσουμε ἄλλους.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καὶ αὐτὸς εἶχε σπουδαία κατὰ κόσμον παιδεία, σπούδασε στὴν Ἀντιόχεια κοντὰ στὸν γνωστὸ φιλόσοφο Λιβάνιο, ἀλλὰ μετὰ τὸ τέλος τῶν σπουδῶν του προτίμησε τὴν μοναχικὴ βιοτή. Ἀποσύρθηκε στὰ ἐρημικὰ βουνὰ γύρω ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ὑποτάχθηκε σὲ ἕναν αὐστηρὸ Γέροντα, Σῦρο ἀσκητὴ, γιὰ πέντε χρόνια. Ἔζησε μὲ ὑπακοή, ἀπόλυτη πτωχεία, νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντός του ἀναχώρησε σὲ ἕνα σπήλαιο, ποὺ ὑποβλήθηκε σὲ ἐξαιρετικὰ ἀσκητικὰ παλαίσματα, τόσο, ὥστε νὰ κλονιστεῖ ἡ ὑγεία του. Ἔδειξε τόση αὐταπάρνηση, βίασε τόσο τὸν ἑαυτό του, γιατί ποθοῦσε νὰ εἶναι συνεχῶς μὲ τὸν Κύριο. Εἶχε τὸν ἅγιο φόβο, μήπως καὶ στερηθεῖ αὐτὴν τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, μήπως καὶ λυπήσει σὲ κάτι τὸν Θεό. Γνώριζε ἐμπειρικὰ, ὅτι διὰ τῆς εὐχῆς μένει ὁ Χριστὸς στὴν καρδία τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτὸ καὶ σύστηνε: «Σχολάσατε τοίνυν διὰ παντὸς καὶ παραμείνατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ἕως οὐ οἰκτειρήσῃ ἡμᾶς καὶ μηδὲν ἕτερον ζητήσητε ἢ μόνον ἔλεος παρὰ Κυρίου τῆς δόξης. Ζητεῖτε καὶ βοᾶτε ἀπὸ πρωὶ ἕως ἑσπέρας, εἰ δυνατόν, καὶ ὅλην τὴν νύκτα το· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς… Παρακαλῶ οὗν ὑμᾶς, μὴ χωρίζετε τὰς καρδίας ὑμῶν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ προσμένετε καὶ φυλάττετε αὐτὴν μετὰ τῆς μνήμης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ πάντοτε, ἕως οὐ ἐμφυτευθῇ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἔσω ἐν τῇ καρδίᾳ»[7].

Θεωροῦσε τὸν μοναχὸ ἀνώτερο τοῦ βασιλέως. Γιατί ὁ βασιλεὺς φρουρεῖται ἀπὸ στρατιῶτες, ὁ δὲ μοναχὸς ὀχυρώνει τὶς πόλεις μὲ τὶς προσευχές του χωρὶς νὰ φοβᾶται κανέναν, ἐνῶ ὁ βασιλεὺς ζεῖ πάντοτε μὲ τὸν φόβο καὶ τὴν ἀναμονὴ τοῦ θανάτου[8]. Ζοῦσε τὴν νήψη, τὴν ἐσωστρέφεια, τὴν κατάνυξη. Αὐτὰ εἶναι χαρακτηριστικὰ τοῦ ἀληθινοῦ μοναχοῦ, ἑνὸς Νηπτικοῦ Πατέρα. Θεωροῦσε τὴν κατάνυξη ὡς πολυτελὲς μύρο. Μὲ τὴν κατάνυξη, ἡ ψυχὴ μπορεῖ νὰ συναθροίσει τὶς αἰσθήσεις ἐντός της καὶ νὰ περικόψει τὴν ραθυμία τους[9]. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐπιτελεῖται οὐσιαστικὰ τὸ ἔργο τῆς νήψεως. Ἡ κατάνυξη ἀποτελεῖ σαφῆ ἕνδειξη, ὅτι ὁ νοῦς ἔχει ἑνωθεῖ μὲ τὴν καρδία διὰ τῆς θείας Χάριτος καὶ ἡ πνευματικὴ ἡδονὴ, ποὺ γεύεται ὁ ἄνθρωπος τὶς εὐλογημένες ἐκεῖνες στιγμὲς, δὲν συγκρίνεται μὲ καμμία ἄλλη ἡδονή. Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος συγκρίνοντας τὴν πνευματικὴ ἡδονὴ μὲ τὴν σαρκικὴ ἡδονὴ γράφει: «Ὅμως ἡ δική μας ἡ πνευματικὴ ἡδονὴ δὲν εἶναι σὰν τὴν δική σας τὴν σαρκική, ἀλλὰ διατηρεῖ πάντοτε ἤρεμη τὴν ψυχὴ καὶ δὲν ἐπιφέρει καμμία ταραχὴ καὶ ἀταξία, ἀλλὰ μία καθαρή, εἰλικρινῆ καὶ ἔνδοξη αἰώνια εὐφροσύνη, πολὺ ἰσχυρότερη καὶ πολὺ σφοδρὸτερη ἀπὸ τὴν δική σας»[10].

