Οι Ναοί της

Η ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΚΥΨΕΛΗΣ*

Του κ. Γιάννη Α. Καρατζόγλου

Με το ναοδομικό έργο του αρχιτέκτονα Αθανασίου Ι. Δεμίρη (Ερεσσός Λέ­σβου 1887-Αθήνα 1965) ήρθα σε επαφή απ’ αφορμή μιαν ανακοίνωση για την Αγία Φωτεινή της Νέας Σμύρνης στο Δ’ Επιστημονικό Συμπόσιο Νεοελληνι­κής Εκκλησιαστικής Τέχνης1. Ο ναός εκείνος, ένα από τα μεγαλύτερα και ωριμότερα ναοδομικά του έργα, προϋποθέτει και άλλες πρωϊμότερες μελέτες, πραγματοποιημένες και μη, που έγιναν για διάφορες πόλεις της Ελλάδας και για το σχέδιο ναού του Αγίου Τρύφωνος στη Σμύρνη. Στην Αθήνα εκτός από την Αγία Φωτεινή ο αρχιτέκτων είχε χτίσει και άλλους μεγάλους ενοριακούς ναούς σε προσφυγικές κυρίως συνοικίες: την Κοίμηση της Καισαριανής (1924), την Αγία Τριάδα του Βύρωνα (192ς) και την Αγία Τριάδα του Ελληνικού (1924-1937)2 με μικρή ή καθόλου αμοιβή και μάλιστα στη δεύτερη αναφέρεται ως «μεγάλος ευεργέτης».

Υπάρχει ωστόσο, πάντα στην Αθήνα, ένα παλαιότερο έργο του, ο μεγάλος ναός της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη3 που γιορτάζει στις 31/8 την κατάθεση της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου στον ναό των Βλαχερνών, και έτσι συνδέεται νοηματικά με την Κωνσταντινούπολη.

Ο ναός είναι χτισμένος σε έκταση περίπου 2.953 μ2 στο βόρειο μέρος του οικοδομικού τετραγώνου που περικλείεται μεταξύ των οδών Αγίας Ζώνης, Κύ­πρου, Επτανήσου και Λέλας Καραγιάννη. Το γήπεδο του ναού ορίζεται από τις τρεις πρώτες οδούς και τρεις ιδιοκτησίες του νότιου μέρους του οικοδομικού τε­τραγώνου (Εικ. 1).

Εικ. 1 α και β. Κυψέλη. Ναός Αγίας Ζώνης. Το συγκρότημα των δύο ναών στο πολεοδομικό του περιβάλλον
από ΒΔ και από αέρος (πηγή: Google Earth)

Οι πλευρές του γηπέδου είναι: Επτανήσου 44,65μ., Κύπρου 61,80μ., Αγίας Ζώνης 50,30 μ., μεσοτοιχίες 61,45μ. Στο ανατολικό μέρος του γηπέδου και προεξέχοντας μάλιστα περίπου 2μ. εντός της οδού Αγίας Ζώνης, είναι χτισμένος ο μικρός αρχικός ναός που προϋπήρχε του μεγάλου (Εικ. 2).

Εικ. 2. Κυψέλη. Ναός Αγίας Ζώνης. Τοπογραφικό σκαρίφημα του συγκροτήματος
υπό κλίμακα (σύνταξη Γ. Θωμάς – Ιω. Καρατζόγλου).

Εξωτερικά του μεγάλου ναού, στη δυτική παρειά του νότιου ελεύθερου πεσ­σού μεταξύ εξωνάρθηκα και τοξωτής στοάς υπάρχει επιγραφή εγχάρακτη σε μαρμάρινηπλάκα διαστάσεων 38,5×39,5 εκ. που αναφέρει:

Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ
ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΔΑΠΑΝΑΙΣ
 ΤΩΝ ΕΝΟΡΙΤΩΝ ΤΗι ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
 ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ

ΕΘΕΜΕΛΙΩΘΗ ΕΝ ΕΤΕΙ 1921
 ΚΑΘΗΓΙΑΣΘΗ ΔΕ ΤΩ 1925.

Φωτογραφία του 1921 δείχνει τη θεμελίωση του ναού από τον τότε διάδοχο και μετέπειτα βασιλέα Γεώργιο Β’4. Άλλη φωτογραφία με τον ναό σε φάση κα­τασκευής του ιερού γράφει στο κάτω μέρος: «Οικοδομή Ιερού Ναού Αγίας Ζώ­νης Πατησίων. Εν Αθήναις τη 8 Ιουλίου 1923». Και κάτω δεξιά: «Αρχιτέκτων Αθ. Ι. Δεμίρης» (Εικ. 3).

Εικ. 3. Κυψέλη. Ναός Αγίας Ζώνης. Ο μεγάλος ναός
υπό κατασκευήν (8/7/1923). Στην κάτω σειρά ανάμεσα στους δύο ιερείς, ο Δεμίρης
(πηγή: Μουσείο Μπενάκη. Αρχείο Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής).

Οι γενικές εξωτερικές διαστάσεις του μεγάλου ναού είναι: πλάτος 23,00 μ. μήκος χωρίς την κόγχη 29,70 μ., μαζί με την κόγχη 32,80 μ. Ο ναός αυτός, όπως άλλωστε και οι τρεις προαναφερθέντες ναοί του Α. Δεμίρη, ακολουθεί τον τύπο του ελεύθερου σταυροειδούς με τρούλο (Εικ. 4).

Εικ. 4. Κυψέλη. Ναός Αγίας Ζώνης. Κάτοψη του μεγάλου ναού. Υπάρχουσα
κατάσταση (αποτύπωση 2019 σε υπόβαθρο του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Κακαβούλη).

Κατά το αρχικό σχέδιο στον βασικό σταυρικό πυρήνα του -γύρω από τον τρούλο- προστίθενται τα τέσ­σερα γωνιακά διαμερίσματα, ανατολικά το συγκρότημα του ιερού και δυτικά εσωνάρθηκας με δύο υψηλά κωδωνοστάσια στα άκρα του. Στον όροφο επάνω από τον εσωνάρθηκα και τα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα διευθετείται γυναικωνίτης με πρόσβαση από το κλιμακοστάσιο του βόρειου κωδωνοστασίου. Δυ­τικά του εσωνάρθηκα υπάρχει ισοπλατής με αυτόν εξωνάρθηκας όπως προβλεπόταν στο αρχικό σχέδιο (Εικ. 5).

