Οἱ Ἅγιοι 33 Μάρτυρες «οἱ ἐν Μελιτινῇ», Ἱέρων, Νίκανδρος, Ἡσύχιος, Βάραχος (ἢ Βαράχιος), Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξαντικός (ἢ Ξανθίας), Ἀθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Εὐγένιος, Θεόφιλος, Οὐαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ἰλάριος, Γιγάντιος, Λογγῖνος, Θεμέλιος, Εὐτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος (ἢ Οὐστρίχιος), Ουΐκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Ἐπιφάνιος, Ἀνίκητος καὶ ἄλλος Ἰέρων
Παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ Ἱέρων πῆρε ἀρκετὴ μόρφωση, ἀσχολήθηκε μὲ τὸ γεωργικὸ ἐπάγγελμα. Οἱ εἰδωλολάτρες τέτοιες ἐνασχολήσεις τὶς θεωροῦσαν ὑποτιμητικές. Ἀλλὰ οἱ χριστιανοὶ ἤξεραν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαξίωσε τὸν ἱδρῶτα τοῦ ταπεινοῦ ἐργάτη. Καὶ ὅτι κάθε τίμια ἐργασία εἶναι ἀρετὴ καὶ μόνο ἡ ἀργία, ποὺ φέρνει τὴν ἁμαρτία, ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο στίγμα. Ἄλλωστε, ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς περιγράφοντας τὴ ζωὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν, ὅλων τῶν χριστιανῶν, λέει: «κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίοις χερσί». Κοπιάζουμε, δηλαδή, ἐργαζόμενοι μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια.Ὅταν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ ἄρχισε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας συνέλαβε τὸν Ἱέρωνα. Τὸν συνέλαβε μὲ τὴν κατηγορία ὅτι τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ἄλλες γιορτὲς περιφερόταν καὶ κήρυττε τὸ Χριστὸ στοὺς ἐργάτες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποσπάσει πολλοὺς ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Μαζί του συνελήφθησαν οἱ δυὸ ἀδελφοί του καὶ τριάντα ἀκόμα συνεργάτες του στὴ διακονία τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀφοῦ φυλακίστηκαν καὶ φρικτὰ βασανίστηκαν, τελικὰ ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας τοὺς ἀποκεφάλισε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Μελιτινή.
Θείῳ Πνεύματι συντεταγμένοι, δῆμος ὤφθητε, τροπαιοφόροι ἀθλοφόροι τοῦ Σωτῆρος πανθαύμαστοι· ὁμοφροσύνῃ γὰρ γνώμης ἑνούμενοι, μαρτυρικῶς τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσασθε. Ἀλλ’ αἰτήσασθε τριάδα τὴν Ὑπερούσιον δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Οἱ Μάρτυρές σου, Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, στεφάνους ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον, ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Χορὸς Μαρτύρων τηλαυγὴς καὶ φωσφόρος, ἐξανατείλας νοητῶς κατεφαίδρυνε, τὴν Ἐκκλησίαν σήμερον θαυμάτων βολαῖς· ὅθεν ἑορτάζοντες, τὴν σεπτὴν αὐτῶν μνήμην, αἰτοῦμέν σε Σωτὴρ ἡμῶν· Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ὡς ἐλεήμων Θεὸς καὶ φιλάνθρωπος.
Ἱέρων ὁ ἔνδοξος, καὶ σὺν αὐτῷ ὁ χορός, Μαρτύρων ὁ ἔνθεος, τῆς ἀθεΐας πυράν, τοῖς αἵμασι σβέσαντες, τὰς διαιωνιζούσας, ἀπολαύσεις κληροῦνται, καὶ τοὺς τῶν ἀσθενούντων, ἰατρεύουσι πόνους· Αὐτῶν Χριστὲ πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Στὴ συνέχεια τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ στὸν Ἀντώνιο, ἐπειδὴ αὐτὸς ἔφτυσε κατὰ πρόσωπο τὸν ἀποστάτη τοῦ Χριστιανισμοῦ, αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ καὶ μακάρισε τοὺς γονεῖς του, ποὺ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸν Θεό, πάνω στὸ βασανιστικὸ ξύλο.Ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, ποὺ ὑπέστη ὁ Ἀντώνιος, στάλθηκε στὸν δούκα Ἀγριππίνο. Αὐτὸς τὸν ἔβαλε μέσα σ᾿ ἕνα καζάνι μὲ βραστὸ νερὸ καὶ κατόπιν τὸν ἔριξε στὰ ἄγρια θηρία. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἀντώνιος, μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, βγῆκε ζωντανὸς καὶ εἵλκυσε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ 40 νεαρὰ παιδιά, ποὺ ἀμέσως ἀποκεφάλισαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ βασιλιᾶ.Ἔπειτα ἅπλωσαν τὸν Ἅγιο ἐπάνω σὲ πυρακτωμένο μεταλλικὸ κρεβάτι καὶ τὸν ἔδειραν ἀλύπητα μὲ χοντρὰ ῥαβδιά. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ βγῆκε μὲ τὴν θεία χάρη ἀβλαβής, στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ δὲ Μονομάχος Κωνσταντῖνος (1042-1054), ἐξόριστος τότε στὴ Μυτιλήνη, ἄκουσε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ ὁσίου καὶ ἔκτισε ὡραιότατο ναὸ τῆς Ἀναστάσεως στὸ Γαλλήσιο ὄρος, καὶ τὸν προίκισε μὲ πολλὰ ἱερὰ κειμήλια.Ὁ δὲ Ὅσιος Λάζαρος, ἀνήγειρε κοντὰ στὸ ναὸ στύλο, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στὴν κορυφή του καὶ ἀσκήτευε χειμῶνα – καλοκαῖρι, ἐκτεθειμένος σὲ καύσωνες καὶ παγωνιές. Ὁ Θεὸς ἐπίσης, ἔδωσε στὸν ὅσιο Λάζαρο καὶ τὸ χάρισμα νὰ θαυματουργεῖ. Ἔτσι αὐστηρὰ ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε τὴ ζωή του, πέθανε μὲ ἁγιότητα σὲ βαθιὰ γεράματα (1054).