Βλέπουμε δηλαδὴ, ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες βίωσαν τὴν ἀσκητικὴ νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπέκτησαν καλὴ ἐσωτερικὴ κατάσταση, γι’ αὐτὸ μποροῦσαν νὰ κάνουν καὶ ἰεραποστολή, ὅταν ἡ θεία Πρόνοια τοὺς ἀνέθεσε αὐτὸ τὸ ἔργο. Ἦταν πνευματικὰ δυνατοὶ καὶ ἕτοιμοι. Ἔγιναν οἱ ἀπλανεῖς θεολόγοι, γιατί συνάρμοσαν στὴν ζωή τους τὴν πράξη καὶ τὴν θεωρία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος, στὸν πρῶτο ἀπὸ τοὺς πέντε περίφημους θεολογικοὺς λόγους του, ποὺ ἐκφώνησε στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας στὴν Κωνσταντινούπολη, τονίζει, ὅτι μόνο «οἱ διαβεβηκότες ἐν θεωρίᾳ» ἢ τοὐλάχιστον «οἱ καθαιρόμενοι» μποροῦν νὰ θεολογοῦν. Νὰ δώσουμε προσοχὴ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, γιατί πολλοὶ μπορεῖ νὰ ἔχουν τὸ ὄνομα, τὸ πτυχίο τοῦ θεολόγου ἀλλὰ νὰ μὴν εἶναι ἀληθινοὶ θεολόγοι. Λέει χαρακτηριστικὰ καὶ ἀναλυτικὰ ὁ Ἅγιος: «Δὲν εἶναι γιὰ τὸν καθένα νὰ θεολογεῖ. Τὸ πρᾶγμα αὐτὸ δὲν εἶναι τόσο φτηνὸ καὶ χαμηλό. Καὶ θὰ προσθέσω, δὲν εἶναι δυνατὸν πάντοτε, οὔτε σὲ ὅλους οὔτε σὲ ὅλα ἀλλὰ μόνον μερικὲς φορὲς καὶ σὲ μερικούς καὶ ὑπὸ ὁρισμένες προϋποθέσεις. Δὲν εἶναι μὲν γιὰ τὸν καθένα, παρὰ μόνο σὲ ὅσους ἔχουν δοκιμαστεῖ καὶ ὅσοι ἔχουν προχωρήσει στὴν θεωρία, καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὰ ἔχουν καθαριστεῖ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα ἢ τοὐλάχιστον καθαρίζονται τώρα»[11].

Ἔγιναν οἱ καλοὶ Ποιμένες τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ θυσίαζαν τὴν ψυχή τους γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ ποιμνίου τους. Εἶχαν αὐτὴν τὴν αὐταπάρνηση, γιατί εἶχαν νήψη, εἶχαν μόνιμη καὶ ἐνεργή τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς ψυχές τους. Προσευχήθηκαν, ἀγάπησαν καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὸν συνάνθρωπό τους. Ἔβλεπαν τὸν Χριστὸ σὲ κάθε ἄνθρωπο καὶ διακονῶντας τοὺς ἀνθρώπους ἦταν σὰν νὰ διακονοῦν τὸν Χριστό. Ἔγιναν οἱ παράκλητοι καὶ οἱ φωστῆρες τοῦ κόσμου. Δὲν φρόντιζαν μόνο γιὰ τοὺς νέους ἀλλὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀνεξαρτήτου ἡλικίας, φύλου ἢ κοινωνικῆς τάξεως. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ἔθεσε αὐτοὺς ὡς προστάτες τῆς Παιδείας, καὶ τοὺς θεωροῦμε καὶ τοὺς ἑορτάζουμε ὡς προστάτες τῆς Παιδείας, «τοὺς τρεῖς αὐτοὺς μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας»[12] .