Εικ. 5. Κυψέλη. Ναός Αγίας Ζώνης. Σχέδια κατόψεων ισογείου και
θεμελίων του Α. Δεμίρη (12/4/1921, πηγή: αρχείο Ιερού Ναού).

Ο ναός, εκτός από την κύρια δυτική είσοδο της οποίας προηγείται μνημειώδης κλίμακα πλάτους 7 μ., έχει άλλες δύο εισό­δους από βόρεια και νότια στα άκρα της εγκάρσιας κεραίας του σταυρού μέσω προπύλων που δεν προβλέπονταν στο αρχικά σχέδια του 1921 και 1924, αλλά είναι προσθήκες πιθανότατα του ίδιου του Δεμίρη. Το βόρειο πρόπυλο φαίνεται σε φωτογραφία πιθανόν περί το 19535, δηλαδή πριν τις μεταγενέστερες προσθή­κες δύο αιθουσών στα δυτικά, σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Φαίδωνα και Έθελ Κυδωνιάτη (Εικ. 6).

Εικ. 6. Κυψέλη. Ναός Αγίας Ζώνης. Άποψη του μεγάλου ναού
από τα βορειοδυτικά περί το 1953 (πηγή: αρχείο Ιερού Ναού).

Τα πρόπυλα στηρίζονται σε δύο κίονες διαμέτρου 40 εκ. και στις αντίστοιχες παραστάδες που προεξέχουν κατά 35 εκ. από τον τοίχο αντί των δίδυμων ημικιόνων που προέβλεπε το αρχικό σχέδιο. Κίονες και παραστάδες στηρίζουν στα πλάγια μικρά τόξα, ένα μεγαλύτερο στον άξονα και επ’ αυτών δίριχτη στέγη. Οκτώ σκαλιά συνδέουν τα πρόπυλα με το έδαφος της αυλής. Στη δυτική πλευ­ρά η μεγάλη σκάλα έχει 14 σκαλιά (ύψη) λόγω της αισθητής κλίσης του εδά­φους (περίπου 6%) από ανατολών προς δυσμάς. Μετά τη μνημειώδη σκάλα και το βάθους 3,20 μ. πλατύσκαλο εισερχόμαστε σε τριμερή στοά καλυμμένη με σταυροθόλια στηριγμένα δυτικά σε δύο πεσσούς 0,55μ. x 0,80 μ. και δύο παρα­στάδες και ανατολικά σε δύο κίονες διαμέτρου 0,40 μ. και δύο ημικίονες στα πλάγια.

Περί τα έτη 1955-1957 με σχέδια των αρχιτεκτόνων Φαίδωνα και Έθελ Κυδωνιάτη, δυτικά του εξωνάρθηκα προστέθηκαν δύο αίθουσες εσωτερικών διαστάσεων 6,00 μ. x 5,60 μ. στο επίπεδο του ναού και βοηθητικοί χώροι κάτω απ’ αυτές (Εικ. 7).

Εικ. 7. Κυψέλη. Ναός Αγίας Ζώνης.

Κάθε κεραία του σταυρού καλύπτεται με ημικυλινδρικό θόλο και τόξα και χωρίζεται με ελαφρώς προεξέχοντα τόξα (σφενδόνια) σε δύο άνισα τμήματα, ένα μεγαλύτερο δίπλα στον τρούλο κι ένα στενότερο δίπλα στο πρώτο. Στις εγ­κάρσιες κεραίες του σταυρού τα τελευταία αυτά τμήματα προεξέχουν βόρεια και νότια δίνοντας στην κάτοψη το σχήμα του ελεύθερου σταυρού. Όλα τα τό­ξα, μικρά και μεγάλα, καταλήγουν στους μεν τοίχους σε προεξέχουσες παρα­στάδες, επάνω δε από τους τέσσερις κίονες που στηρίζουν τον τρούλο σε λοξότμητους προβόλους που δημιουργούν ένα σταυρικό σχήμα. Το ίδιο σχήμα διατομής έχουν κι οι πεσσοί του ιερού ενώ οι «πλίνθοι» κάτω απ’ τις βάσεις των κιό­νων είναι τετράγωνες. Κατά βάση όλη η σύνθεση έχει σε κάτοψη μια αμφί­πλευρη συμμετρία με κέντρο τον τρούλο που έχει διάμετρο περίπου 7 μ. και το κλειδί του κορυφώνεται στα 21,23 μ. από το δάπεδο του ναού. Ο τρούλος στηρί­ζεται μέσω τεσσάρων λοφίων και προεξεχόντων σφενδονίων σε ισάριθμες κολώνες διαμέτρου 90 εκ. Τα σφενδόνια κορυφώνονται στα 13,31 μ. Τα διαμερίσμα­τα του σταυρού καλύπτονται με καμάρες σε ύψος 13,51μ. μεγαλύτερο από εκείνο των γωνιακών διαμερισμάτων. Έτσι, εσωτερικά κι εξωτερικά τονίζεται το σχήμα του σταυρού και τα γωνιακά διαμερίσματα υποτάσσονται στη σύνθε­ση. Τα διαμερίσματα αυτά είναι τετράγωνα σε κάτοψη και καλύπτονται με ασπίδες συνεχείς με τα λοφία. Τα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα καλύπτονται στη χαμηλή στάθμη (δηλ. στο πάτωμα του γυναικωνίτη) με οριζόντιες πλάκες οπλισμένου σκυροδέματος σε ύψος 5,66 μ. από το δάπεδο του ισογείου, όπως και ο μεταξύ των πύργων-κωδωνοστασίων νάρθηκας.