Ποιᾶς ὅμως παιδείας; Ὄχι φυσικὰ τῆς ἀνθρωπίνης παιδείας, ποὺ κέντρο ἔχει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τῆς θεανθρωπίνης, ποὺ κέντρο ἔχει τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ καὶ δι’ Αὐτοῦ ἐπιδιώκει τὴν λύση ὅλων τῶν προβλημάτων. Ὁ σκοπὸς τῆς θεανθρωπίνης παιδείας ταυτίζεται μὲ τὸν σκοπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτῆς τῆς παιδείας, ποὺ ζητεῖ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του ἀλλὰ διὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, εἶναι ὑπέρμαχοι καὶ προστάτες οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ὡς φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος καὶ ὡς ἔνδοξα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι τὸ κατ’ ἐξοχὴν πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ ἀγωγὴ τῶν νέων μας. Πολλὰ λέγονται καὶ γράφονται γιὰ τὴν σωστὴ ἀγωγὴ τῆς νεολαίας μας, ποὺ περνάει ἀναμφίβολα μεγάλη κρίση καὶ μέσα στὴν Ἑλλάδα.

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, καθὼς μαρτυροῦν τὰ πολύτιμα συγγράμματά τους, εἶναι βαθεῖς γνῶστες τῶν προβλημάτων τῶν νέων. Ἡ ἀγωγὴ ποὺ προτείνουν καὶ τὴν κρίνουν ὡς ἀπαραίτητη γιὰ τοὺς νέους, καταξιώνεται ὑπό το φῶς τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ὁ ἀγῶνας «ὁμοιωθῆναι Θεῷ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀνθρώπου φύσει. Ὁμοίωσις δὲ οὐκ ἄνευ γνώσεως, ἡ δὲ γνῶσις οὐκ ἄνευ διδαγμάτων»[13], ὅπως τονίζει ὁ Μέγας Βασίλειος.

Ἡ σύνδεση αὐτὴ τῆς παιδείας μὲ τὴν χριστιανικὴ σωτηριολογία εἶναι ἐξαιρετικὰ σημαντική. Μόνον ἕνας Μέγας Βασίλειος, ποὺ εἶχε τρυγήσει ὅλη τὴν σοφία τῆς ἐποχῆς του, μποροῦσε νὰ ἀξιολογήσει κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἀξία τῆς παιδείας γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ στόχος, βέβαια, ποὺ θέτουν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες στὴν ἐπίγεια πορεία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι φυσικὸ νὰ προκαλεῖ κάθε ἐποχή. Ἰδιαίτερα ὅμως τὴν δική μας, ποὺ πάσχει ἀπὸ ἕνα καθαρὰ ὑλιστικὸ πνεῦμα, θέτοντας σὰν στόχο τοῦ ἀνθρώπου τὴν οἰκονομικὴ ἐπιτυχία, τὴν εὐζωία, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὴν πνευματικότητα καὶ τὴν ἀπόκτηση τῆς θείας Χάριτος. Ὅλα τὰ ἰσοπεδώνει ἡ τεχνολογία, ἡ παραγωγικότητα, ἡ κατανάλωση. Ἀρετὴ καὶ ἁγνότητα ὑποχωροῦν μπροστὰ στὴν τεχνολογία καὶ τὴν διάθεση πλουτισμοῦ καὶ καλοπέρασης. Δυστυχῶς, δὲν τίθεται ὡς σκοπὸς ἡ τελειοποίηση τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ ἡ τελειοποίηση τῶν μηχανῶν γιὰ τὴν αὔξηση τῆς παραγωγῆς καὶ τοῦ κέρδους. Ἔτσι, σήμερα ἀξίζουν οἱ μηχανὲς περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.

Ἐπιμένει ὅμως ὁ Μέγας Βασίλειος, τονίζοντας, ὅτι «μονότροπός ἐστιν ὁ τοῦ χριστιανοῦ βίος ἕναν σκοπὸν ἔχων, τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Πολύτροπος δὲ καὶ ποικίλος ὁ τῶν ἔξωθεν βίος, ἄλλοτε ἄλλως πρὸς τὴν ἀρέσκειαν τῶν ἐντυγχανόντων μεταπλασσόμενος»[14]. Ἡ ζωὴ δηλαδὴ τῶν χριστιανῶν εἶναι καθορισμένη, ἔχει ἕναν σκοπό, τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμός μας. Ἀντίθετα, ἡ ζωὴ τῶν κοσμικῶν εἶναι ἀκαθόριστη καὶ ποικίλη, διότι μεταπλάσσεται κατὰ καιροὺς γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τοὺς συναντωμένους.

Στὸν οὑμανισμό, σκοπὸς τῆς παιδείας εἶναι ἡ ἐξανθρωποποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ στόχος ὅμως τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς εἶναι διαφορετικός. Τὸ «ἀρχέτυπο», στὸ ὁποῖο κατατείνει ἡ παιδευτική μας πορεία, εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς καὶ ὁ θεωμένος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες θέτουν ὡς θεμέλιο τῆς ἀγωγῆς μόνον τὸν Χριστό. Ὁ Χριστὸς γι’ αὐτοὺς εἶναι τὸ μόνο σταθερὸ σημεῖο προσανατολισμοῦ τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἡ προοπτική τους ἄρα εἶναι ἀπόλυτα Χριστοκεντρική. «Ἀνάθρεψε ἕναν ἀθλητὴ γιὰ τὸν Χριστό»[15], συνιστᾶ ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος. «Δὲν σοῦ λέγω μὲ αὐτὸ νὰ κρατήσεις τὸ παιδί σου ἀνύπαντρο καὶ νὰ τὸ στείλεις στὴν ἔρημο ἢ νὰ τὸ ἀναγκάσεις νὰ γίνει μοναχός. Ὄχι, δὲν λέγω αὐτό. Βέβαια, θὰ τὸ ἤθελα καὶ θὰ εὐχόμουν ὅλοι νὰ δεχθοῦν νὰ γίνουν μοναχοί. Ἀλλὰ ἐπειδὴ φαίνεται βαρύ, δὲν ἐπιμένω. Ἀνάθρεψε ἕναν ἀθλητὴ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ μάθε τον καὶ ζῶντας μέσα στὸν κόσμο νὰ εἶναι εὐσεβὴς ἀπὸ μικρός»[16]. Δὲν ἀντιμετωπίζουν ἄρα τὸν ἄνθρωπο ἀνθρωποκεντρικὰ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες. Τὸν βλέπουν ὅπως εἶναι, ὡς τέκνο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ δὲν προβάλουν τὸ ἀνθρώπινο, ἀλλὰ τὶς θεῖες καταβολὲς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὑπάρχουν μέσα του, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ πρότυπο, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός.