Στο σχέδιο του ναού φαίνεται να έχει γίνει χρήση ενός τετραγωνικού καννάβου πλευράς περίπου 7,75 μ. Πράγματι, στην κάτοψη η απόσταση ανάμεσα στην εξωτερική παρειά του βόρειου τοίχου και τον διαμήκη άξονα που διέρχεται από το κέντρο των βόρειων κιόνων του τρούλου ισούται με την αντίστοιχη από­σταση στη νότια πλευρά και με την κατά την έννοια του πλάτους απόσταση των αξόνων των βόρειων και νότιων κιόνων του τρούλου. Επίσης στην κάτοψη, κατά την έννοια του μήκους, η απόσταση ανάμεσα στην ανατολική παρειά του τοίχου απ’ όπου εκφύεται η κεντρική κόγχη, και τον άξονα των ανατολικών κιόνων του τρούλου, ο οποίος περνάει από το μέσον του πάχους του ανατολικού τοίχου των εγκάρσιων προεξοχών του σταυρού, ισούται με την απόσταση μετα­ξύ των αξόνων των ανατολικών και των δυτικών κιόνων του τρούλου, καθώς και με την απόσταση από τους άξονες των τελευταίων κιόνων μέχρι την εσω­τερική παρειά του δυτικού τοίχου του κυρίως ναού. Έτσι, η χρήση τετραγωνι­κού καννάβου που χρησιμοποιήθηκε στη μεταγενέστερη Αγία Φωτεινή της Νέ­ας Σμύρνης6 επισημαίνεται νωρίτερα στο σχέδιο της Αγίας Ζώνης και φαίνεται να είναι μία σταθερά της ναοδομίας του Α. Δεμίρη.

Στο ιερό εσωτερικά ανοίγονται τρεις κύριες κόγχες. Στο κέντρο εκείνη του κυρίως ιερού βήματος βάθους 2,20 μ. και χορδής 4,33 μ. περιβάλλεται από ταινία σε εσοχή πλάτους 0,32 μ. και πλαισιώνεται από δύο πολύ μικρές κόγ­χες εν είδει προθέσεως και διακονικού. Το δεξιό (νότιο) κλίτος καταλήγει ανα­τολικά σε κόγχη χορδής 1,80 μ. και βάθους 0,92 μ. που καταλαμβάνει ενσω­ματωμένη Αγία Τράπεζα αλλά διαθέτει και μικρή κόγχη βόρειά της ως Πρό­θεση και πράγματι λειτουργεί σαν αυτοτελές παρεκκλήσιο του Αγίου Σπυρί­δωνος. Το βόρειο κλίτος έχει την κεντρική κόγχη χορδής 1,75 μ. και βάθους 0,87 μ. και μία μικρότερη εν είδει Προθέσεως αλλά κυρίως «θαλασσιδίου», χορδής 0,80 μ. και βάθους 0,43 μ. διαμορφωμένη στον βόρειο τοίχο ως ερμάριο στη θέση παραθύρου που καταργήθηκε. Ο προ του ιερού χώρος, είναι υπερυψω­μένος από τον υπόλοιπο ναό κατά μία βαθμίδα και ορίζεται από μαρμάρινες κιγκλίδες που στη νοτιοδυτική γωνία τους φέρουν την επιγραφή: ΕΡΓΟΝ ΑΦΟΙ Κ. ΠΕΡΡΑΚΗ 1995.

Και οι τρεις κόγχες εξωτερικά είναι τρίπλευρες και η μεν κεντρική έχει από ένα παράθυρο σε κάθε πλευρά, ενώ οι πλάγιες των παραβημάτων έχουν από ένα παράθυρο μόνο στην ανατολική πλευρά. Ένα μεγαλύτερο παράθυρο ανοίγεται στους πλάγιους τοίχους των παραβημάτων, δηλ. στο βόρειο και το νότιο τοίχο. Το τελευταίο έχει μάλλον εκ των υστέρων μετατραπεί σε θύρα που βγάζει στο νότιο προαύλιο μέσω σκάλας με οκτώ ύψη. Η κεντρική ημιεξαγωνική κόγχη του ιερού εκφύεται εξωτερικά από τον τοίχο που βρίσκεται 0,70 μ. ανατολικότερα από τους αντίστοιχους τοίχους των επίσης ημιεξαγωνικών κογχών των πα­ραβημάτων, όπως συμβαίνει και σ’ άλλους ναούς, λ.χ. στην Αγία Τριάδα του Βύρωνα7 και στους Αγίους Πάντες της Καλλιθέας (1926;)8. Η διαμόρφωση αυτή του ανατολικού άκρου της εκκλησίας συναντάται και σε μεσοβυζαντινούς ναούς όπως, λ.χ., στα καθολικά των μονών Βατοπεδίου και Ιβήρων9. Ο τρούλος έχει εσωτερικά κι εξωτερικά κυλινδρικό το τύμπανο όπου ανοίγονται 12 μονόλοβα παράθυρα. Η βάση του τρούλου δεν είναι τμήμα κύβου, αλλά οκταγωνικού πρίσματος που επιστέφεται με οκταγωνικό επίσης γείσο στη στάθμη της εξω­τερικής ποδιάς των παραθύρων του τρούλου.

Στον αρχικό ναό δεν υπήρχαν τμήματα, που καλύπτονταν εξωτερικά με ορι­ζόντια δώματα όπως στην Αγία Φωτεινή και άλλους ναούς του Δεμίρη ή άλλων αρχιτεκτόνων, όπως στο ναό του Αποστόλου Παύλου στην Κόρινθο του Αριστο­τέλη Ζάχου10. Μόνο οι δύο αίθουσες που προστέθηκαν το 1955-1957 στα δυτικά καλύπτονται εν μέρει με δώμα.

Για την ενοποίηση των όψεων του ναού και των κωδωνοστασίων, τα γείσα τους, οριζόντια και κεκλιμένα, τονίζονται με σειρά τοξυλίων (bandes lombardes ή feston) εκλεκτικιστικό στοιχείο απώτερης ρωμανικής καταγωγής. Τα κωδωνοστάσια είναι τετράγωνοι πύργοι με οκταγωνικούς φανούς επί οκτώ κιόνων (Εικ. 8).

Εικ. 8. Κυψέλη. Ναός Αγίας Ζώνης.
Άποψη του μεγάλου ναού από τα βόρεια (φωτ. 2017).

Όπως στις όψεις πολλών ναών του μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, οι όψεις του ναού επιχρίστηκαν με τσιμεντο­κονία «αρτιφισιέλ» και χαράχτηκε επάνω της ισόδομη ψευδοτοιχοποιία με «λί­θους» ύψους 46 εκ. και πλάτους κυμαινομένου από 52 έως 82 εκ. που χωρίζον­ται με επίπεδες ταινίες πλάτους 6 εκ. στους οριζόντιους και κατακόρυφους αρ­μούς. Η επένδυση αυτή με «αρτιφισιέλ» έγινε πιθανότατα μετά τον πόλεμο όπως και σε πολλούς άλλους ναούς του Μεσοπολέμου λ.χ. στους Αγίους Πάντες της Καλλιθέας11 ή στον Άγιο Ιωάννη της Γαργαρέττας (Κουκακίου Αθή­νας) πριν την επένδυσή της με επιδερμίδα λιθοδομής.

Τα μεγάλα σύνθετα παράθυρα της βόρειας, νότιας και δυτικής κεραίας χω­ρίζονται σε τέσσερα κατακόρυφα ισοϋψή τόξα με κιονίσκους από τους οποίους ο μεσαίος είναι απλός, οι δε δύο πλάγιοι είναι τριστέλεχοι και συνεχίζονται καθ’ ύψος με μικρότερους κιονίσκους. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους κιονίσκους, τα τοξω­τά υπέρθυρα των δύο μεσαίων τόξων και το τοξωτό υπέρθυρο που περιβάλλει όλο το σύνθετο παράθυρο εντάσσεται κυκλικός ρόδακας με πέντε κυκλικά ανοίγ­ματα (φεγγίτες) γύρω από έναν κεντρικό. Ας σημειωθεί ότι στο αρχικό σχέδιο οι υποδιαιρέσεις του σύνθετου παράθυρου είναι έξι, ενώ στην κατασκευή έγιναν τέσσερις. Και στις δύο περιπτώσεις στον άξονα υπάρχει πλήρες, δηλ. κιονίσκος, στοιχείο αντικλασικό και όχι κενό (άνοιγμα), στοιχείο κλασικό. Τα παραπάνω μέλη με όλες τις πλαστικές λεπτομέρειες είναι από χυτή τσιμεντοκονία.

Μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο σχέδιο του Δεμίρη και το σημερινό κτήριο είναι η απουσία από το εξωτερικό των τοίχων των παραστάδων στις γω­νίες που προβλέπονταν σε σχέδιο κάτοψης της 29/5/1924 αλλά δεν κατα­σκευάστηκαν τόσο για λόγους οικονομίας όσο και γιατί ο Δεμίρης θα θέλησε ν’ απομακρυνθεί από την κλασικίζουσα αυτή άρθρωση.

Στο σχέδιο όσο και στο κτήριο οι εγκάρσιοι τοίχοι των πλάγιων κεραιών του σταυρού έχουν πάχος 0,82 μ. μεγαλύτερο από εκείνο των μακρών τοίχων (0,70 μ.) διότι οι πρώτοι λειτουργούν και ως αντηρίδες ενώ οι δεύτεροι ως λιγό­τερο φορτισμένοι τοίχοι πληρώσεως. Το ίδιο πάχος 0,82 μ. έχουν και οι κατά μή­κος τοίχοι του εξωνάρθηκα, οι παραστάδες των σταυροειδών πεσσών και ο τοί­χος απ’ όπου εκφύεται η κόγχη του ιερού εξωτερικά. Παρατηρείται επίσης ότι ο παραπάνω τοίχος του ιερού έχει την εξωτερική του παρειά σε ευθυγραμμία με τις ανατολικές πλευρές των τρίπλευρων κογχών των παραβημάτων και αυτό συμ­βαίνει τόσο στο σχέδιο όσο και στο κτήριο. Οι παραπάνω παρατηρήσεις, η φωτο­γραφία της ανεγέρσεως με τον Δεμίρη στο ιερό και τους τεχνίτες ψηλά στις σκαλωσιές, η καλή στατική συμπεριφορά του ναού επί έναν αιώνα και η μελέτη των λεπτομερειών όπως, λ.χ., των σύνθετων παραθύρων, του άμβωνα, του τέμ­πλου και άλλων αρχιτεκτονικών στοιχείων, δείχνει ικανό αρχιτέκτονα, γνώστη των προβλημάτων συνολικού σχεδιασμού, κατασκευής και μορφολογικής ολο­κλήρωσης ενός πολύπλοκου και απαιτητικού δημόσιου κτηρίου όπως ο ενοριακός ναός. Αλλά και ο εσωτερικός χώρος είναι λειτουργικός, αρμονικός και κατανυκτικά ημίφωτος. Σχέδιο του έτους 1924 που σώζεται στα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη υπογράφεται ως εξής: «ο αρχιτέκτων Αθ. Δεμίρης Οδός Βερανζέρου 41» και φέρει στρογγυλή σφραγίδα. Όμως ο Δεμίρης δεν είχε επίσημο δίπλωμα αρχιτεκτονικής σχολής η άλλης ειδικότητος μηχανικού, καθώς αυτός είχε φοιτήσει επιτυχώς στην ιδιωτική «Βιομηχανι­κήν και Εμπορικήν Ακαδημίαν» του Όθωνος Α. Ρουσόπουλου (Αθήνα 1855-­1922) με δάσκαλο τον Ερνέστο Τσίλλερ (1837-1923) και είχε αποκτήσει ικανή εμπειρία στην πράξη. Αργότερα, με τον νόμο 4663 της 8ης Μαΐου 1930 (ΦΕΚ 149 τ. Α 9/5/1930) «περί εξασκήσεως του επαγγέλματος του πολιτικού μηχα­νικού, αρχιτέκτονος και τοπογράφου», άρθρο 1 και πιθανώς βάσει της παρ. δ, ο Δεμίρης και προφανώς και άλλοι με ανάλογα προσόντα, φαίνεται ότι απέκτησαν την άδεια να φέρουν επίσημα τον τίτλο του αρχιτέκτονα. Στο μητρώο του ΤΕΕ έχει αριθμό 1861, ειδικότητα αρχιτέκτονα και έτος εγγραφής 1919.