Ἡ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παιδεία δὲν νοεῖται ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ὡς ξηρὰ μετὰδοση γνώσεων, ἀλλὰ ὡς «ἀνατροφὴ μετ’ εὐλαβείας καὶ μετάληψις ἁγιότητος» κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο. Ἡ παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἔχει ἐπίσης συγκεκριμένο περιεχόμενο, αὐστηρὰ προκαθορισμένο. Δὲν ἐπιτρέπει πειραματισμοὺς στὸν χῶρο τῆς ἀγωγῆς, γιατί τὸ περιεχόμενο τῆς δικῆς τους παιδείας δὲν ἀναζητεῖται σὲ ἀλλεπάλληλα προγράμματα καὶ σχεδιασμοὺς· εἶναι δεδομένο. «Ἡ ὄντως σοφία καί ἡ. ὄντως παίδευσις οὐδέν ἐτερόν ἐστίν, ἀλλ’ ἤ ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος» [17], θὰ πεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Περιεχόμενο τῆς παιδείας τους εἶναι ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία Ἀποκάλυψη. Ἔχουμε ἐδῶ, ἄρα, μία καθαρὴ ἀντίθεση πρὸς τὶς σημερινὲς τάσεις γιὰ μία «ἐλεύθερη» παιδεία, ποὺ τὸ παιδὶ ἔχει τὸ δικαὶωμα νὰ ζητήσει ὅ,τι θέλει, χάριν δῆθεν τῆς δημοκρατίας. Ἡ προτεραιότητα, κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, δὲν μπορεῖ νὰ δοθεῖ στὴν παιδικὴ ἀπειρία, ἀλλὰ στὴν σύνεση καὶ εὐσέβεια τῶν ὑπευθύνων γιὰ τὴν ἀγωγὴ τῶν νέων. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὅμως, δίνουν οἱ σημερινοὶ παιδαγωγοί στοὺς μαθητές τους αὐτὸ ποὺ θὰ ὄφειλαν; Ἀγαποῦν τοὺς μαθητές τους; Προσεύχονται γιὰ τοὺς μαθητές τους; Ὁ Ἅγιος Πορφύριος πρότεινε στοὺς δασκάλους καὶ καθηγητὲς ποὺ ἐξομολογοῦνταν σὲ αὐτόν, νὰ προσεύχονται πολὺ γιὰ τοὺς μαθητές τους. Καὶ ὅσοι τὸ ἔκαναν αὐτό, ἔβλεπαν ἄμεσα ἀποτελέσματα[18] .

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἐπιδιώκουν ὀρθὴ ἱεράρχηση τῶν παρόντων, ὑπό το φῶς τῆς θείας Ἀποκαλύψεως καὶ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Ὁ Χρυσόστομος δὲν παύει νὰ ἐπαναλαμβάνει στὰ κηρύγματά του: «Οὐκ οἶσθα, ὅτι ἀποδημία ὁ παρὼν βίος; Οὐκ εἶ πολίτης, ἀλλὰ ὁδίτης»[19], δηλ. δὲν εἶσαι μόνιμος ἐδῶ, ἀλλὰ ὁδοιπόρος καὶ περαστικός. «Μὴ εἴπῃς ἔχω τῆνδε τὴν πόλιν καὶ ἔχω τῆνδε. Οὐκ ἔχει οὐδεὶς πόλιν. Ἡ πόλις ἄνω ἐστί. Τὰ παρόντα ὁδὸς ἐστί. Πανδοχεῖον ἐστὶν ὁ παρὼν βίος»[20], δηλ. ξενοδοχεῖο εἶναι ὁ παρὼν βίος. Προσφέρουν ὀρθὸ προσανατολισμὸ τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σαφῶς τονίζει: «Μία ζωὴ πρὸς τὴν Ζωὴν βλέπειν»[21] (τὸ δεύτερο ζῆτα μὲ κεφαλαῖο). Δηλαδή, μία εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ἀξίζει γιὰ τὸν χριστιανό, ἡ ζωὴ ποὺ εἶναι συνεχῶς στραμμένη πρὸς τὴν Ζωή, δηλ. τὴν Αἰωνιότητα.

Συνιστῶντες αὐτὰ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, δὲν ζητοῦν νὰ μεταδώσουν ἕνα πνεῦμα μοιρολατρίας ἢ δειλίας, οὔτε νὰ μᾶς ὁδηγήσουν σὲ ἀπραξία καὶ ἀδιαφορία γιὰ τὴν ἐν σαρκὶ ζωή. Ὁ χριστιανός, ποὺ αὐτοὶ θέλουν νὰ πλάσουν, εἶναι ἀγωνιστής, θαρραλέος, ἀνύστακτος μαχητῆς γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὸν Δικαιοσύνη. «Μὴ ἐπαισχυνώμεθα τὴν ἀλήθεια -διακηρύσσει ὁ Μέγας Βασίλειος- μὴ τοὺς ἔξωθεν μυθοποιοὺς μιμώμεθα, μὴ περιστέλλωμεν τὴν ἀλήθειαν εὐπρεπείᾳ ρημάτων»[22]. Δηλ. μὴ φοβούμεθα νὰ ὁμολογοῦμε ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια ψαλιδίζοντάς την μὲ κομψὰ καὶ ὡραῖα λόγια. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὁμολογοῦν τὴν Ἀλήθεια «χωρὶς φόβο καὶ πάθος» κατὰ τὸν Χρυσόστομο. Ἀδιάφορο ἂν θὰ θὶξει ὁ λόγος τους. Γιατί ξέρουν πὼς τὸ θίξιμο αὐτό, ὅταν θὰ γίνει μὲ τὸν κατάλληλο τρόπο, χωρὶς νὰ ἐξουθενωθεῖ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, θὰ ἀποτελέσει φάρμακο σωτηρίας.