Ο άμβωνας είναι μαρμάρινος, ακολουθεί πιστά το σχέδιο της 4ης Απριλίου 1925 του Δεμίρη και φέρει την επιγραφή: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΣΑΚΙΩΤΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ 1927. Ο δεσποτικός θρόνος, επίσης μαρμάρινος, φέρει την επιγραφή: ΔΩΡΗΤΑΙ  ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ  ΚΑΙ ΔΑΦ­ΝΗ ΣΥΖΥΓΟΣ ΑΥΤΟΥ  ΕΝ ΕΤΕΙ 1930 (Εικ.9).

Εικ. 9. Κυψέλη. Ναός Αγίας Ζώνης. Ο μαρμάρινος άμβωνας. Σχέδιο του Α. Δεμίρη (1925-
πηγή: ΑΝΑ Μουσείου Μπενάκη) και υπάρχουσα κατάσταση (φωτ. 2017).

Το τέμπλο, και αυτό μαρμάρινο, σχεδιασμένο από τον Α. Δεμίρη και έχει τα εξής διαστήματα, με τις ακόλουθες εικόνες και θύρες: από αριστερά (βόρεια) προς τα δεξιά (νότια): 1. Αγία Άννα 2. θύρα προθέσεως (Αρχάγγελος Μιχαήλ) 3. Άγιοι Ανάργυροι 4. Στον ΒΑ πεσσό Άγιος Πέτρος 5. Αγία Ζώνη 6. Παναγία 7. Ωραία Πύλη 8. Χριστός 9. Πρόδρομος 10. Στον ΝΑ πεσσό Απόστολος Παύ­λος 11. Άγιος Σπυρίδων 12. Θύρα διακονικού (Αρχάγγελος Γαβριήλ) 13. Άγιος Προκόπιος. Το τέμπλο φέρει τις εξής – εγχάρακτες, όπως και οι υπόλοιπες – επι­γραφές: 1. με ευθειογενή γράμματα: ΑΦΙΕΡΩΜΑ  ΘΕΟΔΩΡΟΥ κ ΕΙΡΗΝΗΣ ΓΟΛΕΤΟΥ  1936, 2. με τα ίδια γράμματα και από τον ίδιο με την προηγούμενη επι­γραφή τεχνίτη: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ κ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ ΣΚΡΕΠΑ 1936, 3α) με βυζαντινότροπα γράμματα: ΤΟΔΕ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΟΝ ΕΓΕΝΕΤΟ ΔΑΠΑ­ΝΗ ΜΑΡΙΑΣ Σ. ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ 1938, 3β) στο βάθρο της ποδιάς, με μι­κρότερα ευθειογενή γράμματα: ΕΡΓΟΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΛΑΖΑΡΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΛΥΡΙΤΗ 4. με βυζαντινότροπα γράμματα: ΤΟΔΕ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΟΝ ΕΓΕΝΕΤΟ ΔΑΠΑΝΗ. ΣΤΑΥΡΟΥ Γ. ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ 1938. Τα μαρμάρινα προσκυνητάρια, τα προσκολλημένα στις παραστάδες των πεσσών μεταξύ του κυρίως να­ού και του νάρθηκα, φέρουν τις εξής επιγραφές: το μεν νότιο της Αγίας Ζώνης, ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Δ.ΓΕΩΡΓΙΟΥ 1933, το δε βόρειο, του Αγίου Σπυρίδω­νος, ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Δ.ΚΑΣΤΑΝΟΥ 1933. Στην ανατολική παραστάδα της νότια κεραίας στο προσκυνητάρι με την παράσταση της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού αναγράφεται: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑΥΡΟΥ Γ.ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥ­ΖΥΓΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΑΡΙΑΣ 1937. Η αγιογράφηση του ναού άρχισε το 1938 από τον Στέφανο Ασμάνη (1888-1972) σε ύφος ναζαρηνό και συνεχίστηκε μεταπολε­μικά (1950) από τον ίδιο επηρεασμένον όμως πια από την κίνηση επιστροφής στις ρίζες του Φώτη Κόντογλου (1895-1965).

Ο παλαιός ναός της Αγίας Ζώνης μετά την δημιουργία του μεγάλου ναού, γιορτάζει όχι πλέον την Αγία Ζώνη στις 31/8 αλλά την κατάθεση της Εσθήτας της Θεοτόκου στις 2 Ιουλίου και έχει μέσες εξωτερικές διαστάσεις 10,30 μ. x 12,10 μ. μαζί με την κόγχη του ιερού ή 10,75μ. χωρίς την κόγχη12 (Εικ. 10α, 10β, 10γ).

Εικ. 10α. Κυψέλη. Ναός Αγίας Ζώνης. Μικρός ναός. Κάτοψη.

Εικ. 10β. Κυψέλη. Ναός Αγίας Ζώνης. Μικρός ναός. Τομή.

Εικ. 10γ. Κυψέλη. Ναός Αγίας Ζώνης. Μικρός ναός. Τομή.

Τυπολογικά είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο χωρίς τα ανατολικά διαμερίσματα και με συνεπτυγμένο ιερό που φαίνεται ότι το έκο­ψε ο δρόμος. Τα ανατολικά μέρη του ναού περιορίζονται στην βραχεία ανατολι­κή κεραία που χρησιμεύει ως ιερό βήμα με το νοτιοανατολικό πλάγιο διαμέρι­σμα ως βοηθητικό χώρο (διακονικό) μέσω του οποίου το ιερό επικοινωνεί με την αυλή. Η ανατολική κεραία καταλήγει σε πολύ ρηχή (βάθους μόλις 40 εκ.) και τυφλή κόγχη που εξωτερικά προεξέχει από τη ρυμοτομική γραμμή της οδού Αγίας Ζώνης που είναι πεζόδρομος στο τμήμα αυτό. Βορειοανατολικό διαμέρι­σμα δεν έχει ο ναός και ως Πρόθεση χρησιμεύει ρηχή ορθογωνική εσοχή 57×16 εκ. στο βόρειο άκρο της κόγχης. Ο διαμήκης άξονας του ναού δεν σκοπεύει ακριβώς την ανατολή αλλά κλίνει κατά 15 περίπου μοίρες προς νότον ενώ ο αν­τίστοιχος άξονας του μεγάλου ναού σκοπεύει πρακτικά την ανατολή προσαρμοζόμενος με τους γύρω δρόμους .

Το δυτικό τμήμα του ναού ανήκει σε μεταγενέστερη φάση, όπως κι η στοά στα δυτικά που στηρίζεται σε δύο κίονες διαμέτρου 30 εκ. και δύο πεσσούς στις γωνίες 0,72 μ. x 0,90 μ. Κάτω από την στοά και δεξιά από τη δυτική είσοδο του ναού εξωτερικά αναγράφεται σε μαρμάρινη πλάκα: Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ  ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΔΑΠΑΝΑΙΣ  ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΙ ΟΛΓΑΣ ΟΖΕΡΩΦ  ΠΡΕΣΒΕΥΤΩΝ ΡΩΣΣΙΑΣ  ΕΝ ΕΤΕΙ 1843. Εσωτερικά, στον δυτικό τοίχο υπάρχει η παρακάτω επιγραφή της αγιογραφήσεως με λευκά κεφαλαία γράμματα σε γκρίζο βάθος: ΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΠΑΝCΕΠΤΟC ΟΥΤΟC ΝΑΟC Ο ΕΚ ΑΝΑΜΝΗCΙΝ TΗC ΚΑΤΑΘΕCΕΩC TΗC ΤΙΜΙΑC ΖΩΝΗC TΗC ΥΠΕΡΑΓΙΑC ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ CΩΤΗΡΙΩ 1979 ΚΟΠΟΙC ΜΕΝ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΔΙ ΚΑΙ ΑΝΑΛΩΜΑCΙ ΙΕΡΕΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ  ΚΑΙ ΕΝΟΡΙΤΩΝ, ΔΙΑ ΧΕΙΡΟC ΔΕ ΔΙΟΝΥCΙΟΥ ΑΝΔΡΑΒΙΔΙΩΤΟΥ  ΤΟΥ ΖΑΚΥΝΘΙΟΥ. Η ΠΑΡΕΔΡΕΥΟΥCΑ ΤΩ ΥΨΗΛΩ ΘΡΟΝΩ TΗC ΤΡΙCΥΠΟΣΤΑΤΟΥ ΜΟΝΑΔΙΚΩC ΠΡΟCΚΥΝΟΥΜΕΝΗC ΚΑΙ ΔΟΞΑΖΟΜΕΝΗC ΘΕΟΤΗΤΟC ΘΕΟΤΟΚΕ ΠΡΕCΒΕΥΕ ΙΝΑ ΤΥΧΩΜΕΝ ΠΑΝΤΕC TΗC ΑΙΩΝΙΟΥ ΖΩΗC ΑΜΗΝ.

Ο τρούλος, οκτάπλευρος εξωτερικά, στηρίζεται μέσω λοφίων σε τοίχους ανατολικά και πεσσούς 70×90 εκ. δυτικά. Από την φάση του ναού του 1843 σώζε­ται το διαμέρισμα του τρούλου, μέρος της ανατολικής κεραίας και οι δύο εγκάρ­σιες καμάρες. Σε πρόσφατη διατριβή αναφέρεται ότι «ο ναός … επεκτάθηκε (1883) με την κατασκευή εξωνάρθηκα … ενώ το 1889 πραγματοποιήθηκαν … εργασίες συντήρησης»13. Δυτικά από τους δύο πεσσούς η κεραία του σταυρού και τα δύο δυτικά γωνιακά διαμερίσματα είναι σε νεότερη φάση που επισημαίνεται με στένεμα του νεώτερου δυτικού τμήματος κατά 2-3 εκ. στην εξωτερική παρειά του βόρειου και νότιου τοίχου. Η στέγαση των δυτικών γωνιακών δια­μερισμάτων γίνεται με κεκλιμένες κι ελαφρά καμπυλωμένες πλάκες οπλισμέ­νου σκυροδέματος. Η στοά στα δυτικά στηρίζεται σε δύο κίονες από οπλισμένο σκυρόδεμα διαμέτρου 27/32 εκ. και καλύπτεται στο κέντρο με διαμήκη καμά­ρα από οπλισμένο σκυρόδεμα και στα πλάγια με κεκλιμένες προς τα πλάγια κι ελαφρά καμπυλωμένες πλάκες από το ίδιο υλικό. Το σχήμα των πλακών, ίδιο ακριβώς με εκείνου που καλύπτουν τα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα αποδει­κνύουν ότι η στοά έγινε στην ίδια οικοδομική φάση με το δυτικό μέρος του κυ­ρίως ναού, πιθανότατα σε αντικατάσταση του εξωνάρθηκα του 1883 (Εικ. 11).

Εικ. 11. Κυψέλη. Ναός Αγίας Ζώνης.

Στο νότιο τοίχο του ναού εσωτερικά είναι προσκολλημένο κτιστό τυφλό τόξο, συνολικού πλάτους 1,77 μ. και ύψους 2,31 μ. από το δάπεδο του ναού, που φέρει εντός της πλάτους 1,19 μ. και ύψους 1,60 μ. εσοχής του, τοιχογραφία (Εικ. 13).