Ἐπιπλέον, ἕκτος ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸ ἀγῶνα ποὺ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ χριστιανός, δὲν παύει νὰ ὑπάρχει καὶ ὁ ἐσωτερικὸς ἀγῶνας, ἡ πάλη μὲ τὸν παλαιὸ ἑαυτό μας καὶ τὴν πολὺμορφο ἁμαρτία ἀφ’ ἑνός, καὶ μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, δηλ. μὲ αὐτὸν τὸν διάβολο, ἀφ’ ἑτέρου. Δὲν ἔχουμε, ἄρα, στὸν κόσμο αὐτὸ οὔτε στιγμὴ ἀνακωχής. Ἐξάλλου, ἡ γαλήνη καὶ ἡ ἡσυχία μας δὲν ἔγκειται στὴν ἄρση κάθε ἐξωτερικοῦ ἐμποδίου, ἀλλὰ στὴν συμφωνία μας μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στὴν εἰρηνικὴ καὶ ἀγαθὴ συνείδησή μας, στὴν ἐσωτερικὴ ἐν Χριστῷ ζωῆ μας. Στὸν ἀγῶνα αὐτόν μᾶς προτρέπει ὁ Μέγας Βασίλειος νὰ ἀντλοῦμε δυνάμεις καὶ ἐνίσχυση ἀπὸ τὸ νέφος τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ὁσίων μας: «Ἐνθυμηθεῖτε τοὺς παλαιοὺς Ἁγίους, ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς τρυφηλοὺς καὶ τοὺς κόλακες δὲν ἀξιώθηκε τῶν στεφάνων τῆς ὑπομονῆς, ἀλλὰ ὅλοι ἐπέδειξαν τὴν ἀξία τους ἀφοῦ δοκιμάστηκαν μέσω μεγάλων θλίψεων»[23] .

Παρ’ ὅλο ποὺ τὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἦταν ἡ αἰώνια μακαριότης καὶ τὸ κέντρο τῆς ἀγάπης τους αὐτὸς οὗτος ὁ Ἰησοῦς καὶ μόνον, συνιστοῦν μὲ τὸν λόγο τους καὶ τὴν ἴδια τους τὴν ζωὴ θετικὴ στάση ἀπέναντι στὸν κόσμο, ποὺ συνοδεύεται ὅμως ἀπὸ κάποια ἐκλεκτικότητα. Τοῦτο φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὴν στάση τους ἀπέναντι στὴν παιδεία τῆς ἐποχῆς τους. Τὸν κανόνα ἐδῶ τὸν χαράσσει ὁ Μέγας Βασίλειος, εἰδικότερα στὸ ἔργο του, «Πρὸς τοὺς νέους», ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων. Ἐπιτρέπει ὁ Ἅγιος νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν θύραθεν παιδεία, ἀλλὰ νὰ παίρνουμε ἀπὸ αὐτήν, ὅπως οἱ μέλισσες, μόνον ὅ,τι εἶναι χρήσιμο. Ἡ ἀξιολόγηση δηλαδὴ τῆς κοσμικῆς παιδείας καὶ κατ’ ἐπέκταση ὃλων τῶν κοσμικῶν πραγμάτων γίνεται πάντοτε μὲ βάση τὸν Χριστὸ καὶ τὴν αἰωνιότητα. Διαμόρφωσαν ἔτσι μία θεανθρώπινη παιδεία.