Η εσοχή αρχίζει σε ύψος 0,58μ. από το δάπεδο του ναού και επιστέφεται με οξυκόρυφο ισλαμίζον τόξο πάχους 13-15 εκ. που εδράζεται σε γενέσεις ύψους 10 εκ. Στο άνω δεξιό μέρος του τόξου σώζεται τμήμα κυματίου μήκους 15 εκ. που έτρεχε σ’ όλο το μήκος του τόξου. Η τοιχογραφία παριστά την Πα­ναγία ένθρονη και Βρεφοκρατούσα να πλαισιώνεται από τους αρχαγγέλους Μιχαήλ (αριστερά) και Γαβριήλ (δεξιά) όπως πιστοποιούν τα κεφαλαία αρχικά Μ και Γ επάνω απ’ τα κεφάλια τους. Εκτός από τα εκατέρωθεν γραμμένα συμπιλήματα ΜΡ και ΘΥ εντός μεταλλείων, αριστερά από την Παναγία σώ­ζονται οι λέξεις ΠΑ..ΓΙ. Η ΠΑΝ/ΤΩΝ και δεξιά η λέξη ΕΛΠΙC. Η τοιχογραφία θα μπορούσε να χρονολογηθεί στην Τουρκοκρατία (17ος – 18ος αι.;) και πάντως εί­ναι πολύ παλαιότερη του 1843. Η τοιχογραφία λοιπόν αυτή άρα και το τυφλό τόξο που την φέρει ανήκουν σε φάση του ναού επί Τουρκοκρατίας και τούτο επι­βεβαιώνει την προφορική παράδοση ότι ο πρέσβης της Ρωσίας Οζερώφ, περνών­τας από κει με το άλογό του σκόνταψε σε χαλάσματα όπου βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας. Βέβαια, ο Α. Ορλάνδος δεν αναφέρει το ναό στο έργο του Μεσαι­ωνικά Μνημεία της Πεδιάδος των Αθηνών και των κλιτύων Υμηττού-Πεντελικού-Πάρνηθος και Αιγάλεω, Αθήναι 1933, αλλά εξίσου δεν αναφέρει και το ναό του Αγίου Δημητρίου «των Όπλων» που είναι καμαροσκεπής βασιλική με τυφλά αψιδώματα και διασώζει τοιχογραφία του Αγίου Δημητρίου σε κάποιο απ’ αυτά. Άρα ο αρχικός ναός της Αγίας Ζώνης είχε πιθανώς τυφλά τόξα στα πλάγια δηλαδή ήταν του ίδιου με τον Άγιο Δημήτριο «των Όπλων»14 τύπου, που επιχωριάζει στην Αττική15.

Ο ναός λοιπόν, στον οποίον ανήκε το τόξο, άγνωστης ακριβούς χρονολογίας, αλλά πάντως της Τουρκοκρατίας, συνδέεται και με την Επανάσταση του 1821 στη διάρκεια της οποίας καταστράφηκε, πιθανώς στην εκστρατεία του Κιουταχή κατά της Αθήνας το 1826-27. Πράγματι ο ναός βρίσκεται μόλις 80 μ. από την οικία του Άγγλου ναυάρχου Μάλκολμ (νυν παλαιό κτήριο του Ασύλου Ανιάτων) όπου ο Ρεσίτ πασάς (Κιουταχής) κατά τον Κώστα Μπίρη έστησε τη σκηνή του κατά την παραπάνω εκστρατεία επειδή εκεί κοντά υπήρχαν στέρνες νερού του κτήματος του Δημητρίου Γάσπαρη16. Την ύπαρξη ναού παλαιότερου του 1843 ενισχύει η Αγία Τράπεζα του ναού που προσκολλάται στον καμπύλο τοίχο του ιερού και αποτελείται από αρχαία μέλη σε β’ χρήση, ήτοι από κάτω προς τα πάνω: Αρχαία ταφική στήλη κυκλικής διατομής ύψους 53 εκ., διαμέ­τρου 32 εκ. που φέρει 8 εκ. κάτω από την επάνω επιφάνειά της τη γνωστή σπεί­ρα, επάνω απ’ τη στήλη κιονόκρανο με φύλλα καλάμου (περγαμηνού τύπου) διαμέτρου 27 εκ., επ’ αυτού μαρμάρινη πλάκα λοξότμητη ύψους 8,5 εκ. και τέ­λος επ’ αυτής νεότερη μαρμάρινη πλάκα πάχους 4 εκ. και διαστάσεων 70×88 εκ. Η Αγία Τράπεζα το 1843 θα συντέθηκε από μέλη σε β’ χρήση που βρέθηκαν επί τόπου. Το νότιο διαμέρισμα του ιερού (διακονικό) καλύπτεται με καμάρα από Β. προς Ν., είναι χώρος καθαρά βοηθητικός και έχει έξοδο (νεώτερη;) προς Ν. Τον ναό περιβάλλει από βόρεια, δυτικά και νότια κτιστό πεζούλι-κάθισμα πλάτους 37 εκ.

Το ανατολικό μέρος του ναού και ιδίως η κόγχη του ιερού πρέπει να έχει υποστεί επέμβαση, πιθανότατα βράχυνση, για να μην προβάλλει πολύ στην οδό Αγίας Ζώνης (Εικ. 12).

Σύμφωνα με μαρτυρία του παλαιού κατοίκου της πε­ριοχής, συγγραφέα κ. Βασίλη Μπακογιάννη, αυτό έγινε περί τα τέλη του 19ου η αρχές 20ού αι., όταν χαράχτηκε για να διαπλατυνθεί η οδός Αγίας Ζώνης. Η πεζοδρόμηση του ίδιου δρόμου περί το 1991-1992 δεν άλλαξε την εξωτερική μορφή του ναού. Πάντως οι οικοδομικές φάσεις και των δύο ναών χρειάζονται περαιτέρω διερεύνηση.

Το συγκρότημα των δύο ναών και των βοηθητικών και ελεύθερων χώρων της ενορίας της Αγίας Ζώνης, μαζί με τον ομώνυμο πεζόδρομο, λειτουργεί άρ­τια ως ζωντανό κύτταρο κοινωνίας των ανθρώπων κάθε ηλικίας, προέλευσης, γλώσσας η θρησκεύματος που κατοικούν, επισκέπτονται η διέρχονται, απ’ αυ­τό το ανοιχτό, τοπικό «περιβόλι της Παναγίας».

ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΑΟΔΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΔΕΜΙΡΗ:



Παραπομπές

*
Ευχαριστώ όλους όσους με διάφορους τρόπους με βοήθησαν στην εργασία αυτή: τον αρχι­μανδρίτη π. Άνθιμο Ηλιόπουλο, προϊστάμενο του ναού και τους ιερείς του ναού, το προσωπικό και τους εθελοντές της ενορίας, τον αρχιτέκτονα της ενορίας Βασίλη Οικονόμου, την ομότιμη καθηγήτρια Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ, την ομότιμη καθηγήτρια του ΕΜΠ Μάρω Καρδαμίτση- Αδάμη, την αρχιτέκτονα Μαρία Δανιήλ, τον αρχιτέκτονα Στέφανο Νομικό, τον αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Κακαβούλη, τον εγγονό του αρχιτέκτονα του ναού, επίσης αρχιτέκτονα, Αθανάσιο Δεμίρη, τις αρχιτέκτονες Ναταλία Μπούρα και Λέτη Αρβανίτη και την Αλεξάνδρα Καραγεώργου των ΑΝΑ του Μουσείου Μπενάκη, την Ματθίλδη Πυρλή, υπεύθυνη του φωτογραφικού αρ­χείου του ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ, τον οικονομολόγο-ερευνητή Γεώργιο Γιαγκάκη, τον τοπικό ερευνητή Βασίλη Μπακογιάννη, τον ερευνητή Άγγελο Σινάνη, τον πολιτικό μηχανικό και εικαστικό Γε­ράσιμο Θωμά, τη σύζυγό μου Ιωάννα, τον Αβραάμ Καρατζόγλου και την ιστορικό τέχνης Μαρία-Μόσχα Καρατζόγλου.

1. Ι. Καρατζόγλου, «Η Αγία Φωτεινή της Νέας Σμύρνης», Δ’ Επιστημονικό Συμπόσιο Νεοελληνικής Εκκλησιαστικής Τέχνης, Πρακτικά, Αθήνα 2017, 97-112 (στο εξής: Καρατζόγλου, Αγία Φωτεινή).

2.    Γ. Γιαγκάκης, Συμβολή στην τοπογραφία και στην κοινωνική ιστορία του Ελληνικού της Αττικής, Ν. Σμύρνη Αττικής 2012, 43-44. Κατά τον συγγραφέα, ο Δεμίρης έχτισε και τον Άγιο Γεώργιο Κερατσινίου και άλλους ναούς στην πρωτεύουσα, 44.

3.    Βλ. Κ. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών, Αθήναι 2006 (στο εξής: Μπίρης, Τοπωνυμίαι), 81-83, Γ. Πάλλης Τοπογραφία του αθηναϊκού πεδίου, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2009, (στο εξής: Πάλλης, Τοπογραφία), σ. 197-198, Ν. Ζίας, «Οι Εκκλησίες της Κυψέλης. Το αστικό χθες, το πολύχρωμο σήμερα», 7Ημέρες, Έν­θετο Εφημερίδας Η Καθημερινή, Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2003, 19-21, Πάνος Αβραμόπουλος, «Οδοιπορικό στις ιστορικές εκκλησίες της Αθήνα: Η Αγία Ζώνη Κυψέλης», Εφημερίς Χριστια­νική 22/9/2016, 11.

4.    Ευγενική παραχώρηση του φωτογραφικού αρχείου του ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ.

5.    Σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα της ενορίας κ. Βασίλη Οικονόμου.

6.    Καρατζόγλου, Αγία Φωτεινή, 99, 109, εικ. 5.

7.  Προσωπική παρατήρηση.

8.  Ιω. Καρατζόγλου, «Τέσσερα δείγματα αστικής ναοδομίας στη νότια Αθήνα», Β’ Επιστημονικό Συμπόσιο Νεοελληνικής Εκκλησιαστικής Τέχνης, Πρακτικά, Αθήνα 2012, (στο εξής: Καρατζόγλου, Δείγματα αστικής ναοδομίας) 142, εικ. 6.

9. P. Mylonas, «Le plan initial du catholicon de la Graηde-Lavra, au Mont Athos et la genese du catholicon athonite», Cahiers Archeologiques 32 (1984), 102 fig. 17.

10.  Ελ. Φεσσά-Εμμανουήλ, «Αριστοτέλης Ζάχος. Καστοριά 1871 [ή 1872] – Αθήνα 1939», στο Ε. Φεσσά – Εμμανουήλ – Β. Μαρμαράς, 12 Έλληνες Αρχιτέκτονες του Μεσοπολέμου, εικ. σσ. 34, 3ς, σ. 36.

11.  Καρατζόγλου, Δείγματα αστικής ναοδομίας, 131.

12.  Πάλλης, Τοπογραφία, 197-198.

13.  Μ. Δανιήλ, Το έργο της Αρχιτεκτονικής Υπηρεσίας του Δήμου Αθηναίων κατά την πε­ρίοδο 1835-1912, Πολυγραφημένη διδακτορική διατριβή, ΕΜΠ, Αθήνα 2017.

14.  Μπίρης, Τοπωνυμίαι, 78, Π. Λαζαρίδης, Ναός Αγίου Δημητρίου των Όπλων, «Μεσαιωνικά Αθηνών, Αττικής και Νήσων Σαρωνικού», ΑΔ 23 (1968), 115 και 116, σχ. 2

15.  Α. Ορλάνδος, Μεσαιωνικά μνημεία της πεδιάδος των Αθηνών και των κλιτύων Υμηττού – Πεντελικού, Πάρνηθος και Αιγάλεω, Αθήναι 1933, σποράδην και Πάλλης, Τοπογραφία, 507.

16.  Κ. Μπίρης, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, Εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 2005, 22, 255, Θ. Γιοχάλας – Τ. Καφετζάκη, Αθήνα. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία, Εστία, Αθήνα 2013, Δ. Φωτιάδης, Η Επανάσταση του 21, τ.3, 283, Αθήνα 1972.