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἐφήρμοσαν πρῶτα αὐτὴν τὴν παιδεία τῆς ἀσκήσεως, τῆς θεώσεως καὶ ἔπειτα ἐδίδαξαν. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, πρέπει νὰ ἑρμηνεύονται ὅλα τὰ ἔργα ποὺ ἄφησαν στὴν Ἐκκλησία. Ἔγιναν οἱ θεμελιωτὲς τῆς θεανθρώπινης Παιδείας, προβλήθηκαν οἱ προστάτες τῆς Παιδείας, γιατί ἦταν οἱ τέλειοι Νηπτικοὶ Πατέρες. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες δὲν ἦταν ἐργάτες κοινωφελῶν ἔργων. Ἐργάζονταν γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τὸν δικό τους, ἀλλὰ καὶ τῶν συνανθρώπων τους, ὅπως ἐργάζεται ἕνας μοναχός, μυστικά, στὴν ἀφάνεια ἀλλὰ καὶ ἂν εὐδοκήσει ὁ Θεὸς καὶ φανερά. Δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι οἱ ἀγίες κάρες τους διαφυλάσσονται στὸ Ἅγιον Ὅρος (τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὴν Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὴν Μεγίστη Λαύρα). Ἔτσι εὐδόκησαν οἱ Ἅγιοι, νὰ μένουν διὰ τῶν ἁγίων λειψάνων τους σὲ μέρη ἀσκητικά, ἡσυχαστικά, μοναστικά.

Εὐχόμεθα ταπεινά, ὁ Τριαδικὸς Θεός μας, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, νὰ εὐλογεῖ ὅλους τοὺς δασκάλους καὶ παιδαγωγούς, ὥστε νὰ ἐμπνέουν τοὺς νέους νὰ ἀποκτήσουν τὴν κατὰ Θεὸν παιδεία, τὴν ἐν Χριστῷ μόρφωση καὶ ὄχι παραμόρφωση.

 

Ἀγρίνιο, Δευτέρα 30 Ἰανουαρίου 2017

 

[1] Μάρκ.12,30.

[2] Α΄ Ἰωάν. 4,8.

[3] Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 2, Γρηγορίῳ  ἑταίρῳ, ΕΠΕ, τομ.1, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 64.

[4] Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 2, ο.π., σ. 65-67.

[5] Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 27, Θεολογικὸς πρῶτος, ΕΠΕ, τόμ. 4, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 16.

[6] Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 2, Ἀπολογητικὸς τῆς εἰς τὸν Πόντον φυγῆς, ΕΠΕ, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 164.

[7] Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐπιστολὴ πρὸς μοναχούς, PG 60, 752.

[8] Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Σύγκρισις βασιλικῆς δυναστείας πρὸς μοναχὸν 4, ΕΠΕ, τομ.28 Θεσσαλονίκη 1978, σ.605.

[9] Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ Κατανύξεως Λόγος Β’, Πρὸς Στελέχιον 1, ΕΠΕ, τόμ. 28, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 677.

[10] Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος Β’, Πρὸς ἄπιστον πατέρα 10, ΕΠΕ, τόμ. 28, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 433.

[11] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 27, Θεολογικὸς πρῶτος, ΕΠΕ, τόμ. 4, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 14.

[12] Βλ. Ἀπολυτίκιον τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.

[13] Μεγάλου Βασιλείου, Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 1,1, ΕΠΕ, τόμ. 10, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 280.

[14] Μεγάλου Βασιλείου, Ὅροι κατὰ πλάτος 20,2, ΕΠΕ, τόμ. 8, Θεσσαλονίκη 1973, σ.282.

[15] Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ κενοδοξίας καὶ ὅπως δεῖ τοὺς γονεῖς ἀνατρέφειν τὰ τέκνα 19,ΕΠΕ,τομ. 30, Θεσσαλονίκη 1987, σ.641.

[16] Βλ. ὅ.π.

[17] Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρὸς πιστὸν πατέρα,PG 47, 368.

[18] Ἱερὸν Γυναικεῖον Ἡσυχαστήριον «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Ἀπὸ τὸ σημειωματάριο ἑνὸς ὑποτακτικοῦ, ἐκδ. Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2016, σ.128-129.

[19] Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς Εὐτρόπιον 5,PG 52, 401.

[20] Βλ. ὅ.π.

[21] Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τὸν πατέρα, Λόγος 18, PG 35, 1041Β.

[22] Μεγάλου Βασιλείου, Εἰς τὸν Ἅγιον μάρτυρα Μάμαντα,PG 31, 593a.

[23] Μεγάλου Βασιλεἰου, Ἐπιστολὴ 204(139), ΕΠΕ, τόμ. 3, Θεσσαλονίκη 1972, σ.67.